Γιατί ο Θεός να τιμωρεί; Σ αυτήν την επίμονη και περίεργη ερώτηση, αυτών που δεν γνωρίζουν, δίνουμε σύντομη απάντηση από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες. Η θεοειδής κατασκευή του ανθρώπου φανερώνει την αυτεξουσιότητα στην εκλογή και λήψη των αποφάσεών του και την ελευθερία της προσωπικότητάς του. Η θεία βουλή και απόφαση ότι «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων» (Σοφ. Σολ. α’ 13), πείθουν ότι δεν τέθηκε εξ αρχής θέμα τιμωρίας (κόλασης) ή καταδίκης. Ο Θεός απαίτησε, «ενετείλατο» , τα κτίσματά του, επειδή προήλθαν απ’ αυτόν και δεν μπορούν να υπάρχουν και να λειτουργούν χωρίς αυτόν, ως αιτιατά, να εξαρτώνται από αυτόν, ο οποίος είναι το πρώτο αίτιο. Η εντολή, ή καλύτερα η υπόδειξη του Θεού, δεν ήταν επιβολή και απαίτηση, αλλά συμβουλή της λογικής χρήσης των φυσικών όρων της ζωής. Εάν την ακολουθούσαν θα υπήρχε παράταση των νόμων ύπαρξης των όντων.
Αιτία, λοιπόν, της ανωμαλίας ήταν η παράλογη σκέψη, απόφαση, επιλογή και χρήση του δικαιώματος του αιτιατού ανθρώπου να αποκοπεί από το αείζωο αίτιο, το Θεό, και ως εκ τούτου να γίνει θνητός. Μόνος του ο άνθρωπος κατρακύλησε στο θάνατο και υπέστη όλες τις συνέπειες της θνητότητας και της φθοράς, η οποία υπεισήλθε στο σύνολο της ανθρώπινης φύσης. Εκτός από το υλικό μέρος του, ο άνθρωπος, υπέστη και στον πνευματικό του κόσμο συντριβή και απώλεια. Εκτός από τους πόνους, το φόβο και τις θλίψεις, απέκτησε και «διάνοιαν εγκειμένην επί τα πονηρά» από τη γέννησή του. Ολόκληρος ο κόσμος και ο θησαυρός της λογικής του μεγαλοπρέπειας, στον οποίο στηριζόταν το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», ανατράπηκε παταγωδώς και δυστυχώς το «πρωτόκτιστον κάλλος» «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις» για να μη πούμε «τοις δαίμοσι» «και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη’ 21).
Από το σημείο αυτό αρχίζουν οι συνέπειες του ηλίθιου αυτονομισμού που οδηγούν σε ένα ολέθριο τέλος. Αφού αποκόπηκε ο άνθρωπος, το ευτελές αυτό μόριο, ως αιτιατό, από την αιτία της αειζωίας, απέμεινε οικτρό θύμα της πλήρους διαστροφής, στο οποίο έσβησε το φως και η σύνεση της λογικής.
Πρώτο σύμπτωμα η επανάσταση τον ανθρώπου κατά του εαυτού του και κατά του πλάστη και δημιουργού του.
Το αλλόκοτο τέρας της διαστροφής, ο διάβολος, έσβησε το φως της λογικής προτείνοντας αντί της χρείας την επιθυμία, στη θέση της τάξης και συμφωνίας την αρπαγή και το ψέμα και αντί της καλής συμπεριφοράς τον εγωισμό και το μίσος.
Αιχμάλωτος, ο μεταπτωτικός άνθρωπος, στον περιεκτικό παραλογισμό, αδυνατεί να ενεργεί δίκαια και να είναι σώφρων, ως πρόσωπο και ως κοινωνία. Έγινε επαναστατικός και επικίνδυνος παράγοντας διάλυσης της αρμονίας της κτίσης.
