Ἱστορικό τῆς βιβλικῆς μετάφρασεως τῶν ἑβδομήκοντα καὶ ὁ Θεοδόχος Συμεών - Point of view

Εν τάχει

Ἱστορικό τῆς βιβλικῆς μετάφρασεως τῶν ἑβδομήκοντα καὶ ὁ Θεοδόχος Συμεών



Πρὶν τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ ὡς ὀγδοήκοντα χρόνους ἧτό τις βασιλεὺς Πτολεμαῖος τὸ ὄνομά του. Ἕλλην εἰς τὴν θρησκείαν καὶ μαθηματικός. Λέγουσι γοῦν τινες, ὅτι ἠθέλησε νὰ κάμῃ ἕνα ἐξαίρετον πρᾶγμα εἰς τὴν βασιλείαν του, ὁποῦ νὰ μὴν τὸ ἔκαμεν ἄλλος βασιλεύς ποτε, ἤγουν, νὰ δείξη πῶς ἔχει βίον περισσόν, νὰ κάμῃ ἕνα ἀχόρι κρυσταλλένιον, ἤγουν ἀπὸ κρυσταλλόπετραν. Καὶ εἶπόν τόν τινες φιλόσοφοι ὅτι, ἂν ἤθελες κάμει, βασιλεῦ μίαν ἐργασίαν ὁποῦ θέλομεν σὲ εἴπει ἤθελες ἀφήσει καὶ ὄνομα καλόν καταπόδι σου, καὶ ἤθελες τιμηθῇ ἀπὸ ὅλους τοὺς βασιλεῖς περισσότερον, καὶ πλέον ἄλλος βασιλεὺς δὲν ἤθελεν εὑρεθῇ, ὅπου νὰ σὲ φθάσῃ εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον. Λέγει τους ὁ βασιλεύς· τί εἶναι ὃ λέγετε, φιλόσοφοι; λέγουν τον ἐκεῖνοι· Γένος εὑρίσκεται εἰς την Ἰεσουσαλήμ, καὶ ὀνομάζονται Ἑβραῖοι· λοιπὸν ἐκεῖνοι, βασιλεῦ, εἴχασι τινὰ Μωϋσῆν τὸ ὄνομά του διὰ διδασκαλόν τους καὶ βασιλέα τους εἰς τοὺς παλαιοὺς καιρούς· θέλουν εἶσθαι ἀπὸ τότες ὡς χίλιοι καὶ ὀκτακόσιοι χρόνοι· ἐκεῖνος γοῦν ὁ Μωϋσῆς τοὺς παρέδωκε πέντε βιβλία, ὡσὰν τὰ λέγουσιν αὐτοί, τὸ μὲν ἕνα τὸ λέγουσιν Βρισήθ ἤγουν Γένεσιν, ὅτι διηγεῖται ἐκεῖνο τὸ βιβλίον πῶς ἐγεννήθησαν ἐξ ἀρχῆς οἱ ἄνθρωποι· τὸ δεύτερον τὸ λέγουσιν Ἐλιδιμώθ, ἤγουν Ἔξοδον, ὅτι διηγεῖται ἐκεῖνο τὸ βιβλίον πῶς εὐγῆκαν αὐτοὶ οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον· τὸ τρίτον τὸ λέγουσιν Οὐδυϊερά, ἤγουν Λευϊτικόν, ὅτι διηγεῖται διὰ τὴν ἱερωσύνην· τὸ τέταρτον τὸ λέγουσιν Οὐϋλαβίδ, ἤγουν οἱ Ἀριθμοί, ὅτι διηγεῖται πῶς ἐκεῖνος ὁ Μωϋσῆς μετὰ δύο χρόνους ἀφόντις εὐγῆκαν· ἀπὸ την Αἴγυπτον ἐμέτρησε πᾶσαν φυλἡν καὶ σπῆτι τῶν Ἑβραίων· τὸ πέμπτον Ἐλεβαρείμ, ἤγουν Δευτερονόμιον, ὅτι ὅσα ἔγραψε καὶ εἶπεν ἐκεῖνος ὁ Μωϋσῆς, ἐκεῖ εἰς αὐτὸ τα βιβλίον τὸ δευτερολέγει. Αὐτά, βασιλεῦ, τὰ βιβλία καὶ ἄλλα ὡς δεκαεννέα ἔχει αὐτὸ τὸ γένος· πλὴν εἶναι εἰς Ἑβραϊκὴν γλῶσσαν καὶ εἰς Ἑβραϊκὰ γράμματα· καὶ ἐὰν ἤθελες μηνύσει νὰ σοῦ τὰ στείλουν, νὰ τὰ ἔχῃς εἰς τὸ παλατιόν σου, ἔκαμνες πρᾶγμα θαυμαστὸν καὶ ἀξιόλογον, ὁποῦ κανεὶς τοσοῦτον μέγα καλὸν δὲν τὸ ἔκαμνεν ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ὄχι, βασιλεῦ ἄν κάμῃς τὸ ἀχούριον αὐτὸ ὁποῦ βούλεσαι, εἶναι φθαρτόν, καὶ θέλει χαθῇ εἰς ὁλίγον καιρόν, καὶ τίποτε δὲν θέλεις κερδίσει· ἀμὴ ἂν κάμῃς αὐτὸ ὁποῦ σὲ λέγομεν οἱ δοῦλοί σου, θέλεις ἔχει αἰώνιον καὶ παντοτεινὸν ὄνομα.
Ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς πολλὰ τὸ ἐχάρη, καὶ παρευθὺς στέλλει ἀνθρώπους βασιλικοὺς είς Ἱεροσόλυμα, καὶ εἰς τὰ περίχωρα, μὲ γράμματα βασιλικά, ὁποῦ ἔγραφαν ἔτσι, (Ἐπιστολὴ Πτολεμαίου α'.) Πτολεμαῖος ὁ μέγας, βασιλεὺς τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, πρὸς ἐσᾶς τοὺς μαθητὰς τοῦ Προφἡτου Μωϋσέως, τοὺς λεγομένους Ἑβραίους λέγω σας νὰ χαίρεσθε.Ἤκουσα καὶ ἔμαθα ὅτι εἶσθε γένος κατὰ πολλὰ εὐσεβἑς καὶ ἅγιον ὅτι εὑρέθησαν καὶ ἀπὸ τὸ γένος σας μεγάλοι καὶ γραμματισμένοι ἄνθρωποι, διὰ τοῦτο χαίρομαι ἀκούοντάς σας, ὅτι εἶστε τοιοῦτοι καὶ εὐχαριστῶ τοὺς μεγάλους Θεούς, ὁποῦ μὲ ἀξίωσαν καὶ ἐβασίλευσα εἰς ἐσᾶς, καὶ, εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἕνα τι καλὸν ἠθέλησα καὶ ἐγὡ νὰ κάμω εἰς τὸ γένος μου, τοὺς Ἕλληνας, ὅτι νὰ τοὺς δώσω μάτια νὰ βλέπουσιν, ἤγουν βιβλία πολλὰ νὰ ἀποκτήσω, ὁποῦ νὰ καταλάβωσι τὸν κόσμον ὅλον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ· διὰ τοῦτο βασιλεὺς εἶμαι ἀμὴ πάλιν παρακαλῶ σας νὰ μὲ στείλετε τινὰ βιβλία, ὁποῦ ἤκουσα ὅτι ἔχετε, καὶ δὲν τὰ θέλω τίποτε χαριστικῶς, ἀμὴ με τὴν ἐξαγοράν τους, ἀφίνω σας ἑνὸς χρόνου χαράτζιον, καὶ είς κάθε βιβλίον εἴτε τὸ τιμήσετε νὰ σᾶς τὸ στείλω. Κάμετε γοῦν ὡσὰν σᾶς γράφω, καὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀχάριστος ἄνθρωπος, ἀμἡ πάλιν θέλω σᾶς τὸ ανταμείψει. Ὑγιαίνετε
Αὐτὰ ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς καὶ τοὺς ἔστειλεν. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ Ἑβραῖοι, ὡς εἶδαν τὰ γράμματα τοῦ βασιλέως, εἶπαν εἰς τὸ μέσον τους, τί μᾶς συμφέρει νὰ δώσωμεν εἰς ἕνα ἀλλόφυλον καὶ ξένον τῆς πίστεως μας τὰ βιβλία μας, νὰ μᾶς καταφρονῇ; ἀμὴ ἄς γράψωμεν πρὸς αὐτὸν λόγους εἰρηνικούς, καὶ ἄς μὴ στείλωμεν τὰ βιβλία. Καὶ γράφουσιν ἔτσι.
