Έκλεινε όπου να’ ναι, δυο χρόνια άνεργος. Από
τον έκτο μήνα της ανεργίας του, μετά από πολλά τηλεφωνήματα σε παλιούς
γνωστούς, συνεντεύξεις με κυνηγούς κεφαλών και πολλά άλλα που δεν ήθελε
ούτε να τα θυμάται ούτε να τα σκέφτεται, είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί
ότι τα πράγματα ήταν πολύ σκούρα. Η γκρίνια στο σπίτι, άρχισε από τις
πρώτες εβδομάδες. Η Έλλη είχε συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια να τον
ξεπροβοδίζει μέχρι την πόρτα το πρωί και μετά να κάνει τα δικά της,
μέχρι το βράδυ που εκείνος γύριζε κουρασμένος από τη δουλειά. Συνήθιζαν
να ανοίγουν ένα μπουκάλι κρασί και να συζητούν πάνω από το φαγητό της
ημέρας περί ανέμων και υδάτων. Ύστερα έβλεπαν την ταινία που είχε πάντα
διαλεγμένη από νωρίτερα η Έλλη. Καμιά φορά τον έπαιρνε ο ύπνος στον
καναπέ, διαλυμένο από τον κάματο της ημέρας. Άλλες φορές παράταγαν την
ταινία στη μέση κι έκαναν έρωτα στο πάτωμα. Κάπως έτσι περνούσε η γλυκιά
ρουτίνα τους με μικρές εκδρομές μέχρι τη θάλασσα ή περιπάτους στο
παρακείμενο δάσος μέχρι το εκκλησάκι του Αγίου Προκοπίου, τα
σαββατοκύριακα.
Μετά που έχασε τη δουλειά του στην γερμανική
αντιπροσωπεία που δούλευε -οι Γερμανοί τα μαζέψανε και φύγανε κι αυτοί
με την οικονομική κρίση που μάστιζε τους πάντες και τα πάντα και τους
κυνηγούσε όλους- ο Μένης βρέθηκε να είναι μέσα στα πόδια της Έλλης όλη
μέρα, με τις εφημερίδες του απλωμένες πάνω στο φαρδύ τραπέζι της
κουζίνας, ανοιγμένες στις σελίδες των αγγελιών∙ μαρκαρισμένες εδώ κι
εκεί οι ελπίδες της ημέρας. Ελπίδες που συνεχώς λιγόστευαν, συνεχώς
αποδεικνύονταν φρούδες, την ώρα που τα λεφτά της αποζημίωσης από την
απόλυση, λιγόστευαν κι αυτά.
Κουτουλούσαν τώρα πια η μία πάνω
στον άλλο και το σπίτι σαν να μην τους χώραγε και τους δύο μαζί. Άρχισαν
οι μικροκαυγάδες, οι πικρές κουβέντες, μέχρι και που σταμάτησαν να
βλέπουν μαζί ταινίες. Ο ένας στις σκέψεις του η άλλη στις δικές της. Μια
εκκωφαντική σιωπή, όπως θα έλεγαν κι οι λογοτέχνες, τους χώριζε∙ μια
σιωπή που τη διέκοπταν που και που μόνο πικρόχολα σχόλια, σα μικρά
ραπίσματα, στα πρόσωπα και των δυο τους, από τον έναν στην άλλη κι
αντίστροφα.
Μετά τα εννιάμηνα, ο Μένης είχε παραιτηθεί. Δεν έψαχνε
πια, στα σοβαρά, για δουλειά. Πούλησαν κοψοχρονιά το σπίτι στην τράπεζα
και με τα λιγοστά λεφτά που πήραν από την εκκαθάριση του δανείου,
πλήρωναν το νοίκι και τα έξοδα της διαβίωσής τους. Στον χρόνο επάνω, η
Έλλη, πήρε λίγα από τα χρήματα που απέμεναν κι αγόρασε τη μεγάλη γκρι
βαλίτσα. Μια ζωή ολόκληρη, έπρεπε να τη χωρέσει εκεί μέσα, είκοσι κιλά
πράγμα. Τα κατάφερε. Είχε φύγει –χωρίς καυγάδες, μόνο με κρυμμένη τη
λύπη της και με τη βαλίτσα των είκοσι κιλών -one way ticket για τον
Καναδά, φιλοξενούμενη, για αρχή, στης αδελφικής της φίλης της Μαίρης,
που είχε κανονίσει τα χαρτιά και τα ρέστα από πολύ νωρίτερα. Ο Μένης δεν
είχε πάρει χαμπάρι.
