Ακόμα κι όταν ο άνθρωπος μιλάει για τον θάνατό του, το
κάνει σαν να μιλάει για κάτι πολύ μακρινό που μπορεί να μην αφορά τον
ίδιο αλλά κάποιον άλλο. Η αίσθηση μιας μονιμότητας του Είναι του είναι ασύμβατη με την ιδέα της παύσης αυτού του Είναι, έστω κι αν αυτή η παύση αποτελεί απαράβατο φυσικό νόμο.
Αυτός θα μπορούσε να αποτελεί την
εξαίρεση του κανόνα, γιατί είναι το μοναδικό νοήμον ον που έχει τις
ικανότητες να εξουσιάζει, να μεταχειρίζεται, να διαχειρίζεται, να
χρησιμοποιεί, να παρεμβαίνει, να τροποποιεί, να ανακαλύπτει, να
συνθέτει, να αναλύει, να διαλύει, να ανασυνθέτει και γενικά να
δημιουργεί έναν καινούργιο δικό του κόσμο. Όταν λοιπόν αυτό το μοναδικό
και ικανότατο ον, που δρα ως γεννημένος ελεύθερος δημιουργός, μπορεί να
χρησιμοποιεί, να παραβλέπει ή και να τροποποιεί φυσικούς νόμους και
κανόνες, δημιουργώντας δικούς του κώδικες αξιών, δεν μπορεί να αποδεχθεί
τον ερχομό του τέλους αυτής της πορείας ή ότι αυτό το τέλος μπορεί να
έρχεται ερήμην του, δηλ. όπως σε όλα τα άλλα όντα του πλανήτη. Η
αδυναμία αντιμετώπισης του θανάτου ως ένα ελεγχόμενο φυσικό φαινόμενο,
που να μπορεί με κάποιον τρόπο να αποφευχθεί ή και να τροποποιηθεί, πέρα
από την αγωνία για τη σημασία του καθαυτού γεγονότος, δημιουργεί στον
άνθρωπο και το αίσθημα της αδικίας κι ενός μάταιου κι ανεκπλήρωτου αγώνα
ζωής. Όταν αυτός, που βιώνει τη καθημερινότητά του στα «φυσικά» πλαίσια
του οικονομοτεχνικού συστήματος του κόσμου του, κατορθώσει στη διάρκεια
του βίου του ν’ αποκτήσει πράγματα αξίας και να πετύχει ατομικούς
στόχους που τον «ανεβάζουν» κοινωνικά, αντί να έχει τον χρόνο για να
χαρεί και να απολαύσει τα επιτεύγματά του, έρχεται ο θάνατος και τον
τελειώνει ολοκληρωτικά.
Αυτός θα μπορούσε ν’ αποτελεί την
εξαίρεση του κανόνα, και να μην υπάγεται στη χρονικότητα της βιωματικής
ολοκλήρωσης ενός οποιουδήποτε άλλου όντος. Γιατί αυτός δεν μπορεί να
έχει παρόμοια βιολογική σταδιακή πορεία ανάπτυξης μ’ ένα φρούτο, για
παράδειγμα. Γιατί το φρούτο, όπως και κάθε άλλο ον, έχει ως μοναδικό
σκοπό εύρεσης στον κόσμο τη πορεία προς την ολοκλήρωσή του, δηλ. την
ωριμότητα για την αναπαραγωγή και τον θάνατο. Ενώ αυτός διαβιώνει σ’
έναν δικό του κόσμο, τον οποίο έχει δομήσει έτσι ώστε ποτέ να μην είναι
ορατό το τέλος της πορείας, μια και ποτέ δεν σταματάνε οι προκλήσεις και
οι επιθυμίες για καινούργιες αποκτήσεις και κατακτήσεις. Γιατί η δική
του ωρίμανση και ολοκλήρωση δεν έχει να κάνει τόσο με την αναπαραγωγή
του, αλλά με την ύπαρξή του ως ένα μοναδικό νοήμον ον, στο οποίο η
διαδικασία γήρανσης του σώματος και των αισθήσεων, αν δεν σταματούσε,
έπρεπε τουλάχιστον ν’ ακολουθεί τη γήρανση απ’ τον χορτασμό του
πνεύματος. Γιατί το Είναι του, ως δομημένο πάνω στις μοναδικές
δυνατότητες του γνωρίζειν και κατανοείν, δεν μπορεί να έχει για κύριο
σκοπό ύπαρξης άλλον πέρα από μια συνεχή ανάπτυξη και εξέλιξη αυτών των
δυνατοτήτων, στα πλαίσια ανάπτυξης και εξέλιξης του κόσμου που έχει ο
ίδιος δημιουργήσει. Γιατί αν ο θάνατος σημαίνει την ολοκλήρωση του
σκοπού και της εξέλιξης του όλου βιωματικού κύκλου των άλλων όντων, γι’
αυτόν δεν σημαίνει καμία τέτοια ολοκλήρωση παρά μόνο το ακατανόητο και
βίαιο σταμάτημα μιας διαρκούσας εξέλιξης.