(Ἐπιστολὴ Ἑβραίων) Ἑβραῖοι οἱ δούλοι σου, προσκυνούμέν σε, βασιλεῦ Πτολεμαῖε τὰ γράμματα τῆς βασιλείας σου ἐδεχθήκαμεν, καὶ ὡς ἔφτασε έπροσκυνήσαμέν τα ὅλοι μας· εἴδαμεν δέ, ὅτι μᾶς γράφεις διὰ τὰ βιβλία μας· ἡμεῖς, πολυχρονημένε βασιλεῦ, ἔχομεν κατάραν ἀπὸ τοὺς προφῆτας μας νὰ μὴν τὰ δώσωμεν εἰς ἄλλον γένος· διὰ τοῦτο μὴ τὸ βαρεθῇς πῶς δὲν τὰ στέλλομεν. Ὑγίαινέ.
Ὁ βασιλεὺς ὡς εἶδε τὰ γράμματα τῶν Ἑβραίων, ἔκραξε τοὺς φιλοσόφους καὶ ἔδειξέ τούς τα. Λέγουν τον οἱ φιλόσοφοι· Νὰ ζῇς, Βασιλεῦ, είς τοὺς αἰώνας· αὐτὸ τὸ γένος εἶναι κατὰ πολλὰ φθονερόν, καὶ ἀπὸ τὸν φθόνον τους τὸν πολὺν δὲν θέλουν νὰ μᾶς τὰ στείλουν· καὶ ἄλλο, ὅτι εἶδαν πῶς τοὺς παρακαλεῖς, καὶ θέλουσι νὰ τοὺς ἀφήσης περισσότερον τίποτε· στεῖλε τους γράμματα φοβεριστικά, καὶ στανιό τους νὰ μᾶς τὰ στείλουν.
Πιάνει πάλιν παρευθὺς ὁ βασιλεὺς καὶ γράφει ἔτσι, (Ἐπιστολὴ Πτολεμαίου β') Πτολεμαῖος, ὁ μέγας, βασιλεὺς τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, πρὸς σᾶς τοῦ Προφήτος Μωϋσέως τοὺς μαθητάς, τοὺς λεγομένους Ἑβραίους, λέγω σας νὰ χαίρεσθε. Ἐγὼ ἔλεγα, ὅτι εἶστε δοῦλοι μου ἀληθινοὶ καὶ πιστοί, καὶ διὰ τοῦτο θαρρετὰ ἔγραψα πρὸς ἐσᾶς, μὴν ἠξεὺροντας ὅτι εἶστε φθονερὸν καὶ κακὸν γένος καὶ ὑπερήφανον· μὴ θέλετε γοῦν νὰ μὲ κάνετε νὰ θυμωθῶ, ὅτι μὰ τὴν δύναμιν τῶν μεγάλων Θεῶν, ἐὰν δὲν μὲ στείλετε τὰ βιβλία σας, πόλεμον μέγαν θέλω κάμει εἰς ἐσᾶς, τὸ κάστρον σας θέλω κάψει, καὶ ἐσᾶς θέλω περάσει ὅλους ἀπὸ τὸ σπαθί, μόνον ἰδέτε καὶ κάμετε τὸ καλλίτερον. Ὑγιαίνετε.
