Καθισμένη τώρα πια πάνω σε ένα σύννεφο, αγαπούλα μου, βγάζεις στο σφυρί τα όνειρα που δεν επρόλαβες να εκπληρώσεις.
Απλά, ανθρώπινα όνειρα, απλά ανθρώπινα πράγματα.
Ήθελες το πτυχίο σου να έχει πιάσει τόπο, να μη μείνει μόνο κορνιζωμένο στη χρυσοποίκιλτη κορνίζα, δίπλα και λίγο πιο χαμηλά από την ρεπροντουξιόν της Παναγίας του Ντα Βίντσι που θηλάζει τον Χριστό στο πατρικό σαλόνι, ένα δωμάτιο που μέχρι χθες το αέριζε η μάνα σου κάθε μέρα, μα που το άνοιγαν οι γονείς σου μόνο για τις βεγγέρες που γίνονταν πια όλο και σπανιότερες –πάει κι αυτό.
Ήθελες να έχεις τη δική σου δουλειά, με το πτυχίο σου στο φάκελο προσωπικού της μεγαλύτερης εταιρίας που υπήρχε στον δικό σου μικρόκοσμό, αυτής της εταιρείας με τα βαπόρια, που τώρα πήγαινε κατά διαβόλου κι αυτή, κι αντί για προσλήψεις, έκανε απολύσεις.
Ήθελες να έχεις τον δικό σου αξιοπρεπή μισθό και την μικρή προσωπική σου γωνιά. Να μπορείς να πληρώνεις το νοίκι σου και να κερδίζεις τη ζωή σου. Δική σου ζωή.
Ήθελες, τουλάχιστον, να φεύγει που και που ο πατέρας κι η μάνα από το σπίτι, να μένεις λίγο μόνη να ξεκουράζεσαι –αλλά αυτοί εκεί, δεν έφευγαν ποτέ, πάντα εκεί γύρω σου, συνεχώς μέσα στα πόδια σου, επίμονα να ανακατεύονται με καλή και ενοχλητική προαίρεση στη ζωή σου.
Ήθελες -και τι δεν ήθελες! Ό,τι θέλει κάθε άνθρωπος στην ηλικία σου. Να αυτονομηθείς, να ανοίξεις τις φτερούγες σου, να πετάξεις προς τη δική σου ζωή… Κάπου μακριά.
Είχες στείλει εκατοντάδες βιογραφικά, είχες περάσει από δεκάδες συνεντεύξεις.
Άλλες φορές, βαριά βαμμένες διευθύντριες προσωπικού σε στάδιο οριστικής εμμηνόπαυσης σου χαμογελούσαν με συμπάθεια και σου έδιναν ελπίδες που πάντα έσβηναν, φρούδες ελπίδες που άχνιζαν με το πέρασμα του χρόνου, ώσπου να γίνουν άφαντες. Άλλοτε πάλι, σπανιότερα, μεσήλικες με γκρίζα κοστούμια και σινιέ γραβάτες είχαν προσπαθήσει να δρέψουν τους καρπούς της καλοφτιαγμένης θηλυκότητας σου, διηγιόσουν με οργή, όποτε το έφερνε η κουβέντα. Έτσι πέρναγε ο χρόνος σου, ανέραστος και γκρινιάρης και καταθλιπτικός…
Θυμάμαι, σήμερα το πρωί, που ξύπνησα χαράματα με το βάρος να μου πλακώνει την ψυχή. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω, ποτέ δε θυμόμουν τα όνειρά μου ούτε θα μπορούσε να μου φταίει κάποιο κακό όνειρο.
Ο κότσιφας ο τροφαντός είχε αρχίσει να διαλαλεί περιχαρής τον ερχομό της καινούριας καλοκαιρινής ημέρας, διαψεύδοντας το κακό μου συναίσθημα. Ο ήλιος δεν μας είχε ακόμα καλημερίσει και το άρωμα της νύχτας που έφευγε ήταν μεθυστικό. Το βάρος όμως στην καρδία μου ήταν ασήκωτο, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω από πού είχε κυλήσει εκείνος ο ασήκωτος βράχος που με πλάκωνε.
Έψησα καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή σερβίροντας από το μπρίκι στο χοντρό άσπρο φλιτζάνι. Άναβα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας όταν διάβασα το αποχαιρετιστήριο “status” σου κι αμέσως ανησύχησα γιατί ήξερα ότι αυτά που έγραφες, τα εννοούσες. Ήξερα ότι περιέγραφες την αλήθεια με τις τελευταίες σου κουβέντες. Ήξερα ότι ήσουν ήδη νεκρή μέσα στην μπανιέρα.-
Οι τομές στις φλέβες κατά μήκος των χεριών κι όχι εγκάρσια, όχι όπως κάνουν οι βασίλισσες του δράματος, έτσι έγραφε το “status” σου πριν έξι ώρες.
Ήξερα ότι το νερό μέσα στην μπανιέρα είχε κιτρινίσει και είχε παγώσει πια κι ότι εσύ είχες φύγει για πάντα από το μουλιασμένο σου στεγνό κορμί και ότι τώρα θα μας κοιτάς από εκεί πάνω, από τα σύννεφα, άγγελέ μου. Έτσι γυμνόστηθη, με το τζιν σου το σορτσάκι, όπως σου άρεσε να κυκλοφορείς στην παραλία του Μεγάλου Ρούκουνα εκείνο το καλοκαίρι που γνωριστήκαμε. Καθισμένη στην κόκκινη άμμο τότε, πάνω στα σύννεφα τώρα. Καλό κατευόδιο, Μυρσίνη μου. Σε φιλώ.