Αυτές οι αιτιάσεις του ανθρώπου απέναντι στο
βασικότερο φαινόμενο λειτουργίας της φύσης και της ζωής, δηλ. τον
θάνατο, έχουν να κάνουν με την οντολογική ιδιομορφία της σύστασης του
Είναι του, κι όχι με την βιολογικό-οντική του παρουσία μεταξύ των έμβιων
όντων του πλανήτη. Το Είναι ως συνείδηση είναι αυτό που, πέρα από
οποιαδήποτε διαπιστωτική λειτουργική διαδικασία, δίνει τη δυνατότητα της
ανάδυσης λογικών αιτιάσεων για την «ισοπεδωτική» συμπεριφορά της φύσης
απέναντι στον μοναδικό παρατηρητή και δαμαστή της, τον άνθρωπο. Όμως
αυτή η συμπεριφορά δεν είναι μόνο ισοπεδωτική αλλά κι ακατανόητη. Γιατί
απ’ τη μια δίνει σ’ αυτόν και μόνον την ύπαρξη στη ζωή ως συνείδηση, με
τις δυνατότητες δημιουργικής δράσης, κι απ’ την άλλη έρχεται και
σταματάει με καταλυτικό τρόπο αυτή την ύπαρξη χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η
οποιαδήποτε πορεία ανάπτυξης της συνειδητότητας.
Το ατομοκεντρικό στοιχείο των παραπάνω καταγγελιών του
ανθρώπου για τον θάνατο δεν εδράζεται μόνο στη συνειδητή ερμήνευση του
ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, αλλά και σε μια πραγματική αντίληψη
ανωτερότητας του «Εγώ» ενός εξαιρετικά μοναδικού όντος, το οποίο μπορεί
να αποφασίζει όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τον κόσμο που το
περιβάλλει. Όμως πέρα και πάνω απ’ αυτό, παραμένει η διαπίστωση του
ασύμβατου μεταξύ του φαινομένου της συνείδησης και του διαφαινόμενου
οριστικού τέλους της, όπως αυτό προσδιορίζεται από το φαινόμενο του
θανάτου. Ενώ ο θάνατος, για τα έμβια όντα της χλωρίδας και της πανίδας
του πλανήτη, σημαίνει την ολοκλήρωση του σκοπού εύρεσης στον κόσμο και
την ανανέωση της ζωής, δεν μπορεί να σημαίνει το ίδιο και για τη
συνείδηση. Γιατί η συνείδηση του κάθε ανθρώπου είναι ένα απόλυτα
ξεχωριστό, αυτούσιο και τελείως μοναδικό φαινόμενο ύπαρξης, το οποίο δεν
μεταφέρεται και δεν μεταβιβάζεται με την αναπαραγωγή. Γιατί, το
φαινόμενο «συνείδηση» δεν αναφέρεται στη λογική του όλου συστήματος
λειτουργίας της φύσης για την επίτευξη του ανώτερου φυσικού σκοπού, αλλά
αφορά την υπέρβαση αυτής της λειτουργίας, χωρίς εξ’ αρχής να γίνεται
φανερός ο σκοπός αυτής της υπέρβασης.