Είχε χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας αυτά τα
δύο χρόνια. Έλιωσε τα στραβοπατημένα του παπούτσια για να γυρνάει από
γραφείο σε γραφείο, από σπίτι σε σπίτι, από μαγαζί σε μαγαζί, να βρει
ξεχασμένους φίλους, παλιούς γνωστούς. Είχε γρήγορα καταλάβει ότι απ’
όλους αυτούς κι από τις εφημερίδες δεν είχε να περιμένει σπουδαία
πράγματα. Οι καλύτερες δουλειές δε φτάνουν ποτέ στον τυπογράφο για να
γίνουν αγγελίες και να δημοσιευθούν στις εφημερίδες∙ από στόμα σε στόμα
τις βρίσκεις τις καλύτερες δουλειές, τον συμβούλεψε μια μέρα ο Τάσος,
ένας παλιός συνάδελφος που συνάντησε τυχαία κι ήπιαν μαζί έναν καφέ.
Είχε μιλήσει όμως ήδη με όλους, ο Μένης. Δεν υπήρχε ελπίδα. Για τις
λιγοστές δουλειές, προηγούνταν οι άλλοι που μαζεύονταν κάθε Σάββατο πρωί
στο γραφείο του τοπικού βουλευτή. Ο Τάσος ήταν μέλος του κόμματος. Θα
έβρισκε τον γραμματέα του κ. βουλευτή και θα του μιλούσε για την
περίπτωσή του –το είχε υποσχεθεί.
Κράτησε την υπόσχεσή του ο Τάσος, και πράγματι κανονίστηκε το ραντεβού, ένα από εκείνα τα βροχερά Σάββατα του Νοεμβρίου.
Ο
Μένης είχε σηκωθεί από το κρεβάτι βαρύς κι αδιάθετος, με έναν κόμπο στο
λαιμό, το καθορισμένο Σάββατο. Ξυρίστηκε, διάλεξε το λιγότερο φθαρμένο
πουκάμισο από την μικρή εντοιχισμένη ντουλάπα και φόρεσε τη γκρι γραβάτα
με το λεπτό γαλάζιο μοτίβο, αυτήν που θεωρούσε την τυχερή του γραβάτα
και που τη φορούσε πάντα στις συνεντεύξεις. Πήγε την κανονισμένη ώρα στο
γραφείο του βουλευτή. Η μικρή αίθουσα αναμονής ήταν γεμάτη κόσμο. Δεν
αναγνώρισε κανέναν εκεί μέσα. Το μικρό γραφείο του γραμματέα δίπλα στη
μεγάλη δρύινη πόρτα, άδειο. Αμήχανος βγήκε πάλι έξω. Πάτησε το κουμπί
του ασανσέρ για να κατέβει από τον πέμπτο όροφο στο δρόμο, να πάρει λίγο
αέρα. Ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ έπεσε πάνω στον κ. βουλευτή που
εκείνη την ώρα ανέβαινε με τη συνοδεία του. Με τα γαλάζια γουρουνίσια
στρογγυλά ματάκια του, ο κ. βουλευτής κοίταξε φευγαλέα τον Μένη που
αμήχανος κρατούσε την πόρτα για να περάσει ο κοντόχονδρος φαλακρός
πατέρας του έθνους, ακολουθούμενος από τους αστυνομικούς που τον
προστάτευαν από την αγάπη του λαού του. Πισωπατώντας, ο Μένης, έκανε
χώρο για να περάσει η κουστωδία, με τον πατερούλη ανάμεσα στους δύο
σωματοφύλακες που τον πέρναγαν δυόμισι κεφάλια ο καθένας. Ο Μένης μπήκε
στο άδειο ασανσέρ που είχε πλημμυρίσει από την ακριβή κολόνια του
γουρουνομάτη. Του ήρθε να ξεράσει, αλλά κρατήθηκε. Περπάτησε στον δρόμο,
ρουφώντας καθαρό αέρα κι από τον τηλεφωνικό θάλαμο της παρακάτω γωνίας,
πήρε τον γραμματέα για να τον ενημερώσει ότι ένας υψηλός πυρετός τον
είχε κρατήσει κλινήρη. Ο γραμματέας του ευχήθηκε περαστικά με
εγκαρδιότητα.
Έτσι περνούσε ο καιρός. Ο Μένης άνεργος, χρεωμένος
και καταθλιμμένος ζούσε –τι ζούσε, δηλαδή, επιβίωνε ο Μένης, μόνος πια,
σε μια ημιυπόγεια γκαρσονιέρα. Χρωστούσε τέσσερα νοίκια και έξι μηνών
κοινόχρηστα κι η γκρίνια της σπιτονοικοκυράς που ζούσε από πάνω, στον
δεύτερο, ήταν αφόρητη. Κάτι αραιά μεροκάματα του ποδαριού που έκανε
δεξιά κι αριστερά, τον κρατούσαν ακόμα εκτός των ορίων που οδηγούσαν
στην εξαθλίωση, αλλά ήξερε ότι αυτή η κατάσταση δεν οδηγούσε πουθενά.