Ὡσὰν εἶδαν γοῦν οἱ Ἑβραῖοι τὰ φοβεριστικὰ γράμματα αὐτὰ τοῦ βασιλέως, καὶ στανιό τους ἔστειλάν τα. Καὶ ὁ βασιλεύς, ὡς εἶδε τὰ βιβλία, πολλὰ τὸ ἐχάρη. Πλὴν ἦσαν Ἑβραϊκὰ καὶ τὰ γράμματα καὶ τὰ ψηφία· καὶ εἰς αὐτὸ μόνον ἐσυλλογίζετο τί νὰ κάμῃ; Λέγουν τον οἱ φιλόσοφοι· Μήνυσε, βασιλεῦ, νὰ σὲ στείλουν καὶ διδασκάλους ὁποῦ νὰ τὰ ἐξηγήσουν εἰς τὴν Ἑλληνικήν μας γλῶσσαν, νὰ καταλάβωμεν τὶ λέγουσιν αὐτὰ τὰ βιβλία.
(Ἐπιστολὴ Πτολεμαίου γ')
Καὶ πάλιν στέλλει τους ὁ Βασιλεὺς ἄλλα γράμματα, ὁποῦ ἔγραφον ἔτσι· Πτολεμαῖος, ὁ μέγας Βασιλεὺς τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, πρὸς ἐσᾶς τοὺς μαθητὰς τοῦ Προφήτου Μωϋσἐως, τοὺς λεγομένους Ἑβραίους, λέγω σας νὰ χαίρεσθε. Ἕνα περιβόλι νὰ εἶναι σφαλισμένον, καὶ μία κρύα βρὺσις νὰ εἶναι σκεπασμένη, τὶ ὅφελος ἔχουσι; ἔτσι καὶ τὰ βιβλία ὁποῦ μὲ ἐστείλετε, ὡσὰν νὰ εἶναι ἀσφαλισμένα καὶ κρυμμένα, ἔτσι τὰ ἔχω· ἀμὴ ἄν θέλετε νὰ κάμετε τὸ καλὸν σωστόν, στείλετε μας ἀνθρώπους ὁποῦ νὰ τὰ ἐξηγήσουν, καὶ νὰ ἠξεύρουν καὶ ταῖς δύο γλώσσαις, ὁποῦ αὐτοὶ νὰ τὰ λέγουσιν Ἑβραϊκά, καὶ ἐγώ νὰ βάλω ἐδικούς μου ἀνθρώπους Ἕλληνας νὰ τὰ γράφουσιν. Κάμετε γοῦν τὸ καλὸν τέλειον διὰ νὰ ἀπολαύσετε καὶ το χάρισμα, ὁποῦ σᾶς ἔταξα. Ὑγιαίνετε.
Τότε καὶ στανιό τους οἱ Ἑβραῖοι στέλλουσιν ἑβδομῆντα διδασκάλους νὰ ἐξηγήσουν τὰ βιβλία· καὶ ὡς τοὺς εἶδεν ὁ Βασιλεύς, πολλὰ τοὺς ἐδεξιώθη, καὶ τοὺς ἐτίμησεν, ἔπειτα ἔβαλεν είς ἑβδομῆντα κελλία ἑκατὸν σαράντα νομάτους, ἀπὸ δύο εἰς κάθε κελλί, τὸν ἕνα Ἑβραῖον, καὶ τὸν ἄλλον Ἕλληνα, καὶ ἐπρόσταξε νὰ τοὺς δίδουσι βασιλικὰ φαγία, καὶ ἕνας τὸν ἄλλον διδάσκαλον νὰ μὴν ἰδοῦσιν, ἕως νὰ μεταγράψουν τὰ βιβλία. Ἔκαμαν γοῦν ἐκεῖ καιρὸν ἀρκετόν, ὅσον τὰ ἐμεταγλώττισαν, ὁποῦ ἕνας τὸν ἄλλον δὲν εἶδεν, μηδὲ ἐσύντυχε· καὶ εὐδοκία Θεοῦ ὅλα τὰ βιβλία ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο δὲν ἤλλασσεν, ἀμὴ ὅλα ἦσαν συμφωνημένα. Τότε ἔδωκέ τους ὁ βασιλεὺς πολλὰ δώρηματα καὶ χαρίσματα, καὶ ἔστειλέ τους πάλιν νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν τόπον τους, την Ἱερουσαλήμ.


