1. Ο εμπαιγμός του κόσμου
Υπάρχει ένα ιστορικό παράδειγμα στη ζωή της Εκκλησίας που αντιπροσωπεύει την πιο ακραία και εκπληκτική συμμόρφωση στο ευαγγελικό κήρυγμα ανατροπής και άρνησης της ατομικής Ηθικής: είναι το παράδειγμα των αγίων «διά Χριστόν σαλών». Στο βίο και στη συμπεριφορά αυτών των αγίων είδε η Εκκλησία την έκφραση και φανέρωση ενός ξεχωριστού χαρίσματος του Αγίου Πνεύματος, μιαν από τις οξύτερες μορφές του προφητικού κηρύγματος1. Οι σαλοί είναι συνήθως μοναχοί που κατεβαίνουν στον «κόσμο», μέσα στις πόλεις, στη «χριστιανική» κοινωνία, και κάνουν πράξεις παράλογες, ανόητες, πράξεις τρελού, οι οποίες όμως έχουν πάντοτε ένα βαθύτερο περιεχόμενο, αποβλέπουν πάντοτε στην αποκάλυψη της πραγματικότητας και αλήθειας που κρύβεται πίσω από τα προ σχήματα του κόσμου τούτου. Ο σαλός μπαίνει στις ταβέρνες, στα πορνεία, στις κακόφημες συντροφιές. Ζει ένα είδος αλητείας μέσα στους δρόμους μαζί με τους ανυπόληπτους τύπους, τις πόρνες και τα χαμίνια. Μοιάζει να συμμορφώνεται με τη δική τους ζωή, κι ωστόσο αυτός τους φανερώνει την αλήθεια της σωτηρίας με τρόπο προσιτό στο δικό τους πνευματικό επίπεδο, με παράδοξα καμώματα, με αστεϊσμούς και παραλογισμούς.
Επιτιμάει τους αμαρτωλούς, θαυματουργεί συχνά για να εμποδίσει μια χειρότερη πτώση. ‘Εχοντας συνήθως το διορατικό χάρισμα, το χάρισμα να διαβάζει τα μυστικά βάθη των ανθρώπων, χλευάζει δημόσια τα κρυφά τους παραπτώματα αλλά με τρόπο που μόνο ο ένοχος να καταλαβαίνει τον έλεγχο. Ο ίδιος εμφανίζεται σαν πολύ αμαρτωλός: καταλύει προκλητικά της εκκλησιαστικές νηστείες μπροστά στους ανθρώπους, ενώ στην πραγματικότητα κάνει αυστηρότατη άσκηση τροφής. Παριστάνει τον θαμώνα των οίκων ανοχής, ενώ εκεί νουθετεί τις πόρνες και δίνει χρήματα για να τις γλιτώσει από τη διαφθορά. Τη νύχτα επιστρέφει στην κοινότητα των αγίων, στην απομόνωση της προσευχής του και της θέας του Προσώπου του Θεού, και το πρωί ξαναφοράει τη μάσκα της μωρίας «εμπαίζων τον κόσμον τον μάταιον και διάβολον». Είναι αυτός, πραγματικά ένας εμπαιγμός του κόσμου, η πιο ακραία μορφή της άσκησης, η έσχατη αυταπάρνηση, η απόλυτη άρνηση των κριτηρίων του κόσμου, η τέλεια απέκδυση του εγώ.
Οι σαλοί έρχονται να θυμίσουν τον χαρακτήρα της «μωρίας» του ευαγγελικού κηρύγματος, το ασυμβίβαστο της σωτηρίας και της αγιότητας με την ικανοποίηση που δίνει η κοινωνική υπόληψη και η αντικειμενική αναγνώριση της αρετής. Εμφανίζονται σε περιόδους «εκκοσμίκευσης» των Χριστιανών, όταν η χριστιανική ιδιότητα μοιάζει να εξαρτάται από τα συμβατικά κριτήρια και τις αντιλήψεις του κόσμου που μετράει την αληθινή ζωή και την αρετή του ανθρώπου με τα μέτρα της κοινωνικής ευπρέπειας και δεοντολογίας. Ο σαλός είναι ο χαρισματούχος που έχει άμεση εμπειρία της Βασιλείας του Θεού και αναλαμβάνει να φανερώσει προφητικά την αντίθεση του «παρόντος αιώνος» με τον αιώνα της Βασιλείας, τη ριζική διαφοροποίηση των μέτρων και των κριτηρίων. Αρνείται για τον εαυτό του την αντικειμενική αναγνώριση της αρετής και της ευσέβειας, αποκρούει ως την έσχατη συνέπεια τον έπαινο και την τιμή των ανθρώπων. Ξέρει ότι η ατομική αρετή χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό γιατί δημιουργεί αυτοϊκανοποίηση, αλλά τον χωρίζει και από τους ανθρώπους που δεν τολμούν να του εκθέσουν την ανάγκη και την αδυναμία τους.
