Το πρόσωπο του Δαρείου
δεν γύρισε καθώς ένας άντρας ντυμένος
με ένα λευκό χιτώνα, που τα τελειώματά
του στόλιζαν πορφυροί κεντημένοι
μαίανδροι, μπήκε από την είσοδο της
σκηνής. Στο πρόσωπό του μια δασύτριχη
μαύρη κοντή γενειάδα κρεμόταν επιβλητικά.
Κάνοντας δυο βήματα μέσα στη σκηνή,
στάθηκε. Τα μάτια του πλανήθηκαν στο
χώρο περνώντας πάνω από όλους τους
υψηλόβαθμους Πέρσες αξιωματικούς και
άρχοντες. Μετά άρχισε να περπατά με
σταθερό βήμα προς τον μονάρχη που κάτι
ψιθύρισε στον αρχιστράτηγό του Μαρδόνιο.
Το βλέμμα το Δαρείου ζύγιασε τον
νεοεισελθόντα, προτού γυρίσει το κεφάλι
του προς τον αυτόν, ενώ ακόμη μίλαγε
στον αξιωματικό του.
«Σε χαιρετώ μέγα
βασιλιά της Ανατολής» είπε ο Μιλτιάδης
με σταθερή φωνή, σταματώντας μερικά
βήματα από το θρόνο, που είχε στηθεί για
την ακρόαση. Το κεφάλι του έκλινε ελαφριά
και ξαναγύρισε με μια κοφτή κίνηση στη
θέση του.
«Εσείς οι Έλληνες δεν έχετε μάθει να αποδίδετε ορθά τιμές» ακούστηκε μια φωνή από το πλάι του Μιλτιάδη.
«Βασιλιά Δαρείε, γενιά του Κύρου του μέγα, μονάρχη της Ανατολής» ξαναπροσφώνησε ο Μιλτιάδης αγνοώντας την προσβολή του Αρταφέρνη, «ήρθα να θέσω τον εαυτό μου στην υπηρεσία σου, σε τούτη την εκστρατεία που έχεις αναλάβει».
Ο Δαρείος χαμογέλασε με τον εκνευρισμό, που φαινόταν καθαρά στο πρόσωπο του αγνοημένου αξιωματικού του.
«Ποιος είσαι Αθηναίε εσύ, που αγνοείς τους αξιωματικούς μου;» είπε τελικά κοιτώντας τον Μιλτιάδη στα μάτια.
«Κατάγομαι από μια πόλη, που οι ομοεθνείς μου θεωρούν, μεγάλη και παλιά Μητρόπολη των πόλεων που ο πατέρας σου έθεσε κάτω από την αυτοκρατορία σου στα παράλια της Ιωνίας», απάντησε ο Μιλτιάδης. «Η γενιά μου μόνο αχαμνή δεν είναι. Άρχοντες και ευγενείς έχει δώσει στην πόλη αυτή. Δύο φορές έχει τιμηθεί με ολυμπιακές νίκες στο αγώνισμα των ευγενών, το τέθριππο. Για μας τους Έλληνες αυτή είναι η μέγιστη τιμή».
«Και τι είναι αυτό που προσφέρεις σε μένα ξένε και με ποιο αντάλλαγμα;» έκανε περίεργος ο Δαρείος.
«Ξέρω, ότι πολεμάς τους Σκύθες, γιατί λεηλάτησαν περιοχές της αυτοκρατορίας σου. ΄Ομως βλέπω ότι υπέταξες κάθε φυλή και έθνος μετά το πέρασμά σου στη Ευρώπη. Είναι εμφανής ο σκοπό σου βασιλιά. Όμως ο πόλεμος με τους Σκύθες δεν πάει καλά. Σε παρασύρουν όλο και πιο βαθιά στη χώρα τους, που την ξέρουν καλά και δε στέκονται πουθενά να πολεμήσουν. Ενώ υπερτερείς στο πεζικό, το ιππικό τους έχει προκαλέσει απώλειες στο δικό σου. Την χώρα όμως αυτή την ξέρω και εγώ από τις εμπορικές συναλλαγές που έχω με τις διάφορες φυλές τους, που τώρα ενώθηκαν για να σε αντιμετωπίσουν. Ξέρω, επίσης, και τις συνήθειές τους στην ειρήνη και στον πόλεμο. Αν σου φανώ χρήσιμος και αν, όπως έχω καταλάβει, ζητήσεις την εξάπλωση της αυτοκρατορίας σου και στην Ευρώπη, τότε μπορώ να ελπίζω σε μια ευνοϊκή μεταχείριση από μέρους σου. Όπως έχω μάθει, δεν είσαι αχάριστος στους ευεργέτες σου Δαρείε».
«Είσαι έξυπνος άντρας Αθηναίε» διέκοψε ο Δαρείος, «και τα κίνητρά σου αν και δικαιολογημένα δεν μου είναι επαρκή. Η συγκυρία άλλωστε δε σε βοηθά. Μάθε ότι δεν μου είσαι χρήσιμος. Έστειλα ήδη στον αρχηγό των Σκυθών μήνυμα να με αντιμετωπίσει εδώ που είμαστε. Τους μήνυσα να με αντιμετωπίσουν ή να προσφέρουν γη και νερό σε μένα».
Μια φασαρία έξω από τη σκηνή διέκοψε τα λόγια του Δαρείου. Ένας άντρας μπήκε μέσα και πλησίασε το βασιλιά. Γονάτισε μπροστά από το θρόνο και ακούμπησε το κεφάλι του στο έδαφος.
«Μίλα φρουρέ» έκανε ο Δαρείος, «Τι αναστάτωση διακόπτει τα λόγια μου;».
«Μέγα βασιλέα» ξεκίνησε ο φρουρός χωρίς να σηκώσει το πρόσωπό του από το έδαφος, «κήρυκας των Σκυθών έφτασε και θέλει να σε δει. Φέρνει λέει απάντηση».
«Φέρ΄ τον μέσα λοιπόν» έκανε νεύμα ο Δαρείος.
Ένας άντρας μπήκε σε λίγο και με βήμα θρασύ, που έδειχνε περιφρόνηση σε όλους τους παρευρισκομένους, προχώρησε και στάθηκε μπροστά στο Δαρείο.
«Ο Ιδάνθυρσος, αρχηγός των ενωμένων σκυθικών φυλών» άρχισε να μιλά χωρίς να ζητήσει άδεια, «σου λέει Δαρείε ότι καμιά στιγμή δε φοβήθηκε να σε αντιμετωπίσει. Έτσι ζουν οι Σκύθες στην ειρήνη, έτσι πράττουν και στον πόλεμο. Αφού δεν έχουμε πόλεις και χωράφια να υπερασπιστούμε, επιλέγουμε εμείς τον τόπο της μάχης. Αυτή είναι η απάντησή μας» είπε ο κήρυκας και άδειασε στο έδαφος ένα σάκο.
Πάνω στο ακριβό χαλί έπεσαν ψόφιοι ένας βάτραχος, ένα πουλί, ένας ποντικός και πέντε βέλη.
«Τι σημαίνει αυτό Σκύθη;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Δαρείος.
«Οι διαταγές μου Δαρείε είναι, να παραδώσω αυτά και να φύγω» είπε ο κήρυκας και γύρισε, χωρίς να ζητήσει άδεια ξανά, να φύγει. Αγέρωχα περπάτησε μέχρι την έξοδο χωρίς να εμποδιστεί από κανένα.
Ο Δαρείος, όπως και οι άλλοι αξιωματικοί ήταν τόσο έκπληκτοι που δεν διέταξαν να τιμωρηθεί ο Σκύθης κήρυκας για την προφανέστατη αναίδειά του.
«Είναι φανερό» έσπασε την σιωπή ο Δαρείος. «Το ποντίκι ζει στο χώμα, ο βάτραχος στο νερό το πουλί στον αέρα. Μαζί με τα βέλη, που είναι τα όπλα τους τα παραδίδουν όλα σε μένα».
«Μάλλον έχεις άδικο μέγα βασιλέα» έκανε σκεπτικός ο Μιλτιάδης.
«Τι εννοείς ξένε;» ρώτησε σαστισμένος ο Δαρείος.
«Νομίζω ότι η απάντηση είναι ότι επιτέλους θα σε πολεμήσουν και όχι μόνο αυτό. Το μήνυμά τους είναι σαφές. Ακόμη και αν γίνετε ποντίκια και μπείτε κάτω από τη γη, πουλιά και πετάξετε ή βάτραχοι και κολυμπήσετε τα βέλη τους θα σας σκοτώσουν όλους».
Σιωπή έπεσε στην αίθουσα.
«Βασιλιά μου» ακούστηκε μια φωνή από τους παρευρισκόμενους.
Ένας γέρος άντρας με αρχοντικό παράστημα σηκώθηκε και κοίταξε τον Δαρείο ανήσυχος.