Η φιλάνθρωπη οικονομία και συγκατάβαση του Θεού Λόγου έφερε την αποθεραπεία αυτής της διαστροφής, αλλά δεν επιβλήθηκε με τη βία στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Αφού με τη λανθασμένη εκούσια επιλογή της αυτονομίας κέρδισε ο άνθρωπος τη φθορά και το θάνατο, οφείλει εκούσια να επανέλθει στη λογική και φυσική εξάρτησή του από το πρώτο αίτιο, το Θεό, για να επανεύρει τη ζωή και αφθαρσία που έχασε.
Να γιατί ο Θεός απαιτεί υποταγή και εξάρτηση των δημιουργημάτων. Η εξάρτηση δεν είναι θέμα εξουσιαστικής επιβολής του δημιουργού, αλλά οντολογική και υπαρξιακή αναγκαιότητα των δημιουργημάτων. Χωρίς αυτήν διακόπτεται η ζωή και η ύπαρξη των όντων. Είναι λοιπόν φυσικός νόμος και όρος της ύπαρξης και σύστασης όλων των όντων η εξάρτηση από την πρώτη αρχή και αιτία τους, το Θεό.
Ο άνθρωπος αρνείται την πρακτική της εξυγίανσης, που υποδείχθηκε από τον ανακαινιστή και σωτήρα Θεό· παραμένει με πείσμα, ή από την αδυναμία της αιχμαλωσίας, στο νόμο και το σύστημα του παραλόγου και μόνος του κατεργάζεται την καταδίκη του.
Η φιλάνθρωπη οικονομία του Θεού, με την παρουσία του ανάμεσά μας, όχι μόνο έσβησε την πρώτη ενοχή, αλλά βράβευσε με την περίσσεια της Χάρης όσους θέλουν να θεραπευτούν και να επιστρέψουν στην πρώτη τους θέση. Η μεγάλη όμως παραμόρφωση, που υπέστη το «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν», εκβιάζει στη ροπή και κίνηση προς τα χειρότερα. Εκεί ο ανθρώπινος νους απογυμνωμένος από τη θεία έλλαμψη και φωτισμό ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης. Με τη σάρκωσή του όμως, ο πανάγαθος σωτήρας και λυτρωτής μας, απέδειξε ότι ο άνθρωπος της πτώσης δεν έχασε τη θέληση και το δικαίωμα της εκλογής· επομένως μπορεί να επανεύρει την υγεία και να επιτύχει την ανάπλασή του, αφού ο λυτρωτής επανέφερε τη Χάρη που έχασε με την πτώση. Και όχι μόνο αυτό! Ο σωτήρας μας, Χριστός ο Θεός, μας εκλήρωσε «εις υιοθεσίαν» και μας έδωσε αγαθά «εις α επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι» (Α’ Πέτρ. α’ 12).
Ο Κύριός μας, ως σωτήρας της πεπτωκυίας φύσης μας, απέδειξε με τον έμπρακτο βίο του ότι συμπλήρωσε τη δική μας ασθένεια και αδυναμία και επανέφερε τον άνθρωπο υπεράνω της προπτωτικής του θέσης και κατάστασης. Επομένως μπορεί ο σημερινός άνθρωπος να επανεύρει την προσωπικότητά του, να επανέλθει στο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» , αλλά και να φτάσει στο υπέρ εκ περισσού εφ’ όσον «όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α’ 12). Και όπως απέδειξαν τα εκατομμύρια των ηρώων της πίστης μας, που ακολούθησαν και αντέγραψαν τον πανάρετο βίο του, «τα έργα α εγώ ποιώ και ταύτα ποιήσετε και μείζονα τούτων ποιήσετε» (πρβλ. Ιω. ιδ’ 12).
Όταν ο άνθρωπος επανεύρει την αξία της θεοείδειάς του θα ακούσει από το λυτρωτή ότι «όπου ειμί εγώ εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. ιβ’ 26) και άρα θέμα κρίσης και τιμωρίας δεν υπάρχει. Τιμωρία, ασφαλώς, υπάρχει αλλά έξω και μακριά από το Θεό -για τους δαίμονες- που εκούσια είναι πονηρότατοι.
Δεν τιμωρεί ο Θεός τους ανθρώπους που παραμένουν μαζί του τηρώντας τους κανόνες της προσωπικότητας και της φύσης τους. Μάλλον τους βραβεύει με την υιοθεσία και τους κάνει κληρονόμους του στην αιώνια βασιλεία.
