Εκκλησία - Νέες αντιλήψεις και νέες τεχνολογίες - Point of view

Εν τάχει

Εκκλησία - Νέες αντιλήψεις και νέες τεχνολογίες



Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι αδελφοί,
           Δεν μπορώ νά μην αρχίσω με την έκφραση των ειλικρινών μου ευχαρι­στιών για την τιμη και την εμπιστοσύνη αυτής της ομιλίας, μάλιστα σε μιά περί­οδο πού ή ακριβής αποτίμηση τής πραγματικότητος μέσα στήν οποία εκτυλίσσε­ται ή έκκλησιαστικη αποστολή, ένώ είναι μεγίστης σημασίας, είναι εξαιρετικά δύσκολη. Οί καινοφανείς αντιλήψεις, τά σύγχρονα κοινωνικά και φιλοσοφικά ρεύματα, τά μέσα διάδοσης τους, ανατρέπουν παγκόσμιες διαχρονικές σταθε­ρές, εναλλάσσονται μέ έκπληκτικη ταχύτητα, χαρακτηρίζονται από πολυπαραμε-τρικότητα και φυσικά αιφνιδιάζουν και τόν οργανισμό τής Εκκλησίας ως πρός τόν τρόπο κατάθεσης τής μαρτυρίας της.
         Θά ήθελα νά ξεκινήσω μέ έναν σαφή προσδιορισμό τοΰ θέματος μου. Αρχικά ό τίτλος ήταν «Εκκλησία και νέες τεχνολογίες». Έπειδη όμως προσωπικά δέν πίστευα ότι τό πρόβλημά μας είναι οί νέες τεχνολογίες, ή χρήση τους από πλευράς Εκκλησίας ή και ή αξιοποίησή τους, πρότεινα τη διεύρυνσή του μέ την είσαγωγη τοΰ όρου «νέες αντιλήψεις», προκειμένου νά διευκολυνθούμε στην κατά τό δυνατόν καλύτερη ανατομικη περιγραφη τοΰ νέου πλαισίου ζωής πού διαμορφώνεται γύρω μας και νά προσδιορίσουμε μερικά αναγκαία στοιχεία γιά την αποτελεσματικότερη κατάθεση τής έκκλησιαστικής μαρτυρίας και ζωής.
             Τό πλαίσιο αυτό έχει δύο επίπεδα: Τό πρώτο σχετίζεται μέ τη συμπτωμα­τολογία και τά συγκεκριμένα προβλήματα πού μας κάνουν νά συνειδητοποιούμε δυσκολίες και αλλαγές. Τό δεύτερο αποτελεί τό ουσιαστικό περιεχόμενο αύτοΰ πού ονομάζεται νέες αντιλήψεις και νοοτροπίες και τό όποιο έχει προκληθεί από μακροχρόνιους μηχανισμούς, ένδεχομένως προσχεδιασμένους, πού έχουν όμως νά κάνουν μέ την ίδια την ανθρώπινη φύση και τόν πτωτικό χαρακτήρα της. Είναι σαφές ότι «ό κοσμοκράτωρ τοΰ αίώνος τούτου» αλλάζει όψεις και είναι απαραίτητο νά τις έντοπίζουμε ως Έκκλησία. Στην παροΰσα όμιλία θά ασχολη-θοΰμε κυρίως μέ αύτό τό δεύτερο στοιχείο.
Α. Υπόβαθρο και αίτια των νέων αντιλήψεων
Νέες αντιλήψεις, νέα ήθη, νέες τεχνολογίες, ένας νέος πλέον κόσμος δια­μορφώνεται γύρω μας. Στήν επεξεργασία τοΰ θέματος μας, εφόσον χρησιμο­ποιούμε τή λέξη «νέες», θεωρώ πώς θά πρέπει νά έχουμε μπροστά μας νέους φοιτητικής και κάτω ηλικίας, πού βομβαρδίζονται μέ ερεθίσματα και προκλήσεις, τέτοια πού διαμορφώνουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Το σύστημα τών κοινωνικών αντιλήψεων, ή εποχή, ή τηλεόραση, ή παιδεία, ό διαδικτυακος κόσμος, εκφρά­ζουν ιδέες, στόχους, επιλογές πού επηρεάζουν, αλλά και έν πολλοίς δίνουν σχή­μα και μορφή στο σύγχρονο πρότυπο ανθρώπου.
Πάντοτε το κακο εκφραζόταν μέσα απο μία τάση έλξης προς τήν καλο­πέραση, τήν ευμάρεια, τήν ύλη, το συμφέρον, τή σάρκα, το έγώ. Ό ευδαιμονι­σμός, ό υλισμός, ή σαρκολατρεία, ή αμφισβήτηση τών αρχών, το γκρέμισμα τών προτύπων, ό μηδενισμος και φυσικά ό έγωισμος αποτελούν τον αιώνιο έπη-ρεασμο και τον συνεχή πειρασμο τής ανθρώπινης φύσης.
             Ή έποχή μας όμως είτε έχει καίρια αλλάξει διαχρονικές έννοιες και όρους είτε έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα, πού ουσιαστικά διαμορφώνουν πλέον νέες άντιλήψεις, συμπεριφορές, προσεγγίσεις κλπ.
'Άς δούμε μερικά απο αυτά.
(α) Οί κοινωνίες μας τά τελευταία χρόνια άλλαξαν τά μεγέθη τού πλούτου και τούς αριθμούς τών πλουσίων και κατέστησαν τήν ευμάρεια κυρίαρχο στόχο και έπιδίωξη ζωής. Ή αξιοποίηση τών πλουτοπαραγωγικών πηγών τής γής, σέ συν­δυασμο μέ τή γενικότερη πρόοδο τής ζωής και τήν έκρηκτική αύξηση τού παγ­κόσμιου πληθυσμού, οδήγησε στή βιομηχανοποίηση και έταιρικοποίηση τής κατανομής τών αγαθών. Αύτο έδωσε άλλη διάσταση στις έννοιες τού συμφέ­ροντος και τού πλούτου. Ή απόκτηση πλούτου έγινε πιο εύκολη, ή απόλαυσή του δυνατή σέ όλο και μεγαλύτερους πληθυσμούς, σέ όλο και περισσότερες μορφές και ποικιλίες. Πολυτελή σκάφη, χλιδάτα ξενοδοχεία, εύκολα ταξείδια σέ ονειρεμένους κόσμους, έξωφρενικές ποικιλίες τών προϊόντων, διαφημιστική βιο­μηχανία αυξάνουν τήν όρεξη, προκαλούν τή σύγκριση, μετατοπίζουν τήν έπιθυμία απο το αναγκαίο στο έντελώς περιττό, καθιστούν τήν πολυτέλεια και τή χλι­δή αυτονόητες, μεταλλάσσουν τή φιλοσοφία τών αξιών σέ διεκδίκηση υλικών αγαθών, αναδεικνύουν σέ στόχο ζωής τήν έφημερότητα -το έδώ και τώρα- και έπιπεδοποιούν τον άνθρωπο σέ έναν κόσμο όπου ή πραγματικότητα αντικαθί­σταται απο το ψέμμα και ή αλήθεια απο χιλιάδες πράγματα πού όλα μαγεύουν, αλλά κανένα δέν αξίζει. Ό Δυτικος άνθρωπος ζει μόνον γιά το σήμερα και γιά τον έαυτό του, γι' αύτά πού βλέπει και γιά τά λίγα πού κατανοεί, ώς υλική και βιολογική οντότητα μέ ναρκωμένη τήν ψυχή και νεκρωμένο το πνεύμα.
      (β) Ή έξέλιξη τών μέσων μαζικής μεταφοράς και επικοινωνίας (τη­λέφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο, smartphones, blogs, videocasts, fora, wikis, Skype, συσκευές ευρύτατης ψηφιοποίησης και τελευταία τά έργαλεΤα ηλε­κτρονικής κοινωνικής δικτύωσης όπως το facebook καὶ τὸ twitter, τὸ myspace καὶ τὸ linkedin) δημιούργησαν μία παγκόσμια κοινωνία πού φτωχεύει σέ αμεσό­τητα, στερείται τήν ίδιωτικότητα, σκλαβώνει σέ έξαρτήσεις, στηρίζεται σέ τηλε-γνωριμίες, και χαρακτηρίζεται απο περιχώρηση νοοτροπιών, ίσοπέδωση ίδιο-μορφιών και σχετικοποίηση τών αξιών, και ώς έκ τούτου ή αναζήτηση τής αλή­θειας υποκαθίσταται ώς αξία απο τήν ανάγκη νά συνυπάρξουμε, νά τά βρούμε, νά συμφωνήσουμε, νά διαλεχθούμε· όχι νά τήν ομολογήσουμε.
          (γ) Το αγαθο τής απόκτησης γνώσεως έχει κυριαρχήσει. Τά ποσοστά τών σπουδαγμένων έχουν αύξηθεΤ. Το ίδιο τά Πανεπιστήμια, τά βιβλία, οί Ακα­δημίες. Αύτο σημαίνει δύο πράγματα: το πρώτο ότι περισσεύει ή φυσίωση και το αίσθημα τής αύταρκείας και το δεύτερο ότι πλεονάζει ό κίνδυνος νά ποδηγε-τούνται οί μάζες και νά κατευθύνονται μέσα απο συγκεριμένους έκπαιδευτικούς μηχανισμούς και προγράμματα. Το σχολείο όμως δέν έχει πλέον τήν έννοια πού γνωρίζαμε. Απο χώρος πού κατά κύριο λόγο ασκεί αγωγή, καλλιεργεί τή σοφία, έμβαθύνει στον πολιτισμό, τον συντηρεί και παράγει νέον έχει έξελιχθεΐ σέ ένα μηχανισμο παραγωγής και μετάδοσης πληροφοριών, πού μάλιστα λόγω τού όγκου τους μόνον μηχανές μπορούν νά τις αποθηκεύσουν, αναλύσουν ή και συνθέσουν. Ή γνώση έπειδή απαιτεί κρίση, προσωπική μετοχή στή σύνθεση και έλευθερία έχει έκφυλισθεΐ σέ δεξιότητα συλλογής έπι μέρους πληροφοριών και έξειδίκευσης στή χρήση έργαλείων πρόσβασης σέ αύτές. Ή αναζήτηση πληρο­φοριών στον ώκεανο τού διαδικτύου ονομάζεται surfing, πού σημαίνει περπατώ πάνω στά κύματα, δηλαδή δέν βουλιάζω στον βυθο τής αλήθειας, έπιπλέω στήν έπιφάνεια, ακουμπάω τά έπιφαινόμενά της. Ό άνθρωπος ώς προς τις δυνατότη­τες γίνεται αβαθής, ένώ διαθέτει απίστευτες γνώσεις· οί έξυπνοι πού όμως αδυ­νατούν έντελώς νά διαχειρισθούν τήν καθημερινότητά τους περισσεύουν έπικίν-δυνα. Τά αποθέματα σοφίας έχουν πλέον έξαφανισθεΐ.
