Μιά φορά κι ένα καιρό, όπως λέν στα παραμύθια, σε μια κόχη βράχου σ ένα ψηλό βουνό, ζούσε μονάχος του ένας περήφανος αητός.
Κάτω απ τα πόδια του, απλωνότανε ένας πλούσιος κάμπος με κάθε λογής ζωντανά, απαραίτητα για την καθημερινή του τροφή, από χελώνες ως μικρά ζαρκάδια..
Ητανε μόνος εδώ και πολλά χρόνια αφού το ταίρι του το είχανε σκοτώσει κυνηγοί. Δεν υπήρχε κανένας άλλος αητός εκεί γύρω για να κάνουνε παρέα και ένοιωθε πολύ μεγάλη μοναξιά.
"Αχ να είχα κάποιον να μιλήσω, να πούμε έστω δυο κουβεντούλες" έλεγε πάνω στον καυμό του και στην μοναξιά που βολόδερνε μέσα του.
Ομως τοσο τα ζώακια όσο και τα πουλιά δεν θέλανε κουβέντες μαζί του γιατί τον φοβόντουσαν.
Όποτε λοιπόν έκανε την τσάρκα του στους ουρανούς και έπεφτε η σκιά του στη γή, τρέχανε όλα πανικοβλημένα να κρυφτούνε.
Εκείνο λοιπόν το πρωινό, άνοιξε ξανά τις μεγάλες του φτερούγες όπως έκανε κάθε μέρα.
"Τα ίδια και τα ίδια, φαί, χώνεψη και ύπνος, σκέτη ρουτίνα η ζωή μου " μονολόγησε με θλίψη κάνοντας την συνηθισμένη του δρασκελιά στο κενό. Μετά άνοιξε τις φτερούγες του και άρχισε απο ψηλά πλανάροντας να ψάχνει για κάτι το φαγώσιμο.
Κάποια στιγμή το μάτι του είδε μια χελώνα που πάσχιζε να κρυφτεί κάτω απο ένα θάμνο.
"Πάλι χελώνα γαμώτο, δεν θέλω μια απ τα ίδια, μόλις που χώνεψα τη χθεσινή και φτύνω ακόμα καβούκι" Την άφησε λοιπόν ήσυχη στο αργό βάδισμά της και συνέχισε απο ψηλά να ερευνά τον κάμπο με τα διαπεραστικά του μάτια. Εδώ ο μεζές, εκεί ο μεζές, που ειν ο μεζές?
"Α..ααα αυτό μάλιστα ,μιά πέρδικα!.. πρώτης τάξεως μεζές και καρδαμωμένηηηη, ας κάνουμε λοιπόν την εφόρμηση μας".
Μάζεψε που λέτε τις μεγάλες φτερούγες και άφησε τό σώμα του να πέσει σαν μολύβι στη γη,.. μετά τίς άνοιξε απότομα και προσγειώθηκε πολύ κοντά της.
Ομως καθώς έπεφτε απο ψηλά, κάτι πήρε το μάτι του,... μιά αλεπού που είχε στήσει καρτέρι στο γεύμα του.
" έ κυρά Αλεπού τι κάνεις εδω πέρα, δεν είδες τη σκιά μου πάνω στη γή?
Πού να την δώ Βασιλιά μου, έχω μια τέτοια πείνα, που δεν βλέπω τίποτα παρα μόνο τούτη την αφράτη πέρδικα.
"Κάνε στην άκρη μη σε κάνω κομμάτια με το ράμφος μου και τα γαμψά μου νύχια" της απάντησε εκείνος οργισμένα .«Δίνε του λοιπόν χωρίς δεύτερη κουβέντα».
Η αλεπού. όμως αν και "πονηρή", φέρθηκε εντελώς χαζά και δεν έδωσε σημασία στα λόγια του διπλαρώνοντας την άτυχη πέρδικα. Ο αητός λοιπόν τα πήρε στο κρανίο και με ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στην ράχη της, αρχίζοντας να της ξεκολλάει τρίχες και δέρμα απο πάνω της. Την έκανε καλοκαιρινή με λίγα λόγια. Εκείνες τις στιγμές του αλεπουδομαδήματος, η πέρδικα βρήκε την ευκαιρία να το βάλει στα πόδια για να γλυτώσει κι απ τους δύό.