Ο σαλός δεν ασκείται στην εξασφαλισμένη πνευματικότητα ενός μοναστηριού, αλλά μόνος μέσα στον κόσμο, σε έναν αγώνα σώμα με σώμα με τον κόσμο και τον διάβολο, αίροντας το Σταυρό της Εκκλησίας, τον σταυρό των βασανισμένων και αμαρτωλών. Είναι αυτή μια άλλη μορφή αποκαλυπτικής «τραγωδίας»: εκούσια ανάληψη του προσωπείου της μωρίας ένα «γκροτέσκο» προσωπείο για να φανερωθεί η αλήθεια του προσώπου, η πλαστότητα των ωραιοποιημένων προσωπείων της συμβατικής ευπρέπειας που αφανίζει την προσωπική ετερότητα και ελευθερία. Στην πλαστή πραγματικότητα του κόσμου, που αλλοιώνει το καλό σε κακό και το κακό σε καλό και όπου «ο άρχων του κόσμου τούτου» αγρυπνεί για να διατηρείται αυτή η πλαστότητα, ο σαλός αναλαμβάνει να πηδήσει μέσα στο σπίτι του ισχυρού και να αρπάσει τα σκεύη του2. Η μόνη δυνατότητα για αυτό το άλμα είναι να μπει ο άγιος μέσα στον κόσμο με τη μάσκα της μωρίας, της κοινωνικής ανευθυνότητας και να ξεσκεπάσει μπροστά στα μάτια των ανθρώπων την αληθινή πραγματικότητα ξεσκίζοντας τα προκαλύματα του συμβατικού ήθους, του καθιερωμένου ύφους, των απατηλών αξιολογήσεων. Δεν είναι αυτή μια ειρωνική, σωκρατική αποκάλυψη, αλλά μια προσωπική αφύπνιση , μια έμπρακτη βία εγρήγορσης. Οι δια Χριστόν σαλοί δεν επιλέγουν ως μορφή άσκησης αυτή τη σαλότητα, αλλά επιλέγονται από το Θεό για κάτι τέτοιο. Το κάνουν «άθελά» τους. Ο δρόμος τους οδηγούσε εκεί. Και είναι αυτό γεύση αλήθειας και επικίνδυνης ελευθερίας.
2. Η ανάληψη της αλλότριας ενοχής
Στη Δύση είναι άγνωστο το είδος της άσκησης των σαλών. «Η Δύση δεν είχε τις προϋποθέσεις για να παρουσιάσει έναν τόσο ακραίο τύπο αγιότητας», γράφει ο Ernst Benz, δυτικός αυτός μελετητής των σαλών3. Μεμονωμένες πράξεις αντίστοιχες με των σαλών της Ανατολής αποδίδονται μόνο στον άγιο Ουλφία (8 ος αιώνας ), στον Ιωάννη Κουλομπίνη (1367) και στον Ιωάννη του Θεού (1550). Στην Ανατολή αναφέρονται αρκετά ονόματα διά Χριστόν σαλών, δεν έχουμε όμως ιστορικές πληροφορίες για όλους. Γνωρίζουμε τον άγιο Συμεών των Εμέσης ( στα χρόνια του Ιουστινιανού, μεταξύ 527 και 567)4, τον άγιο Ανδρέα από την Κωνσταντινούπολη (880 ‐ 946)5, τον άγιο Θωμά διά Χριστόν σαλό6, τον άγιο Λουκά της Εφέσου (11 ος αιώνας). Στην παράδοση της ρωσικής και σερβικής Εκκλησίας αναφέρονται ο άγιος Ιωάννης ο σαλός (1490, αναγνωρισμένος ως άγιος από τη Σύνοδο της Μόσχας του 1674), ο άγιος Βασίλειος ο σαλός (1552) και ο Ιωάννης από τη Μόσχα (1589).