«Μίλα Γωβρύα» του απάντησε ο Δαρείος
«Ο Αθηναίος έχει δίκαιο βασιλιά μου» είπε ο γέρος. «Ήδη οι Σκύθες έχουν ενωθεί. Μας έχουν παρασύρει βαθιά μέσα στη γη τους. Τα τρόφιμά μας είναι λίγα και οι εξήντα μέρες που έδωσες στους Ίωνες, που φυλάνε τις γέφυρες στον Ίστρο, τελειώνουν αύριο. Είμαστε σε πολύ δυσχερή θέση».
«Γωβρύα» μίλησε ο Δαρείος μετά από λίγη σκέψη, «ήσουν με τον πατέρα μου στην δημιουργία της αυτοκρατορίας και τον βοήθησες στην ανάληψη της εξουσίας. Σε θεωρώ σοφό άνθρωπο όσο και ανιδιοτελή. Πες μου τη συμβουλή σου. Τι νομίζεις ότι πρέπει να πράξω;»
«Μόλις σκοτεινιάσει, βασιλιά,» συνέχισε ο Γωβρύας, «ας πράξουμε και εμείς το ίδιο πονηρά με τους Σκύθες. Ας ανάψουμε φωτιές στο στρατόπεδο, όπως κάθε βράδυ, και να αφήσουμε τους γαϊδάρους, που οι φωνές τους τρομάζουν τα σκυθικά άλογα, όπως και το τμήμα του στρατού, που δε θα μπορεί να κινηθεί γρήγορα. Οι υπόλοιποι ας ξεκινήσουμε να γυρίσουμε στον Ίστρο πριν η Ιωνική φρουρά φύγει και οι Σκύθες καταλάβουν τις γέφυρες. Αυτό θα ήταν καταστροφή και για σένα και για την αυτοκρατορία ολόκληρη. Μη ξεχνάς ότι δεν ξέρουμε την περιοχή και θα δυσκολευτούμε να βρούμε σωστό και γρήγορο δρόμο για την επιστροφή».
Ο Δαρείος έμεινε πάλι σκεπτικός για λίγο και μετά μίλησε απευθυνόμενος στο Μιλτιάδη.
«Τελικά, Αθηναίε, ίσως φανείς χρήσιμος».
-----------------------------------------------
«Ποτέ δε θα έχεις άλλη τέτοια ευκαιρία να διαλύσεις τον Περσικό κίνδυνο φίλε μου». Η φωνή του Μιλτιάδη είχε τόνο αποφασιστικό και ταυτόχρονα παραινετικό. «Κοίτα Ισταίε» συνέχισε δείχνοντας με το δάχτυλό του, «κοίτα, μόνο αυτά τα σχοινιά κρατούν τη ζωή του Δαρείου και του στρατού του. Δες άνθρωπε και σκέψου. Είσαι άρχοντας της Μιλήτου. Θα ελευθερώσεις την πόλη σου».
Ο Ίωνας συνομιλητής του κοίταζε αμήχανα, μια τα σχοινιά που κρατούσαν τη γέφυρα και μια το αποφασιστικό βλέμμα του ανθρώπου που τον προέτρεπε.
«Σε ξέρω Μιλτιάδη» είπε μετά, «όλοι σε ξέρουν στα μέρη αυτά. Έχεις μεγάλη φήμη για την τόλμη σου και το πολυμήχανο μυαλό σου και οι περισσότεροι Έλληνες σε σέβονται. Καταλαβαίνω τι λες και ίσως έχεις δίκαιο».
«Ίσως;» φώναξε ο Μιλτιάδης και οι άλλοι άρχοντες των Ιωνικών πόλεων άρχισαν να συγκεντρώνονται κοντά τους. «Όχι ίσως φίλε μου. Μα τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, σίγουρα έχω δίκαιο. Όλοι ξέρουμε τις βλέψεις που έχει ο Δαρείος για την Ελλάδα, δεν το κρατά κρυφό εξάλλου. Από κάποιο παιχνίδι της μοίρας αποφάσισε ο ίδιος να οδηγήσει το στρατό ενάντια στις φυλές των Σκυθών που λεηλάτησαν τη χώρα του. Αν με ρωτήσεις πάντως, θεωρώ ότι αυτό είναι δικαιολογία».
«Δηλαδή;» έκανε ο Ισταίος.
«Υπέταξε, αμέσως, με το που πέρασε στην Ευρώπη, τη Θράκη και τις γύρω περιοχές. Είναι προφανές ότι ασφαλίζει τα περάσματα για να διαβεί ασφαλής ο στρατός του προς την Ελλάδα και δε θέλει να έχει άλλα ανοιχτά μέτωπα ή απώλειες κατά την πορεία του. Όμως τα πράγματα δεν πάνε όπως τα θέλουν πάντα οι άνθρωποι, ευτυχώς γι΄ αυτό. Ο Δαρείος βέβαια δεν αφήνει τα πράγματα στην τύχη τους. Γι΄ αυτό άφησε φρουρά στη γέφυρα, ώστε, αν εγκλωβιστεί και χάσει στη μάχη να μην αποκοπεί από τη χώρα του. Βασικά να γλιτώσει ο ίδιος και οι στρατηγοί του».
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος όμως;» έκανε ο Ισταίος.
«Πήγα μαζί του ως γνώστης της περιοχής και των τρόπων των αντιπάλων του» χαμογέλασε ο Μιλτιάδης. «Πείστηκε ότι θα του είμαι χρήσιμος τώρα που υποχωρεί και προσπαθεί να αποφύγει τον κύριο όγκο του στρατού των Σκυθών. Βέβαια αυτό λειτουργεί και ανάποδα. Ήθελα να δω και εγώ πώς σκέφτεται ο ίδιος και οι στρατηγοί του. Να δω το στρατό του και τον τρόπο που διεξάγει τις μάχες».
«Που είναι αήττητος ως τώρα» αντέτεινε ο Ισταίος.
«Σωστά το είπες άνθρωπε. Ως τώρα» διέκοψε ο Μιλτιάδης. «Βλέπεις χθες βράδυ ξεκίνησε την υποχώρησή του από το δρόμο που πρότεινα εγώ. Το πρωί τους είχα ήδη οδηγήσει από ένα κλειστό σημείο ανάμεσα από δύο πυκνά δασωμένους λόφους. Ίππευα δίπλα από την άμαξα, που μετέφερε το Δαρείο. Κατάλαβα ότι ήμασταν έτοιμοι να πέσουμε σε ενέδρα. Δεν είπα τίποτα και προφασίστηκα ότι θα πάω με την εμπροσθοφυλακή να κατοπτεύσω το χώρο. Απομακρύνθηκα λίγο και διατήρησα μια απόσταση από την άμαξα. Ξάφνου από ψηλά ξεκίνησε ο συριγμός. Τα πρώτα βέλη χτύπησαν τους ιππείς γύρω από την άμαξα που πέθαναν πριν καταλάβουν τι γίνεται.
Η εμπροσθοφυλακή και η οπισθοφυλακή δέχθηκαν ταυτόχρονη επίθεση. Γύρισα το άλογό μου μέσα στο δάσος και άρχισα να καλπάζω, όσο αυτό ήταν δυνατόν. Πέρασα την άμαξα του Δαρείου, ελπίζοντας να έχει ήδη πεθάνει. Όμως οι άντρες της προσωπικής του φρουράς είχαν σχηματίσει ένα σάρκινο τείχος και δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα βέλη του εχθρού. Οι αξιωματικοί φώναζαν στον στρατό να συμπτυχθεί και να αντιμετωπίσει τους βάρβαρους, που τους είχαν αιφνιδιάσει. Χτύπησα το άλογο να τρέξει πιο γρήγορα προς το ποτάμι. Δυστυχώς ο Μεγάβαζος, ένας αξιωματικός που τον έχει σε μεγάλη υπόληψη, με ξεχώρισε ανάμεσα στα δέντρα. ΄Πιάστε τον Έλληνα σκύλο' φώναξε στους ιππείς, που προσπαθούσαν να αμυνθούν από τα βέλη. ‘Μην αφήσετε τον προδότη να ξεφύγει'. Τρεις ιππείς ξεκίνησαν προς το μέρος μου.
Έβγαλα το σπαθί μου και ξαναμπήκα στο μονοπάτι. Ποδοπάτησα όποιον άτυχο Μήδο βρέθηκε μπροστά μου, βλέπεις κοιτούσαν προς την κατεύθυνση που δεχόταν επίθεση. Βγαίνοντας από το συνονθύλευμα του στρατού που συμπτυσσόταν, άρχισα να καλπάζω προς τους Σκύθες. ‘Όλα ή τίποτα τώρα' σκέφτηκα. Ο ένας από τους τρεις Μήδους ιππείς, που με καταδίωκαν όμως, με είχε φτάσει. Αν δεν ήμουν εξοικειωμένος με τα άλογα από μικρός θα με είχε σκοτώσει.