Ναι, ο Μένης ήταν πια πεπεισμένος ότι το πράγμα δεν οδηγούσε πουθενά.
Βουτηγμένος στην κατάθλιψή του, ήθελε να δώσει ένα τέλος στον μίζερο
τούτον εφιάλτη. Του έλειπε η Έλλη, του έλειπε ο καναπές τους που τον
είχε πουλήσει κι αυτόν κοψοχρονιά, του έλειπε η συλλογή με τις ταινίες
τους, όλες αυτές οι εκατοντάδες DVD απ’ όπου η Έλλη διάλεγε κάθε φορά,
την ταινία της βραδιάς -τότε. Του έλειπαν τα βιβλία του, τα ρούχα του,
όλα τα πράγματα που είχε πουλήσει με το κιλό στον παλιατζή. Δεν είχε
καταφέρει να αποσπάσει παρά δυο χιλιάρικα όλα κι όλα για όλα εκείνα τα
αγαπημένα κτήματα πολλαπλάσιας αξίας.
Διάβαζε στα ψιλά των
εφημερίδων για τους απελπισμένους αυτόχειρες που έπεφταν σαν σακιά από
τις ταράτσες κι έσκαγαν πάνω στα βρώμικα πεζοδρόμια ή τους άλλους που
τους έβρισκαν τουμπανισμένους στην άκρη του σχοινιού ή πράσινους από την
κατάποση του φυτοφάρμακου και δεν μπορούσε να τους καταλάβει όλους
αυτούς τους ανθρώπους -ούτε πώς ούτε γιατί αποφάσιζαν να φύγουν έτσι
μόνοι από τον μάταιο τούτον κόσμο. Μόνοι!
Αυτός την είχε πάρει
την απόφασή του από αρκετό καιρό. Είχε ψάξει, είχε διαβάσει και είχε
καταλάβει τη συνδεσμολογία. Δε δυσκολεύτηκε να βρει λίγη δυναμίτιδα,
είχαν μπόλικη οι ψαράδες της περιοχής ούτε ήταν δύσκολο να φτιάξει τη
μικρή βόμβα, στο μέγεθος ενός χοντρού πορτοφολιού που του χρειαζόταν για
τη δουλειά του∙ την είχε έτοιμη και ήδη τακτοποιημένη στη μέσα τσέπη
του σκούρου μπλε κουστουμιού που κρεμόταν σιδερωμένο στη μικρή
εντοιχισμένη ντουλάπα. Είχε δώσει και κωδική ονομασία στο σχέδιό του: «Η
25η Ώρα». Αν έβρισκε αρκετούς μιμητές στο παράδειγμα που ετοιμαζόταν
να δώσει, μια μέρα καθόλου μακρινή, το ρολόι δεν θα έκλεινε τον κύκλο
του για να ξεκινήσει να μετράει από την αρχή άλλη μια θλιβερή μέρα. Θα
σταματούσε για λίγα δευτερόλεπτα παγωμένο κι αίφνης θα ξεκινούσε να
μετράει μια νέα εποχή, αρχίζοντας το μέτρημα από την 25η ώρα. Έτσι τα
είχε φτιαγμένα τα πράγματα στο συννεφιασμένο μυαλό του, ο Μένης.
Ήταν
πια έτοιμος! Είχε πάρει τηλέφωνο τον γραμματέα και είχε ζητήσει να δει
τον κ. βουλευτή το ερχόμενο Σάββατο. Ήθελε να είναι το τελευταίο
ραντεβού του κ. βουλευτού, μάλιστα. Ο γραμματέας δεν είχε ρωτήσει τον
λόγο αυτής της παράξενης απαίτησης, ευχαρίστως όμως τον έβαλε τελευταίο
στη λίστα των επισκεπτών∙ όλοι γκρίνιαζαν εφόσον τους έβαζε τελευταίους.
Ήταν γνωστό -μόνο ο Μένης έδειχνε να μην το ξέρει- ότι τους τελευταίους
στο πρόγραμμα, συνήθως δεν προλάβαινε να τους δει ο κ. βουλευτής. Έτσι
περνούσαν τα Σάββατα, εκεί στην επαρχία…
Το ραντεβού ήταν λοιπόν
λίγο αόριστο, αλλά πάντως θα γινόταν μετά τις τρείς. Ως τελευταίος στο
σαββατιάτικο παιχνίδι του κ. βουλευτή, μετά από μια σειρά απελπισμένων
ανθρώπων που, άλλους ο κ. βουλευτής τους ξεπετούσε σε τρία λεπτά κι
άλλους, για τους δικούς του λόγους, τους έβρισκε πιο ενδιαφέροντες και
τους κρατούσε περισσότερο κοντά του. Ήταν γνωστός και για τις
προτιμήσεις του, ο κ. βουλευτής και την αδυναμία του στα όμορφα και
δροσερά κορίτσια κι αν του τύχαινε καμιά ομορφούλα που να του γυάλιζε,
δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία∙ και τότε το πρόγραμμα του γραμματέα
τιναζόταν στον αέρα από τα παιχνίδια του προϊσταμένου του.