Αλλά και στο Λαυσαϊκό, στον Ιωάννη της Κλίμακος και σε άλλα κείμενα της ασκητικής γραμματείας και της εκκλησιαστικής ιστορίας συναντάμε συχνά μεμονωμένες πράξεις και παραδείγματα αντίστοιχα με των σαλών. Έτσι, διαβάζουμε για τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο πως όταν μόναζε σε μια καλύβα έξω από κάποιο χωριό, κατηγορήθηκε από τους γονείς ενός κοριτσιού ως διαφθορέας της κόρης τους, Τον έδεσαν από το λαιμό με ένα σχοινί και τον διαπόμπευσαν σε όλο το χωριό φωνάζοντας: «Να ένας “ αναχωρητής ” που βίασε την κόρη μας!». Του ζητούσαν αποζημίωση και να αναλάβει τα τροφεία του παιδιού που θα γεννιόταν. Χωρίς να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ο άγιος δέχτηκε την ατίμωση και γύρισε στο κελί του. Άρχισε να εργάζεται διπλάσια από πριν, πλέκοντας ψάθες και καλάθια, και έλεγε στον εαυτό του: Μακάριε, τώρα έχεις γυναίκα, πρέπει να εργάζεσαι περισσότερο, να τη θρέψεις. Κάθε μέρα πήγαινε όσα χρήματα κέρδιζε στο σπίτι του κοριτσιού κα εισέπραττε βρισιές και χτυπήματα ̇ ως τη μέρα που πάνω στις ωδίνες του τοκετού η κόρη ομολόγησε την αθωότητα του μοναχού. Αλλά τότε ο Μακάριος έφυγε στην έρημο για να μην τον τιμήσουν ως άγιο7.
Το ίδιο γεγονός αναφέρεται ότι συνέβη και με τον Ευστάθιο Καισαρείας, όταν ήταν ακόμα στις τάξεις του λεγόμενου κατώτερου κλήρου απλός αναγνώστης8. Το ίδιο και με τον Νίκωνα το Σιναΐτη9. Ένας άλλος μοναχός, ο Ανδρέας Μεσσήνιος, αργότερα ηγούμενος μοναστηριού, είχε κατηγορηθεί για κλοπή και δέχτηκε χωρίς αντίρρηση την κατηγορία, ώσπου αποδείχθηκε η αθωότητά του10. Αυτή η εκούσια και αδιαμαρτύρητη ανάληψη της αλλότριας ενοχής δεν ήταν για τους μοναχούς μόνο μια αφορμή ταπείνωσης, αλλά και έμπρακτη πεποίθηση για την κοινότητα της αμαρτίας, μια αυτονόητη μετοχή στον κοινό σταυρό της Εκκλησίας, στην καθολική πτώση και αποτυχία του ανθρώπου. Ο μοναχός που είναι «πάντων χωρισθείς» αλλά και «πάσι συνηρμοσμένος» τα αμαρτήματα των άλλων τα θεωρεί και δικά του αμαρτήματα, κοινά αμαρτήματα της ανθρώπινης φύσης, στην οποία όλοι μετέχουμε. Η διάκριση των ατομικών αμαρτιών δεν έχει ουσιαστική σημασία, όπως δεν έχει και η διάκριση των ατομικών αρετών. Αυτό που μας καταδικάζει ή αυτό που μας σώζει είναι η άρνηση μας ή η προσπάθειά μας να «μεταποιήσουμε» την ανταρσία της κοινής μας φύσης σε προσωπική σχέση μετάνοιας και κοινωνίας. Να μιμηθεί ο άνθρωπος την κένωση του Χριστού, την παραίτηση από κάθε ατομική απαίτηση δικαίωσης, να αναλάβει εκούσια την κοινή αποτυχία και να την προσαγάγει στο Θεό, να σαρκώσει στο πρόσωπό του το λόγο του αποστόλου Παύλου: «ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπέρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ έστιν ἡ ἐκκλησία» ( Κολασ. 1, 24). Μόνον έτσι οι άγιοι, που ζουν τον τριαδικό τρόπο της υπάρξεως, υπερβαίνουν τον τεμαχισμό της φύσης από την αμαρτία, μεταποιούν την αμαρτία σε γεγονός ταπεινής ανάληψης της φυσική ς αποτυχίας, γεγονός κοινωνίας και αγάπης. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του Θεόφιλου και της Μαρίας (γύρω στο 540), που τη διηγείται ο Ιωάννης της Εφέσου: ήταν δύο μοναχοπαίδια, από οικογένειες αριστοκρατικές της Αντιόχειας. Αρραβωνιασμένα, εξαίρετης και τα δύο ομορφιάς, ζήτησαν να εφαρμόσουν στη ζωή τους τον ευαγγελικό λόγο «τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπέρ ὑμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν» ( Β ́ Κορ. 5,21). Ο Θεόφιλος έκανε το μίμο, το γελωτοποιό, και η Μαρία φορούσε ρούχα πόρνης. Και γυρνούσαν στους δρόμους παριστάνοντας μέσα στις πόλεις του κωμωδούς, λέγοντας αστειότητες και ανοησίες, και οι άνθρωποι τους χλεύαζαν, κάποτε και τους χτυπούσαν. Ζητούσαν την καταφρόνεση των ανθρώπων, τον τέλειο εξευτελισμό του εγώ τους για να κερδίσουν εκείνη την άρρητη ελευθερία και τη γεύση της ζωής που χαρίζεται όταν νεκρωθεί και η έσχατη αντίσταση της εγω κεντρικής ατομικότητας. Όταν μια γυναίκα ρώτησε κάποια φορά τη Μαρία «Γιατί κόρη μου, κυλιέσαι στην αμαρτία;», εκείνη απάντησε δίχως δισταγμό: «Προσευχήσου, κυρία, να με ανασύρει ο Θεός απο τη λάσπη της αμαρτίας»11.