(δ) Ή πρόοδος τής ίατρικής και τών βιολογικών έπιστημών έχει θεαματικά αποτελέσματα στον τομέα τής υγείας. Οί θάνατοι απο λοιμώξεις έχουν περιορι­σθεί έντυπωσιακά, ή διαγνωστική ίατρική βλέπει στις έσώτερες γωνιές τού αν­θρώπινου σώματος, διεισδύει στούς κυτταρικούς μηχανισμούς, ή έπεμβατική ίατρική έχει έπινοήσει ίδιοφυή θεραπευτικά σχήματα πού συχνά κάνουν τον θά­νατο δυσκολότερη διαδικασία απο τήν έπιβίωση. Ό μέσος όρος έπιβίωσης έκτινάχθηκε σέ απίστευτα ΰψη. Ήδη στην Ελλάδα σήμερα ζοΰν περίπου 1700 ύπερ-αιωνόβιοι και 36.000 συνάνθρωποί μας διανύουν την δέκατη δεκαετία τής ζωής τους, υπολογίζεται δέ ότι τό 25% αύτών πού γεννιούνται σήμερα θά φθάσουν στην ήλικία τών 100 έτών[2]. Τό ίδιο και ή ποιότητα ζωής φαίνεται πώς έχει ση­μαντικά βελτιωθεί. Τά Κέντρα Αποκατάστασης και ή φαρμακευτικη θεραπευτικη κάνουν θαύματα. Αύτά όλα απομακρύνουν τούς ανθρώπους από τη σκέψη τοΰ θανάτου τους και ύπερτονίζουν την αξία και την ανάγκη τής βιολογικής τους συντήρησης και ευεξίας. Ή αίσθηση ότι μέ την ίατρικη πετυχαίνουμε πολύ περισσότερα από ό,τι μέ τις προσευχές και τά εύχέλαια όδηγεΤ στη λογικη μιας ανθρώπινης δύναμης μεγαλύτερης από αύτην τοΰ «δήθεν» παντοδύναμου Θεοΰ. Μαλλον ένας τύπος θεοΰ-ανθρώπου, χωρις όμως τά γνωστά θεϊκά και ηθικά ίδιώματα, έχει βγάλει έξω και από τό περιθώριο τόν όποιον άλλον Θεό. Αλλά και ό ύπερτονισμός τής έφήμερης ζωής -και ως πρός τη διάρκεια και ως πρός την ποιότητα- έστω και άν οί ψυχικές παθήσεις ή οί ασθένειες τοΰ γήρα­τος, όπως ή άνοια, ή ακόμη και καινοφανείς ίατρογενεΤς καταστάσεις πού παρα­τείνουν μέν την διάρκεια τής έπιβίωσης, αλλά συντρίβουν την ποιότητα τής ζωής (χρόνιες φυτικές καταστάσεις, συνέπειες και παρενέργειες χημιοθεραπευ-τικών σχημάτων κλπ.), αύτός ό ύπερτονισμός αποδυναμώνει κάθε έννοια αίωνιότητος και συνεπώς αντιμάχεται την μετά θάνατον προοπτικη τής ανθρώπινης ΰπαρξης. Ό άνθρωπος έχει διογκωθεί ώς πρός την εφήμερη χρονικη και βιο­λογική του διάσταση και έχει απίστευτα συρρικνωθεί ώς πρός την πνευματική.
(ε) Όλα αύτά οφείλονται ασφαλώς στην έκρηκτικη πρόοδο τής επιστή­μης. Αύτη όδήγησε σέ έντυπωσιακή αύξηση τής γνώσης και φυσικά σέ θαυ­μαστές έφαρμογές. Ήδη τό σύμπαν πού θεωρείτο άπειρο και ακατανόητο πλέον ερμηνεύεται και φαίνεται πώς γίνεται όλο και λιγότερο μυστήριο. Τό ίδιο και ή ύλη. Τό πρόσφατο πείραμα τοΰ CERN έδειξε όμως πόσο εύκολα οί έπιστήμονες ξεγελιοΰνται και πόσο συχνά οί έξυπνοι αποδεικνύονται αφελείς. Όλα αύτά μόνο και μόνο έπειδη φαίνεται πώς κάπως έξηγήθηκε ή παρουσία τής μάζας στό σύμπαν (πεδίο του μποζονιου higgs) ή βρέθηκε μιά θεωρία νά ερμηνεύει την αρχή του (big bang), μάλιστα άπό κάποιον καθολικό μοναχό, τόν Lemaitre. Τά πράγματα είναι ίδιαιτέρως ένδιαφέροντα στό πεδίο τοΰ κυττάρου και τής ζωής και ακόμη περισσότερο στόν χώρο τών Νευροεπιστημών. Έδώ ό στόχος είναι νά αποδείξουμε τη νομοτελειακότητα τής σκέψης, την κατάργηση τοΰ αύτεξουσί­ου, τη μηχανοποίηση τοΰ ανθρώπου. Πομπώδεις όροι όπως «αποκωδικοποίηση» τοΰ ανθρώπινου γονιδιώματος ή «αύτόματη γένεση, δημιουργία ζωής και ύλης» ή «θεωρία τών πάντων» ή μεταφυσικοι όροι όπως «μαγικός αριθμός» ή «μυστι­κη συμμετρία» ή «strange quark» ή «σωμάτιο τοΰ Θεοΰ» ή «αίωνιότητα τοΰ σύμπαντος» εύκολα ρίχνονται στό λεξιλόγιο τών έπιστημονικών μεγεθών και θε­ωριών και αποδεικνύουν τη διάθεση κάποιων έπιστημόνων, μπερδεύοντας τά προσωπικά τους πιστεύω μέ τά έπιστημονικά συμπεράσματα, νά παραπλανή­σουν τόν κόσμο, και φυσικά την αφέλεια τοΰ κοινοΰ νά ανταλλάσσει τούς θη­σαυρούς τής ίστορίας του, τά έσωτερικά πιστεύματά του πού γέννησαν πολιτι­σμό, μέ τά ξυλοκέρατα ενός κράματος έπιστημονικής αληθοφάνειας, προσωπι­κής έπιπολαιότητος και ανόητης αλαζονείας, πού καταστρέφουν κάθε στοιχείο ίερότητος στόν ίδιο τόν άνθρωπο και τόν κόσμο μας. «Πόσα επιστήμη χωριζομέ-νη δικαιοσύνης καί τής άλλης αρετής πανουργία τις καί ού σοφία φαίνεται»[3].
(στ) Ή έπιστημονικη γνώση όδήγησε και σέ έφαρμογές πού χαρακτηρί­ζονται ώς τεχνολογία. Πάντοτε στην ίστορία βλέπουμε τόν άνθρωπο νά πα­ρεμβαίνει στό έργο τής φύσης και νά δημιουργεί. Αύτό όμως πού συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί πραγματικη έπανάσταση. Ποιός φανταζόταν ότι κάποτε μέ τά τηλεσκόπιά μας θά μπορούσαμε νά πλησιάσουμε τις έσχατιές τοΰ σύμπαντος και νά αντικρύσουμε τις πρώτες στιγμές τής ζωής του; Ήδη τηλε­κατευθυνόμενο διαστημόπλοιο[4] προσεδαφίσθηκε στόν 'Άρη και άλλο όδεύει έξω από τό ήλιακό μας σύστημα[5]. Σήμερα υπάρχουν κάποια εκατομμύρια ανθρώπων πού ζοΰν μέ όργανα ζωντανών ή και νεκρών συναθρώπων τους, από δέ τό 1978 έχει διαχωρισθεΤ ή σύλληψη από τη συζυγικη συνεύρεση και σήμερα ζοΰν περισ­σότερα από 5 εκατομμύρια άνθρωποι ανάμεσά μας πού ξεκίνησαν την πορεία τους ασεξουαλικά[6]. Αλλά και οί γενετικές παρεμβάσεις, οί γονιδιακές θεραπείες, ένδεχομένως ή βλαστοκυτταρικη ή κλωνοποιητικη τεχνολογία, συνδυασμένα μέ την τεχνολογία ύλικών, τη νανοτεχνολογία και φυσικά την πληροφορική, γεν-νοΰν ένα αίσθημα ανθρώπινης έπιτυχίας, τέτοιου μεγέθους πού μόνον στόν Θεό ώς τώρα αποδιδόταν.