Μετά τις τρείς λοιπόν!
Αυτή
τη φορά είχε ξυπνήσει από τις έξι, πριν φέξει και πολύ πριν χτυπήσει το
ξυπνητήρι, ευδιάθετος, φρέσκος και χαρούμενος, αυτήν την τελευταία μέρα
της ζωής του. Έφτιαξε καφέ κι άνοιξε το παράθυρο του δωματίου του.
Κάθισε στη μοναδική καρέκλα, στο πλάι του μικρού πτυσσόμενου τραπεζιού
που ήταν στριμωγμένο ανάμεσα στον τοίχο και στα πόδια του ημίδιπλου
κρεβατιού του. Έπινε τον καφέ του με μικρές γουλιές και ετοιμαζόταν να
ανάψει το πρώτο από τα τρία τσιγάρα της ημέρας, χαζεύοντας τους
αστράγαλους των περαστικών που περνούσαν μπροστά από το διάπλατα
ανοιγμένο παράθυρό του ημιυπόγειου διαμερίσματος.
Είχε φτάσει η
«25η Ώρα» και με το πάτημα του πυροκροτητή, ο δείκτης του ρολογιού δεν
θα μηδένιζε τη μέρα, θα την πήγαινε κάπου αλλού, πιο πέρα… Καθόταν
περασμένες τέσσερεις το απόγευμα και μόνος στον καναπέ του καθιστικού
της αναμονής, βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο γραμματέας σιωπηλός στο
γραφειάκι του ακριβώς απέναντι, κάτι έγραφε σε ένα χοντρό τετράδιο. Η
βαριά δρύινη πόρτα μισάνοιξε και μέσα από το άνοιγμα γλίστρησε μια
αναψοκοκκινισμένη κοπέλα με λίγο τσαλακωμένο το γκρι της ταγιέρ κι
ελαφρά αναστατωμένα τα μακριά μελιά μαλλιά της, με κατεβασμένα τα μάτια
και μ’ έναν λεπτό μαύρο χαρτοφύλακα στο λεπτό λευκό της χέρι που έδειχνε
να τρέμει ελαφρά.
Την ώρα που η κοπέλα, χωρίς να χαιρετίσει, με
το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο, κατευθυνόταν προς την έξοδο, ακούστηκε μέσα
από το γραφείο η φωνή του κ. βουλευτή να καλεί μέσα τον γραμματέα του.
Ο Μένης έμεινε μόνος στην αίθουσα αναμονής. Σηκώθηκε όρθιος, έτοιμος
από καιρό. Οι παλάμες του ήταν ιδρωμένες, αλλά μέσα του ήταν γαλήνιος
και ανέπνεε με ηρεμία. Πλησίασε κοντά στην κλειστή μεσόπορτα και
περίμενε.
Σε λίγα δευτερόλεπτα, όπως ακριβώς το φανταζόταν ο
Μένης, ο γραμματέας βγήκε για να του εκφράσει τη λύπη του κ. βουλευτού,
επειδή δεν θα μπορούσε να τον δει εκείνη τη φορά. Ο Μένης χαμογέλασε
συγκαταβατικά κι εκεί που ο άλλος καθόλου δεν το περίμενε, παραμέρισε με
δύναμη τον γραμματέα. Μπήκε με φούρια στο ιδιαίτερο γραφείο κλείνοντας
με φόρα τη βαριά πόρτα πίσω του και με δύο μεγάλα βήματα έφτασε πάνω από
τον κ. βουλευτή που εκείνη την ώρα μιλούσε στο τηλέφωνο, ξαπλωμένος
σταυροπόδι στην δερμάτινη πολυθρόνα του, πίσω από το δρύινο γυαλιστερό
γραφείο. Ο Μένης, αισθάνθηκε τον γραμματέα να ορμάει πίσω από την πλάτη
του για να τον σταματήσει. Τόσο το χειρότερο για τον γραμματέα,
σκέφτηκε ο Μένης έτσι που κοίταζε κατευθείαν μέσα στα απορημένα
γουρουνίσια του μάτια, τον κ. βουλευτή, την ίδια ακριβώς στιγμή που
πίεζε το κουμπί του αυτοσχέδιου πυροκροτητή του.
Κανείς από τους τρεις δεν πρόλαβε ν’ ακούσει τη δυνατή έκρηξη.
(προδημοσίευση από τη συμμετοχή στο
Πηγή: http://raskolnick.soup.io/