Όσοι κάνουν διαλογισμό είναι πιθανό κάποια στιγμή να θυμώσουν με τον εαυτό τους ή να απογοητευτούν επειδή δεν μπορούν να ελέγξουν τον νου τους. Η φυσιολογική λειτουργία του νου όμως, είναι να παράγει σκέψεις και ένα από τα οφέλη του διαλογισμού είναι να μάθουμε να παρατηρούμε και να αποδεχόμαστε αυτό το γεγονός.
Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε ότι πρέπει να ελέγχουμε τις καταστάσεις στη ζωή μας. Ότι όλα πρέπει να είναι υπό την εποπτεία μας, να αποφεύγουμε τα λάθη, να κάνουμε τα σωστά και να κρίνουμε τα πάντα ανάλογα με το δίπολο "καλό ή κακό". Με τα χρόνια, ταυτιζόμαστε μ' αυτή τη λειτουργία του νου και όταν με τον διαλογισμό βλέπουμε την τάση που έχουμε να ελέγχουμε τα πάντα, το κρίνουμε και αυτό ως κακό και ανεπιθύμητο. Έτσι, δημιουργείται μέσα μας μια εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της πραγματικότητας (του νου που κρίνει και παράγει σκέψεις) και της εξωπραγματικής επιθυμίας του ίδιου του νου να είναι ικανός -για να είναι σωστός- να μην κρίνει και να μην παράγει σκέψεις.
Υπάρχει ένα είδος διαλογισμού που λέγεται Σαμάθα, όπου εστιάζουμε την προσοχή μας σε ένα αντικείμενο π.χ. στην αναπνοή, με σκοπό να ηρεμήσουμε τον νου. Προτεραιότητά μας μ' αυτή την τεχνική είναι να μην αφήσουμε τον νου ανεξέλεγκτο - κατά μία έννοια να μην του επιτρέψουμε να παράγει σκέψεις. Αντίθετα, στον διαλογισμό Βιπάσσανα, χρησιμοποιούμε τη συγκέντρωσή μας στην αναπνοή ως σημείο αναφοράς, στο οποίο επιστρέφουμε κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε την προσοχή μας να έχει παρασυρθεί από τις σκέψεις του νου. Ο διαλογισμός Σαμάθα προσφέρει μόνο προσωρινά αποτελέσματα, και ενώ μπορεί να χαλαρώσει τον νου και το σώμα, δεν μας προσφέρει την πολύτιμη αυτεπίγνωση που προσφέρει η τεχνική Βιπάσσανα.
Μακροχρόνια λοιπόν, συνιστάται ο διαλογισμός Βιπάσσανα για να μάθουμε να παραδινόμαστε σ' αυτά που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, παρά να τα καταπιέζουμε ή να επιθυμούμε να συμβαίνουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Όταν την ώρα του διαλογισμού προσπαθούμε να ελέγξουμε τον νου, είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσουμε μέσα μας ένταση. Απ' την άλλη, όταν προσπαθούμε να μην ελέγχουμε τον νου, πάλι θα δημιουργήσουμε ένταση, γιατί η προσπάθειά μας να μην ελέγχουμε τον νου αποτελεί ένα είδος ελέγχου.
Για να βγούμε από το αδιέξοδο, αρκεί να παρατηρήσουμε και να κατανοήσουμε τις αντίθετες αυτές δυνάμεις. Δεν χρειάζεται να πάρουμε το μέρος κάποιας εκ των δύο. Ούτε πρέπει να ελέγχουμε τον νου, ούτε να προσπαθούμε να μην τον ελέγχουμε. Με τον καιρό, και περνώντας από το στάδιο της εσωτερικής σύγκρουσης, εκπαιδεύουμε τον νου να μην ελέγχει τίποτα. Η μέθοδος αυτή μοιάζει με την εκπαίδευση που δέχεται ένα μικρό παιδί που περνάει από τα στάδια "δοκιμάζω, παθαίνω και μαθαίνω".
Το βαθύτερο μάθημα που μπορεί να πάρει ένας διαλογιζόμενος από αυτή την εσωτερική σύγκρουση, είναι να αποκτήσει επίγνωση της ασυνείδητης συνήθειάς του να προσκολλάται. Συγκεκριμένα, να προσκολλάται στον έλεγχο των καταστάσεων, κάτι που αυτομάτως του δημιουργεί και την τάση για την αποφυγή του αντιθέτου, δηλαδή την αποφυγή του ανεξέλεγκτου. Και επειδή τόσο ο έλεγχος, όσο και η αδυναμία ελέγχου, είναι έννοιες που δημιουργεί ο νους χωρίς να υφίστανται στην πραγματικότητα, ο διαλογισμός μάς βοηθάει να διαλύσουμε αυτή την ψευδαίσθηση μαθαίνοντας να αποδεχόμαστε τα πράγματα όπως είναι.
Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε ότι πρέπει να ελέγχουμε τις καταστάσεις στη ζωή μας. Ότι όλα πρέπει να είναι υπό την εποπτεία μας, να αποφεύγουμε τα λάθη, να κάνουμε τα σωστά και να κρίνουμε τα πάντα ανάλογα με το δίπολο "καλό ή κακό". Με τα χρόνια, ταυτιζόμαστε μ' αυτή τη λειτουργία του νου και όταν με τον διαλογισμό βλέπουμε την τάση που έχουμε να ελέγχουμε τα πάντα, το κρίνουμε και αυτό ως κακό και ανεπιθύμητο. Έτσι, δημιουργείται μέσα μας μια εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της πραγματικότητας (του νου που κρίνει και παράγει σκέψεις) και της εξωπραγματικής επιθυμίας του ίδιου του νου να είναι ικανός -για να είναι σωστός- να μην κρίνει και να μην παράγει σκέψεις.
Υπάρχει ένα είδος διαλογισμού που λέγεται Σαμάθα, όπου εστιάζουμε την προσοχή μας σε ένα αντικείμενο π.χ. στην αναπνοή, με σκοπό να ηρεμήσουμε τον νου. Προτεραιότητά μας μ' αυτή την τεχνική είναι να μην αφήσουμε τον νου ανεξέλεγκτο - κατά μία έννοια να μην του επιτρέψουμε να παράγει σκέψεις. Αντίθετα, στον διαλογισμό Βιπάσσανα, χρησιμοποιούμε τη συγκέντρωσή μας στην αναπνοή ως σημείο αναφοράς, στο οποίο επιστρέφουμε κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε την προσοχή μας να έχει παρασυρθεί από τις σκέψεις του νου. Ο διαλογισμός Σαμάθα προσφέρει μόνο προσωρινά αποτελέσματα, και ενώ μπορεί να χαλαρώσει τον νου και το σώμα, δεν μας προσφέρει την πολύτιμη αυτεπίγνωση που προσφέρει η τεχνική Βιπάσσανα.
Μακροχρόνια λοιπόν, συνιστάται ο διαλογισμός Βιπάσσανα για να μάθουμε να παραδινόμαστε σ' αυτά που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, παρά να τα καταπιέζουμε ή να επιθυμούμε να συμβαίνουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Όταν την ώρα του διαλογισμού προσπαθούμε να ελέγξουμε τον νου, είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσουμε μέσα μας ένταση. Απ' την άλλη, όταν προσπαθούμε να μην ελέγχουμε τον νου, πάλι θα δημιουργήσουμε ένταση, γιατί η προσπάθειά μας να μην ελέγχουμε τον νου αποτελεί ένα είδος ελέγχου.
Για να βγούμε από το αδιέξοδο, αρκεί να παρατηρήσουμε και να κατανοήσουμε τις αντίθετες αυτές δυνάμεις. Δεν χρειάζεται να πάρουμε το μέρος κάποιας εκ των δύο. Ούτε πρέπει να ελέγχουμε τον νου, ούτε να προσπαθούμε να μην τον ελέγχουμε. Με τον καιρό, και περνώντας από το στάδιο της εσωτερικής σύγκρουσης, εκπαιδεύουμε τον νου να μην ελέγχει τίποτα. Η μέθοδος αυτή μοιάζει με την εκπαίδευση που δέχεται ένα μικρό παιδί που περνάει από τα στάδια "δοκιμάζω, παθαίνω και μαθαίνω".
Το βαθύτερο μάθημα που μπορεί να πάρει ένας διαλογιζόμενος από αυτή την εσωτερική σύγκρουση, είναι να αποκτήσει επίγνωση της ασυνείδητης συνήθειάς του να προσκολλάται. Συγκεκριμένα, να προσκολλάται στον έλεγχο των καταστάσεων, κάτι που αυτομάτως του δημιουργεί και την τάση για την αποφυγή του αντιθέτου, δηλαδή την αποφυγή του ανεξέλεγκτου. Και επειδή τόσο ο έλεγχος, όσο και η αδυναμία ελέγχου, είναι έννοιες που δημιουργεί ο νους χωρίς να υφίστανται στην πραγματικότητα, ο διαλογισμός μάς βοηθάει να διαλύσουμε αυτή την ψευδαίσθηση μαθαίνοντας να αποδεχόμαστε τα πράγματα όπως είναι.