Έγειρα στο πλάι του αλόγου μου και το σπαθί του σφύριξε το σκοπό του Χάροντα ξυστά πάνω από το κεφάλι μου. Το δικό μου σπαθί όμως έκοψε τους τένοντες των μπροστινών ποδιών του αλόγου του. Σάλια ιδρώτας και αίμα πετάχτηκαν πάνω μου καθώς το άλογο με ένα ρόγχο ανατράπηκε ρίχνοντας τον αναβάτη του στο χώμα. Οι άλλοι δύο όμως με είχαν φτάσει και μπροστά μου ορθωνόταν ένα τείχος από Σκύθες τοξότες.
Ήμουν τυχερός. Βλέποντας να σκοτώνω το Μήδο ιππέα δεν ήξεραν τι να κάνουν με μένα και ανοίγοντας δρόμο να περάσω σκότωσαν τους δύο που ακολουθούσαν. Κάλπασα σαν τον άνεμο για να φτάσω εδώ πριν οποιονδήποτε άλλο. Γι' αυτό σου λέω κόψε τα σκοινιά, πριν είναι αργά».
«Δηλαδή ο Δαρείος είναι νεκρός» έκανε αμήχανα ο Αρισταγόρας από την Κύμη.
«Μπορεί» είπε ο Μιλτιάδης, που τώρα κοίταγε στην άλλη πλευρά της γέφυρας. «Μπορεί και όχι. Οι Σκύθες δεν πολεμούν εκ παρατάξεως. Χτυπούν γρήγορα, προκαλώντας όσες απώλειες μπορούν και φεύγουν».
Καλπασμοί ακούστηκαν καθαρά τώρα από την άλλη πλευρά.
«Έρχονται, άνθρωπε, θα το κάνεις;» φώναξε ανήσυχα ο Μιλτιάδης τραβώντας το σπαθί του.
«Πιάστε το σκύλο» ακούστηκε η κραυγή του πρώτου ιππέα που ξεπρόβαλε στο μονοπάτι που οδηγούσε στη γέφυρα.
«Λυπάμαι» είπε ο Ισταίος, «Αν πεθάνει ο Δαρείος, όλες οι πόλεις θα ζητήσουν δημοκρατία και εμείς, οι άρχοντές τους, θα χάσουμε κάθε εξουσία».
Οι πρώτοι ιππείς άρχισαν να περνάνε προσεκτικά τη γέφυρα ουρλιάζοντας από θυμό.
«Ηλίθιε» φώναξε ο Μιλτιάδης βάζοντας το σπαθί πάλι στην θήκη του. «Δεν ξέρεις τι θα μπορούσες να αποτρέψεις τώρα».
Έσπρωξε δύο από τους άρχοντες που έκαναν να τον πιάσουν και πήδηξε στο άλογό του. Μια άγρια κραυγή ξεχύθηκε από το λαρύγγι του καθώς τα πόδια του χτύπησαν τα πλευρά του αλόγου, που για μια στιγμή σηκώθηκε στα δυο του πόδια χλιμιντρίζοντας και μετά άρχισε να καλπάζει γρήγορα. Μια βρισιά ίσα που σταμάτησε στο φράχτη των δοντιών του Μιλτιάδη.
«Θα μπορούσε να τελειώσει τώρα» σκέφτηκε καθώς πίεζε το άλογό του στα έσχατα των δυνάμεών του.
-----------------------------------------------
«Σαν οπλές αλόγων ακουγόταν κάτω από τα πόδια των Ελλήνων το βάδισμα την φάλαγγας. Οκτώ στάδια μπροστά υπήρχε η μεγαλύτερη πρόκληση που είχε αντιμετωπίσει μέχρι τότε η Αθήνα, η Ελλάδα. Οι αιχμές των ακοντίων σείονταν πάνω στον αέρα δημιουργώντας ένα συριγμό. Σαν οχιά που ετοιμάζεται να καρφώσει τους κυνόδοντες στη σάρκα του θηράματος της. Ο ήχος συνεχίστηκε πιο αποφασιστικός καθώς δώδεκα χιλιάδες ζευγάρια πόδια ανεβοκατέβαιναν χτυπώντας τη γη σφυρηλατώντας τη, όπως το σφυρί του Ήφαιστου το χαλκό. Σφυρηλατούσαν πια τη δική τους ασπίδα του Αχιλλέα με τους χτύπους της θέλησής τους, που χαλύβδωνε σε κάθε βήμα.
Οι αλογοουρές από τις περικεφαλαίες σειόταν στην πρωινή αύρα και ο παλμός τους μεταδιδόταν σε όλο το σώμα, στο βηματισμό. Σαν επιβήτορας, που τινάζει τη χαίτη του και σκάβει με την οπλή του το χώμα για να δείξει την ισχύ του. Αυτή η ισχύς από δώδεκα χιλιάδες αποφασισμένους άντρες έβγαινε καυτή ανάσα ηφαιστείου.
Απέναντι, από την παράταξη των Μήδων, ακούστηκαν φωνές. Ετοιμαζόταν για μάχη. Τα ουρλιαχτά των αξιωματικών των Περσών μπερδευόταν από το μουρμουρητό των αντρών και τον ήχο από το στέριωμα ακοντίων και ασπίδων. Από το πύκνωμα της δικής τους φάλαγγας. Όμως είχαν πια αρχίσει να ακούν τον ήχο των μεταλλικών δοντιών που έτριζαν από την προσμονή, την αδημονία να ξεσκίσουν τις σάρκες τους και να γευτούν το καυτό αίμα που θα τιναζόταν πίδακας από τις φλέβες τους.
‘Δρομαία έφοδος' αντήχησε ξαφνικά το ουρλιαχτό του Μιλτιάδη, όταν φτάσαμε στην απόσταση του ενός σταδίου. ‘Δρομαία έφοδος' άρχισαν να επαναλαμβάνουν ακαριαία οι αξιωματικοί σε όλους τους λόχους.
Αρχίσαμε να τρέχουμε. Βήμα και ανάσα. Διασκελισμός και παλμός καρδιάς. Τρέχαμε σηκώνοντας το βάρος της πανοπλίας που άρχισε να βροντά πάνω στο σώμα. Κάθε φορά που τα πόδια έδιναν ώθηση στο σώμα η αρματωσιά ερχόταν να πέσει με δύναμη πάνω του. Η ψυχή κινούσε το σώμα εμπρός και το σώμα το σκληρό βαρύ μέταλλο. Ξανά και ξανά.
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
Ακούστηκε μια φωνή μέσα από τη φάλαγγα. Ποιος ξεκίνησε τους αλαλαγμούς; Αργότερα έγιναν εικασίες ότι ήταν κάποιος θεός, η Αθηνά ίσως. Εκείνη τη στιγμή δεν αναρωτήθηκε κανένας, απλώς διαπέρασε τη φάλαγγα όπως διαπερνά ρίγος τη ραχοκοκαλιά καθώς η παγωμένη δροσιά του χειμωνιάτικου πρωινού γλιστρά από τον αγέρα πάνω στον αυχένα και διατρέχει την σπονδυλική στήλη προς τα κάτω.
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
Μια αγέλη μανιασμένων λύκων που πεινασμένη κατεβαίνει από τα βουνά και ορμάει τρελαμένη για αίμα πάνω στη στάνη.
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
Τα στόματα ανοιχτά με τη γλώσσα να κινείται οσμιζομένη τη γεύση του θανάτου.
Ήμασταν πια εντός του βεληνεκούς των τοξοτών τους, αλλά τα βέλη δεν είχαν υψωθεί ακόμη στον ουρανό. Το σχέδιο είχε επιτύχει. Ξαφνιάστηκαν. Φωνές, ή καλύτερα ουρλιαχτά, ακούστηκαν στην Περσική γλώσσα και τότε φάνηκαν στον αιθέρα. Μαύρες σκιές που άρχισαν να ανυψώνονται πίσω από την παράταξη των Περσών. Βέλη σαν όρνια, που ψάχνουν τη λεία τους από ψηλά και μόλις την εντοπίσουν εφορμούν διψασμένα για να ρουφήξουν αχόρταγα τη ζωή από τα κόκαλα του θύματός τους.
«Βέλη, βέλη» άρχισε να διαδίδεται στην παράταξη από στόμα σε στόμα. Τα μάτια γύρισαν στιγμιαία στον ουρανό και το σύννεφο, που κουβαλούσε θάνατο, άρχισε να ρίχνει τις φαρμακερές σταγόνες του πάνω μας. Χωρίς ήχο ο Χάρος άνοιξε το στόμα του.