(ζ) Στό σημείο αύτό θεωρώ ότι θά έπρεπε νά κάνω και μία αναφορά στην αποδυνάμωση τής αίσθησης του φύλου πού απεργάσθηκε ή έποχή μας. Ή μητρότητα, ή συζυγικη πίστη, ή παρθενικη καθαρότητα, ή ταπείνωση και σεμνό­τητα, ή αφοσίωση, έννοιες ίερές πού διαχρονικά χαρακτηρίζουν τη γυναικείαφύση έχουν καίρια τραυματισθεί απο τά σύγχρονα κοινωνικά ήθη. Μέ το πρό­σχημα τού φεμινιστικού κινήματος, τής προστασίας τών δικαιωμάτων τών γυ­ναικών, τής ίσότητος τών φύλων, ή γυναίκα βγήκε απο το σπίτι στήν έργασία, έγκατέλειψε τή λογική τής μητρότητος και άρχισε νά μιμείται ανδρικούς όρους ζωής, κατήντησε ελκυστική διαφήμιση, ή ομορφιά τής θηλυκότητος έδωσε τή θέση της στήν πρόκληση τής σεξουαλικότητος, το κάλλος στήν αλόγιστη απο­γύμνωση τού σώματος, ή γυναικεία αμφίεση παραδόθηκε στις αχόρταγες έπιθυ-μίες σχεδιαστών αποκλειστικά τού ανδρικού κόσμου, μέ αποτέλεσμα τήν αποϊεροποίηση τής γυναικείας φύσεως. Παράλληλα, αναπτύχθηκε και μία τάση έκθήλυνσης τού ανδρικού φύλου (αρώματα, μακρυά μαλλιά, ψηλοτάκουνα παπού­τσια, βάψιμο μαλλιών, σκουλαρίκια κλπ), προωθήθηκε μιά unisex αμφίεση και συμπεριφορά και έτσι άνοιξε ό δρόμος προς μιά προκλητική κοινωνική ανεκτι­κότητα απέναντι σέ μιά λογική κατά τήν όποία ό σεξουαλικος προσανατολισμος δέν καθορίζεται απο το φύλο, τήν ανατομία και τή φυσιολογία τού σώματος, αλλά είναι αποτέλεσμα προσωπικής έπιλογής.
(η) Θά κλείσω μέ τή θεοποίηση τής δημοκρατίας. Ονομάσθηκε το καλύτερο πολιτικο σύστημα. Ό ίδιος ό λαος νά έπιλέγει τούς κυβερνήτες του, νά έπιβάλλει τή θέλησή του στή διαχείριση τών θεμάτων και προβλημάτων του. Καταργήθηκε το «έλέω Θεού». Ή έλευθερία ταυτίσθηκε μέ τή διεκδίκηση τού θελήματος και τών ατομικών δικαιωμάτων, μέ τήν απόλυτη ανάληψη τής εύθύνης. Τελικά όμως, ένώ τά θελήματα και τά δικαιώματα έξάπτονται υπερβολικά, καταπατούνται όσο ποτέ άλλοτε· ένώ μιλούμε γιά έλευθερία, τά ίδια τά έπιτεύ-γματά μας, δορυφόροι και κάμερες, κάρτες και τσιπάκια, μας έχουν σκλαβώσει σέ άγνωστους μηχανισμούς και άδηλα κέντρα αφόρητης καταγραφικής παρακο­λούθησης. Ή έννοια τής δημοκρατίας έξαντλεΤται στο δικαίωμα τής ψήφου και συχνά τής έπιλογής ανάμεσα σέ έντελώς ακατάλληλα και έπικίνδυνα πρόσωπα νά διαχειρισθούν τήν ίστορία τών λαών και τού κόσμου. Τά πολιτικά συστήματα ξεγέλασαν τον κόσμο μέ τούς ψεύτικους θεούς πού πρότειναν και σήμερα όδη-γούν ίστορικά έθνη και πολιτισμούς οίκονομικά μέν στο στόμα τών άγνωστων κερδοσκόπων, πνευματικά δέ στον μονόδρομο τού αφανισμού. Αύτά όλα γεννούν έναν κόσμο μέ θεριεμένες απαιτήσεις, μέ συλλογική αγανάκτηση και ανεξέλεγκτο κενό, μέ αίσθημα θυμού, πανικού και αδιεξόδου. «Συνοχή εθνών έν απορία ήχούσης θαλάσσης και σάλου»[7].
Νέες αντιλήψεις και Εκκλησία
        Σίγουρα, έκτος απο αύτούς τούς παράγοντες υπάρχουν και άλλοι πού ό καθένας τους συνεισφέρει ώς συνιστώσα στή διαμόρφωση τού σύγχρονου κό­σμου πού κυριαρχείται απο τις λεγόμενες νέες αντιλήψεις. Αντιλήψεις πού αγνο­ούν τον πολιτισμό, αντιμάχονται τήν ίστορία, προτάσσουν τον έγωισμό, περιο­ρίζουν τον φιλοσοφικο όρίζοντα τών προσώπων και τών κοινωνιών, αλλοιώνουν ίερές έννοιες όπως ό πατριωτισμος και τις ονομάζουν ρατσισμο ή έθνικισμό, αντιλήψεις πού μέ τή μία ή τήν άλλη μορφή έκαναν δειλά τήν έμφάνισή τους στήν ίστορία, σήμερα όμως ή παρουσία τους έχει χαρακτηριστικά γενικευμένης κυριαρχίας και ίσχύ όχι απλής απόψεως ή θεωρίας αλλά δογματικής έμβελείας.
Ας δούμε λοιπον πώς παρουσιάζονται στήν έποχή μας κάποιες απο αύτές τις αντιλήψεις, πού μάλιστα έπηρεάζουν τήν έκκλησιαστική μαρτυρία.
(α) Οί περί τής ύλης και του ανθρώπου αντιλήψεις
Όλα όσα προαναφέραμε όδηγούν στο συμπέρασμα ότι ή δύναμη τού αν­θρώπου, κυρίως ή διανοητική είναι τεράστια. Ποτέ δέν είχε έκφρασθεΐ ή έκτασή της όσο στήν έποχή μας. Μέ τήν πρόοδο τής έπιστήμης μπορούμε νά έρμηνεύ-σουμε και νά κατανοήσουμε σχεδον τά πάντα. Μέ τήν έξέλιξη τής τεχνολογίας μπορούμε νά κατορθώσουμε ασύλληπτα πράγματα. Αύτά δημιουργούν ένα αί­σθημα αλαζονικής αύτάρκειας, έγωπαθούς ανθρωποκεντρισμού και μυωπικού και αφιλοσόφητου υλισμού. Συρρικνώνουν τον άνθρωπο χρονικά στο παρον και τήν έπικαιρότητά του, και ή αξία τού πνεύματός του έγκειται μόνον στή δυνατό­τητα ερμηνείας και αξιοποίησης τού υλικού, τού αίσθητού και όρατού κόσμου. Ή απολυτοποίηση τής πραγματικότητος έπνιξε τήν αναζήτηση τής αλήθειας.
Ξεπερνούμε τήν ταχύτητα τού ήχου, διασπούμε τή δύναμη τού ατόμου, υπερνικούμε τή δράση τής βαρύτητας, διαφεύγουμε απο τήν ατμόσφαιρα στο διάστημα, συντρίψαμε ψηφιακά τά όρια τής σκέψης, έπιθυμούμε νά δούμε πριν απο τήν αρχή και νά δρασκελίσουμε το άπειρο, όλο όμως και βυθιζόμαστε στο βαρυτικο πεδίο τής φιλοσοφικής μυωπίας μας. Γονιμοποιούμε πλέον έξω απο το σώμα, μεταμοσχεύουμε όργανα, παρεμβαίνουμε στις ψυχικές έκδηλώσεις, θερα­πεύουμε σχεδον τά πάντα. Επιβάλλουμε έμεΤς τήν ανθρώπινη αρχή τεχνολο-γώντας τή γονιμοποίηση, τή σύλληψη ή προσδιορίζοντας τά χαρακτηριστικά της εύγονικά. Απομακρύνουμε τον θάνατο ή τον αποφασίζουμε εύθανασιακά. Δημι­ουργούμε ηθική, δεοντολογία και νόμους πού διευκολύνουν και έπιβάλλουν τις δικές μας αποφάσεις. Συγκεντρώνουμε ασύλληπτο όγκο πληροφοριών. Αξιοποι­ούμε τον νανο-κόσμο και έκεΤ πού τίποτα δέν διακρίνεται αντικρύζουμε νέες δυ­νατότητες νά παρέμβουμε τεχνολογικά στήν καθημερινότητά μας. Λύνουμε τά προβλήματά μας μέ το χρήμα και τή δύναμη. Κάνουμε ό,τι θέλουμε. Τελικά βλέ­πουμε περισσότερο τήν ομορφιά τού υλικού κόσμου σάν κάτι ένυπάρχον ώς ίδί-ωμά του και ακόμη περισσότερο τή δύναμη τού ανθρώπου, όπως τήν περιγρά­ψαμε προηγουμένως. Και προχωρούμε ένα ακόμη βήμα. Μεθυσμένοι απο το κατόρθωμα τής τεχνολόγησης τού κόσμου χάσαμε το ένδιαφέρον τού Ποιός και τού πώς τής δημιουργίας του. Ή δόξα τής ανθρώπινης έπιτυχίας έκμηδένισε τή δόξα τού Θεού δημιουργού.