Ο κότσιφας άρχισε πάλι το κελάηδημά του κι η πρώτη ηλιαχτίδα χτύπησε την κορφή της γερασμένης χαρουπιάς, όταν τελείωνα αυτό το σημείωμα.-
Απλά, ανθρώπινα όνειρα, απλά ανθρώπινα πράγματα.
Ήθελες το πτυχίο σου να έχει πιάσει τόπο, να μη μείνει μόνο κορνιζωμένο στη χρυσοποίκιλτη κορνίζα, δίπλα και λίγο πιο χαμηλά από την ρεπροντουξιόν της Παναγίας του Ντα Βίντσι που θηλάζει τον Χριστό στο πατρικό σαλόνι, ένα δωμάτιο που μέχρι χθες το αέριζε η μάνα σου κάθε μέρα, μα που το άνοιγαν οι γονείς σου μόνο για τις βεγγέρες που γίνονταν πια όλο και σπανιότερες –πάει κι αυτό.
Ήθελες να έχεις τη δική σου δουλειά, με το πτυχίο σου στο φάκελο προσωπικού της μεγαλύτερης εταιρίας που υπήρχε στον δικό σου μικρόκοσμό, αυτής της εταιρείας με τα βαπόρια, που τώρα πήγαινε κατά διαβόλου κι αυτή, κι αντί για προσλήψεις, έκανε απολύσεις.
Ήθελες να έχεις τον δικό σου αξιοπρεπή μισθό και την μικρή προσωπική σου γωνιά. Να μπορείς να πληρώνεις το νοίκι σου και να κερδίζεις τη ζωή σου. Δική σου ζωή.
Ήθελες, τουλάχιστον, να φεύγει που και που ο πατέρας κι η μάνα από το σπίτι, να μένεις λίγο μόνη να ξεκουράζεσαι –αλλά αυτοί εκεί, δεν έφευγαν ποτέ, πάντα εκεί γύρω σου, συνεχώς μέσα στα πόδια σου, επίμονα να ανακατεύονται με καλή και ενοχλητική προαίρεση στη ζωή σου.
Ήθελες -και τι δεν ήθελες! Ό,τι θέλει κάθε άνθρωπος στην ηλικία σου. Να αυτονομηθείς, να ανοίξεις τις φτερούγες σου, να πετάξεις προς τη δική σου ζωή… Κάπου μακριά.
Είχες στείλει εκατοντάδες βιογραφικά, είχες περάσει από δεκάδες συνεντεύξεις.
Άλλες φορές, βαριά βαμμένες διευθύντριες προσωπικού σε στάδιο οριστικής εμμηνόπαυσης σου χαμογελούσαν με συμπάθεια και σου έδιναν ελπίδες που πάντα έσβηναν, φρούδες ελπίδες που άχνιζαν με το πέρασμα του χρόνου, ώσπου να γίνουν άφαντες. Άλλοτε πάλι, σπανιότερα, μεσήλικες με γκρίζα κοστούμια και σινιέ γραβάτες είχαν προσπαθήσει να δρέψουν τους καρπούς της καλοφτιαγμένης θηλυκότητας σου, διηγιόσουν με οργή, όποτε το έφερνε η κουβέντα. Έτσι πέρναγε ο χρόνος σου, ανέραστος και γκρινιάρης και καταθλιπτικός…
Θυμάμαι, σήμερα το πρωί, που ξύπνησα χαράματα με το βάρος να μου πλακώνει την ψυχή. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω, ποτέ δε θυμόμουν τα όνειρά μου ούτε θα μπορούσε να μου φταίει κάποιο κακό όνειρο.
Ο κότσιφας ο τροφαντός είχε αρχίσει να διαλαλεί περιχαρής τον ερχομό της καινούριας καλοκαιρινής ημέρας, διαψεύδοντας το κακό μου συναίσθημα. Ο ήλιος δεν μας είχε ακόμα καλημερίσει και το άρωμα της νύχτας που έφευγε ήταν μεθυστικό. Το βάρος όμως στην καρδία μου ήταν ασήκωτο, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω από πού είχε κυλήσει εκείνος ο ασήκωτος βράχος που με πλάκωνε.
Έψησα καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή σερβίροντας από το μπρίκι στο χοντρό άσπρο φλιτζάνι. Άναβα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας όταν διάβασα το αποχαιρετιστήριο “status” σου κι αμέσως ανησύχησα γιατί ήξερα ότι αυτά που έγραφες, τα εννοούσες. Ήξερα ότι περιέγραφες την αλήθεια με τις τελευταίες σου κουβέντες. Ήξερα ότι ήσουν ήδη νεκρή μέσα στην μπανιέρα.-
Οι τομές στις φλέβες κατά μήκος των χεριών κι όχι εγκάρσια, όχι όπως κάνουν οι βασίλισσες του δράματος, έτσι έγραφε το “status” σου πριν έξι ώρες.
Ήξερα ότι το νερό μέσα στην μπανιέρα είχε κιτρινίσει και είχε παγώσει πια κι ότι εσύ είχες φύγει για πάντα από το μουλιασμένο σου στεγνό κορμί και ότι τώρα θα μας κοιτάς από εκεί πάνω, από τα σύννεφα, άγγελέ μου. Έτσι γυμνόστηθη, με το τζιν σου το σορτσάκι, όπως σου άρεσε να κυκλοφορείς στην παραλία του Μεγάλου Ρούκουνα εκείνο το καλοκαίρι που γνωριστήκαμε. Καθισμένη στην κόκκινη άμμο τότε, πάνω στα σύννεφα τώρα. Καλό κατευόδιο, Μυρσίνη μου. Σε φιλώ.
Ο κότσιφας άρχισε πάλι το κελάηδημά του κι η πρώτη ηλιαχτίδα χτύπησε την κορφή της γερασμένης χαρουπιάς, όταν τελείωνα αυτό το σημείωμα.-