3. Η τέλεια απέκδυση του εγώ
Αλλά τα περισσότερα και εκπληκτικότερα ιστορικά στοιχεία διασώθηκαν, σε ολοκληρωμένες βιογραφίες, για τον άγιο Συμεών τον Εμέσης, όπως και για τον άγιο Ανδρέα της Κωνσταντινούπολης. Στα πρόσωπα των δύο αυτών αγίων έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα του χαρίσματος των σαλών και του προφητικού κηρύγματος που ενσάρκωσαν.
Ο άγιος Συμεών ήταν αναχωρητής στην έρημο πέρα από τον Ιορδάνη, όταν δέχτηκε την κλήση του Θεού να ζήσει ως σαλός. Είπε στο σύντροφο της άσκησής του: «Εν τη δυνάμει του Χριστού υπάγω εμπαίζων τον κόσμον»12. Κατέβηκε στην πόλη Έμεσα «και εποίει θαυμάσια, αλλά διά τον Θεόν προσεποιείτο τον σαλόν»: έκρυβε την αρετή του διασύροντας τον εαυτό του και αποφεύγοντας κάθε υπόληψη και τιμή που θα μπορούσε να προέλθει από τους ανθρώπους. Γιατί είχε χαρίσματα αγιότητας οπωσδήποτε φανερά: το χάρισμα των ιάσεων, το χάρισμα το προορατικό, το διορατικό, το χάρισμα της «καθαράς προσευχής» και των δακρύων. Έτσι, κάποτε όπως μας διηγείται ο βιογράφος του, «κυριακῆς οὔσης, ἔλαβεν κάρυα καὶ εἰσῆλθεν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς λειτουργίας καρυδίζων καὶ σβύνων τὰς κανδύλας. Ὡς οὖν τοῦτον ἐξενέγκαι κατέτρεχον, ἀνέρχεται εἰς τὸν ἄμβωνα καὶ ἐκεῖθεν ἐλίθαζεν τὰς γυναῖκας τοῖς καρυδίοις. Πολλῷ οὖν κόπῳ ἐξενεγκάντων αὐτόν, ἐν τῷ ἐξέρχεσθαι ἔστρεψε τὰ ταβλία τῶν πλακουνταρίων [μικροπωλητών], οἵ καὶ ἔδωκαν αὐτῷ πληγὰς εἰς θάνατον»13. Πράξεις όπως αυτή μαρτυρούν την προσπάθειά του να αρνηθεί, με κάθε τίμημα, την αναγνώριση και τη φήμη του αγίου. Προτιμούσε να τον θεωρούν ένα μισότρελο μοναχό, δίχως τη στοιχειώδη κοινωνική αξιοπρέπεια αυτήν που κατοχυρώνει το εγώ και το συντηρεί.