Κάτω απ τα πόδια του, απλωνότανε ένας πλούσιος κάμπος με κάθε λογής ζωντανά, απαραίτητα για την καθημερινή του τροφή, από χελώνες ως μικρά ζαρκάδια..
Ητανε μόνος εδώ και πολλά χρόνια αφού το ταίρι του το είχανε σκοτώσει κυνηγοί. Δεν υπήρχε κανένας άλλος αητός εκεί γύρω για να κάνουνε παρέα και ένοιωθε πολύ μεγάλη μοναξιά.
"Αχ να είχα κάποιον να μιλήσω, να πούμε έστω δυο κουβεντούλες" έλεγε πάνω στον καυμό του και στην μοναξιά που βολόδερνε μέσα του.
Ομως τοσο τα ζώακια όσο και τα πουλιά δεν θέλανε κουβέντες μαζί του γιατί τον φοβόντουσαν.
Όποτε λοιπόν έκανε την τσάρκα του στους ουρανούς και έπεφτε η σκιά του στη γή, τρέχανε όλα πανικοβλημένα να κρυφτούνε.
Εκείνο λοιπόν το πρωινό, άνοιξε ξανά τις μεγάλες του φτερούγες όπως έκανε κάθε μέρα.
"Τα ίδια και τα ίδια, φαί, χώνεψη και ύπνος, σκέτη ρουτίνα η ζωή μου " μονολόγησε με θλίψη κάνοντας την συνηθισμένη του δρασκελιά στο κενό. Μετά άνοιξε τις φτερούγες του και άρχισε απο ψηλά πλανάροντας να ψάχνει για κάτι το φαγώσιμο.
Κάποια στιγμή το μάτι του είδε μια χελώνα που πάσχιζε να κρυφτεί κάτω απο ένα θάμνο.
"Πάλι χελώνα γαμώτο, δεν θέλω μια απ τα ίδια, μόλις που χώνεψα τη χθεσινή και φτύνω ακόμα καβούκι" Την άφησε λοιπόν ήσυχη στο αργό βάδισμά της και συνέχισε απο ψηλά να ερευνά τον κάμπο με τα διαπεραστικά του μάτια. Εδώ ο μεζές, εκεί ο μεζές, που ειν ο μεζές?
"Α..ααα αυτό μάλιστα ,μιά πέρδικα!.. πρώτης τάξεως μεζές και καρδαμωμένηηηη, ας κάνουμε λοιπόν την εφόρμηση μας".
Μάζεψε που λέτε τις μεγάλες φτερούγες και άφησε τό σώμα του να πέσει σαν μολύβι στη γη,.. μετά τίς άνοιξε απότομα και προσγειώθηκε πολύ κοντά της.
Ομως καθώς έπεφτε απο ψηλά, κάτι πήρε το μάτι του,... μιά αλεπού που είχε στήσει καρτέρι στο γεύμα του.
" έ κυρά Αλεπού τι κάνεις εδω πέρα, δεν είδες τη σκιά μου πάνω στη γή?
Πού να την δώ Βασιλιά μου, έχω μια τέτοια πείνα, που δεν βλέπω τίποτα παρα μόνο τούτη την αφράτη πέρδικα.
"Κάνε στην άκρη μη σε κάνω κομμάτια με το ράμφος μου και τα γαμψά μου νύχια" της απάντησε εκείνος οργισμένα .«Δίνε του λοιπόν χωρίς δεύτερη κουβέντα».
Η αλεπού. όμως αν και "πονηρή", φέρθηκε εντελώς χαζά και δεν έδωσε σημασία στα λόγια του διπλαρώνοντας την άτυχη πέρδικα. Ο αητός λοιπόν τα πήρε στο κρανίο και με ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στην ράχη της, αρχίζοντας να της ξεκολλάει τρίχες και δέρμα απο πάνω της. Την έκανε καλοκαιρινή με λίγα λόγια. Εκείνες τις στιγμές του αλεπουδομαδήματος, η πέρδικα βρήκε την ευκαιρία να το βάλει στα πόδια για να γλυτώσει κι απ τους δύό.
Αφού λοιπόν ξεμπέρδεψε με την αλεπού ο αητός, άρχισε να ψάχνει για την πέρδικα. Εδώ η πέρδικα, εκεί η πέρδικα.. να η πέρδικα. Την ξετρύπωσε την έρμη χωμένη σ ένα λαγούμι.