Τα χέρια ακολουθώντας το ρυθμό του τρεξίματός, υψώθηκαν με κόπο και οι μύες σφίχτηκαν, καθώς το βαρύ όπλο σηκώνονταν, για να προστατέψει απ΄ το μοιραίο, το τραγούδι που ερχόταν πια στα αυτιά των οπλιτών, καθώς τα βέλη κατηφόριζαν σχίζοντας τον αέρα με το απαίσιο σφύριγμά τους. Δώδεκα χιλιάδες ασπίδες ύψωσαν ένα χάλκινο τείχος στον ουρανό για να προστατευθούν καθώς τα βέλη κατηφόριζαν δείχνοντας το δρόμο για τον Άδη.
Το φως του ήλιου που ανακλάστηκε πίσω στον ουρανό από το γυαλισμένο μέταλλο δεν διέκοψε την ορμή τους. Σαν τον ήχο της δυνατής βροχής πάνω σε σκέπη τα βέλη άρχισαν να χτυπούν πάνω στα όπλα. Κάποιες κραυγές πόνου πέρασαν το τείχος των ασπίδων.
Ο μπροστινός μου ξαφνικά χάθηκε από τα μάτια μου και ένιωσα το κουφάρι του να κατρακυλά κάτω από τα πόδια μου. Για μια στιγμή μόνο άκουσα τον πνιχτό επιθανάτιο ρόγχο, καθώς ένα βέλος διαπέρασε το λαιμό τρυπώντας του το λαρύγγι. Χωρίς να σκεφτώ άνοιξα το διασκελισμό μου καταλαμβάνοντας τη θέση του στη πρώτη γραμμή. Πίσω μου οι υπόλοιποι οπλίτες ακολούθησαν.
Μέσα από την περικεφαλαία είχα περιορισμένη θέα των περσικών δυνάμεων που απλωνόταν μπροστά μου. Η απόσταση του κρίσιμου σταδίου είχε κυλήσει κάτω από τα πέλματα της δρομαίας φάλαγγας και έμειναν μόνο λίγα πόδια πια. Μια δεύτερη ριπή βελών έσκισε τον αέρα, αλλά ήταν πια αργά. Θα σφύριζαν το φαρμακερό τραγούδι τους πίσω μας. Επικέντρωσα το βλέμμα μου στον Πέρση, που ήταν πια μπροστά μου.
Μπορούσα να δω το ασπράδι των ματιών του και το φόβο μέσα τους.
Οι αιχμές των ακοντίων των Περσών κατέβηκαν με μια κίνηση εμπρός, αλλά η κίνησή αυτή χάραζε σαν γραφίδα τον τρόμο τους στον αέρα. Οι ασπίδες μας κατέβηκαν ακόμη μια φορά μπροστά από το θώρακα. Λίγα βήματα ακόμη είχαν μείνει.
Τα μάτια του άγνωστου ανθρώπου που ήταν μπροστά άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη και τον φόβο. Το δόρυ του σηκώθηκε λίγο προς τα πάνω και η ασπίδα του κόλλησε στο στήθος του. Δεν ήξερε αν έβλεπε ανθρώπους, ή αφηνιασμένα τέρατα σε κατάσταση καταληψίας, να ορμούν, χωρίς καμιά ελπίδα, προς το θάνατο. Σαν η λέαινα εγκλωβισμένη από σκυλιά και κυνηγούς πετάγεται για να σώσει τα μικρά της, έτσι εκτινάχθηκα στο τελευταίο βήμα μου. Έτσι εκτινάχθηκαν όλοι στο τελευταίο βήμα τους.
Από την απαγγελία του παιάνα και μετά όλα κυλούσαν γρήγορα. Όλα εκτός από μια στιγμή, που πάγωσε ο χρόνος. Τη στιγμή που όλη η μπροστινή γραμμή της φάλαγγας ήταν πια στον αέρα σε κείνο το ατελείωτο βήμα, πριν την κρούση. Εκείνη τη στιγμή, η άμετρη γραμμή των περσικών δυνάμεων φάνηκε να κλονίζεται. Να κάνει μία μικρή κίνηση προς τα πίσω σαν ένα σώμα. Από την άλλη η δική μας μπροστινή γραμμή τινάχθηκε προς τα πάνω και καθώς το αριστερό χέρι έσφιξε την ασπίδα, το δεξί υψώθηκε στον ουρανό με το δόρυ να κοιτά με κλίση προς το έδαφος.
Διαπέρασα νοητά τα λίγα εκατοστά που χώριζαν τις δύο στρατιές από τη μια άκρη ως την άλλη. Ο ήχος είχε σταματήσει να διαταράζει το μυαλό μου όπως και ο χρόνος. Δεν άκουγα και δεν αισθανόμουν τίποτα πια. Είχα γίνει μια προσωπίδα ηθοποιού, που τόσο λάτρευα να βλέπω στο θέατρο. Μόνο που δεν θα παιδαγωγούσα. Θα σκόρπιζα το θάνατο. Οι τρίχες του αυχένα μου σηκώθηκαν όρθιες καθώς φαντάστηκα ότι ήμουν Πέρσης και έβλεπα την απρόσωπη μεταλλική φάλαγγα να ορμά ακλόνητη και με μανία καταπάνω μου. Δεν έβλεπα πρόσωπο. Δεν μπορούσα να ικετέψω έλεος από δυο μαύρες κόγχες. Δεν είχα μπροστά μου ανθρώπους μόνο ψυχρό ανέκφραστο μέταλλο.
Ο γδούπος με επανέφερε στην πραγματικότητα. Τα δυο φοβισμένα μάτια, που με κοιτούσαν πριν, δεν ήταν πια εκεί. Τη θέση τους την είχαν πάρει δύο άλλα, που και αυτά με τη σειρά τους βούλιαξαν κάτω από το βάρος του χάλκινου χειμάρρου που ξεχυνόταν με ορμή παρασύροντας το φράγμα από σάρκα και αίμα. Ένας τρίτος πέρασε πάλι από κάτω μου μη μπορώντας να αντισταθεί. Κλαγγή, αχός αλαλαγμοί και φωνές πόνου μπλέκονταν όλα σε ένα οργιαστικό βακχικό τραγούδι.
Η πίεση που ασκήθηκε ήταν τρομακτική. Πριν καταλάβουν τι έγινε η Ελληνική φάλαγγα είχε ποδοπατήσει τρεις σειρές Περσών.
Το δόρυ του τέταρτου κατά σειρά πέρση εξοστρακίστηκε πάνω στην ασπίδα μου καθώς το δικό μου καρφώθηκε στο πλάι του λαιμού του. Το αίμα πετάχτηκε πίδακας καθώς το τραβούσα πάλι πάνω, ενώ κομμάτια από τη σάρκα του έμειναν να κρέμονται λάφυρα πάνω στον κόκκινο πια σίδηρο. Τα δόντια μου φάνηκαν καθώς μια σύσπαση του προσώπου μου άνοιξε τα χείλη σε ένα απροσδιόριστο χαμόγελο. Ένιωσα τα ούλα μου να τραβιούνται και τα δόντια μου να σφίγγονται. Αίμα έβαψε την περικεφαλαία μου και πέρασε μέσα από αυτή στο πρόσωπό μου. Η οσμή του με εξίταρε σαν θηρευτή του δάσους, που βλέπει το θήραμά του να σφαδάζει, καθώς του έχει καταφέρει το μοιραίο χτύπημα. Μια σταγόνα αίμα πέρασε των δοντιών το φράγμα για να μπλέξει με το σάλιο μου κάνοντας τις αισθήσεις μου να εξεγερθούν. Ήμουν πια, όπως όλοι οι άλλοι, μια Λάμια που διψούσε μόνο για αίμα. Τα όπλα μου είχαν γίνει τα δόντια που θα ξέσκιζαν τη σάρκα του εχθρού μου.
Οι επιθανάτιοι ρόγχοι ανθρώπων που τρυπιόνταν από το μέταλλο, οι φωνές πόνου, οι αλαλαγμοί, ο ήχος από μέταλλο πάνω σε μέταλλο ή σάρκα, όλα ανακατευόταν σε κάτι που τα ανθρώπινα αυτιά δεν πρέπει να ακούν. Μια ωδή στον αιμοχαρή Άρη.
Ένας πέμπτος Πέρσης έπεσε πάνω στην ασπίδα μου σπρωγμένος από τον πίσω άντρα της σειράς του. Κατέβασα το δόρυ μου στον ώμο του Μήδου με τόση δύναμη που τον διαπέρασε. Ο ήχος της μάχης μαινόταν εκκωφαντικός.
Τότε ένιωσα το δόρυ μου να σπάει μέσα στο σώμα του άντρα που κατέρρεε προς το έδαφος καθώς η ψυχή άφηνε τα κόκαλά του. Ύψωσα πάλι το χέρι και είδα το σπασμένο ξύλο από φραξιά να στάζει αίμα. Κάποια εντόσθια γλιστρούσαν γοργά προς το σώμα, που κάποτε τα κρατούσε ζωντανά μέσα του.