Όσοι αποπέμπονται από το Θεό στην ετοιμασμένη για το διάβολο κόλαση είναι όσοι αποκόπηκαν με τη θέλησή τους από τους φυσικούς όρους και νόμους της φύσης τους. Είναι όσοι παραμένουν με πείσμα στην παράλογη κατάσταση και ζωή των κτηνών και των δαιμόνων, οι οποίοι επιμένουν σ’ όλη τη ζωή τους στην πλήρη διαστροφή και αρνούνται να διορθωθούν με τη μετάνοια.
Γνωρίζοντας ο Θεός το ευόλισθο και την ασθένεια του ανθρώπου, έδωσε τη μετάνοια η οποία παρατείνεται σ' όλη τη ζωή. Όσοι πλανηθούν και υποκύψουν στην αφροσύνη του παραλόγου, μπορούν να διορθώσουν το σφάλμα τους επιστρέφοντας στη βάση του προορισμού τους. Με πάρα πολλά παραδείγματα, από τη Γραφή και την ανθρώπινη ζωή, αποδεικνύεται η διόρθωση και επιστροφή στους κανόνες της ηθικής και της κατά Θεό ζωής, με τη μετάνοια. Έτσι πέτυχαν το μακαρισμό και τη θεία ευλογία, όσοι προς στιγμή παρασύρθηκαν και απομακρύνθηκαν από το δρόμο της ευσέβειας. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι των ανθρώπων παραμένουν αδιόρθωτοι ή και τελείως πλανεμένοι και γίνονται και στους άλλους παράδειγμα αποστασίας και έκπτωσης από τη ζωή του Θεού.
Δυστυχώς στο θέμα της σωτηρίας κυκλοφορούν από τις λεγόμενες «εκκλησίες» της δύσης διάφορες διδασκαλίες γεμάτες από πλάνες, που διαστρέφουν την Ορθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία. Η σωτηρία του ανθρώπου, όπως η θεία αποκάλυψη μας πληροφορεί, δεν είναι η απαλλαγή του από μια δυστυχισμένη κατάσταση ή θέση και η μεταφορά του σε καλύτερη θέση ή ευδαιμονέστερο περιβάλλον.
Το επίκεντρο τον ανθρώπινου στόχου είναι η επανάκτηση της πρώτης θέσης του ανθρώπου στο «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν». Ο κύριος σκοπός της ενανθρώπησης του Θεού Λόγου είναι η προσωπική ένωση με τον άνθρωπο. Γι’ αυτό οι Πατέρες μας, ως γνήσιοι φορείς αυτής της ιδιότητας, μίλησαν και πρόβαλλαν το θεανθρωπισμό ως τον πραγματικό σκοπό της πίστης.
Το «συ πάτερ εν εμοί καγώ εν σοι… και εγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμεν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί» (Ιω. ιζ’ 21-23) και δικαιολογημένα το «όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς έξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α’ 12) ακριβώς αυτό φανερώνει και αυτή είναι η πεμπτουσία του Χριστιανισμού. Και δεν είναι τολμηρό να πούμε ότι αν ο θεανθρωπισμός δεν είναι ο κύριος στόχος και σκοπός της χριστιανικής πίστης, δεν θα άξιζε η προσέλευση και η θυσία σ’ αυτήν.
Στα προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου τονίσαμε τη σημασία της περιεκτικής άσκησης, ως απαραίτητου μέσου για να ανακτήσουμε όσα χάσαμε. Σημειώσαμε ότι αιτία της διάσπασης της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι η μετά την αποκοπή από το Θεό διεστραμμένη διάνοια που «έγκειται επί τα πονηρά». Χωρίς θεραπεία ο άνθρωπος ματαιοπονεί. Ο σωτήρας μας, ως ιατρός, μας παρέδωσε έμπρακτα τη μέθοδο της ισορροπίας. Ο ίδιος εφάρμοσε, χωρίς να τη χρειάζεται, την περιεκτική άσκηση και αγωνιστικότητα, για να πείσει τη δική μας σκληρότητα ότι χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν επανέρχονται όσα σκορπίστηκαν. Όταν με την προσπάθεια αγωνιστεί ο άνθρωπος και αντισταθεί κατά του νόμου της διαστροφής και του παραλόγου, που χαρακτηρίζει την εμπαθή ζωή και επομένως βρίσκεται ο άνθρωπος στη θέση της πρώτης του κατασκευής, δικαιούται την ένωση και συνοίκηση στην αιωνιότητα με το δημιουργό του.