"Με λαχάνιασες χοντρούλα και μου άνοιξες πιο πολύ την όρεξη, τώρα πια τρέχουνε τα σάλια μου, δεν την γλυτώνεις πια". Εκείνη τρέμοντας έκλεισε τα μάτια της περιμένοντας το τέλος. Και τότε, πέντε μικρά κεφαλάκια φάνηκαν κάτω απο το κουρνιασμένο της σώμα.
"Μπά τι είναι τούτα δώ που ξεπρόβαλαν κάτω απ τα φτερά σου κυρά πέρδικα?" Η πέρδικα προσπάθησε να τα κρύψει απ τα μάτια του αητού, αλλά δεν γινότανε. Βλέπετε τα μικρά πουλάκια ήτανε περίεργα.
"Φάε εμένα Βασιληά των πουλιών, άσε τα μικρά μου να ζήσουνε σε παρακαλώ".
Ο αητός έριξε ένα αγέρωχο βλέμμα στη μάνα και μετά χαμήλωσε το κεφάλι ...πρώτη φορά έβλεπε μικρά πουλάκια να τρέχουνε άφοβα γύρω του.
"Με προβλημάτισες πέρδικα, άν σε φάω πώς θα ζήσουνε τα μικρά σου?".Εκεινα εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει ένα τρελό χορό γύρω απο τον Βασιλιά των πουλιών τιτιβίζοντας χαρούμενα. Κάποια απο τα πιο ζωηρά άρχισαν να περιεργάζονται τα δυνατά του πόδια και να τσιμπούνε τα ακονισμένα του νύχια.
"Χαχαχαχα,πλάκα έχουνε τα μικρά σου,άχ τι μου θύμισες χοντρούλα,τί μου θύμισες". Γυρισε το κεφάλι του σε άλλη μεριά και δάκρυα κύλισαν απ τα μάτια του. Εκείνη ξεθάρρεψε και τον πλησίασε.
"Τι σου θύμισαν άρχοντα μου, πες μου σε παρακαλώ, το δικαιούμαι σαν τελευταία μου επιθυμία".
Δεν ήξερε πως ν αρχίσει την ιστορία του, ήτανε πρώτη φορά που άνοιγε την καρδιά του σε κάποιον.
"Η δύστυχη η αετίνα μου κλωσούσε το αυγό μας, περιμέναμε το αητοπουλό μας και...".Είχε σκύψει το κεφάλι του και ένας κόμπος του είχε κλείσει τον λαιμό,ενώ εκείνη κόπιασε πιο σιμά του.
"Συνέχισε μη σταματάς σε παρακαλώ,συνέχισε αητέ,και τί έγινε λοιπόν, τί έγινε?" Εν τω μεταξύ τα μικρά είχαν απομακρυνθεί απο κοντά τους πάνω στα παιχνίδια τους και δεν τα είχανε πάρει είδηση.
"Τα παιδιά μου,τα παιδιά μου". Εκείνος γύρισε πρός το μέρος της και σπρώχνοντας την με το ένα φτερό την υποχρέωσε να ανέβει στη ράχη του.
"Κρατήσου καλά πέρδικα,θα τα βρούμε μην ανησυχείς". Αμέσως μετά το μεγάλο πουλί άνοιξε τα φτερά του και με ένα σάλτο απογειώθηκε για να τα εντοπίσει απο ψηλά.
"Ζαλίζομαι Βασιληά, ζαλίζομαι". Ξαφνικά κατω απ τα πόδια τους κάτι σάλεψε μεσα στα ψηλά χόρτα,..ένα φίδι.
"Νά, βλέπω και τα μικρά σου, είναι πολύ κοντά στο ερπετό,τους την έχει στημένη, κρατήσου κατεβαίνω".
Με ένα "βολ πλανέ" το μεγαλο πουλί χαμήλωσε πάνω απ τον στόχο του, ενω η περδικα με κλειστά τα μάτια ίσα που συγκρατιώτανε στην ράχη του. Το φίδι βέποντας την σκιά του να μεγαλώνει όλο και πιό πολύ και να το σκεπάζει, έβγαλε ένα σφυριχτό ήχο που ακούστηκε ανατριχιαστικά μέχρι τα μικρά πουλάκια. Εκείνα αμέσως κούρνιασαν το ένα δίπλα στ άλλο κατατρομαγμένα περιμένοντας το τέλος τους
Ο αητός όμως δεν άφησε περιθώρια και προσγειώθηκε κατ ευθείαν πάνω στο κεφάλι του ,αποκόβοντας το με ορμή απ το υπόλοιπο σώμα.