Κάποτε άλλοτε δούλευε ως παραγιός σε καπηλειό, αλλά η αρετή του είχε αρχίσει να φημίζεται και ο κόσμος ερχόταν στο καπηλειό για να τον δει, να πιστοποιήσει στο πρόσωπό του τον αντικειμενικό τύπο του ενάρετου ανθρώπου. Τότε ο αββάς Συμεών, για να αποφύγει την τιμή και την υπόληψη των ανθρώπων, προσποιήθηκε ότι έχει πόθο σαρκικό για τη γυναίκα του κάπελα και ότι θέλει να της επιτεθεί για να ικανοποιήσει τον πόθο του. Ο βιογράφος του αγίου Συμεών λέει: «Ἐν μιᾷ κοιμωμένης τῆς γυναικὸς αὐτοῦ μόνης, κἀκείνου προβάλλοντος οἶνον, ἐπέβη πρὸς αὐτῆν ὁ ἀββᾶς Συμεὼν καὶ ἐσχηματίσατο ἀποδύεσθαι τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ. Ἐκείνης οὖν βοησάσης εἰσῆλθεν ὁ ἀνὴρ αὐτῆς καὶ λέγει αὐτῷ ἐκείνη ̇ βάλε ἔξω τὸν τρισκατάρατον τοῦτον, ὅτι βιασασθαί με ἠθέλησεν. Καὶ πυγμαῖς τύπτων αὐτὸν ἐξήνεγκεν αὐτὸν ἐκ τοῦ ἐργαστηρίου εἰς τὸ κρῦος»14. Και διεφήμισε σε όλη την πόλη ο κάπελας «ότι την γυναίκα μου ηθέλησε μοιχεύσαι, ει επέτυχεν». Για τον ίδιο λόγο συναναστρεφόταν ο άγιος Συμεών τις πόρνες της πόλης και χόρευε μαζί τους στους δρόμους, μοναχός της Εκκλησίας αυτός, και ανεχόταν τις άσεμνες χειρονομίες τους: « Εἰς τοσοῦτον καθαρότητος καὶ ἀπαθείας ἤλασσε μέτρον, ὥστε πολλάκις σάσσειν αὐτὸν καὶ χορεύειν κρατοῦντα ἔνθεν μίαν θυμελικὴν καὶ μίαν ἔνθεν, καὶ μέσον ὅλου τοῦ δημοτικοῦ συνεῖναι αὐτὸν καὶ παίζειν, ὥστε ἔστιν ὅτε ἔβαλλον τὰς χεῖρας αὐτῶν τὰ ἄσεμνα γύναια εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ καὶ ἐσίαινον καὶ ἐκόσσιζον αὐτόν ̇ ὁ δὲ γέρων, ὥσπερ χρυσὸς καθαρός, οὐδαμῶς ὑπό τούτων ἐμολύνετο»15. Ο άγιος Συμεών εμφανίζεται στα μάτια των ανθρώπων να παραβαίνει ακόμα και την κανονική τάξη της Εκκλησίας, τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις της νηστείας: «Ἔτρωγε γὰρ πολλάκις ὁ δίκαιος καὶ κρέα, μὴ γευόμενος ἄρτου ὅλην τὴν ἐβδομάδα. Καὶ τὴν μὲν νηστείαν αὐτοῦ οὐδεῖς ἐνόει, τὸ δὲ κρέα ἔμπροσθεν πάντων ἤσθιεν πρὸς ἀπάτην αὐτῶν16. »[...] καθότι [ δὲ ] ἔφθανεν ἡ ἁγία τεσσαρακοστὴ τῶν ἁγίων νηστειῶν, οὐκ ἐγεύετό τινος ἄχρι τῆς ἁγίας πέμπτης. Εὐθέως δὲ ἀπό πρωί τῇ ἁγία Πέμπτῃ ἐκαθέζετο εἰς τὸν ἰτρᾶν τρώγων, ὥστε καὶ ἐκ τούτου ἐσκανδαλίζοντο οἱ θεωροῦντες αὐτὸν ὡς ὅτι, φησίν, οὐδὲ τὴν ἁγίαν πέμπτην νηστεύει»17.
Αυτή η πρόκληση του σκανδαλισμού των ευσεβών θυμίζει την «προκλητική» κατάλυση του Σαββάτου από το Χριστό: την ανάληψη της ευθύνης για την «ἄρση τοῦ κραββάτου» από τον παραλυτικό (Ιωάν.5,1‐16), την κάλυψη των μαθητών που «ἤρξαντο τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν» την ημέρα του Σαββάτου (Ματθ . 12, 1 ‐ 8) ή που «ἤσθιον ἄρτους κοιναῖς, τουτ’ ἔστιν ἀνίπτοις χερσίν» (Μάρκ . 