Γιά κάποιον λόγο οί άνθρωποι τής έποχής μας έπιθυμούν νά δημιουργή­σουν αύτόματη ζωή, νά ερμηνεύσουν τις σύγχρονες έξελικτικές θεωρίες τής ζωής έστι ώστε νά καταδεικνύεται ή ζωώδης προέλευση τού ανθρώπου. Αμφι­σβητούν τήν καταξιωμένη απο τήν κοσμολογία «ανθρωπική αρχή», ότι δηλαδή οί τιμές τών παγκοσμίων σταθερών είναι τέτοιες ώστε υποχρεωτικά νά όδηγούν στήν έμφάνιση και στή ζωή τού ανθρώπου στή γή[8], ή θέλουν τήν ύπαρξη άλλων όντων στο σύμπαν όχι γιά νά έπικοινωνούν μαζί τους -αύτο δέν μπορεί νά γίνει-αλλά προκειμένου νά καταρριφθεί ή μοναδικότητα τού ανθρώπου. Προτιμούν νά διακηρύσσουν ότι ό ύλικος κόσμος, το σύμπαν, είναι αποτέλεσμα τύχης, προ­έκυψε δηλαδή έκ τού μηδενος χωρις θεϊκή παρέμβαση ή ότι εϊμαστε μία «ανα­κατανομή τού τίποτα»[9], δηλαδή όντα πού προέκυψαν τυχαία απο το μπέρδεμα τού τίποτα μέ τον εαυτό του (!), παρά νά όμολογήσουν ότι είμαστε θεόπλαστοι, μάλιστα «κατ' είκόνα και όμοίωσιν Θεού». Προβάλλεται έτσι μία ανθρωπολογία έξωφρενική μόνο και μόνο γιά νά διώξει στο περιθώριο το μεγαλείο τού «έν τιμή όντος ανθρώπου». Προτιμάται ή ύλικότητα ή ή τυχαιότητα, ή έφημερότητα και ή ζωικότητα τής ανθρώπινης φύσης, προκειμένου νά ανατραπεί ή θεϊκή της προέλευση. Ένας άνθρωπος δυνατος σάν δεινόσαυρος, μέ παρελθον πιθήκου, μέ προέλευση αμοιβάδας, μέ προοπτική το μηδέν, θνητος θεος ό ίδιος, χωρις το μυστήριο τού αίώνιου Θεού μέσα του ή τήν παρουσία Του γύρω του· «άνθρω­πος έν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ώμοι-ώθη αΰτοΐς»! [10]
(β) Οί περί του Θεου αντιλήψεις
Όλα αύτά προφανώς καταργούν τον λόγο και τήν ύποψία τού έπέκεινα, τού έξω απο μας, τον κόσμο και τή λογική μας. Δέν υπάρχει ή ανάγκη τού Θε­ού. Ούτε ή προσδοκία Του. Το ποιός και το πώς, το ποιος δηλαδή είναι ό αλη­θινός Θεός ή τό τι είναι, άν είναι δύναμις ή έννοια ή οντότητα ή πρόσωπο ή τό πώς ένεργεί και τό γιατι ένεργεΤ έτσι, δέν υφίστανται πλέον ούτε ώς έρωτήματα. Τό μόνο πού ακόμη ακούγεται είναι τό άν και τό που. Τό άν υπάρχει Θεός και τό ποΰ είναι, γιατι δέν έμφανίζεται μέ τρόπους συμβατούς μέ τη λογικη και τις αίσθήσεις μας. Και αύτό όχι ώς προβληματισμός πού όδηγεΤ σέ αναζήτηση, αλλά ώς αμφισβήτηση πού διακηρύσσει την απόρριψη. Ακόμη και οί πιστοί, όσοι όμο-λογοΰμε πίστη, έχουμε μπολιαστεί από έρωτήματα τέτοιας αμφισβήτησης.
Όλη αύτη ή αντίληψη ξεχύνεται στις μέρες μας μέσα από έκδόσεις πού κυκλοφοροΰν ώς best sellers, όπως: «Τό τέλος τής πίστης» τοΰ Σάμ Χάρις[11], ή «Επιστολή σέ ένα Χριστιανικό Έθνος» τοΰ ίδίου[12], τό «Λύνοντας τά μάγια» τοΰ Ντάνιελ Ντένετ[13], «Ή περί Θεοΰ αυταπάτη» τοΰ Ρίτσαρντ Ντόκινς[14] και τό «Ό Θεός δέν είναι τέλειος» τοΰ Κρίστοφερ Χίτσενς[15] ή από προκλητικές διαφημίσεις όπως αύτη τοΰ Ιδρύματος «Giordano Bruno» τής Γερμανίας μέ τό μήνυμα σέ πινακίδες τών λεωφορείων «Δέν υπάρχει, σχεδόν μέ βεβαιότητα, θεός» ή μέσα από εύρείας κλίμακος θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα χαμηλής ποιότητος και ύπερβολικής ασεβείας.[16]
Δίπλα σέ αύτά ό Francis Collins, έπικεφαλης τοΰ προγράμματος αποκρυ­πτογράφησης τοΰ ανθρώπινου γονιδιώματος και σημερινός πρόεδρος τοΰ Έθνικοΰ Συστήματος Υγείας (ΝΙΗ) τών ΗΠΑ, μέ τό βιβλίο του «Ή γλώσσα τοΰ Θεοΰ»[17], υποστηρίζει ότι τό θέμα τοΰ Θεοΰ δέν είναι θέμα έπιστήμης αλλά έπιστήμονα[18], και ότι όλες οί παραπάνω αθεϊστικές διακηρύξεις δέν αποτελούν απο­δείξεις τής έρευνητικής διαδικασίας, αλλά σαφείς πιστοποιήσεις αύθαίρετης κρί­σης συγκεκριμένων έπιστημονικών έγκεφάλων. Αύτά απο τον μεγαλύτερο έπι-στήμονα, μέ έξαιρετικής ακριβείας έπιστημονικο λόγο, μέσα απο μία περιπέτεια αδυσώπητου προσωπικού προβληματισμού. Ένα μοναδικο βιβλίο πορείας προς τήν πίστη απο τον καλύτερο έκπρόσωπο τής γενετικής, το όποιο όμως παραμέ­νει άγνωστο και συναντα δυσκολίες στήν κυκλοφορία του! Τούτο διότι, ένώ ή Γενετική έπιστρατεύεται γιά νά καταδείξει τήν έπιστημονική απόρριψη τού Θε­ού, ό κορυφαίος γενετιστής όμολογεΤ τή συνάντηση μαζί Του!
Ή τραγική διαπίστωση είναι ότι τον Θεο δέν Τον θέλει ή έποχή μας. Έπι-μένει ότι δέν ύπάρχει. Αύτο πού παραμένει είναι το φαινόμενο και ή κουλτούρα τής θρησκείας. Οί θρησκείες όμως είναι προϊόντα κάποιας άλλης έποχής πού έμεΤς κληρονομήσαμε και τώρα, ένώ δέν τις έχουμε ανάγκη, δέν μπορούμε νά απαλλαγούμε. Δέν μας χρειάζεται ένας θεος γιά νά έξηγήσουμε τον κόσμο ή νά κάνουμε δύσκολα πράγματα. Πλέον τά έξηγούμε όλα μέ τήν έπιστήμη μας και κάνουμε ό,τι θέλουμε μέ τήν τεχνολογία μόνοι μας.
         Αύτοι πού τήν χρειάζονται είναι όλο και λιγότεροι, όλο και πιο άρρωστοι. Όσοι ταλαιπωρούνται μέ το άγνωστο πού όμως όλο και περιορίζεται, ή μέ το συναίσθημα πού όμως και αύτο όλο και έκλογικεύεται και ίσοπεδώνεται. Τελικά τον Θεο ούτε τον βλέπουμε ούτε τον χρειαζόμαστε ούτε και τον θέλουμε. Δέν είναι κάποιος, αλλά είναι κάτι πού μέ κάθε τρόπο πρέπει νά αποβληθεί απο τή ζωή μας!
       Αύτά προσπαθούν νά μας κάνουν νά πιστεύσουμε. Ή Βαβελική αντίληψη αναβιώνει στον 21ο αίώνα όσο ποτέ ξανά, μάλιστα συνδυασμένη πάλι μέ σοδο-μικά φαινόμενα! Τελικά, ή έποχή μας, αγνοώντας τήν έλευθερία τής αλήθειας, μας σκλαβώνει στή φυλακή τής πραγματικότητας.

(γ) Οί περί τής Εκκλησίας αντιλήψεις
     Ύπο τήν έπήρεια όλου αύτού τού πλαισίου σκέψης δημιουργείται και ή αντίληψη περι Έκκλησίας στις μέρες και στον τόπο μας. Ή Έκκλησία κηρύσσει τήν πίστη στον Θεο και τήν ζωή κατά το ίερο Εύαγγέλιο, όμιλεΐ γιά Τριαδική Θεότητα, γιά ένανθρώπηση τού Υίού και Λόγου τού Θεού έν τω προσώπω τού Ιησού Χριστού, γιά κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος, γιά έν Χριστω ζωή κλπ.
Αύτά όλα υπερβαίνουν τόν σύγχρονο άνθρωπο, κυρίως τόν νέο. Ούτε τά γνω­ρίζει, ούτε τά κατανοεί, ούτε τά θέλει. Θεωρεί την Εκκλησία ώς μία θρησκευτικη έκφραση έναντίον τής όποίας έχει ήδη προϊδεασθεί από τούς πανίσχυρους μηχα­νισμούς τής σύγχρονης κοινωνίας.
Ή Εκκλησία γιά τόν μέσο σύγχρονο άνθρωπο και είδικότερα τόν σύγ­χρονο νέο Έλληνα, είναι κάτι πού έχει χαρακτηριστικά αταίριαστα μέ τό σήμερα. 'Άς δοΰμε τό περίγραμμα τής νέας είκόνας πού τείνει νά έπι κρατήσει.
          (1)Είναι ένα κοινωνικο-ψυχολογικό κατασκεύασμα γεμάτο δογματικές διακηρύξεις, τύπους και συμβολισμούς, απίστευτες και υπερβολικές αφηγήσεις πού δέν έχουν καμμία σχέση μέ την πραγματικότητα τής ζωής και στην καλύ­τερη περίπτωση παρουσιάζουν την πιθανότητα ώς υποβάλλουσα αλήθεια γιά νά πείσει, νά δημιουργήσει οπαδούς ή νά κρατήσει τόν ίστορικό ρόλο ύπάρξεώς της. Δέν έχει καμμία σχέση μέ την πρόοδο και την ανάπτυξη. Είναι ό,τι συντη­ρητικότερο ύπάρχει στις μέρες μας. Είναι όπιο πού ναρκώνει.
         (2)Εκφράζει μιάν άλλην έποχή. Δημιούργησε και διαμόρφωσε κάποιον πολιτισμό πού ταίριαζε σέ άλλους ανθρώπους μέ άλλες είκόνες γιά τη ζωή. Ακόμη και τό ώραΤο τό έννοεΤ μέ όρους παρωχημένους. Οί πλούσιοι συμβολισμοί της, οί πανηγύρεις και οί εορτασμοί της, ή μουσικη και ή αίσθητική της δέν έχουν σχέση μέ τό σήμερα. Επιπλέον, οί αφηγήσεις της, οί ίστορικές βάσεις τών εορτών της, ή έκ Παρθένου γέννηση, ή Μεταμόρφωση, ή Ανάσταση, ή Πεντη­κοστή, τά θαύματα όπως ό πολλαπλασιασμός τών άρτων, απευθύνονται σέ έποχές πού αρέσκονταν σέ ύπερβολικές μυθοπλασίες και δέν έχουν σχέση μέ τη δική μας πού αξιώνει αποδείξεις, λιτότητα έκφράσεων και σαφήνεια.