Η πέρδικα γύρισε το κεφάλι της γεμάτη αποστροφή για το ερπετό, ενώ τα μικρά τρέξανε χαρωπά προς το μέρος της.
"Έσωσες τη ζωή των παιδιών μου και σ ευχαριστώ,είσαι πραγματικός Βασιλιάς αητέ. Τώρα μπορώ να πεθάνω ησυχη". Εκείνος άφησε το κεφαλι του φιδιού στην άκρη και πλησίασε με το αργό και άχαρο του βάδισμα προς το μέρος της.
"Ποτέ δεν θα στερούσα μια μάνα απ τα παιδιά της,ακούς ?"
Τα δύό πουλιά κούρνιασαν δίπλα δίπλα μέχρι που τ αστέρια έλαμψαν στο στερέωμα.
"Μπορώ να μείνω κοντά σας απόψε?.."της είπε σχεδόν παρακλητικά. Εκείνη έτριψε συγκινημένη το ράμφος της στο δικό του.
"Μα και βέβαια γενναίε μας,μπορείς να μείνεις όσο σου κάνει κέφι,αλλά ήσουνα πεινασμένος το ξέχασες?"
Ο αητός γύρισε και την κοίταξε τρυφερά στα μάτια,ενώ με τις μεγάλες του φτερούγες σκέπαζε μητέρα και παιδιά,
"Μα ξέχασες το φίδι καλή μου, ήτανε πρώτης τάξεως μεζές και με χόρτασε για τα καλά"
Οταν ήλιος φάνηκε πίσω απ τα βουνά, το μεγάλο πουλί άπλωσε ξανά τα φτερά του για την καθημερινή του αναζήτηση,αφήνοντας πίσω του μια καινούργια οικογένεια να τον περιμένει.
Πέρασαν μήνες και τα δυο πουλιά δέθηκα με μεγάλη αγάπη και συντροφικότητα έστω κι αν έλειπε απο τη σχέση τους το ερωτικό στοιχείο. Πάντα εκείνος φρόντιζε για την ασφάλειά τους,αλλά και εκείνοι του έδιναν την θαλπωρή μιας οικογένειας που τόσο του είχε λείψει. Μια μέρα λοιπόν που τα περδικόπουλα μεγάλα πια είχανε φύγει απο κοντά της και έμενε μόνη, ο αητός της δεν φάνηκε πάνω απ τον κάμπο.
Πέρασε καιρός και γερασμένη πιά έσερνε τα πόδια της περιμένοντας το τέλος της με συντροφιά της τίς αναμνήσεις της. Δεν μπορούσε να τρέξει , έρμαιο πιά του κάθε σαρκοφάγου.
Ακουσε ένα θόρυβο πίσω απ τα ψηλά χόρτα να πλησιάζει,.....ήτανε η αλεπού
."Χαχαχαχα..ψοφολόγησε ο προστάτης σου απο βόλια κυνηγών δεν τ' άμαθες?, χαχαχα.. να δούμε τώρα τι θα κάνεις γεροπέρδικα."
Εκανε ένα βήμα ακόμα πρός εκείνη που ανήμπορη είχε στρέψει το κεφάλι προς το ουρανό, με την ελπίδα στο βλέμμα της...
"Με λαχάνιασες χοντρούλα και μου άνοιξες πιο πολύ την όρεξη, τώρα πια τρέχουνε τα σάλια μου, δεν την γλυτώνεις πια". Εκείνη τρέμοντας έκλεισε τα μάτια της περιμένοντας το τέλος. Και τότε, πέντε μικρά κεφαλάκια φάνηκαν κάτω απο το κουρνιασμένο της σώμα.
"Μπά τι είναι τούτα δώ που ξεπρόβαλαν κάτω απ τα φτερά σου κυρά πέρδικα?" Η πέρδικα προσπάθησε να τα κρύψει απ τα μάτια του αητού, αλλά δεν γινότανε. Βλέπετε τα μικρά πουλάκια ήτανε περίεργα.