7, 1 ‐ 16). Ο Χριστός δεν καταλύει τον Νόμο, αλλά φανερώνει την υπέρβαση του Νόμου στη ζωή της Βασιλείας. Και ο άγιος Συμεών είναι πολίτης της Βασιλείας, ενσαρκώνει στο πρόσωπό του την υπέρβαση, που είναι σκάνδαλο μόνο για όσους ζούμε ακόμα με την ανάγκη του νόμου, με την ανάγκη της υποταγής, γιατί δεν έχουμε φτάσει ή αγνοούμε το «τέλος» του νόμου, που είναι η ελευθερία των αγίων. Στην Έμεσα ο Συμεών μοιάζει να προκαλούσε ηθελημένα τον σκανδαλισμό: έφτασε κάποτε να μπει στο δημόσιο λουτρό των γυναικών «ὡς ἐπί Κυρίου τῆς δόξης», όπως σημειώνει ο βιογράφος του, Επίσκοπος Νεαπόλεως Κύπρου Λεόντιος «ὥρμησαν δὲ πᾶσαι κατ’ αὐτοῦ καὶ τύπτουσαι αὐτὸν ἐξήνεγκαν»18. Υπάρχουν ηθικές και κοινωνικές αναστολές, όπως και ο νόμος για τους εμπαθείς ̇ αλλά υπάρχει και η πραγματικότητα της «απάθειας» των αγίων, και αυτήν αποκαλύπτει ο Συμεών ελευθερώνοντας την πνευματική όραση από τη σκιά και τη στενότητα του νόμου
Παράλληλα με το ουσιαστικό περιεχόμενο που είχε η παράδοξη αυτή τακτική, είχε ωστόσο και την κοινωνική της διάσταση, όπως μας βεβαιώνει ο βιογράφος του Συμεών: ο άγιος κατόρθωνε να κερδίζει τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη των αμαρτωλών, των δυστυχισμένων, των ανυπόληπτων19. Έσωζε γυναίκες που ζούσαν στην πορνεία, τις ελευθέρωνε από τη διαφθορά προμηθεύοντάς τους χρήματα, τις οδηγούσε σε νόμιμο γάμο ή ακόμα και στο μοναχικό βίο 20. Κέρδιζε και τους απίστους ή τους αιρετικούς, τους βοηθούσε να επιστρέψουν στην ορθή πίστη: «Ὅλος οὐν ὁ σκοπὸς τούτου οὖτος ὑπήρχε ̇ πρῶτον μὲν εἰς τὸ σῶσαι ψυχάς, εἴτε δι ’ ἐπιφορῶν, ὧν αὐταῖς γελοιωδῶς ἢ μεθοδευτικῶς ἔπεμπεν, εἴτε πάλιν διὰ θαυμάτων, ὧν ἀνοήτως ἐπετέλει, εἴτε διὰ παραγγελιῶν, ὧν πρὸς αὐτούς σαλίζων ἔλεγεν, ἔπειτα δὲ ἵνα μὴ γνωσθῇ αὐτοῦ ἡ ἀρετὴ καὶ λάβῃ ἔπαινον παρὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ τιμήν»21.
Και συμβούλευε έναν αρχιδιάκονο της πόλης: «δυσωπῶ σε ἵνα πάσαν ψυχήν, μάλιστα δὲ μοναχὸν ἢ πτωχὸν, μηδέποτε ἐξουδενώσῃς, ὡς ἔτυχεν ̇ οἶδε γὰρ ἡ ἀγάπη ὅτι εἰσίν εἰς τοὺς πτωχούς, μάλιστα δὲ εἰς τοὺς τυφλούς, ἄνθρωποι ὡς ὁ ἥλιος καθάρσει καθαρθέντες διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς κακοπαθείας αὐτῶν»22. Και είχε μακάριο τέλος ο Συμεών: «μετέθηκε γὰρ αὐτὸν [ σωματικῶς ] δοξάσας ὁ Κύριος. Τότε ἅπαντες ὥσπερ ἐξ ὕπνου ἀνένηψαν καὶ ἐξηγοῦντο ἀλλήλοις ὅσα ἐποίησεν ἑνί ἐκάστῳ θαυμάσια καὶ ὅτι διὰ τὸν Θεὸν προσεποιεῖτο τὸν σαλόν»23. Εντελώς αντίστοιχη είναι και η ιστορία του αγίου Ανδρέα του διά Χριστόν σαλού. Γεννήθηκε Σκύθης και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη ως δούλος του Θεογνώστου, που ήταν πρωτοσπαθάριος του Λέοντος του Σοφού (886 ‐ 911). Ο Θεόγνωστος του έδωσε ελληνική παιδεία και τον έκανε οικονόμο του σπιτιού του. Δέχτηκε τη μοναχική κλήση και έζησε ως σαλός τριάντα περίπου χρόνια. Πέθανε 66 χρονών, γύρω στα 946. Είχε ξεχωριστό πνευματικό δεσμό με έναν πρεσβύτερο του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, τον Νικηφόρο̇ σε αυτόν εμπιστευόταν τη σκληρή του άσκηση, και αυτός τον στήριζε. Αλλά και ο βιογράφος του διηγείται ότι είδε ο ίδιος τον σαλό Ανδρέα στο κρυφό του κελί να μεταμορφώνεται και να ακτινοβολεί το φως της θείας δόξας, όπως ο Χριστός πάνω στο Θαβώρ.