        (3)Ταυτίσθηκε μέ τό κοσμικό σύστημα και τό έκμεταλλεύθηκε γιά νά αποκτήσει δύναμη, έπιρροή, πλοΰτο. Και σήμερα πού αύτό απομυθοποιείται κα­ταρρέει μαζί του. Αύτό τό σύστημα τής έδωσε την περιουσία της και τόν ρόλο της, γι' αύτό και σήμερα οφείλει νά τά έπιστρέψει όλα και αμέσως νά καταργη­θεί. Κατέχει αμύθητη περιουσία την όποία αρνείται μέ ποικίλα έπιχειρήματα και αναληθείς δικαιολογίες νά αποδώσει στόν λαό, ό όποιος και ανάγκη την έχει και τοΰ ανήκει.
        (4)Ό λόγος της δέν έχει σχέση μέ τη ζωή της, ούτε τό κήρυγμα μέ τις πράξεις και τά έργα τών οπαδών της. Ή διάλεκτός της είναι πομπώδης, μη κατα­νοητή, μιλάει γιά έννοιες πολύ αφηρημένες, ύψηλές και αμφίβολες μέ τέτοια βεβαιότητα πού όχι μόνον δέν πείθει, αλλά και έπειδη δέν έπιβεβαιώνονται στην καθημερινότητα τής ζωής καλλιεργεί τό ψέμμα και την υποκρισία. Οί άγιοί της έζησαν και τά θαύματα συνέβησαν σέ άλλες έποχές, ένώ οί σημερινοί άγιοι είναι δήθεν κρυμμένοι και τά θαύματα είτε είναι φτιαχτά είτε δέν μπορούμε έμεΤς νά τά δούμε. Γι' αύτο και τελικά δέν τά πιστεύουμε.
      (5)Το κήρυγμα και οί έπαγγελίες της προσφέρουν κάτι πού το ονομάζει ή ίδια μέν αλήθεια, αλλά αλήθεια δέν ύπάρχει, δέν αποδεικνύεται, δέν μας ένδια-φέρει, δέν σχετίζεται μέ τήν πραγματικότητα, δέν έπηρεάζει τήν καθημερινό­τητα και δέν τήν διορθώνει. Γι' αύτο ούτε μας αρέσει ούτε μας απασχολεί. Ούτε πού τήν έχουμε ανάγκη.
      (6)Ή Εκκλησία αποτελεί έστία συμβιβασμού, ασυνέπειας, υποκρισίας, υπερβολικής χλιδής, συμφερόντων τών ολίγων είς βάρος τών πολλών, ακόμη δέ και ηθικής διαφθοράς και διαπλοκής, χώρο σκανδάλων. Όχι άπλά δέν μας ένδι-αφέρει ή δέν τήν καταλαβαίνουμε, αλλά θέλουμε νά απαλλαγούμε απο αύτήν. Φταίει πολύ γιά τά έπικρατούντα κοινωνικά δεινά. Δέν είναι μόνον όπιο πού ναρ­κώνει τή σκέψη, αλλά είναι και δηλητήριο πού αρρωσταίνει τις κοινωνίες.
      (7)Παρά ταύτα χρειάζεται σέ κάποιους πού διαθέτουν περιδεεΤς συνει­δήσεις ή δέν μπορούν νά απαλλαγούν απο φόβους και ανασφάλειες ή πού συν­τηρούνται μέ ίδέες και φαντασιώσεις. Χρειάζεται ένδεχομένως και ώς πολιτικος αντίλογος σέ άλλες θρησκείες ή ώς συντηρητής ένος ίστορικού παρελθόντος. Χρειάζεται έπίσης και γιά τον μηχανισμό της, ό όποιος σέ συνδυασμο μέ τή δι­δασκαλία της περι έθελοντισμού και προσφορας και τις οίκονομικές δυνατότητές της, θά μπορούσε νά βοηθήσει τούς αναξιοπαθούντες τών κοινωνιών μας. Τήν κατανοούμε και τήν ανεχόμαστε μόνο γιά τον κοινωνικό της ρόλο. ΈκεΤ έξαντλεΤται ή αποστολή της.

(δ) Οί περί τής ηθικής αντιλήψεις - Αλλοίωση ήθικοΰ κριτηρίου
Τέλος, ή έννοια τής ηθικής έχει έντελώς αλλοιωθεί. Οί λεγόμενες παγκό­σμιες αξίες, όπως ή αλληλεγγύη, ό αλληλοσεβασμός, ή αξιοπρέπεια, ή δικαιοσύ­νη, ή δημοκρατία αντικατέστησαν τις αρετές. Το νά κρατήσεις ένα έμβρυο πού έλεγχόμενο προγεννητικά παρουσιάζει κάποια πάθηση «έλέγχεται ηθικά» κατά τήν Έθνική Επιτροπή Βιοηθικής[19]. Ό εύγονισμος και ή εύθανασιακή αντίληψη παρουσιάζονται μέ ηθικές βάσεις και σταδιακά νομιμοποιούνται. Αντίθετα ό σεβασμος τής ζωής και ή συστολή μας απέναντι στον απόλυτο έλεγχό της απορ­ρίπτεται απο τήν νέα ηθική αντίληψη.
Αύτο πού έπικρατεί είναι ό ύπερβολικος τονισμος τών ατομικών δικαιω­μάτων. Έλευθερία είναι νά κάνεις ό,τι θέλεις. Ό λαος έχει και δίκιο και δύναμη. Ή σχέση του μέ τήν έξουσία δέν έχει ίδεολογική βάση. Δέν έκλέγουμε τούςκαλύτερους γιά νά μας διοικήσουν ή γιά νά μας διορθώσουν, αλλά αύτούς πού ύπηρετοΰν τά μικροσυμφέροντά μας. Αύτό γεννα την ήθικη τής διαμαρτυρίας, τής αγανάκτησης, τών συνεχών διεκδικήσεων. Επίσης, τά λεγόμενα ατομικά δικαιώματα έφεραν την «σεξουαλικη απελευθέρωση» τής γυναίκας, την αντικα­τάσταση τοΰ γάμου από τά σύμφωνα συμβίωσης, τις παρελάσεις και τούς γά­μους τών όμοφυλοφίλων. Σάν νά έπεισαν οί τελευταίοι ότι τό πάθος τους οφεί­λεται σέ γονίδιο και τό ονόμασαν ιδιαιτερότητα, την όποία και πρέπει νά διεκ­δικήσουν και προκλητικά νά έπιδείξουν. Κανένας όμως δέν σκέπτεται μήπως και ή παιδοφιλία έχει γονιδιακό υπόβαθρο, όπότε θά έπρεπε νά εϊμαστε πιό ανε-κτικοϊ απέναντί στούς παιδεραστές. Τό ϊδιο και ή έγκληματικότητα. Ανοχη στούς λαθρομετανάστες, έλεύθερες συμβιώσεις, σεβασμός στόν σεξουαλικό προσανα­τολισμό, νομιμοποίηση τοΰ εύγονισμοΰ και τής εύθανασίας και άλλα συναφή πού έπονται αποτελοΰν έκφράσεις τής νέας ήθικής.

Τό φρόνημα τής Ορθόδοξης μαρτυρίας
Μέσα λοιπόν σέ αύτην την ατμόσφαιρα αντιλήψεων τό έρώτημα είναι πώς πρέπει νά κινηθοΰμε ώς Εκκλησία. Πώς θά καταθέσουμε τη μαρτυρία μας σέ ανθρώπους πού είναι έντελώς αδιάφοροι, προκατειλημμένοι ή και αρνητικοι απέναντι και μόνο στην έννοια τοΰ Θεοΰ; Πώς θά μιλήσουμε γιά τόν Θεό σέ κάποιον πού δέν Τόν θέλει, αίσθάνεται πώς δέν Τόν χρειάζεται, δέν τόν απα­σχολεί, δέν Τόν υποψιάζεται; Ό Απόστολος Παΰλος βρήκε στην Αθήνα βωμό αφιερωμένο στόν άγνωστο Θεό. Βρήκε σπόρο πίστεως και αναζήτησης. Οί τότε Αθηναίοι έψαχναν τόν Θεό. Οί σημερινοι αρνοΰνται και τούς βωμούς. Οί αντι­δράσεις γιά νά κτισθεί σήμερα ένας ναός είναι γνωστές σέ όλους μας. Γιά την έποχή μας μαλλον ίσχύει τό «πλήν ό Υιός τοΰ ανθρώπου έλθών άρα εύρήσει τήν πίστιν έπί τής γής;»[20]
          Οφείλουμε έπίσης νά όμολογήσουμε ότι τό δηλητήριο αύτών τών νέων αντιλήψεων έχει διεισδύσει και μέσα στόν έκκλησιαστικό οργανισμό και έκδη-λώνεται ώς έκκοσμίκευση, ώς κόπωση και έφησυχασμός, ώς γενικευμένη απρο­θυμία, ώς δειλία, ώς συμβιβασμός και συσχηματισμός, ώς τήρηση τύπων και όχι βίωση μυστηρίου, ώς ορθολογισμός, πού κατά παράξενο τρόπο συνυπάρχει μέ ένα φρόνημα αφελοΰς έπαρχιωτισμοΰ ή και νοσηροΰ συντηρητισμοΰ.
Αύτό όμως πού μέσα στην ίστορία βλέπουμε νά λειτουργεί ώς μάχαιρα μαρτυρίας είναι ή προφητικότητα του λόγου, ή βεβαίωση τοΰ κηρύγματος απο σημεία[21], το πνεύμα τής αύτοθυσίας και τού μαρτυρίου, ό ήρωισμος τού απολύτου τής ασκητικής έπιλογής, ή διάκριση τού μέτρου τής ποιμαντικής, ή απόδειξη τής άγιότητος μέσα απο έργα. Εκκλησία χωρις έμφανή στοιχεία μετά­νοιας, χωρις σύγχρονα σημεία, χωρις μαρτυρικο φρόνημα, χωρις ασκητική ζωή, χωρις ανιδιοτελή ποιμαντική μέριμνα, χωρις καρπούς αρετής και άγιότητος απο­τελεί λόγον εύσεβείας μέ ταυτόχρονη άρνηση τής δυνάμεώς της[22]. Ό λόγος της πρέπει νά είναι προφητικός, λόγος πίστεως στον Χριστο και όχι άπλή διδασκαλία ηθικής ή προτροπή έργων κοινωνικής αγάπης. Κορμος τής έκκλησιαστικής μαρ­τυρίας δέν είναι τά έργα τής αγάπης, ούτε βέβαια ό θεολογικος στοχασμός, αλλά ή βιωμένη προφητική θεολογία και αλήθεια, ή ζωή και όμολογία τής πίστεως.
