Τέτοιο πάθος για την αλήθεια! Συγχωρήστε με, καθηγητά Νίτσε, αν ακούγομαι προκλητικός, αλλά συμφωνήσαμε να μιλήσουμε ειλικρινά. Εσείς μιλάτε για την αλήθεια σαν να ήταν κάτι ιερό, σαν να θέλετε ν’ αντικαταστήσετε μια θρησκεία με μια άλλη. Επιτρέψτε μου να παραστήσω τον συνήγορο του διαβόλου. Επιτρέψτε μου να ρωτήσω: Γιατί τόσο πάθος, τόση ευλάβεια για την αλήθεια; Πώς θα βοηθήσει η αλήθεια τον άρρωστό μου;»
«Δεν είναι η αλήθεια ιερή, ιερή είναι η αναζήτηση της αλήθειας του καθενός μας! Μπορεί να υπάρχει πιο ιερή πράξη από την αυτοαναζήτηση; Το φιλοσοφικό μου έργο, λένε κάποιοι ότι είναι χτισμένο πάνω στην άμμο: οι απόψεις μου αλλάζουν συνεχώς. Αλλά μια από τις πάγιες φράσεις μου είναι: “Γίνε αυτό που είσαι”. Και πώς μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει ποιος είναι και τι είναι χωρίς την αλήθεια;»
«Η αλήθεια του αρρώστου μου όμως είναι ότι έχει πολύ λίγο χρόνο ζωής μπροστά του. Πρέπει εγώ να του προσφέρω αυτή την αυτογνωσία;»
«Η αληθινή εκλογή, η πλήρης εκλογή», απάντησε ο Νίτσε, «μόνο κάτω από τον ήλιο της αλήθειας μπορεί ν’ ανθίσει. Πώς αλλιώς μπορεί να γίνει;»
Συνειδητοποιώντας ότι ο Νίτσε μπορούσε να επιχειρηματολογεί πειστικά —και ατελείωτα— σ’ αυτή την αφηρημένη επικράτεια της αλήθειας και της εκλογής, ο Μπρόιερ είδε ότι έπρεπε να τον αναγκάσει να μιλήσει πιο συγκεκριμένα. «Κι ο σημερινός ασθενής μου; Ποιο είναι το φάσμα των επιλογών του; Ίσως η εμπιστοσύνη στον Θεό να είναι η δική του επιλογή!»
«Αυτό δεν αποτελεί επιλογή ενός άντρα. Δεν είναι ανθρώπινη επιλογή, αλλά μια προσπάθεια ν’ αδράξεις μια ψευδαίσθηση έξω απ’ τον εαυτό σου. Μια τέτοια εκλογή, η εκλογή του άλλου, του υπερφυσικού, πάντα σε αποδυναμώνει. Πάντα κάνει τον άνθρωπο μικρότερο απ’ αυτό που είναι. Εγώ αγαπώ ό,τι μας κάνει μεγαλύτερους απ’ αυτό που είμαστε!»
«Ας μη μιλάμε για τον άνθρωπο αφηρημένα», επέμεινε ο Μπρόιερ, «αλλά για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο με σάρκα και οστά —αυτόν τον ασθενή μου. Σκεφτείτε την κατάστασή του. Θα ζήσει μόνο μερικές μέρες ή εβδομάδες! Τι νόημα έχει να του μιλήσει κανείς για επιλογή;»
Απτόητος ο Νίτσε απάντησε αμέσως: «Αν δεν γνωρίζει ότι πεθαίνει, τότε πώς μπορεί ο ασθενής σας ν’ αποφασίσει πώς θα πεθάνει;»
«Πώς να πεθάνει, καθηγητά Νίτσε;»
«Ναι, πρέπει ν’ αποφασίσει πώς θ’ αντιμετωπίσει το θάνατο: να μιλήσει σε άλλους, να δώσει συμβουλές, να πει πράγματα που φύλαγε για να τα πει πριν το θάνατό του, να αποχαιρετήσει τους άλλους, ή να μείνει μόνος, να κλάψει, να περιφρονήσει το θάνατο, να τον καταραστεί, να του πει ευχαριστώ. »
«Συνεχίζετε να μιλάτε για ένα ιδεώδες, μια αφαίρεση, αλλά εγώ παραμένω υποχρεωμένος να φροντίσω έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, με σάρκα και οστά. Ξέρω ότι θα πεθάνει, και μάλιστα με αβάσταχτους πόνους πολύ σύντομα. Γιατί να του το πω και να τον επιβαρύνω; Πάνω απ όλα πρέπει να διατηρήσει την ελπίδα του. Και ποιος άλλος εκτός απ το γιατρό μπορεί να τη συντηρήσει;»
«Την ελπίδα; Η ελπίδα είναι το έσχατο κακό!». Ο Νίτσε σχεδόν φώναζε. «Στο βιβλίο μου Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, έγραφα ότι όταν άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, και τα κακά που είχε κλείσει εκεί ο Δίας ξέφυγαν στον κόσμο των ανθρώπων, έμεινε μόνο, χωρίς να το ξέρει κανείς, ένα έσχατο κακό: η ελπίδα. Από τότε ο άνθρωπος κάνει το λάθος να θεωρεί το κουτί και το περιεχομενό του, την ελπίδα, σαν τυχερό σεντούκι. Ξεχνάμε όμως την επιθυμία του Δία ο άνθρωπος να συνεχίσει να βασανίζεται. Η ελπίδα είναι το χειρότερο κακό γιατί παρατείνει το βάσανο»
«Υπονοείτε δηλαδή ότι ο άνθρωπος θα έπρεπε να συντομεύει το θανατό του, αν το επιθυμεί»
«Είναι κι αυτό μια πιθανή εκλογή, αλλά μόνο υπο το φως της ολοκληρωτικής γνώσης»
_______
~Aπόσπασμα από το βιβλίο
"Όταν έκλαψε ο Νίτσε"
Irvin D. Yalom