Ἕνας γοῦν ἀπ` ἐκείνους τοὺς διδασκάλους τοὺς Ἑβραίους ἦτο καὶ ὁ Συμεών, ὁποῦ ἐδέχθη τὸν Χριστὸν εἰς τὰς ἀγκάλας του· ὅμως ἀνέφεραν οἱ διδάσκαλοι ἐκεῖνοι εἰς τὴν στράταν πῶς ἐξήγησαν τὰ βιβλία, ἀπελογήθη ὁ Συμεών καὶ λέγει εἰς τὸ μέσον τους· ἐγώ ἐκεῖ ὁποῦ ἐξήγησα τον Προφήτην Ἡσαΐαν, εἶδα, ὅπου ἔλεγεν· Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ἤγουν μέλλει μία Παρθένος νὰ ἐγγαστρωθῇ, νὰ γεννήσῃ υἱόν καὶ νὰ καλέσουν τὸ ὄνομά του Ἐμμανουήλ. Αὐτὸ γοῦν εἶδα, φίλοι μου, καὶ θαυμάζω πῶς νὰ γένῃ αὐτό, εἶναι δυνατὸν ποτὲ παρθένος νὰ γεννήσῃ; ἢ πῶς εἶναι δυνατὸν Θεὸς νὰ γεννηθῇ; δέν πιστεύω ἐγὼ αὐτὸ νὰ γενῇ ποτέ. Ἐκεῖ μόνον εἶδεν ἀοράτως ὡσὰν χέρι, ὁποῦ τὸν ἐκτύπησεν ἕνα ράπισμα καὶ φωνὴ ἠκούσθη ὁποῦ τὸν εἶπε· Καὶ νὰ τὸν ἰδῇς τὸν Χριστόν, καὶ νὰ τὸν πιάσῃς καὶ μὲ τὰ χέρια σου. Πηγαινάμενοι ἐπέρασαν πρόσαργα ἕνα ποταμὸν καὶ εὐγάζει ὁ Συμεών τὸ δακτυλίδι του, καὶ ρίχνει το εἰς τὸν ποταμὸν καὶ λέγει· Ἐὰν εἶναι αὐτό ὅτι ἀληθινὰ θέλει γενεῖ, νὰ εὕρω καὶ ἐγὼ τὸ δακτυλίδι μου πάλιν. Καὶ καταλαχοῦ τὴν ἀργατινὴν ἐκείνην ἔμειναν εἰς τὴν χώραν, ὁποῦ ἦτο πλησίον τὸ ποτάμι, καὶ ψαράδες τινὲς ἐπουλούσαν ψάρια ὁποῦ τὰ ἐκυνήγησαν τὴν ὥραν ἐκείνην, ὁποῦ ἔρριψεν ὁ Συμεών τὸ δακτυλίδιον. Ἀγόρασαν γοῦν οἱ διδάσκαλοι ἐκεῖνοι ἀπὸ τὰ ψάρια νὰ φάγωσι, καὶ Θεοῦ εὐδοκία, είς τὸ ψάρι ὁποῦ ἔπιασεν ὁ Συμεών νὰ κόψῃ, βλέπει καὶ εἶναι τὸ δακτυλίδι ου εἰς τὰ σπλάγχνα. Τότε ὡς τὸ εἶδεν, ἄρχισε καὶ ἐδιηγήθη τὴν ὑπόθεσιν· ἐπίστευσεν ὅτι καὶ ἀληθῶς μέλλει να γεννηθῇ ὁ Χριστός. Ἀπὸ τότε γοῦν ἐκαρτέρει εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Συμεών μέσα εἰς τὸ Ἱερὸν καὶ ἐκαρτέρει πότε νὰ ἰδῇ τὸν Χριστὸν ὡς βρέφος, καὶ νὰ τὸν δεχθῇ εἰς τὰς ἀγκάλας του· ὅταν δὲ ἐγήρασε παντελῶς, καὶ πλέον δὲν ἐδύνατο νὰ περιπατῇ, τόσον ὁποῦ κατήντησεν ἑκατόν δέκα και περισσοτέρων χρόνων, τότε ἐκαταξιώθη και εἶδεν ἐκεῖνον ὁποῦ ἐπεθύμει καὶ ἐζήτει ἡ ψυχή του.

Πηγή: Ἀπόσπασμα ἀπό τὸν Θησαυρό Δαμασκηνοῦ

Pages