Δίπλα σέ αύτά, δέν μπορεί ή αλήθεια νά μήν έκφράζεται μέ είλικρίνεια. Ό λόγος τής Εκκλησίας πρέπει νά διακρίνεται γιά τήν αυθεντικότητα τής μαρ­τυρίας, τήν εύθύτητά του, όπως και γιά τήν απόλυτη συμβατότητα μέ τή ζωή και τά έργα μας. Δέν μπορεί όταν ή ζωή μας πάσχει ό λόγος μας νά είναι δυσα­νάλογα πληθωρικός. Ή αλήθεια είναι υπερβατική, μπορεί νά μήν κατανοείται. Ή ζωή όμως είναι το όρατο και ψηλαφητο μέρος τής αλήθειας, ή σάρκα της. Σωτη-ριώδες μήνυμα χωρις παρουσία αίσθητών και μυστικών αρετών, δίχως το άρωμα τής κατά χάριν ζωής και τής άγιότητος δέν πρόκειται κανεις νά το προσέξει. Και αύτο δέν είναι υπόθεση τών κοινωνιών· είναι προϋπόθεση τής έκκλησιαστικής κοινότητος. Ή κατηγορία πού μας προσάπτουν γιά ξύλινο, τυποποιημένο και συνάμα πομπώδη λόγο έχει ασφαλώς τή βάση της. Σέ μία έποχή και κοινωνία πού ένα ζεις και δέκα δείχνεις, καλύτερα δέκα νά ζούμε και ένα νά όμολογούμε.
Κάποιοι ύποστηρίζουν ότι μας χρειάζεται έκσυγχρονισμος και προσαρμο­γή στά σημερινά δεδομένα και άλλοι έπιμένουν ότι ό έκκλησιαστικος λόγος πρέ­πει νά διατηρήσει τή διαχρονικότητα και τήν ετερότητα τοΰ μηνύματος πού κομίζει, όπως αύτο συνέβη στήν παράδοσή μας. 'Άς μού έπιτραπεΤ νά τοποθετη­θώ προσωπικά: Ό λόγος τού Θεού δέν είναι έκ τού κόσμου τούτου· είναι μυστή­ριο, αποκάλυψη τού απροσίτου και τού ακατανοήτου, το όποιο όμως είναι μεθε-κτο απο τον άνθρωπο. Ό Κύριος όταν μίλησε γιά το σώμα και το αίμα Του στούς έβραίους δέν στρογγύλεψε τον λόγο Του, μέ αποτέλεσμα νά Τον έγκα-ταλείψουν κάποιοι απαντώντας ότι «σκληρός ό λόγος ούτος[23]». Αλλά και στο κήρυγμα τής Πεντηκοστής, όπου το άκουσμα ήταν «ξένον» και το θέαμα «έτε­ρον», κάποιοι θεώρησαν ότι οί απόστολοι «ήσαν γλεύκους μεμεστωμένοι». Τό ϊδιο συμβαίνει και μέ τόν Παΰλο στην Αθήνα· μίλησε σαφώς γιά αναστάντα Χρι­στό και οί όρθολογιζόμενοι φιλοσοφοΰντες τοΰ απήντησαν είρωνικά «άκουσό-μεθά σου καί πάλιν»»[24]. Τά τρία αύτά δημόσια κηρύγματα παρουσίασαν την αλή­θεια τής πίστεως ώς μυστήριο, αύτη αρχικώς απερρίφθη, ή κατάθεσή της όμως ώς σπόρου στην γή τών τότε κοινωνιών βλάστησε και μάλιστα θαυμαστώς. Αύ-τό πού τελικά χρειάζονται τά σύγχρονα «έθνη» δέν είναι τόσο ή κατανόηση τοΰ μηνύματος, όσο ή έκπληξη τοΰ μυστηρίου και ή μετά φόβου Θεοΰ και συστολής κατάθεση τής μαρτυρίας του διά τοΰ στόματος και τής ζωής τής Εκκλησίας.
Ή Εκκλησία είναι καθολική καί αποστολική. Αύτό σημαίνει ότι ή όλη της παρουσία δέν μπορεί νά έχει καμμία σχέση μέ τόν έπαρχιωτισμό, τόν ρατσισμό, τόν φόβο τών ανθρώπων. Σέ μιά έποχη και έναν κόσμο ξεγελασμένο από κη­ρύγματα ένότητος, ύμνους δημοκρατίας και έπαγγελίες ανθρωπίνων δικαιωμά­των, όπου ή έννοια τής έλευθερίας έχει χαθεί, όπου οί άνθρωποι όλο και περισ­σότερο περιχαρακώνονται πίσω από τά τείχη τοΰ ασφυκτικοΰ ατομισμοΰ και οί κοινωνίες συνωστίζονται μέσα στούς θαλάμους μιας παγκόσμιας ήλεκτρονικής φυλακής, βασικό στοιχείο τής μαρτυρίας τής Εκκλησίας είναι ή οικουμενικό­τητα του κηρύγματος, τό άνοιγμα είς «πάντα τά έθνη», ή απέραντη χωρη-τικότητά της, ή εύρύτητα, τό έλεος, ή έλευθερία της, όλα αύτά σέ συνδυασμό μέ τη σαφήνεια και την τόλμη τής όμολογίας της.
Πρακτικές προτάσεις
'Άς μοΰ έπιτραπεί νά κλείσω την σύνοπτικη αύτη παρέμβασή μου μέ μερι­κές πρακτικές προτάσεις, οί όποιες κάτω από όρους θά μποροΰσαν νά ύλοποιή-σουν τις παραπάνω θέσεις.
          (1) Τό πρώτο πράγμα είναι ή ζωή μας ώς Εκκλησιών. Όταν ή είκόνα μας, αντανάκλαση μαλλον τοΰ φρονήματός μας, ταυτίζεται μέ έπίδειξη κοσμικής δυνάμεως, μέ έριδες και διαμάχες γιά ανούσια πράγματα, μέ διεκδικήσεις δικαιω­μάτων, μέ έγωιστικές αντιπαραθέσεις και συνεχείς ανταγωνισμούς, μέ πρωτοκα­θεδρίες, μέ ύπερθετικούς τίτλους πού ούτε αξία έχουν ούτε κανεις τούς πιστεύ­ει, τότε τό μήνυμά μας δέν έχει την έτερότητα τής θεϊκής μαρτυρίας πού έπαγ-γέλλεται την αλήθεια, αλλά τό ϊδιο έκφράζει μιά αποκρουστικη και προκλητικη διάψευση τών έπαγγελλομένων. Καιρός οί δομές τής συνοδικής και συλλογικής έκκλησιαστικής έκφρασης (π.χ. ή έκλογη τών έπισκόπων) νά αποκτήσουν συμ­βατότητα μέ τόν ευαγγελικό λόγο.
              (2)Τό ζωντάνεμα τής δικής μας ζωής. Θά πρέπει νά όμολογήσουμε ότι ή μαρτυρία δέν δίνεται ώς όφειλη στόν κόσμο, αλλά αναδύεται φυσικά και αύθόρμητα. Θά μποροΰσε νά τρώμε νηστήσιμα φαγητά αλλά νά μην ξέρουμε νά νηστεύουμε, νά λέμε προσευχές αλλά νά μην γνωρίζουμε νά προσευχόμαστε, νά πηγαίνουμε στη έκκλησία αλλά νά μην λατρεύουμε, νά διαβάζουμε βιβλία αλλά νά μην καλλιεργούμεθα, νά έξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας αλλά νά μην μετανοοΰμε, νά κοινωνοΰμε ϊσως και συχνά αλλά νά μην μυσταγωγούμεθα, νά τηροΰμε τούς έκκλησιαστικούς νόμους και τις εύαγγελικές έντολές αλλά νά μην έχουμε την χάρι. Οί ίερεΤς μας από τελετουργοι πρέπει νά γίνουν μυσταγω-γοί, ό λαός μας από έκκλησιαστικοι όπαδοι πρέπει νά γίνουν πιστοί, τά δόγματά μας πρέπει νά γίνουν ζωή, ή Σύνοδός μας από διοικητικό σώμα πρέπει νά λει-τουργεΤ ώς πνευματικός έκφραστης τής θείας βούλησης στη ζωή μας. Τότε ή όποια μαρτυρία, ακόμη και αύτη τής σιωπής, ακόμη και άν παρουσιάζει ατέλειες, είναι αληθης και λειτουργεί ώς μάχαιρα τοΰ Πνεύματος.
           (3)Θά πρέπει ή παιδεία τής πίστεως και ή έκκλησιαστικη καλλιέργεια νά έχουν στοιχεία ζωντανής κατήχησης και όχι σχολικοΰ μαθήματος. Ή εύθύνη τοΰ καταρτισμοΰ τών πιστών βαρύνει αποκλειστικά την ϊδια την Εκκλησία. Είναι μέρος τής ζωής της. Οφείλουμε ίδιαίτερα νά έπιμεληθοΰμε την κατήχηση σέ κα­θημερινη βάση και νά συνδυασθεί ή διδασκαλία μέ τη λατρεία και τη συμμετοχη στην έκκλησιαστικη ζωή. Αύτό πρέπει νά αρχίσει όχι μέ απόφαση τής Συνόδου αλλά μέ άμεση ένεργοποίηση τών έπισκόπων.