Εδώ τώρα βρισκόμαστε στη βάση της προβληματικής για τη σημασία του θανάτου ως το καταλυτικό τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το ασύμβατο και το απόλυτα αντιφατικό γεγονός μιας
πλήρους κατάλυσης της ανθρώπινης συνείδησης με τον θάνατο, βρίσκει δυο
διαφορετικές ερμηνείες.
Απ’ τη μια λοιπόν υπάρχει η θεώρηση του εμπειρισμού –
μονισμού, που καταλήγει στο ότι το ασύμβατο και αντιφατικό στην όλη
υπόθεση είναι το φαινόμενο της ανθρώπινης συνείδησης, το οποίο αποτελεί
την τυχαία και λανθασμένη εξαίρεση, που εμφανίστηκε στη διάρκεια της
όλης εξελικτικής πορείας της έμβιας ύλης, κι όχι ο θάνατος που είναι ο
απαραίτητος κι απαράβατος κανόνας στην όλη διαδικασία ανανέωσης και
διατήρησης του φαινομένου της ζωής. Αυτή η απόφανση έρχεται σαν συνέπεια
μιας γενικότερης αντίληψης για την υλική προέλευση και υφή της
οποιασδήποτε νοητικής και συνειδησιακής έκφανσης, αλλά και της
μοναδικότητας του ανθρώπινου όντος, ως της μόνης γνωστής νοητικής –
λογικής οντότητας σ’ ένα α-νόητο κι αδιάφορο Σύμπαν. Αλλά, αυτή ακριβώς η
ανεξαίρετη φυσική αδιαφορία απέναντι στο φαινόμενο «άνθρωπος», δείχνει
και την έλλειψη της οποιασδήποτε νόησης και λογικής στη φύση, στο Σύμπαν
και πολύ περισσότερο δείχνει την απουσία του Υπέρτατου Όντος. Ο
άνθρωπος είναι απόλυτα και τελεσίδικα δέσμιος της προδιαγεγραμμένης
βιολογικό – οντικής του πορείας προς το οριστικό και ολοκληρωτικό τέλος
του, πράγμα που επισημαίνει την αξία και τη μοναδικότητα του μεταξύ
γέννησης και θανάτου χρονικού διαστήματος. Αυτό το χρονικό διάστημα της
ζωής αποτελεί και τον μοναδικό τρόπο ύπαρξης του Είναι ως άνθρωπος, κι
ως εκ τούτου, τη μοναδική ευκαιρία της όποιας «δραστηριοποίησης» αυτής
της ύπαρξης. Το ζήτημα της ηθικής συνείδησης ή του ανώτερου εαυτού δεν
μπορεί να είναι κάτι ξέχωρο από τη καθημερινότητα του ανθρώπου, γιατί
μέσα στη γεγονότητα της καθημερινότητας παρουσιάζεται ότι καλό ή κακό
διαθέτει ο άνθρωπος. Ο χαρακτηρισμός του ανώτερου και ηθικού έχει να
κάνει με γραπτούς και άγραφους κώδικες που υπαγορεύονται από τη νόηση
και τη λογική, με σκοπό την όποια απαραίτητη ή πρόσθετη ωφέλεια μπορεί
να έχει αυτό στη σύντομη ζωή του ανθρώπου ως άτομο ή στις σχέσεις
συναλληλίας και στην οργάνωση των δομών της κοινωνίας του. Το καθαυτό
γεγονός του θανάτου είναι ανύπαρκτο για τον άνθρωπο, γιατί, όπως λέει ο
Επίκουρος, όταν αυτό το γεγονός προκύψει ο άνθρωπος απουσιάζει.
