«Είμαι ο μοναδικός γιος ενός σκουπιδιάρη. Το σπίτι μου μύριζε πάντα χλωρίνη· η μυρωδιά της σκέπαζε κάθε άλλη. Αν δεν είχα μπει σε άλλα σπίτια δεν θα ήξερα πώς μυρίζουν τα φαγητά όταν μαγειρεύονται. Τη μυρωδιά των χεριών του πατέρα μου δεν την γνώρισα. Τα χέρια του μύριζαν πάντοτε οινόπνευμα. Η μάνα μου τον υποχρέωνε να τα απολυμαίνει προτού με αγγίξει, αλλιώς δεν τον άφηνε ούτε να με πλησιάσει. Θυμάμαι πώς λαχταρούσα την ώρα που θα γυρίσει σπίτι από τη δουλειά. Έτρεχα προς το μέρος του μόλις τον έβλεπα να μου χαμογελάει από την πόρτα, κι εκείνη όρμαγε, έμπαινε ανάμεσά μας και μ’ άρπαζε, λες και μ’ έσωζε από φορτηγό που ερχόταν κατά πάνω μου. «Έχω πλυθεί κι έχω αλλάξει», της έλεγε πάντα χαμηλόφωνα και παρακλητικά εκείνος, αλλά η μάνα μου με κρατούσε σαν τα λύτρα που θα πλήρωναν μια ανταλλαγή ζωής ή θανάτου, μέχρι να τον δει να μπαίνει στο μπάνιο. Μεγάλωσα με τα αποστειρωμένα χάδια του πατέρα μου και τη φωνή της μάνας μου σαν βουητό μέσα στο κεφάλι μου, να λέει «άμα δεν διαβάζεις θα γίνεις σκουπιδιάρης».
Ήταν κόρη εμπόρου. Όταν γνωρίστηκαν κι ο πατέρας μου της είπε ότι ήταν δημοτικός υπάλληλος, εκείνη δεν σκέφτηκε να ρωτήσει σε ποια υπηρεσία του δήμου. Όταν έμαθε, ήταν ήδη έγκυος σ’ εμένα, παντρεύτηκαν κι εκείνη από τότε νιώθει εξαπατημένη. Δεν μίλησε ποτέ ξανά γι’ αυτό, όμως ούτε ποτέ ξανά του επέτρεψε να την αγγίξει. Όταν καμιά φορά οι συγγενείς τη ρωτούσαν γιατί δεν έκανε άλλο παιδί, εκείνη έλεγε ότι απλώς δεν έτυχε και άλλωστε είχε μεγάλα σχέδια για μένα, οπότε ήταν καλύτερα έτσι, απερίσπαστη, γιατί θα έδινε σε μένα όλη της την προσοχή.
Ο πατέρας μου έζησε όλη του τη ζωή μέσα στις ενοχές, η μάνα μου μέσα στο θυμό και την πικρία. Σταδιακά, όταν αναφερόταν στο επάγγελμα του πατέρα μου, έκοψε και το «δημοτικός» και έλεγε σκέτο «υπάλληλος», χωρίς να αφήνει περιθώρια για άλλες εξηγήσεις.
Ήμουν άριστος μαθητής, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τη μάνα μου να με πιέζει πάντα για λίγο παραπάνω. Έλεγε και ξανάλεγε ότι δεν μπορούσε να αφήσει τίποτα στην τύχη, ότι όποτε το έκανε, όλα πήγαν όσο πιο στραβά μπορούσαν. Όταν καθόμασταν με τον πατέρα μου και μιλούσαμε έβρισκε πάντα κάτι για να μας διακόψει. «Δεν νομίζω ότι σου περισσεύει χρόνος για χαζομάρες» ήταν, συνήθως, αυτό που έλεγε κι εγώ της απαντούσα ότι δεν ήταν χαζομάρα να μιλάω με τον πατέρα μου. Τότε άρχιζε να μουρμουράει «δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να έχετε να πείτε εσείς οι δύο, ειδικά σε ώρα διαβάσματος», μέχρι να καταφέρει να μου αποσπάσει οριστικά την προσοχή. Διαμαρτυρόμουν, λέγοντας ότι δεν είναι όλες ώρες διαβάσματος και ότι δεν είναι δυνατόν να διαβάζω συνεχώς, αλλά εκείνη αμέσως βούρκωνε και ο πατέρας μου με έδιωχνε να πάω στο δωμάτιό μου. Μόλις καθόμουν στο γραφείο μου, εκείνη έβρισκε μια αφορμή κι ερχόταν πίσω μου για να ψιθυρίσει γι’ ακόμα μια φορά, δήθεν συγυρίζοντας μια λεπτομέρεια, «άμα δεν διαβάζεις θα γίνεις σκουπιδιάρης».
