Το στρες προκαλεί κενά μνήμης - Point of view

Εν τάχει

Το στρες προκαλεί κενά μνήμης





Το πολύ και συνεχές στρες στο σπίτι και στη δουλειά μπορεί να βλάπτει την βραχυχρόνια μνήμη καθώς μεγαλώνουμε, προειδοποιούν αμερικανοί επιστήμονες.

Σε μελέτη που πραγματοποίησαν σε αρουραίους ανακάλυψαν ότι τα επίμονα αυξημένα επίπεδα της ορμόνης του στρες, της κορτιζόλης, οδηγούν σε βαθμιαία απώλεια των συνάψεων στον προμετωπιαίο φλοιό.

Οι συνάψεις είναι οι συνδέσεις των κυττάρων του εγκεφάλου μεταξύ τους, με τις οποίες αφ’ ενός μεταδίδονται τα νευρικά ερεθίσματα από το ένα στο άλλο, αφ’ ετέρου επεξεργάζεται, αποθηκεύει και ανακαλεί ο εγκέφαλος τις διάφορες πληροφορίες.

Ο προμετωπιαίος φλοιός, εξάλλου, είναι το τμήμα του εγκεφάλου όπου αποθηκεύονται οι βραχυχρόνιες αναμνήσεις, δηλαδή ό,τι έχει συμβεί τα τελευταία 24ωρα.

Το νέο εύρημα πρακτικά σημαίνει ότι το πολύ στρες μπορεί με το πέρασμα του χρόνου να οδηγεί σε κενά μνήμης, δήλωσε ο ερευνητής δρ Τζέισον Ράντλεϊ, επίκουρος καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Άιοβα.

Όπως γράφουν ο δρ Ράντλεϊ και οι συνεργάτες του στην επιθεώρηση «Journal of Neuroscience», οι παροδικές αυξήσεις της κορτιζόλης έχουν ζωτική σημασία για την επιβίωση, διότι μας βοηθούν να αντιμετωπίζουμε καλύτερα τις αντιξοότητες της ζωής (λ.χ. αυξάνουν την νοητική εγρήγορση και έτσι σκεφτόμαστε πιο γρήγορα τι πρέπει να κάνουμε).

Ωστόσο τα αφύσικα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης ή οι συνεχείς «εκρήξεις» στην παραγωγή της ορμόνης αυτής είναι επιζήμιες – και αυτό ακριβώς συμβαίνει ότι κάποιος «τρέχει μονίμως και δεν φτάνει».

Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει ότι αυτή η υπερπαραγωγή ενοχοποιείται για πεπτικά προβλήματα, άγχος, αύξηση του σωματικού βάρους και υπέρταση, ενώ η νέα μελέτη υποδηλώνει πως καθώς περνούν τα χρόνια βλάπτει και τον εγκέφαλο.

«Όπως συμβαίνει με μία πέτρα στην παραλία την οποία χτυπά επί χρόνια το κύμα και σιγά-σιγά “λιώνει”, έτσι και ο εγκέφαλος που δέχεται συνεχώς κύματα κορτιζόλης φθίνει με τον καιρό», εξήγησε παραστατικά ο δρ Ράντλεϊ.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η φθορά αυτή δεν γίνεται αντιληπτή στη νιότη ούτε στην μεσήλικη ζωή αλλά – όπως φάνηκε στη μελέτη τους – γύρω στην ηλικία των 65 ετών, που είναι και η αντίστοιχη της ηλικίας των 21 μηνών για τους αρουραίους στους οποίους έγινε η ανακάλυψη.

Πηγή: tanea.gr

via

Pages