"Φάε εμένα Βασιληά των πουλιών, άσε τα μικρά μου να ζήσουνε σε παρακαλώ".
Ο αητός έριξε ένα αγέρωχο βλέμμα στη μάνα και μετά χαμήλωσε το κεφάλι ...πρώτη φορά έβλεπε μικρά πουλάκια να τρέχουνε άφοβα γύρω του.
"Με προβλημάτισες πέρδικα, άν σε φάω πώς θα ζήσουνε τα μικρά σου?".Εκεινα εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει ένα τρελό χορό γύρω απο τον Βασιλιά των πουλιών τιτιβίζοντας χαρούμενα. Κάποια απο τα πιο ζωηρά άρχισαν να περιεργάζονται τα δυνατά του πόδια και να τσιμπούνε τα ακονισμένα του νύχια.
"Χαχαχαχα,πλάκα έχουνε τα μικρά σου,άχ τι μου θύμισες χοντρούλα,τί μου θύμισες". Γυρισε το κεφάλι του σε άλλη μεριά και δάκρυα κύλισαν απ τα μάτια του. Εκείνη ξεθάρρεψε και τον πλησίασε.
"Τι σου θύμισαν άρχοντα μου, πες μου σε παρακαλώ, το δικαιούμαι σαν τελευταία μου επιθυμία".
Δεν ήξερε πως ν αρχίσει την ιστορία του, ήτανε πρώτη φορά που άνοιγε την καρδιά του σε κάποιον.
"Η δύστυχη η αετίνα μου κλωσούσε το αυγό μας, περιμέναμε το αητοπουλό μας και...".Είχε σκύψει το κεφάλι του και ένας κόμπος του είχε κλείσει τον λαιμό,ενώ εκείνη κόπιασε πιο σιμά του.
"Συνέχισε μη σταματάς σε παρακαλώ,συνέχισε αητέ,και τί έγινε λοιπόν, τί έγινε?" Εν τω μεταξύ τα μικρά είχαν απομακρυνθεί απο κοντά τους πάνω στα παιχνίδια τους και δεν τα είχανε πάρει είδηση.
"Τα παιδιά μου,τα παιδιά μου". Εκείνος γύρισε πρός το μέρος της και σπρώχνοντας την με το ένα φτερό την υποχρέωσε να ανέβει στη ράχη του.
"Κρατήσου καλά πέρδικα,θα τα βρούμε μην ανησυχείς". Αμέσως μετά το μεγάλο πουλί άνοιξε τα φτερά του και με ένα σάλτο απογειώθηκε για να τα εντοπίσει απο ψηλά.
"Ζαλίζομαι Βασιληά, ζαλίζομαι". Ξαφνικά κατω απ τα πόδια τους κάτι σάλεψε μεσα στα ψηλά χόρτα,..ένα φίδι.
"Νά, βλέπω και τα μικρά σου, είναι πολύ κοντά στο ερπετό,τους την έχει στημένη, κρατήσου κατεβαίνω".
Με ένα "βολ πλανέ" το μεγαλο πουλί χαμήλωσε πάνω απ τον στόχο του, ενω η περδικα με κλειστά τα μάτια ίσα που συγκρατιώτανε στην ράχη του. Το φίδι βέποντας την σκιά του να μεγαλώνει όλο και πιό πολύ και να το σκεπάζει, έβγαλε ένα σφυριχτό ήχο που ακούστηκε ανατριχιαστικά μέχρι τα μικρά πουλάκια. Εκείνα αμέσως κούρνιασαν το ένα δίπλα στ άλλο κατατρομαγμένα περιμένοντας το τέλος τους
Ο αητός όμως δεν άφησε περιθώρια και προσγειώθηκε κατ ευθείαν πάνω στο κεφάλι του ,αποκόβοντας το με ορμή απ το υπόλοιπο σώμα.
Η πέρδικα γύρισε το κεφάλι της γεμάτη αποστροφή για το ερπετό, ενώ τα μικρά τρέξανε χαρωπά προς το μέρος της.
"Έσωσες τη ζωή των παιδιών μου και σ ευχαριστώ,είσαι πραγματικός Βασιλιάς αητέ. Τώρα μπορώ να πεθάνω ησυχη". Εκείνος άφησε το κεφαλι του φιδιού στην άκρη και πλησίασε με το αργό και άχαρο του βάδισμα προς το μέρος της.