Απ’ την άλλη βρίσκεται η θεώρηση του ιδεαλισμού –
δυισμού, που λέει ότι η μοναδικότητα του ανθρώπινου όντος δεν έχει να
κάνει τόσο με τις αυξημένες αποδόσεις των λειτουργικών διαδικασιών του
εγκεφάλου, αλλά περισσότερο αναφέρεται στο απόλυτα ξέχωρο φαινόμενο της
συνειδητότητας, στη βάση της οποίας βρίσκονται τα ηθικά στοιχεία και οι
δυνατότητες ανάπτυξης των στοιχείων αυτών στον μέγιστο βαθμό. Αυτή η
ιδιάζουσα νοητική και ψυχική κατάσταση του ανθρώπου οφείλεται στη Θεϊκή
παρέμβαση, η οποία δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα αντίληψης και
κατανόησης τόσο κάποιων αρχών και κανόνων αρμονίας και ισορροπίας από τη
μεγάλη δημιουργία του Σύμπαντος, όσο και των πνευματικών τελειοτήτων
ενός Κόσμου που βρίσκεται πέραν του υλικού. Ο άνθρωπος ως ένα μοναδικό
ον, το οποίο διαθέτει αυτές τις ξεχωριστές ψυχο-πνευματικές δημιουργικές
ικανότητες, αποτελεί ένα μικρογραφικό αντίγραφο του Μεγάλου Δημιουργού,
κι έχει τις δυνατότητες ανάπτυξης των τελειοτήτων της ανώτερης
συνείδησης για τη προσέγγιση του Υπέρτατου Όντος. Ο θάνατος δεν αποτελεί
το οριστικό τέλος της συνείδησης του ανθρώπου, αλλά είναι το πέρασμα
της ψυχο-πνευματικής του οντότητας στον «άλλο κόσμο», δηλ. στον κόσμο
που βρίσκεται πέραν της ύλης. Η θεώρηση για τη δυνατότητα μιας συνέχειας
του πυρήνα του ανθρώπινου Είναι πέραν του θανάτου, αποτελεί τη βάση για
την όποια αντίληψη θρησκειοποίησης του τρόπου και της μεθόδου
προετοιμασίας για την ώρα του άλματος στο Επέκεινα και τη συνέχιση της
«άλλης ζωής».
Παρ’ όλο που οι δυο αντίθετες θεωρίες καταλήγουν, όπως
είναι φυσικό, σε διαφορετικά συμπεράσματα για τη σημασία του θανάτου ως
προς τη μετέπειτα κατάσταση της οντότητας «άνθρωπος», έχουν ένα κοινό
σημείο που εντοπίζεται στην αντιμετώπιση του φόβου του θανάτου. Δηλαδή
το φαινόμενο του θανάτου, είτε σημαίνει την απουσία του ανθρώπου ως
συνείδηση είτε σημαίνει τη παρουσία της συνείδησης πέραν του φαινομένου
αυτού, δεν πρέπει να προκαλεί τον φόβο που δημιουργείται μπροστά στο
άγνωστο, γιατί η λογική και των δυο διαφορετικών συμπερασμάτων δίνει
διέξοδο σ’ αυτό το άγνωστο. Όμως, αυτή η λογική διέξοδος και στη μια και
στην άλλη περίπτωση δεν λειτουργεί παρά σαν μια βασική διευκόλυνση
φυγής του ανθρώπου μπροστά στο επικείμενο καταλυτικό γεγονός του δικού
του θανάτου. Η διαφορετική κατάληξη των δυο αντίθετων θεωρήσεων γίνεται
αποδεκτή από την «κοινή γνώμη» με τον γνωστό αμφισήμαντο τρόπο
ερμήνευσης των πραγμάτων, που λειτουργεί εφησυχαστικά για τον μέσο
άνθρωπο. Απ’ τη μια λοιπόν υπάρχει η «επίσημη» αποδοχή μιας θεσμοθέτησης
της θρησκειοποίησης καθορισμένων προτύπων «τελετουργικής – ηθικής»
διαβίωσης, για την προετοιμασία και την εξασφάλιση του «ενδεδειγμένου
περάσματος της ψυχής στον άλλο κόσμο», κι απ’ την άλλη, «ανεπίσημα» και
στη βάση του «έτσι κι αλλιώς μια και μοναδική είναι αυτή η ζωή που
ζούμε», αφήνει τον άνθρωπο να είναι ριγμένος στη βίωση της
καθημερινότητας, για την ικανοποίηση όλο και μεγαλύτερων απαιτήσεων και
την απόκτηση όλο και περισσότερων πραγμάτων.
Γιώργης Παπανικολάου
πηγή: Aντίφωνο