4. Η δίχως όρια ελευθερία
Οι διά Χριστόν σαλοί μοιάζουν να αρνούνται την παραίνεση του Αποστόλου Παύλου για την αποδοχή κάθε προσωπικής στέρησης και θυσίας προκειμένου να αποφευχθεί ο σκανδαλισμός των πιστών (Α ́Κορ.8,13). Αλλά ποιος είναι ο σκανδαλισμός για τον οποίο μιλάει ο Παύλος; Είναι η πρόκληση σύγχυσης στο χώρο της αλήθειας, που μπορεί να στερήσει τους άλλους από τη δυνατότητα μετοχής στην αλήθεια, δηλαδή στη σωτηρία. Αν τρώγοντας τα ειδωλόθυτα δώσεις αφορμή στην «ασθενούσα συνείδηση» του αδελφού σου να υποθέσει ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στη λατρεία των ειδώλων και στην αλήθεια (τη ζωή) της Εκκλησίας, τότε η ευθύνη για τη σύγχυση που προκαλείς είναι πραγματικά μεγάλη. Αλλά η πρόκληση των σαλών δεν δημιουργεί σύγχυση στην πίστη των ανθρώπων ούτε συσκοτίζει την αλήθεια της Εκκλησίας. Μόνο ξενίζει όσους έχουν ταυτίσει την πίστη και την αλήθεια με την εκκοσμικευμένη αντίληψη της ηθικής συνέπειας και της συμβατικής ευπρέπειας. Οι σαλοί έχουν το χάρισμα και την τόλμη να φανερώσουν απροκάλυπτα την ανθρώπινη πτώση και αμαρτία, που είναι κοινή σε όλους μας, είναι η πραγματικότητα της φύσης μας και δεν αναιρείται από την ύπαρξη «βελτιωμένων» ατομικών περιπτώσεων ούτε και με τη συγκάλυψή της από τις κοινωνικές επιφάσεις.
Με αυτή την έννοια, κάθε μοναχός της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ένα είδος «δια Χριστόν σαλού»: φοράει το ρούχο του πένθους, δηλώνοντας απροκάλυπτα την αποδοχή της κοινής μας πτώσης και αμαρτίας αποσύρεται στην άσκηση, πολεμώντας για όλους μας αυτή την πτώση και αμαρτία. Ίδια είναι και η κλήση κάθε μέλους της Εκκλησίας. Αν εμείς επιμένουμε να αγνοούμε το ευαγγέλιο της σωτηρίας, ταυτίζοντας την αναγέννηση του ανθρώπου με την κοινωνική αναγνώριση της ατομικής αρετής, με την κοσμική επιτυχία της ατομικής ηθικής ευυποληψίας, το λάθος είναι μόνο δικό μας λάθος που αποκλείει από την αλήθεια και τη ζωή. Το πρότυπο στο οποίο απέβλεπε πάντοτε η Εκκλησία δεν ήταν η ατομική ηθική αυτάρκεια, αλλά ο θρήνος της μετάνοιας των μοναχών, θρήνος τελικά «χαροποιός» ‐ «πένθος χαροποιόν» ‐ μεταποίηση της αμαρτίας σε μέτρο αποδοχής της αγάπης του Χριστού. Μόνο τότε μπορεί να πενθήσει και να θρηνήσει ο άνθρωπος, όταν ξέρει τι ακριβώς έχει χάσει και ζεί την απώλεια ως προσωπική στέρηση και δίψα. Γι ’ αυτό και η μετάνοια, η προσωπική αίσθηση της απώλειας του Θεού, είναι και μία πρώτη αποκάλυψη και γνωριμία του Προσώπου Του, μια πρώτη μέτρηση της αγάπης Του. Οπωσδήποτε στην περίπτωση των «δια Χριστόν σαλών» η συγκλονιστική τους ελευθερία από κάθε νόμο, κανόνα, περιορισμό και δεοντολο γία δεν είναι απλώς μια διδακτική υπενθύμιση του κινδύνου να ταυτίσουμε την αρετή και την αγιότητα με τη συμβατική κοινωνική ευπρέπεια και την εγωκεντρική ηθική συνέπεια. Δεν διδάσκει ποτέ κανείς πραγματικά μόνο με την αμφισβήτηση λαθεμένων αντιλήψεων και τρόπων ζωής, αλλά με το να σαρκώσει ο ίδιος ολόκληρη τη σωστική αλήθεια. Η συγκλονιστική ελευθερία των σαλών είναι, πριν από κάθε τι άλλο, ολόκληρο γεγονός θανάτου, μια τέλεια νέκρωση κάθε ατομοκεντρικού στοιχείου ζωής. Αυτός ο θάνατος είναι η ελευθερία που μπορεί να συντρίψει και να διαλύσει κάθε συμβατικό σχήμα, είναι η ανάσταση στη ζωή της προσωπικής ετερότητας, στη ζωή της αγάπης που δε γνωρίζει όρια και φραγμούς. Το παράδειγμα λοιπόν των «δια Χριστόν σαλών» δεν είναι ακραίο, ούτε και ακατανόητο, όπως ίσως φαντάζει στα μάτια πολλών. Είναι η σάρκωση του θεμελιώδους ευαγγελικού κηρύγματος: ότι μπορεί ο άνθρωπος να τηρήσει όλο το Νόμο χωρίς να κατορθώσει να ελευθερωθεί από τις αναγκαιότητες που επιβάλλει το βιολογικό και ψυχολογικό του εγώ, δηλαδή από τη φθορά και το θάνατο. Ενώ αρκεί να αποδεχθεί ταπεινά την αμαρτία και την πτώση του, χωρίς να τη διαφοροποιεί από την αμαρτία και την πτώση των άλλων ανθρώπων, με εμπιστοσύνη στην αγάπη του Χριστού, που μεταμορφώνει αυτή την αποδοχή σε προσωπική ζωτική κοινωνία, σε ζωή αφθαρσίας και αθανασίας.