Στην αρχιερατική προσευχή του ο Κύριος απαίτησε τη συνδιαγωγή και παραμονή του στην αιωνιότητα με τους ανθρώπους· «θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι» (Ιω. ιζ’ 24). Πολύ εύστοχα ο Κύριός μας, ως ομοίους του, μας προκαλεί προς εξομοίωση λέγοντας: « Άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμι» (Α’ Πέτρ. α’ 16).
Συνεπώς, δεν καταδικάζει ο Θεός αυτούς που παραμορφώθηκαν και απέβαλαν τους όρους και τους νόμους της λογικής φύσης ακολουθώντας την κτηνωδία και το δαιμονισμό. Αυτοί μόνοι τους αποκόπτονται από τους νόμους της λογικής και της αξιοπρέπειας. Παρόλο που η θεία παναγαθότητα ανέχεται την αποπλάνηση των αμαρτωλών και τους δέχεται εάν πάλι μετανοήσουν και επιστρέψουν, αυτοί δεν επιδέχονται μετάνοια και αλλαγή της διαφθαρμένης ζωής και φρόνησής τους. Με δική τους επιλογή εκλέγουν και προτιμούν τη ζωή της διαστροφής, του εγκλήματος και του μίσους και πνευματικά την εφαρμόζουν μέχρι του θανάτου τους! Πώς λοιπόν τους κρίνει ο Θεός αφού με δική τους γνώμη, απόφαση και εφαρμογή προτίμησαν την κακία και διαστροφή; Δεν θα ήταν αδικία εάν τους τα στερήσουν και μετά το θάνατο; Δεν θα ήταν αδικία να τους κατατάξουν σε θέση αντίθετη από τη θέληση και προτίμησή τους;
Υπάρχει και η απόλυτη δικαιοσύνη τον Θεού η οποία αποδίδει στον καθένα κατά τα έργα του και την προτίμησή του.
Στην εδώ ζωή επικρατούσαν οι φίλοι και εραστές των έργων του κακού και του εγκλήματος. Με τη βία επιβάλλονταν στους ηθικούς και προσεκτικούς. Τους κακοποιούσαν και τους σκότωναν. Εκατομμύρια σφαγιάστηκαν από τους εργάτες του διαβόλου και μάλιστα χωρίς να φταίνε σε τίποτα, αλλά μόνο και μόνο γιατί πίστευαν στην αλήθεια και τηρούσαν τους κανόνες της ηθικής και της αξιοπρέπειας. Ποιά είναι η γνώμη σας; Πρέπει αυτοί να είναι μαζί στην ευτυχία και τη γαλήνη της καλοσύνης και της αγάπης;
Μετά το θάνατο, κατά τις Γραφές, η κατάσταση είναι στατική* και επομένως ό,τι έγινε ο καθένας στην εδώ ζωή αυτό θα είναι και στην αιωνιότητα. Άρα, όσοι απ’ εδώ έφυγαν κακοποιοί και παράλογοι και στο μέλλον θα παραμείνουν όπως προτίμησαν και έζησαν και επομένως δεν θα είναι δυνατόν να συμβιώσουν με τους αγαθούς και ειρηνικούς εργάτες της καλοσύνης και της αγάπης.
Δεν κρίνει συνεπώς ο Θεός την ανθρωπότητα, αλλά ετοιμάζει ό,τι ο καθένας προτιμά να φέρει μαζί του αιώνια. Επομένως ιδού καιρός να ετοιμάσει ο καθένας το μέλλον του!