Ο πατέρας μου την υπερασπιζόταν πάντα. Ειδικά όταν του παραπονιόμουν για την ασφυκτική της πίεση, έλεγε ότι είχε δίκιο, ότι και οι δύο περίμεναν από εμένα το καλύτερο, ότι η χαρά της μάνας μου ήμουν εγώ και μου ζητούσε να μην την απογοητεύσω. Μια -αλλά και τελευταία- φορά τον ρώτησα πώς αντέχει τόσα χρόνια αυτή της τη συμπεριφορά, όχι σ’ εμένα αλλά στον ίδιο. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα να θυμώνει μαζί μου. Με κοίταξε σοβαρός και μου είπε ότι δεν καταλάβαινε τι εννοούσα και πως η γυναίκα του ήταν μια κυρία και πολύ καλός άνθρωπος.
Στην τρίτη λυκείου έδωσα όλες μου τις δυνάμεις στο στόχο μου να μη γίνω σκουπιδιάρης. Δεν έκανα τίποτε άλλο, μόνο διάβαζα. Την άνοιξη έπαθα υπερκόπωση, κόντεψα να τρελαθώ, ο γιατρός μου σύστησε να ξεκουραστώ οπωσδήποτε γιατί σε λίγο θα κινδύνευα να καταρρεύσω οπότε θα χρειαζόμουν νοσοκομείο και θα έχανα τις εξετάσεις. Όταν με ρώτησε για τη βαθμολογία μου και του είπα, έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μόλις συνήλθε, με ρώτησε γιατί τότε διάβαζα τόσο εξαντλητικά και τι ήταν αυτό που με φόβιζε τόσο. Του είπα ότι έπρεπε οπωσδήποτε να τα καταφέρω και ότι δεν μπορούσα να αφήσω αυτό το θέμα στην τύχη. Ούτε εγώ δεν πίστευα αυτά που άκουγα από το στόμα μου. Λίγο ακόμα και θα του έλεγα ότι «άμα δεν διαβάζω θα γίνω σκουπιδιάρης». Φεύγοντας από το ιατρείο, ο γιατρός μού ευχήθηκε «καλή τύχη» και η μάνα μου τον κοίταξε λες και με καταράστηκε.
Πέρασα στο πολυτεχνείο στους δέκα πρώτους. Χημικών Μηχανικών Αθήνας. Τη μέρα που πήρα τα αποτελέσματα, κατάλαβα ότι ποτέ μέχρι τότε δεν είχα δει τη μάνα μου ευτυχισμένη. Η φράση «φοιτητής στο πολυτεχνείο» είχε έναν πρωτόγνωρο ήχο όταν έβγαινε από το δικό της στόμα και δεν πρέπει να υπάρχει έκτοτε άνθρωπος που τη συνάντησε, γνωστός ή άγνωστος, και δεν την άκουσε να την προφέρει, πάντα με τον ίδιο στόμφο, σα να περιέγραφε κάποιον που θα μπορούσε να αλλάξει τη θέση των πλανητών του ηλιακού μας συστήματος.
Τελείωσα με άριστα. Η αγαπημένη της φράση πλέον ήταν «χημικός μηχανικός». Την πρόφερε πάντα προσεκτικά σα να τη δίδασκε σε καθυστερημένους κουφούς, αργά σαν τρένο που αλλάζει σιδηροτροχιά, καθαρά όπως το σπίτι μας και τα λευκασμένα από το τρίψιμο χέρια του πατέρα μου και δυνατά όσο χρειαζόταν για να ισοσταθμιστούν οι ψίθυροι δεκαοχτώ χρόνων.
Το πρόσωπο του πατέρα μου γαλήνεψε, το πτυχίο μου τον ανακούφισε, του πήρε ένα βάρος πάνω από τις πλάτες του. Η σχέση μεταξύ τους όμως, επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο. Εκείνη του συμπεριφερόταν σαν να μην υπήρχε, σχεδόν δεν τον έβλεπε πια, ακόμα κι όταν στεκόταν μπροστά της. Εκείνος έκανε σαν να μην το καταλαβαίνει και μου χαμογελούσε πού και πού, για λίγο, αλλά με ευγνωμοσύνη. Αναρωτιόμουν τι χειρότερο θα μπορούσε να φοβόταν ότι θα αντιμετώπιζε αν δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα, αλλά δεν ρώτησα ποτέ. Στο βάθος ήξερα ότι ο φόβος του ήταν μήπως του έμοιαζα.
Η έμπρακτη διάψευση αυτού του φόβου, τού εξασφάλιζε ένα μίνιμουμ αυτοεκτίμησης. Και ίσως αυτή η σκέψη ήταν που με εμπόδισε και δεν του είπα ποτέ πόσο πολύ νόμιζα εγώ ότι του μοιάζω, πόσο ίδιοι έβλεπα πάντα ότι είμαστε.