[ απόσπασμα από το βιβλίο του Χ . Γιανναρά
«Η ελευθερία του ήθους »]
1 Υπάρχει μάλλον περιορισμένη βιβλιογραφία σχετική με το θέμα των αγίων «δια Χριστόν σαλών». Στη συντομότατη αναφορά που κάνω εδώ, χρησιμοποιώ κυρίως ένα μελέτημα του Ernst Benz, «Heilige Narrheit» στο περιοδικό Kyrios 3 (1938), σελ . 1 ‐ 55, και την κριτική έκδοση του βίου του αγίου Συμεών «του δια Χριστόν επονομασθέντος σαλού, συγγραφέντος υπό Λεοντίου Επισκόπου Νεαπόλεως της Κυπρίων νήσου», έκδοση που έγινε στην Uppsala (Σουηδία) το 1963 από τον Lennart Rydén (:Das Leben des heiligen Narren Symeon von Leontios von Neapolis). Υπάρχει επίσης γραπτή μαρτυρία για το βίο του αγίου Ανδρέα «του δια Χριστόν σαλού», στην έκδοση του Migne (P. G. 111, 611 κ . ε .). Σημειώνω και δύο ενδιαφέροντα άρθρα του Stephanus Hilpisch: το πρώτο, «Die Torheit um Christi Villen», στο Seitschrift für Aszese um Mystik 6 (1931), σελ . 121 ‐ 131, και το δεύτερο, «Die Schmach der Sünde um Christi Villen», στο ίδιο περιοδικό 8 (1933), σελ . 289 ‐ 299.
2 βλ . Ματθ . 12, 29.
3 «Heilige Narrheit», σελ . 3,4 – βλ . και Hilpish, «Die Torheit ...», σελ . 129.
4 βλ . την κριτική έκδοση του Rydén, και Migne P.G. 93,1669 – 1748.
5 βλ . Migne P.G. 111, 611 κ . ε .
6 βλ . Migne P.G. 86, 2767.
7 Migne P.G. 73,779 και 958.
8 Historia Lausiaca, κεφ . 70, εκδ . Butler, Texts and Studies VI, Cambridge 1904, σελ . 165 κ . ε .
9 Migne P.G. 65, 310.
10 Migne P.G. 74, 178 ‐ 179.
11 Patrologia Orientalis, τόμ . ΧΙΧ , σελ . 164 ‐ 179.
12 Migne P.G. 93, 1704B. – Rydén, σελ . 142, στιχ . 25 ‐ 26.
13 Migne P.G. 93, 1706D. – Rydén, σελ . 145, στιχ . 25 ‐ 29, και σελ . 146, 1 ‐ 3.
14 Migne P.G. 93, 1712C. – Rydén, σελ . 148, 1 ‐ 5.
15 Migne P.G. 93, 1724C. – Rydén, σελ . 154, 27 ‐ 29, και σελ . 155, 1 ‐ 4.
16 Migne P.G. 93, 1712D. – Rydén, σελ . 148, 10 ‐ 13.
17 Migne P.G. 93, 1728AB. – Rydén, σελ . 156, 23 ‐ 28. 18 Migne P.G. 93, 1713BC. – Rydén, σελ . 149, 1 ‐
18. 19 Migne P.G. 93, 1713D. – Rydén, σελ . 149, 16 ‐ 18.
20 Migne P.G. 93, 1708B. – Rydén, σελ . 145, 9 ‐ 15.
21 Migne P.G. 93, 1728C. – Rydén, σελ . 157, 12 ‐ 16.
22 Migne P.G. 93, 1741CD. – Rydén, σελ . 166, 29, και σελ . 167, 1 ‐ 3.
23 Migne P.G. 93, 1745 Β . – Rydén, σελ . 168, 68 ‐ 69.
via