"Ποτέ δεν θα στερούσα μια μάνα απ τα παιδιά της,ακούς ?"
Τα δύό πουλιά κούρνιασαν δίπλα δίπλα μέχρι που τ αστέρια έλαμψαν στο στερέωμα.
"Μπορώ να μείνω κοντά σας απόψε?.."της είπε σχεδόν παρακλητικά. Εκείνη έτριψε συγκινημένη το ράμφος της στο δικό του.
"Μα και βέβαια γενναίε μας,μπορείς να μείνεις όσο σου κάνει κέφι,αλλά ήσουνα πεινασμένος το ξέχασες?"
Ο αητός γύρισε και την κοίταξε τρυφερά στα μάτια,ενώ με τις μεγάλες του φτερούγες σκέπαζε μητέρα και παιδιά,
"Μα ξέχασες το φίδι καλή μου, ήτανε πρώτης τάξεως μεζές και με χόρτασε για τα καλά"
Οταν ήλιος φάνηκε πίσω απ τα βουνά, το μεγάλο πουλί άπλωσε ξανά τα φτερά του για την καθημερινή του αναζήτηση,αφήνοντας πίσω του μια καινούργια οικογένεια να τον περιμένει.
Πέρασαν μήνες και τα δυο πουλιά δέθηκα με μεγάλη αγάπη και συντροφικότητα έστω κι αν έλειπε απο τη σχέση τους το ερωτικό στοιχείο. Πάντα εκείνος φρόντιζε για την ασφάλειά τους,αλλά και εκείνοι του έδιναν την θαλπωρή μιας οικογένειας που τόσο του είχε λείψει. Μια μέρα λοιπόν που τα περδικόπουλα μεγάλα πια είχανε φύγει απο κοντά της και έμενε μόνη, ο αητός της δεν φάνηκε πάνω απ τον κάμπο.
Πέρασε καιρός και γερασμένη πιά έσερνε τα πόδια της περιμένοντας το τέλος της με συντροφιά της τίς αναμνήσεις της. Δεν μπορούσε να τρέξει , έρμαιο πιά του κάθε σαρκοφάγου.
Ακουσε ένα θόρυβο πίσω απ τα ψηλά χόρτα να πλησιάζει,.....ήτανε η αλεπού
."Χαχαχαχα..ψοφολόγησε ο προστάτης σου απο βόλια κυνηγών δεν τ' άμαθες?, χαχαχα.. να δούμε τώρα τι θα κάνεις γεροπέρδικα."
Εκανε ένα βήμα ακόμα πρός εκείνη που ανήμπορη είχε στρέψει το κεφάλι προς το ουρανό, με την ελπίδα στο βλέμμα της...
Και τότε μια μεγάλη σκιά σκέπασε τον κάμπο,μια πελωρια σκιά ατέλειωτη, τεράστια. Η αλεπού αμεσως το έβαλε στα πόδια, γνωρίζοντας του τι θα επακολουθούσε. Ομως δεν φαινότανε εκείνος, παρα μόνο η σκιά του, μιά σκιά χωρίς υπόσταση που είχε σταθεί πάνω της και την σκέπαζε στοργικά. Ενοιωθε τόσο ζεστά, τόσο όμορφα...
"Έλα αγαπημένη,έλα να πετάξουμε παρέα ψηλά στ αστέρια,.. εκεί ζω πιά, έλα ακολουθησέ με".
Η τελευταία εικόνα που πρόλαβε να δεί πρίν σφαλίσουν τα μάτια ήταν ότι απόκτησε.. αετίσια φτερά. Δυο τεράστιες σκιές πλανάρησαν για λίγο πάνω απ τον κάμπο σβήνοντας αχνά προς την πλευρά του ήλιου... Ηταν οι σκιές δυο ερωτευμένων αετών στο πέταγμα τους προς την αιωνιότητα.
Μαράκος Μάριος Ζαμπίκος
(Μαράκος)
Ευχαριστώ τον Δάσκαλο και φίλο Μάριο Ζαμπίκο (Μαράκος) για την άδεια που μου έδωσε να αναδημοσιεύσω μερικά έργα του....