Τότε ένιωσα ένα πόνο στην ωμοπλάτη και μια θέρμη, να απλώνεται πάνω στο δέρμα, καθώς το ζεστό αίμα κυλούσε στο σώμα μου και ανακατεύονταν με τον ιδρώτα. Δεύτερο τσούξιμο στη στιγμή, καθώς το δόρυ του επόμενου αντιπάλου του τραβιόταν έξω έτοιμο να με ξαναχτυπήσει, αυτή τη φορά θανατηφόρα.
Τα μάτια του Πέρση ήταν σχεδόν κλειστά από την ένταση καθώς προσπαθούσε να επικεντρωθεί πάνω μου, αλλά το στόμα του έχασκε ανοιχτό καθώς η κραυγή που έβγαινε από μέσα σαν βρυχηθμός επικουρούσε την τελική του προσπάθεια εναντίον μου.
Η κραυγή του σταμάτησε στη μέση καθώς κατέβασα το χέρι μου και σφήνωσα το υπόλοιπο του κονταριού μου στο λαρύγγι του αγνώστου άνδρα. Η μανιασμένη κραυγή του έγινε ένας σφυριχτός πνιγμός, όπως οδηγούσα με μανία το ξύλο από το στόμα στα πνευμόνια του. Νέος πίδακας αίματος ξεπετάχτηκε βάφοντας το χέρι μου σκούρο κόκκινο. Οι οφθαλμοί του Πέρση σχεδόν πετάχτηκαν έξω από τις κόγχες τους και χωρίς ήχο σωριάστηκε ακολουθώντας και αυτός τον δρόμο, που οδηγούσε ο ψυχοπομπός Ερμής, για το βασίλειο του Άδη.
Τα δόρατα είχαν αρχίσει πια να μην αντέχουν την μανία της μάχης και να σπάνε σε όλο το μήκος της φάλαγγας. Το χέρι μου ασυναίσθητα κινήθηκε στο πλευρό για να πιάσει το ξίφος, που κρεμόταν εκεί. Ωθώντας με όση δύναμη μπορούσαν τον πρώτο σύντροφό τους στη γραμμή, ο επόμενος Μήδος σπρώχτηκε με ορμή πάνω μου. Το δόρυ του Μήδου έσπασε από αυτή την ορμή χτυπώντας την ασπίδα μου ενώ η προέλαση στο κέντρο της φάλαγγας είχε πλέον αποκοπεί. Το μικρό σπαθί έσκισε την κοιλιά του άνδρα δύο φορές πριν τα εντόσθιά του πεταχτούν έξω και μπλεχτούν στη λαβή και το χέρι μου. Ο Μήδος άφησε την ασπίδα του από λυγαριά να γλιστρήσει στο έδαφος και για μια στιγμή έμεινε όρθιος κοιτώντας με απορία τα σωθικά του. Μετά απλώς κατέρρευσε.
Έκανα ένα μικρό βήμα πίσω κολλώντας πιο σφιχτά πάνω στην ασπίδα του οπίσθιου οπλίτη ενώ οι παλινδρομικές κινήσεις από τη μάχη με έκαναν να χάνω την ισορροπία μου, αλλά οι ώμοι των εκατέρωθεν συντρόφων μου με κρατούσαν όρθιο.
Τα πόδια μου πατούσαν πάνω στη λάσπη που δημιουργήθηκε από το αίμα και τα άλλα υγρά των νεκρών και ζωντανών κορμιών. Το διψασμένο για νερό έδαφος αρνιόταν να ρουφήξει ακόμη το ανθρώπινο αίμα που έρεε άφθονο. Σαν να ήταν κάποιο ανοσιούργημα που δεν είχε θέση στην άγια γη. Ο φόβος ήταν διάχυτος. Τον μύριζες στη σάρκα που ξεψυχούσε, στους ατμούς του αίματος, που ανακατεμένος με ιδρώτα και άλλα υγρά του σώματος, τα ούρα, που έφευγαν γλιστρώντας πάνω στους μηρούς των ανδρών και από τις δύο παρατάξεις. Οι άντρες δεν όριζαν πια τις σωματικές λειτουργίες τους, ούτε τις πιο απλές.
Το ξίφος μου χώθηκε βαθιά στο πρόσωπο του Πέρση που ήταν μπροστά διέλυσε το σαγόνι και διαπέρασε τον αυχένα του. Ποτάμι από αίμα ξεπετάχτηκε πάνω μου εισχωρώντας στα ρουθούνια και στο στόμα μου. Το κατάπια ασυναίσθητα και ξέρασα αμέσως μετά πάνω στο θώρακά μου, μέσα στην περικεφαλαία μου. Η αισχρή μυρουδιά των γαστρικών υγρών τρύπησε τα ρουθούνια μου και καρφώθηκε στο μυαλό μου βελονιάζοντας το.
‘Συγκροτηθείτε' άκουσα τη φωνή του Αριστείδη κάπου δίπλα. ‘Σχηματίστε τις γραμμές σας πυκνές. Δεν μπορούμε να κρατήσουμε άλλο. Υποχωρήστε συντεταγμένα. Φωνάξτε το στους διπλανού σας'.
Βήμα με βήμα η φάλαγγα υποχωρούσε προς τα πίσω. Η ανώτερη αριθμητικά περσική φάλαγγα έσπρωχνε όλο και πιο πολύ. Τώρα πλέον είχαμε κολλήσει ο ένας άνδρας πάνω στον άλλο. Ώμο με ώμο. Πλάτη με ασπίδα. Οι Πέρσες μπροστά αναθάρρησαν. Αν και καμιά στιγμή δεν φάνηκαν δειλοί τώρα άρχισαν να ελπίζουν ότι θα γκρέμιζαν στα τάρταρα το τείχος από ασπίδες και θώρακες.
Είδαν ότι πίσω από το χαλκό υπάρχει σάρκα, αίμα και οστά. Δεν έβλεπαν μορφασμούς στα πρόσωπα, αλλά πίσω από τις παγωμένες μάσκες άκουγαν κραυγές πόνου να ξεπετάγονται κάθε φορά που ο σίδηρος κατάφερνε να βρει το δρόμο του προς το σώμα. Η λάμψη του χαλκού είχε χαθεί κάτω από ένα χρώμα σκοτωμένου κόκκινου που έρεε πάνω του και ξεραινόταν καταδεικνύοντας πόσο εύθραυστο ον είναι ο άνθρωπος μπροστά στο σίδηρο.
Η σφαγή συνεχίζονταν καθώς γενναία οι Πέρσες και οι Σάκες συνέχιζαν να πέφτουν με ορμή πάνω στις κοφτερές λεπίδες μας. Το βάρος των εχθρών άρχιζε να λυγίζει την παράταξή. Ήδη τώρα βηματίζαμε αργά αλλά σταθερά προς τα πίσω. Σε λίγο θα ήμασταν πίσω στο χώρο εκκίνησης.
Πατώντας στα κορμιά που είχαν πέσει κάτω από την ορμή της φάλαγγας, ελληνικά και περσικά, και νιώθοντας κάθε λογής συνονθύλευμα κορμιού, αίματος και εντοσθίων να μπλέκονται κάτω από τα δάχτυλα των ποδιών μας υποχωρούσαμε συντεταγμένα. Για μια στιγμή έχασα την στήριξή μου στα δεξιά καθώς ο οπλίτης που βρισκόταν εκεί έπεσε με ένα ουρλιαχτό πόνου όταν ένα σπαθί καρφώθηκε στα γενετικά του όργανα. Πίσω από αυτόν μια νέα ασπίδα βγήκε μπροστά και το δόρυ του άνδρα που την κρατούσε έβαλε τέλος στη ζωή του Πέρση.
Το κορμί μου ένιωθε πια καταπονημένο και είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ τις πληγές μου, καθώς ο ιδρώτας, που τώρα πια έτρεχε άφθονος από τους πόρους του δέρματός μου, είχε αρχίσει να αφυδατώνει κάθε ικμάδα του κορμιού μου. Έσφιξα τα δόντια μου και βγάζοντας μια δυνατή κραυγή σήκωσα το χέρι μου και το κατέβασα με ορμή στο λαιμό του Μήδου μπροστά του. Η πανοπλία του έγινε κατακόκκινη, όταν το αίμα από το σώμα, που το κεφάλι του είχε εκτιναχθεί ψηλά στον αέρα, έπεσε πάνω μου. Θεοί! τι φρίκη!
Τότε, ξάφνου, η ορμή της πίεσης που δεχόμασταν άρχισε να ελαττώνεται. Μειώθηκε αισθητά στην αρχή και μετά σταμάτησε. Από τις αιχμές των δοράτων του εχθρού κατάλαβα ότι οι πίσω σειρές έκαναν μεταβολή. Τα άκρα της παράταξης τα είχαν καταφέρει.