Άρχισα να ψάχνω για δουλειά σε μια εποχή που οι περισσότεροι απολύονταν. Παρότι, με τόσο μεγάλη ζήτηση εργασίας η προσδοκία να δουλέψω πάνω στην ειδικότητά μου, έμοιαζε αστείο, προσπάθησα πολύ. Κουράστηκα να στέλνω βιογραφικά και αιτήσεις. Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ. Η οικονομική μας κατάσταση ήταν χειρότερη από ποτέ. Ο μισθός του πατέρα μου δεν έφτανε ούτε για να βγάλουμε το μήνα, οι δόσεις των δανείων έτρεχαν πιέζοντας για λύσεις. Έπρεπε πάση θυσία να βρω κάτι, οτιδήποτε. Η μάνα μου, στον κόσμο της, απορούσε γιατί δεν με είχαν ακόμα καλέσει από το υπουργείο ανάπτυξης να αναλάβω τη βιομηχανία της χώρας.
Μετά από κάποιο διάστημα ζητούσα πλέον δουλειά οπουδήποτε, συστηματικά αποκρύπτοντας τις σπουδές μου. Μια μέρα σκέφτηκα τον κύριο Φώτη, παλιό συνάδελφο του πατέρα μου που, με τη βοήθεια των γνωριμιών του, όπως ακουγόταν, είχε πετύχει μετάταξη σε καλύτερη και καθαρότερη θέση και εκτιμούσε αφάνταστα τον πατέρα μου, γιατί ήταν ένας από τους ελάχιστους συναδέλφους που δεν τον πικάρισε ποτέ για την καλή του τύχη. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν και πήγα να τον βρω. «Οτιδήποτε», του είπα. Εκείνος είχε πρόσβαση και επιρροή στις προσλήψεις ορισμένου χρόνου στον τομέα καθαριότητας. Μόνο αυτό ήξερε και μόνο έτσι μπορούσε να βοηθήσει και μου υποσχέθηκε ότι θα το έκανε. Είχα καταφέρει το αδιανόητο. Του ζήτησα να μην πει τίποτα στον πατέρα μου. Δεν είχε λόγο να με προδώσει, ορκίστηκε ότι δεν θα έλεγε τίποτα. Πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Ούτε στην τύχη να τα είχα αφήσει.
Επί δύο μήνες κατάφερα να το κρατήσω μυστικό με διάφορους τρόπους. Μέχρι και «αισθηματικό δεσμό», όπως το έλεγε η μάνα μου, σκαρφίστηκα για να δικαιολογώ το παράξενο ωράριό μου. Το παραδέχτηκα μόνο όταν ο πατέρας μου με ρώτησε ευθέως. Το είχε καταλάβει ήδη από τις ώρες που έλειπα, αλλά σιγουρεύτηκε όταν σταθήκαμε όρθιοι στο λεωφορείο και με είδε να κρατάω έναν στύλο. «Μόνο οι σκουπιδιάρηδες κρατιούνται έτσι», μου είπε με χαμηλωμένο το κεφάλι. Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, είπαν οι γιατροί, δεκαπέντε μέρες μετά. Είχαν απομείνει μόνο λίγοι μήνες δουλειάς, μέχρι να καταθέσει τα χαρτιά του για σύνταξη.
Η μάνα μου, για τη δουλειά, έμαθε στην κηδεία κατά λάθος από τη γυναίκα του κυρίου Φώτη. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η κηδεία έγινε σπαρακτική. Ακόμα αναρωτιέμαι αν ο ίδιος ο θάνατος του πατέρα μου, έπαιξε κάποιο ελάχιστο ρόλο, έστω κομπάρσου, στην κατάσταση της μετά το άκουσμα της είδησης ότι είχα γίνει σκουπιδιάρης. Δεν θα μάθω ποτέ αν ο χαμός του συνέβαλε έστω ελάχιστα στον τόσο μεγάλο θρήνο της. Όταν τη θυμάμαι να κλαίει τόσο, μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι η θέα του νεκρού της άντρα αποτέλεσε έστω μια μικρή παράμετρο.
Έχουν περάσει τρεις μήνες. Δεν έχει βγει από τότε ούτε μια φορά, ούτε έχει ξανακαθαρίσει το σπίτι. Δεν μου μιλάει καν. Φοβάμαι ότι θα πεθάνει κι αυτή. Σκέφτηκα να τα παρατήσω, μήπως και συνέλθει, όμως τώρα μπαίνει στο σπίτι μόνο ο δικός μου μισθός και δεν μπορώ. Δεν την αντέχω τέτοια ευθύνη. Το μόνο που ελπίζω είναι να μην μου ανανεώσουν τη σύμβαση και οι πιθανότητες είναι καλές. Μετά, βλέπουμε. Άλλωστε ο νέος μου στόχος, τώρα πια, είναι να μην πεθάνω σκουπιδιάρης. Αλλά, αυτή τη φορά, λέω να το αφήσω στην τύχη.»
πηγή