          (4)Μεγάλη παρακαταθήκη τής Εκκλησίας μας αποτελεί ή Λειτουρ­γική ζωή. Την ανάγκη της αλλά και τά αποτελέσματά της τά ζοΰμε σέ κάποιο βαθμό όλοι μας. Μέσα από αύτην τό 'Άγιον Όρος μαγεύει και τούς πλέον άσχε­τους μέ την πίστη έπισκέπτες του. Ή λειτουργικη αναγέννηση γιά την όποία τόσος λόγος γίνεται στις μέρες μας είναι περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ. Όχι όμως μέ όρους έκσυγχρονισμοΰ και έκκοσμίκευσης πού μπορεί νά την μετα­βάλλουν από μυσταγωγία σέ τέχνη ή από μυστήριο και λατρεία σέ δρώμενο και αναπαράσταση. Λατρεία δέν σημαίνει τάξη, σωστό τυπικό και κατανόηση. Ση­μαίνει μέθεξη και μυσταγωγία. 'Άν την έκκοσμικεύσουμε θά την καταστρέψουμε. Επίσης, πρέπει ή λατρεία μας νά γίνει κατά τό δυνατόν συμμετοχικη (π.χ. κοινη απαγγελία Συμβόλου Πίστεως, Κυριακής προσευχής, ψαλμωδία κ.λπ.)
          (5)Πρέπει όπωσδήποτε νά δημιουργήσουμε άλλη σχέση μέ τόν λαό τοΰ Θεοΰ και γενικότερα μέ την κοινωνία. Νά πλησιάσουμε τόν λαό !!!. Όχι μόνο νά φροντίσουμε, αλλά κυρίως νά έμπνεύσουμε. Δέν μπορούμε πλέον νά πείσουμε μέ δελτία τύπου και ανακοινώσεις ή μέ προβολή τού έργου μας μέσα απο τά ΜΜΕ. Ή είς βάρος τής Εκκλησίας μας προκατάληψη έχει πλέον απο­κτήσει ρίζες βαθιές στήν καρδιά τού λαού και το γενικότερο κλίμα είναι έξαιρε-τικά δυσμενές. Ή συμπόρευσή μας μέ το κοσμικο σύστημα έξουσίας πρέπει ριζικά νά αναθεωρηθεί. Τίποτα δέν είναι πλέον δεδομένο. Ή δυτικότροπη σχέση Εκκλησίας και Κράτους πού μας έπιβλήθηκε κι έμεΤς αποδεχθήκαμε καίρια έπλη­ξε τήν παραδοσιακή σχέση Εκκλησίας και λαού. Ήρθε ή ώρα πού ώς Εκκλησία πρέπει έν τοις πράγμασι νά τήν καταγγείλουμε ώς έκτρωμα. Αύτο δέν είναι πολύ δύσκολο, δεδομένης τής ίστορικής σχέσης Έκκλησίας και λαού στον τόπο μας.
          (6)Έπίσης, ύπάρχουν και ανάγκες έξω απο το άμεσο πεδίο εύθύνης και αρμοδιότητος τής Εκκλησίας. Έτσι, στον τόπο μας ή Εκκλησία οφείλει νά πρωτοστατήσει στον αγώνα γιά τήν διαφύλαξη τής ιστορίας, γιά τή διατήρη­ση τής έθνικής ίδιοπροσωπείας και τής γλώσσας, γιά τήν έπιβίωση τών ηθικών αρχών και τού δικαίου. Κάποιος πρέπει νά πει τά πράγματα μέ το όνομά τους. Αύτά όλα χωρις κοσμικο φανατισμο και έμπάθεια, αλλά ώς έκφραση όμολογίας τής αλήθειας πού ποικιλότροπα πολεμείται, όχι έκμεταλλευόμενη τήν κοσμική της δύναμη αλλά αξιοποιώντας τήν πνευματική της παρακαταθήκη. Στο πλαίσιο αύτο ή όλη προσπάθεια ανάδειξης τού λεγομένου «Τάματος τού Έθνους» σέ νέο όραμα, μέ σύνθημα «απο τον εύσεβή λαο γιά τον λαό», θά μπορούσε ύπο συγκεκριμένους όρους νά έχει μοναδικά στοιχεία έθνικής συσπείρωσης, έπιστρο-φής στήν ίστορία, σύγχρονης δημιουργίας, ανάδειξης τής δύναμης τής Έκκλη-σίας και φυσικά ανανέωσης τής σχέσης της μέ τον λαό.
             (7)Ή ζωή τής Έκκλησίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ τον πολιτισμό. Εκκλησία πού δέν παράγει πολιτισμο είναι όργανισμος χωρις ζωή. Ή αλήθεια και ή ομορφιά συμβαδίζουν. Ή έποχή μας δέν έχει πλέον εύγένεια και αίσθητική. Δέν παράγει πολιτισμό. Καιρος έμεΤς νά καλύψουμε το υφιστάμενο κενό. Νά δώσουμε πολιτισμό. Περιορισθήκαμε στά συσσίτια, στά κοινωνικά παντοπωλεία, στά ίατρεΤα, στά γηροκομεία. Αύτο είναι πολύ σημαντικο αλλά δέν αρκεί. Εκκλησιαστικές τέχνες, ποίηση, λογοτεχνία, ανάδειξη τής ύγιούς λαογρα­φίας θά μπορούσαν κάλλιστα νά καλύψουν το κενό πολιτισμού στις μέρες μας. Αύτο όμως συμβαδίζει μέ τήν ποιότητα, τήν πρωτοτυπία, τήν ίδιοφυ'ί'α, το μεγα­λείο και φυσικά προϋποθέτει πνευματική ακμή. Είναι αδικία νά μήν αξιοποιή­σουμε τήν τεράστια και μοναδική έμπειρία τής παραδόσεώς μας. Καιρος νά προσφέρουμε τήν αλήθεια πάνω σέ ένα όχημα κουλτούρας και πολιτισμού.
              (8)Στήν πορεία της ή Εκκλησία μέσα στήν ίστορία πάντοτε σεβάσθη­κε τή σοφία τών γερόντων αλλά και συγκίνησε τις άγνές νεανικές ψυχές. Απο τή μαρτυρία της δέν έλλειψαν ποτέ οί νέοι. Σήμερα είναι αλήθεια ότι τουλάχιστον φαινομενικά έχει κοπεί τό νήμα τής σχέσης της μέ τόν νεανικό κόσμο και ή απήχησή της σέ αύτόν, μέ αποτέλεσμα ή νεότητα νά αγνοεί τη διάλεκτό της και νά μένει ξεκομμένη από τό σωτήριο μήνυμά της. Στό δύσκολο αύτό σημείο πρέπει νά δημιουργηθεί ένα ανανεωτικό κίνημα. Ό λόγος μας σήμερα πρέπει νά είναι ξεκάθαρος, τολμηρός, σύγχρονος, έλπιδοφόρος, νεανικός, ήρωικός. Μόνο μέ τέτοια στοιχεία στη γενικη μαρτυρία της θά μπορέσει νά κατακτήσει τις απο­προσανατολισμένες και δίχως καμμία έλπίδα νεανικές καρδιές. Ή έπικρατοΰσα αντίληψη ότι τό μήνυμα τής Εκκλησίας συμβαδίζει μέ τόν συντηρητισμό είναι ασυγχώρητο λάθος πού πρέπει νά αποβληθεί από τό φρόνημα και τη ζωή μας. Ό συντηρητισμός δέν είναι αρετή. Ή αλήθεια τοΰ Θεοΰ είναι κατ' έξοχην έπανα-στατική, ανατρεπτική, απρόβλεπτη, γεμάτη έκπλήξεις, πλούσια σέ αίφνιδιασμό, έλευθερία και δύναμη. Ό,τι ζητάει μιά διψασμένη νεανικη ψυχή.
         (9)Ιδιαίτερη προσοχη πρέπει νά δοθεί στην σχέση μας μέ την έπι-στήμη. Την έπιστήμη δέν ύπάρχει κανένας λόγος νά την φοβόμαστε. Τά προ­βλήματα πού φαινομενικά ύπάρχουν όφείλονται αποκλειστικά στη δυτικη θεώ­ρηση τής πίστεως, ή όποία έπικίνδυνα και αθεολόγητα όρθολογιζομένη έρμηνεύ-ει στενά τό μυστήριο τοΰ κόσμου, τής ζωής και τοΰ άνθρώπου και αναζητεί έρείσματα στά έκάστοτε έπιστημονικά έπιτεύγματα. Ή σύγχρονη έπιστήμη δέν απειλεί την πίστη μας. Αντίθετα, την έπιβεβαιώνει -και μάλιστα πανηγυρικά-όπως την ζει ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Θά μποροΰσε σήμερα νά γραφεί μιά θαυμάσια Εξαήμερος, αξιοποιώντας τά έκπληκτικά πορίσματα τών συγχρόνων φυσικών και βιολογικών έπιστημών, όχι στη βάση τής κατά γράμμα συμφωνίας τής έπιστήμης μέ τό βιβλίο τής Γενέσεως, πού δήθεν «αποδεικνύει» την ύπαρξη τοΰ Θεοΰ, αλλά στην βάση μιας έντυπωσιακής συμβατότητος τής σύγχρονης έπιστημονικής κοσμολογίας και ανθρωπολογίας μέ την Ορθόδοξη θεολογία και τόν αποφατικό χαρακτήρα της, πού παραπέμπει στην αίώνια παρουσία Του και διακηρύσσει ότι «ό Θεός ούτε είναι ούτε μή είναι, άλλα ώς ό 'Ών ύπέρ είναι»!126 Τό έτος 2000 ή Ιερά Σύνοδος είχε οργανώσει ένα πρωτοποριακό Συνέδριο μέ τόν τίτλο «Επιστήμη, Τεχνολογία, Ορθοδοξία», τό όποιο θά έπρεπε χωρις καθυ­στέρηση νά έπαναληφθεΤ και μάλιστα μέ τη χρήση τής σύγχρονης τεχνολογίας. Ή ποιμαντικη εύθύνη μας νά ζεστάνουμε τις καλοπροαίρετες έπιστημονικές ψυχές και νά αξιοποιήσουμε τόν θησαυρό τών γνώσεών τους είναι έπιτακτική.