΄΄Εχουν διαλυθεί τα άκρα των Μήδων σύντροφοι' άκουσα τον Αριστείδη, να ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη. ‘Μη σπάσετε τώρα. Η νίκη είναι κοντά'.
«Εσείς οι Έλληνες δεν έχετε μάθει να αποδίδετε ορθά τιμές» ακούστηκε μια φωνή από το πλάι του Μιλτιάδη.
«Βασιλιά Δαρείε, γενιά του Κύρου του μέγα, μονάρχη της Ανατολής» ξαναπροσφώνησε ο Μιλτιάδης αγνοώντας την προσβολή του Αρταφέρνη, «ήρθα να θέσω τον εαυτό μου στην υπηρεσία σου, σε τούτη την εκστρατεία που έχεις αναλάβει».
Ο Δαρείος χαμογέλασε με τον εκνευρισμό, που φαινόταν καθαρά στο πρόσωπο του αγνοημένου αξιωματικού του.
«Ποιος είσαι Αθηναίε εσύ, που αγνοείς τους αξιωματικούς μου;» είπε τελικά κοιτώντας τον Μιλτιάδη στα μάτια.
«Κατάγομαι από μια πόλη, που οι ομοεθνείς μου θεωρούν, μεγάλη και παλιά Μητρόπολη των πόλεων που ο πατέρας σου έθεσε κάτω από την αυτοκρατορία σου στα παράλια της Ιωνίας», απάντησε ο Μιλτιάδης. «Η γενιά μου μόνο αχαμνή δεν είναι. Άρχοντες και ευγενείς έχει δώσει στην πόλη αυτή. Δύο φορές έχει τιμηθεί με ολυμπιακές νίκες στο αγώνισμα των ευγενών, το τέθριππο. Για μας τους Έλληνες αυτή είναι η μέγιστη τιμή».
«Και τι είναι αυτό που προσφέρεις σε μένα ξένε και με ποιο αντάλλαγμα;» έκανε περίεργος ο Δαρείος.
«Ξέρω, ότι πολεμάς τους Σκύθες, γιατί λεηλάτησαν περιοχές της αυτοκρατορίας σου. ΄Ομως βλέπω ότι υπέταξες κάθε φυλή και έθνος μετά το πέρασμά σου στη Ευρώπη. Είναι εμφανής ο σκοπό σου βασιλιά. Όμως ο πόλεμος με τους Σκύθες δεν πάει καλά. Σε παρασύρουν όλο και πιο βαθιά στη χώρα τους, που την ξέρουν καλά και δε στέκονται πουθενά να πολεμήσουν. Ενώ υπερτερείς στο πεζικό, το ιππικό τους έχει προκαλέσει απώλειες στο δικό σου. Την χώρα όμως αυτή την ξέρω και εγώ από τις εμπορικές συναλλαγές που έχω με τις διάφορες φυλές τους, που τώρα ενώθηκαν για να σε αντιμετωπίσουν. Ξέρω, επίσης, και τις συνήθειές τους στην ειρήνη και στον πόλεμο. Αν σου φανώ χρήσιμος και αν, όπως έχω καταλάβει, ζητήσεις την εξάπλωση της αυτοκρατορίας σου και στην Ευρώπη, τότε μπορώ να ελπίζω σε μια ευνοϊκή μεταχείριση από μέρους σου. Όπως έχω μάθει, δεν είσαι αχάριστος στους ευεργέτες σου Δαρείε».
«Είσαι έξυπνος άντρας Αθηναίε» διέκοψε ο Δαρείος, «και τα κίνητρά σου αν και δικαιολογημένα δεν μου είναι επαρκή. Η συγκυρία άλλωστε δε σε βοηθά. Μάθε ότι δεν μου είσαι χρήσιμος. Έστειλα ήδη στον αρχηγό των Σκυθών μήνυμα να με αντιμετωπίσει εδώ που είμαστε. Τους μήνυσα να με αντιμετωπίσουν ή να προσφέρουν γη και νερό σε μένα».
Μια φασαρία έξω από τη σκηνή διέκοψε τα λόγια του Δαρείου. Ένας άντρας μπήκε μέσα και πλησίασε το βασιλιά. Γονάτισε μπροστά από το θρόνο και ακούμπησε το κεφάλι του στο έδαφος.
«Μίλα φρουρέ» έκανε ο Δαρείος, «Τι αναστάτωση διακόπτει τα λόγια μου;».
«Μέγα βασιλέα» ξεκίνησε ο φρουρός χωρίς να σηκώσει το πρόσωπό του από το έδαφος, «κήρυκας των Σκυθών έφτασε και θέλει να σε δει. Φέρνει λέει απάντηση».
«Φέρ΄ τον μέσα λοιπόν» έκανε νεύμα ο Δαρείος.
Ένας άντρας μπήκε σε λίγο και με βήμα θρασύ, που έδειχνε περιφρόνηση σε όλους τους παρευρισκομένους, προχώρησε και στάθηκε μπροστά στο Δαρείο.
«Ο Ιδάνθυρσος, αρχηγός των ενωμένων σκυθικών φυλών» άρχισε να μιλά χωρίς να ζητήσει άδεια, «σου λέει Δαρείε ότι καμιά στιγμή δε φοβήθηκε να σε αντιμετωπίσει. Έτσι ζουν οι Σκύθες στην ειρήνη, έτσι πράττουν και στον πόλεμο. Αφού δεν έχουμε πόλεις και χωράφια να υπερασπιστούμε, επιλέγουμε εμείς τον τόπο της μάχης. Αυτή είναι η απάντησή μας» είπε ο κήρυκας και άδειασε στο έδαφος ένα σάκο.
Πάνω στο ακριβό χαλί έπεσαν ψόφιοι ένας βάτραχος, ένα πουλί, ένας ποντικός και πέντε βέλη.
«Τι σημαίνει αυτό Σκύθη;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Δαρείος.
«Οι διαταγές μου Δαρείε είναι, να παραδώσω αυτά και να φύγω» είπε ο κήρυκας και γύρισε, χωρίς να ζητήσει άδεια ξανά, να φύγει. Αγέρωχα περπάτησε μέχρι την έξοδο χωρίς να εμποδιστεί από κανένα.
Ο Δαρείος, όπως και οι άλλοι αξιωματικοί ήταν τόσο έκπληκτοι που δεν διέταξαν να τιμωρηθεί ο Σκύθης κήρυκας για την προφανέστατη αναίδειά του.
«Είναι φανερό» έσπασε την σιωπή ο Δαρείος. «Το ποντίκι ζει στο χώμα, ο βάτραχος στο νερό το πουλί στον αέρα. Μαζί με τα βέλη, που είναι τα όπλα τους τα παραδίδουν όλα σε μένα».
«Μάλλον έχεις άδικο μέγα βασιλέα» έκανε σκεπτικός ο Μιλτιάδης.
«Τι εννοείς ξένε;» ρώτησε σαστισμένος ο Δαρείος.
«Νομίζω ότι η απάντηση είναι ότι επιτέλους θα σε πολεμήσουν και όχι μόνο αυτό. Το μήνυμά τους είναι σαφές. Ακόμη και αν γίνετε ποντίκια και μπείτε κάτω από τη γη, πουλιά και πετάξετε ή βάτραχοι και κολυμπήσετε τα βέλη τους θα σας σκοτώσουν όλους».
Σιωπή έπεσε στην αίθουσα.
«Βασιλιά μου» ακούστηκε μια φωνή από τους παρευρισκόμενους.
Ένας γέρος άντρας με αρχοντικό παράστημα σηκώθηκε και κοίταξε τον Δαρείο ανήσυχος.
«Μίλα Γωβρύα» του απάντησε ο Δαρείος
«Ο Αθηναίος έχει δίκαιο βασιλιά μου» είπε ο γέρος. «Ήδη οι Σκύθες έχουν ενωθεί. Μας έχουν παρασύρει βαθιά μέσα στη γη τους. Τα τρόφιμά μας είναι λίγα και οι εξήντα μέρες που έδωσες στους Ίωνες, που φυλάνε τις γέφυρες στον Ίστρο, τελειώνουν αύριο. Είμαστε σε πολύ δυσχερή θέση».
«Γωβρύα» μίλησε ο Δαρείος μετά από λίγη σκέψη, «ήσουν με τον πατέρα μου στην δημιουργία της αυτοκρατορίας και τον βοήθησες στην ανάληψη της εξουσίας. Σε θεωρώ σοφό άνθρωπο όσο και ανιδιοτελή. Πες μου τη συμβουλή σου. Τι νομίζεις ότι πρέπει να πράξω;»
«Μόλις σκοτεινιάσει, βασιλιά,» συνέχισε ο Γωβρύας, «ας πράξουμε και εμείς το ίδιο πονηρά με τους Σκύθες. Ας ανάψουμε φωτιές στο στρατόπεδο, όπως κάθε βράδυ, και να αφήσουμε τους γαϊδάρους, που οι φωνές τους τρομάζουν τα σκυθικά άλογα, όπως και το τμήμα του στρατού, που δε θα μπορεί να κινηθεί γρήγορα. Οι υπόλοιποι ας ξεκινήσουμε να γυρίσουμε στον Ίστρο πριν η Ιωνική φρουρά φύγει και οι Σκύθες καταλάβουν τις γέφυρες. Αυτό θα ήταν καταστροφή και για σένα και για την αυτοκρατορία ολόκληρη. Μη ξεχνάς ότι δεν ξέρουμε την περιοχή και θα δυσκολευτούμε να βρούμε σωστό και γρήγορο δρόμο για την επιστροφή».