               (10) Ανάλογη αντιμετώπιση πρέπει νά τύχουν και τά τεχνολογικά έπιτεύγματα. Είναι αλήθεια ότι έδώ τά πράγματα είναι πιό δύσκολα. Γιατι ύπάρχουν έφαρμογές κυρίως στον χώρο τών βιολογικών έπιστημών πού κυριο­λεκτικά σκοτώνουν το πνεύμα. Κατά το πρότυπο όμως τής Επιτροπής Βιοηθι-κής, θά μπορούσε νά δημιουργηθεί μία Επιτροπή Επιστημονικής Ηθικής και Αξιοποίησης τής Τεχνολογίας, ή όποία αφ' ένος μέν νά αξιολογεί τήν πρόοδο τών Επιστημών και τις έξελίξεις τής τεχνολογίας, αφ' έτέρου δέ νά αξιοποιεί μέ θεολογική ωριμότητα ό,τι αύτές προσφέρουν. Έπι παραδείγματι, δέν μπορούμε αύθαίρετα νά σχολιάζουμε σύγχρονα έρευνητικά έπιτεύγματα τής φυσικής, τής ίατρικής και τής γενετικής χωρις νά κατανοούμε τή φύση τους, οΰτε νά μιλούμε γιά τά προβλήματα πού δημιουργούνται απο τήν αλόγιστη χρήση τών σελίδων κοινωνικής δικτύωσης (έννοώ το ίδοββοοΚ ή το £ννίΙτ.θΐ-) χωρις νά έχουμε τήν απαιτούμενη κατάρτιση. Οί Επιτροπές αύτές θά πρέπει όπωσδήποτε νά έχουν διεθνή χαρακτήρα, νά όδηγούν σέ διορθόδοξη έπικοινωνία και νά έκφράζονται μέσα απο σύγχρονους δρόμους κοινωνικής ένημέρωσης. Έπίσης, ή συνετή αξιο­ποίηση τών διαδικτυακών μέσων, θά μπορούσε νά αποτελέσει μοναδικο έργα-λείο έκκλησιαστικής μαρτυρίας, ή δέ προσπάθεια πού τελευταία καταβάλλεται απο πλευρας Έκκλησίας τής λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού θά πρέπει νά προχωρήσει άμεσα χωρις τήν παραμικρή καθυστέρηση.
           (11)Σέ μιά κοινωνία πού κυριαρχούν έννοιες όπως κέρδος, αμοιβή, μισθος είναι ανάγκη ή Έκκλησία νά απαντήσει προβάλλοντας αφ' ένος μέν τή ζωή τής θυσιαστικής φιλοπτωχείας και λιτότητος, αφ' έτέρου δέ τήν ανιδιοτελή προσφορά και τον εθελοντισμό. Και τή σχετική διδασκαλία διαθέτει και τήν έμπειρία και τοσα μέσα και τον μηχανισμό. Ο έθελοντισμος μπορεί νά συνεγείρει κόσμο και νά λάβει διαστάσεις έκκλησιαστικού κινήματος. Ήδη ύπάρχει πλούσια έμπειρία σέ άλλες Ορθόδοξες χώρες μέ θαυμαστά αποτελέσματα.
            (12)Τέλος, ή Εκκλησία μας θά πρέπει νά αποτινάξει τον έπαρχιωτισμό της και νά δώσει έμφαση στήν οίκουμενική της διάσταση. Θεωρώ ότι είναι ανα­γκαία και έπιβεβλημένη ή ανάπτυξη όσο το δυνατον ίσχυροτέρων και ύγιεστέ-ρων διορθοδόξων σχέσεων. Στον τομέα αύτόν, ή Εκκλησία τής Ελλάδος έχει πολλά νά προσφέρει αλλά και πολλά νά ωφεληθεί. Πέραν όμως τού όποιου πρα­κτικού οφέλους (ανταλλαγή έμπειρίας, πολιτιστικές ανταλλαγές, αμοιβαίες οίκο-νομικές συνεργασίες, πολιτική στήριξη σέ περιόδους δοκιμασίας και τομείς αδυ­ναμίας τής μιας απο τούς άλλους κλπ.), ή διεύρυνση τού πνευματικού όρίζοντος, ό πλατυσμος τής έκκλησιαστικής αγκαλιας και ή οίκουμενική αρμονία τής συμ-πόρευσής μας ώς Ορθοδόξων αποτελεί τήν έμπρακτη απόδειξη ότι ή Εκκλησία είναι «μία, αγία, καθολική και αποστολική».
Αύτή είναι ή πειστικότερη αντιπρόταση στις νέες αντιλήψεις, ή ίσχυ-ρότερη απο κάθε τεχνολογία θεολογία, ή δυνατότερη μαρτυρία μας ώς Έκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο. Σήμερα, το κενο τής πίστης στή Δύση, σύμφωνα μέ τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων κ. Αναστάσιο[25], το καλύπτει ό Μουσουλμανισμός. Ίσως ήρθε ή ώρα αύτο το κενο νά το καλύψει ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας[26].

1.Ὁμιλία στὴν ΤακτικὴΣύνοδοτῆςἹεραρχίαςτῆςἘκκλησίαςτῆςἙλλάδος 4 Ὀκτωβρίου2012
2.Νταντάνα, Μίνα: Ἡ γήρανση τοῦ πληθυσμοῦ καὶοἱνέεςπροκλήσειςστὴδιαμόρφωσητῶνπολιτικῶντῆςὙγείας www.papageorgiou-hospital.gr/cms/upload/.../kostos_nosileias.pdf.
Ἐπίσης www.inews.gr, 18.7.2011.
3 Πλάτωνος εἰς Μενέξενον,, [247a] 4 To Curiosity óô.ò 6.8.2012. 5 Voyager 2, .ἐκτοξεύθηκε στὶς 20.8.1977. 6 http://www.tovima.gr/science/medicine-biology/article/?aid=465009, 2.7.2012.
7Λουκ. κα΄ 25.
8 Ἀστερίου Χατζηνικολάου, Ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ σύμπαν, ἐκδ. ΣΩΤΗΡ 9 .Νανόπουλου Δημήτρη, Τὸ σύμπαν θὰ ὑπάρχει γιὰ πάντα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25.5.2003, σ. 30. 10 Ψαλμ. μη΄ 20.
12 ἐκδ. Κέδρος, 2007. 13 ἐκδ. Viking Adult, 2006. 14 ἐκδ. Κάτοπτρο 2007. 15 ἐκδ. Atlantic Books.
16 Ἀπάντηση στὶς ἐπιστημονικὲς διακηρύξεις δίδεται ἀπὸ ἄλλους ἐπιστήμονες, ὅπως ὁ Albert Einstein μὲ τὸν περίφημο λόγο του: «Ποτέ δὲν βρῆκα τίποτε, στὴν ἐπιστήμη μου, ποὺ νὰ μπο- ρῶ νὰ ἀντιτάξω στὴ θρησκεία», ἢ τὸ ἀνάλογο τοῦ Max Planck ὅτι «ὁπουδήποτε καὶ ὁσονδήπο- τε βαθιὰ ἂν προσηλώσουμε τὰ βλέμματά μας, πουθενὰ δὲν βρίσκουμε καμία ἀντίφαση μεταξὺ τῆς θρησκείας καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν· ἀντίθετα μάλιστα, στὰ κρισιμότερα σημεῖα βρί- σκουμε πλήρη συμφωνία»∙ ἢ τοῦ Werner Heisenberg: «Μολονότι εἶμαι τώρα πεπεισμένος ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια εἶναι ἀκλόνητη στὸ πεδίο της, δὲν τὰ κατάφερα ποτέ μου νὰ ἀπορρίψω τὸ περιεχόμενο τῆς θρησκευτικῆς σκέψης σὰν δῆθεν μέρος μιᾶς ξεπερασμένης φάσης στὴ συνείδηση τῆς ἀνθρωπότητας, ἕνα μέρος ποὺ θὰ πρέπει νὰ τὸ ἐγκαταλείψουμε ἀπὸ ἐδῶ κι ἐμπρός». Αὐτὲς ὅμως εἶναι θέσεις ἄλλης ἐποχῆς καὶ ἀπόψεις ἄλλης λογικῆς. Καὶ κάπως τὶς ἀντι- παρερχόμεθα.
17 ἐκδ. Παπαζήση,2009.
18 Ἡ ἀθεΐα ἑνὸς ἐπιστήμονα δὲν ἀποτελεῖ ἀπόδειξη ἐπιστημονικῆς ἀπόρριψης τῆς πίστεως Συχνὰ μεγάλοι ἐπιστήμονες (Einstein, Stephen Hawking) ἐμφανίζονται μὲ μεταβαλλόμενες ἢ  καὶ ἀντιφατικὲς μεταξύ τους ἐπὶ τοῦ θέματος ἀπόψεις (βλ ἐφημ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ5.10.2012).
19 Εἰσήγηση-Γνώμη γιὰ τὴν Προγεννητική καὶ Προεμφυτευτικὴ διάγνωση, www.bioethics.gr
20 Λουκ. ιη´ 8.
21 «σημεῖα δὲτοῖςπιστεύσασιταῦταπαρακολουθήσει»(Μᾶρκ. ιστ΄ 17).
22 «ἔχοντεςμόρφωσινεὐσεβείαςτὴν δὲδύναμιναὐτῆςἠρνημένοι»(Β΄ Τιμ. γ΄ 5).
23«Σκληρός ἐστιν ὁ λόγος οὗτος τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν... ἐκ τούτου πολλοὶἐκτῶνμαθητῶναὐτοῦἀπῆλθονεἰςτὰὀπίσωκαὶοὐκέτιμετ’αὐτοῦπεριεπάτουν»(Ἰω. στ΄ 60,66)
24 Πράξ. β΄ 13. 25 Πράξ. ιζ΄ 32.
26 Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦὉμολογητοῦ Μυσταγωγία, PG. 91, 664B.
27 Λόγος κατὰ τὴν τελετὴ ἀναγορεύσεώς του σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορατοῦ Τμήματος Ἱστορίας τοῦ Ἰονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρα 20 Μαρτίου 2007.
28 «Ἴσως μετὰ ἀπὸ ἕναν αἰῶνα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ εἶναι ἡ μόνη ἀπὸ τὶ ςμεγάλες Χριστιανικὲς Εκκλησίες ποὺ θὰ ἔχει ἐπιζήσει ἀφοῦ μόνη αὐτή θυμᾶται πὼς ἡ θρησκεία εἶναι μυστήριο»(Sir Steven Runsiman, Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός «ΒΗΜΑ»8.9.2002).
via

Pages