Ο Δαρείος έμεινε πάλι σκεπτικός για λίγο και μετά μίλησε απευθυνόμενος στο Μιλτιάδη.
«Τελικά, Αθηναίε, ίσως φανείς χρήσιμος».
-----------------------------------------------
«Ποτέ δε θα έχεις άλλη τέτοια ευκαιρία να διαλύσεις τον Περσικό κίνδυνο φίλε μου». Η φωνή του Μιλτιάδη είχε τόνο αποφασιστικό και ταυτόχρονα παραινετικό. «Κοίτα Ισταίε» συνέχισε δείχνοντας με το δάχτυλό του, «κοίτα, μόνο αυτά τα σχοινιά κρατούν τη ζωή του Δαρείου και του στρατού του. Δες άνθρωπε και σκέψου. Είσαι άρχοντας της Μιλήτου. Θα ελευθερώσεις την πόλη σου».
Ο Ίωνας συνομιλητής του κοίταζε αμήχανα, μια τα σχοινιά που κρατούσαν τη γέφυρα και μια το αποφασιστικό βλέμμα του ανθρώπου που τον προέτρεπε.
«Σε ξέρω Μιλτιάδη» είπε μετά, «όλοι σε ξέρουν στα μέρη αυτά. Έχεις μεγάλη φήμη για την τόλμη σου και το πολυμήχανο μυαλό σου και οι περισσότεροι Έλληνες σε σέβονται. Καταλαβαίνω τι λες και ίσως έχεις δίκαιο».
«Ίσως;» φώναξε ο Μιλτιάδης και οι άλλοι άρχοντες των Ιωνικών πόλεων άρχισαν να συγκεντρώνονται κοντά τους. «Όχι ίσως φίλε μου. Μα τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, σίγουρα έχω δίκαιο. Όλοι ξέρουμε τις βλέψεις που έχει ο Δαρείος για την Ελλάδα, δεν το κρατά κρυφό εξάλλου. Από κάποιο παιχνίδι της μοίρας αποφάσισε ο ίδιος να οδηγήσει το στρατό ενάντια στις φυλές των Σκυθών που λεηλάτησαν τη χώρα του. Αν με ρωτήσεις πάντως, θεωρώ ότι αυτό είναι δικαιολογία».
«Δηλαδή;» έκανε ο Ισταίος.
«Υπέταξε, αμέσως, με το που πέρασε στην Ευρώπη, τη Θράκη και τις γύρω περιοχές. Είναι προφανές ότι ασφαλίζει τα περάσματα για να διαβεί ασφαλής ο στρατός του προς την Ελλάδα και δε θέλει να έχει άλλα ανοιχτά μέτωπα ή απώλειες κατά την πορεία του. Όμως τα πράγματα δεν πάνε όπως τα θέλουν πάντα οι άνθρωποι, ευτυχώς γι΄ αυτό. Ο Δαρείος βέβαια δεν αφήνει τα πράγματα στην τύχη τους. Γι΄ αυτό άφησε φρουρά στη γέφυρα, ώστε, αν εγκλωβιστεί και χάσει στη μάχη να μην αποκοπεί από τη χώρα του. Βασικά να γλιτώσει ο ίδιος και οι στρατηγοί του».
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος όμως;» έκανε ο Ισταίος.
«Πήγα μαζί του ως γνώστης της περιοχής και των τρόπων των αντιπάλων του» χαμογέλασε ο Μιλτιάδης. «Πείστηκε ότι θα του είμαι χρήσιμος τώρα που υποχωρεί και προσπαθεί να αποφύγει τον κύριο όγκο του στρατού των Σκυθών. Βέβαια αυτό λειτουργεί και ανάποδα. Ήθελα να δω και εγώ πώς σκέφτεται ο ίδιος και οι στρατηγοί του. Να δω το στρατό του και τον τρόπο που διεξάγει τις μάχες».
«Που είναι αήττητος ως τώρα» αντέτεινε ο Ισταίος.
«Σωστά το είπες άνθρωπε. Ως τώρα» διέκοψε ο Μιλτιάδης. «Βλέπεις χθες βράδυ ξεκίνησε την υποχώρησή του από το δρόμο που πρότεινα εγώ. Το πρωί τους είχα ήδη οδηγήσει από ένα κλειστό σημείο ανάμεσα από δύο πυκνά δασωμένους λόφους. Ίππευα δίπλα από την άμαξα, που μετέφερε το Δαρείο. Κατάλαβα ότι ήμασταν έτοιμοι να πέσουμε σε ενέδρα. Δεν είπα τίποτα και προφασίστηκα ότι θα πάω με την εμπροσθοφυλακή να κατοπτεύσω το χώρο. Απομακρύνθηκα λίγο και διατήρησα μια απόσταση από την άμαξα. Ξάφνου από ψηλά ξεκίνησε ο συριγμός. Τα πρώτα βέλη χτύπησαν τους ιππείς γύρω από την άμαξα που πέθαναν πριν καταλάβουν τι γίνεται.
Η εμπροσθοφυλακή και η οπισθοφυλακή δέχθηκαν ταυτόχρονη επίθεση. Γύρισα το άλογό μου μέσα στο δάσος και άρχισα να καλπάζω, όσο αυτό ήταν δυνατόν. Πέρασα την άμαξα του Δαρείου, ελπίζοντας να έχει ήδη πεθάνει. Όμως οι άντρες της προσωπικής του φρουράς είχαν σχηματίσει ένα σάρκινο τείχος και δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα βέλη του εχθρού. Οι αξιωματικοί φώναζαν στον στρατό να συμπτυχθεί και να αντιμετωπίσει τους βάρβαρους, που τους είχαν αιφνιδιάσει. Χτύπησα το άλογο να τρέξει πιο γρήγορα προς το ποτάμι. Δυστυχώς ο Μεγάβαζος, ένας αξιωματικός που τον έχει σε μεγάλη υπόληψη, με ξεχώρισε ανάμεσα στα δέντρα. ΄Πιάστε τον Έλληνα σκύλο' φώναξε στους ιππείς, που προσπαθούσαν να αμυνθούν από τα βέλη. ‘Μην αφήσετε τον προδότη να ξεφύγει'. Τρεις ιππείς ξεκίνησαν προς το μέρος μου.
Έβγαλα το σπαθί μου και ξαναμπήκα στο μονοπάτι. Ποδοπάτησα όποιον άτυχο Μήδο βρέθηκε μπροστά μου, βλέπεις κοιτούσαν προς την κατεύθυνση που δεχόταν επίθεση. Βγαίνοντας από το συνονθύλευμα του στρατού που συμπτυσσόταν, άρχισα να καλπάζω προς τους Σκύθες. ‘Όλα ή τίποτα τώρα' σκέφτηκα. Ο ένας από τους τρεις Μήδους ιππείς, που με καταδίωκαν όμως, με είχε φτάσει. Αν δεν ήμουν εξοικειωμένος με τα άλογα από μικρός θα με είχε σκοτώσει.
Έγειρα στο πλάι του αλόγου μου και το σπαθί του σφύριξε το σκοπό του Χάροντα ξυστά πάνω από το κεφάλι μου. Το δικό μου σπαθί όμως έκοψε τους τένοντες των μπροστινών ποδιών του αλόγου του. Σάλια ιδρώτας και αίμα πετάχτηκαν πάνω μου καθώς το άλογο με ένα ρόγχο ανατράπηκε ρίχνοντας τον αναβάτη του στο χώμα. Οι άλλοι δύο όμως με είχαν φτάσει και μπροστά μου ορθωνόταν ένα τείχος από Σκύθες τοξότες.
Ήμουν τυχερός. Βλέποντας να σκοτώνω το Μήδο ιππέα δεν ήξεραν τι να κάνουν με μένα και ανοίγοντας δρόμο να περάσω σκότωσαν τους δύο που ακολουθούσαν. Κάλπασα σαν τον άνεμο για να φτάσω εδώ πριν οποιονδήποτε άλλο. Γι' αυτό σου λέω κόψε τα σκοινιά, πριν είναι αργά».
«Δηλαδή ο Δαρείος είναι νεκρός» έκανε αμήχανα ο Αρισταγόρας από την Κύμη.
«Μπορεί» είπε ο Μιλτιάδης, που τώρα κοίταγε στην άλλη πλευρά της γέφυρας. «Μπορεί και όχι. Οι Σκύθες δεν πολεμούν εκ παρατάξεως. Χτυπούν γρήγορα, προκαλώντας όσες απώλειες μπορούν και φεύγουν».
Καλπασμοί ακούστηκαν καθαρά τώρα από την άλλη πλευρά.
«Έρχονται, άνθρωπε, θα το κάνεις;» φώναξε ανήσυχα ο Μιλτιάδης τραβώντας το σπαθί του.
«Πιάστε το σκύλο» ακούστηκε η κραυγή του πρώτου ιππέα που ξεπρόβαλε στο μονοπάτι που οδηγούσε στη γέφυρα.
«Λυπάμαι» είπε ο Ισταίος, «Αν πεθάνει ο Δαρείος, όλες οι πόλεις θα ζητήσουν δημοκρατία και εμείς, οι άρχοντές τους, θα χάσουμε κάθε εξουσία».
Οι πρώτοι ιππείς άρχισαν να περνάνε προσεκτικά τη γέφυρα ουρλιάζοντας από θυμό.
«Ηλίθιε» φώναξε ο Μιλτιάδης βάζοντας το σπαθί πάλι στην θήκη του. «Δεν ξέρεις τι θα μπορούσες να αποτρέψεις τώρα».
Έσπρωξε δύο από τους άρχοντες που έκαναν να τον πιάσουν και πήδηξε στο άλογό του. Μια άγρια κραυγή ξεχύθηκε από το λαρύγγι του καθώς τα πόδια του χτύπησαν τα πλευρά του αλόγου, που για μια στιγμή σηκώθηκε στα δυο του πόδια χλιμιντρίζοντας και μετά άρχισε να καλπάζει γρήγορα. Μια βρισιά ίσα που σταμάτησε στο φράχτη των δοντιών του Μιλτιάδη.
«Θα μπορούσε να τελειώσει τώρα» σκέφτηκε καθώς πίεζε το άλογό του στα έσχατα των δυνάμεών του.
-----------------------------------------------
«Σαν οπλές αλόγων ακουγόταν κάτω από τα πόδια των Ελλήνων το βάδισμα την φάλαγγας. Οκτώ στάδια μπροστά υπήρχε η μεγαλύτερη πρόκληση που είχε αντιμετωπίσει μέχρι τότε η Αθήνα, η Ελλάδα. Οι αιχμές των ακοντίων σείονταν πάνω στον αέρα δημιουργώντας ένα συριγμό. Σαν οχιά που ετοιμάζεται να καρφώσει τους κυνόδοντες στη σάρκα του θηράματος της. Ο ήχος συνεχίστηκε πιο αποφασιστικός καθώς δώδεκα χιλιάδες ζευγάρια πόδια ανεβοκατέβαιναν χτυπώντας τη γη σφυρηλατώντας τη, όπως το σφυρί του Ήφαιστου το χαλκό. Σφυρηλατούσαν πια τη δική τους ασπίδα του Αχιλλέα με τους χτύπους της θέλησής τους, που χαλύβδωνε σε κάθε βήμα.
Οι αλογοουρές από τις περικεφαλαίες σειόταν στην πρωινή αύρα και ο παλμός τους μεταδιδόταν σε όλο το σώμα, στο βηματισμό. Σαν επιβήτορας, που τινάζει τη χαίτη του και σκάβει με την οπλή του το χώμα για να δείξει την ισχύ του. Αυτή η ισχύς από δώδεκα χιλιάδες αποφασισμένους άντρες έβγαινε καυτή ανάσα ηφαιστείου.
Απέναντι, από την παράταξη των Μήδων, ακούστηκαν φωνές. Ετοιμαζόταν για μάχη. Τα ουρλιαχτά των αξιωματικών των Περσών μπερδευόταν από το μουρμουρητό των αντρών και τον ήχο από το στέριωμα ακοντίων και ασπίδων. Από το πύκνωμα της δικής τους φάλαγγας. Όμως είχαν πια αρχίσει να ακούν τον ήχο των μεταλλικών δοντιών που έτριζαν από την προσμονή, την αδημονία να ξεσκίσουν τις σάρκες τους και να γευτούν το καυτό αίμα που θα τιναζόταν πίδακας από τις φλέβες τους.
‘Δρομαία έφοδος' αντήχησε ξαφνικά το ουρλιαχτό του Μιλτιάδη, όταν φτάσαμε στην απόσταση του ενός σταδίου. ‘Δρομαία έφοδος' άρχισαν να επαναλαμβάνουν ακαριαία οι αξιωματικοί σε όλους τους λόχους.
Αρχίσαμε να τρέχουμε. Βήμα και ανάσα. Διασκελισμός και παλμός καρδιάς. Τρέχαμε σηκώνοντας το βάρος της πανοπλίας που άρχισε να βροντά πάνω στο σώμα. Κάθε φορά που τα πόδια έδιναν ώθηση στο σώμα η αρματωσιά ερχόταν να πέσει με δύναμη πάνω του. Η ψυχή κινούσε το σώμα εμπρός και το σώμα το σκληρό βαρύ μέταλλο. Ξανά και ξανά.
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
Ακούστηκε μια φωνή μέσα από τη φάλαγγα. Ποιος ξεκίνησε τους αλαλαγμούς; Αργότερα έγιναν εικασίες ότι ήταν κάποιος θεός, η Αθηνά ίσως. Εκείνη τη στιγμή δεν αναρωτήθηκε κανένας, απλώς διαπέρασε τη φάλαγγα όπως διαπερνά ρίγος τη ραχοκοκαλιά καθώς η παγωμένη δροσιά του χειμωνιάτικου πρωινού γλιστρά από τον αγέρα πάνω στον αυχένα και διατρέχει την σπονδυλική στήλη προς τα κάτω.
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
Μια αγέλη μανιασμένων λύκων που πεινασμένη κατεβαίνει από τα βουνά και ορμάει τρελαμένη για αίμα πάνω στη στάνη.
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
«ΑΛΑΛΑΛΑ»
Τα στόματα ανοιχτά με τη γλώσσα να κινείται οσμιζομένη τη γεύση του θανάτου.
Ήμασταν πια εντός του βεληνεκούς των τοξοτών τους, αλλά τα βέλη δεν είχαν υψωθεί ακόμη στον ουρανό. Το σχέδιο είχε επιτύχει. Ξαφνιάστηκαν. Φωνές, ή καλύτερα ουρλιαχτά, ακούστηκαν στην Περσική γλώσσα και τότε φάνηκαν στον αιθέρα. Μαύρες σκιές που άρχισαν να ανυψώνονται πίσω από την παράταξη των Περσών. Βέλη σαν όρνια, που ψάχνουν τη λεία τους από ψηλά και μόλις την εντοπίσουν εφορμούν διψασμένα για να ρουφήξουν αχόρταγα τη ζωή από τα κόκαλα του θύματός τους.
«Βέλη, βέλη» άρχισε να διαδίδεται στην παράταξη από στόμα σε στόμα. Τα μάτια γύρισαν στιγμιαία στον ουρανό και το σύννεφο, που κουβαλούσε θάνατο, άρχισε να ρίχνει τις φαρμακερές σταγόνες του πάνω μας. Χωρίς ήχο ο Χάρος άνοιξε το στόμα του.
Τα χέρια ακολουθώντας το ρυθμό του τρεξίματός, υψώθηκαν με κόπο και οι μύες σφίχτηκαν, καθώς το βαρύ όπλο σηκώνονταν, για να προστατέψει απ΄ το μοιραίο, το τραγούδι που ερχόταν πια στα αυτιά των οπλιτών, καθώς τα βέλη κατηφόριζαν σχίζοντας τον αέρα με το απαίσιο σφύριγμά τους. Δώδεκα χιλιάδες ασπίδες ύψωσαν ένα χάλκινο τείχος στον ουρανό για να προστατευθούν καθώς τα βέλη κατηφόριζαν δείχνοντας το δρόμο για τον Άδη.
Το φως του ήλιου που ανακλάστηκε πίσω στον ουρανό από το γυαλισμένο μέταλλο δεν διέκοψε την ορμή τους. Σαν τον ήχο της δυνατής βροχής πάνω σε σκέπη τα βέλη άρχισαν να χτυπούν πάνω στα όπλα. Κάποιες κραυγές πόνου πέρασαν το τείχος των ασπίδων.
Ο μπροστινός μου ξαφνικά χάθηκε από τα μάτια μου και ένιωσα το κουφάρι του να κατρακυλά κάτω από τα πόδια μου. Για μια στιγμή μόνο άκουσα τον πνιχτό επιθανάτιο ρόγχο, καθώς ένα βέλος διαπέρασε το λαιμό τρυπώντας του το λαρύγγι. Χωρίς να σκεφτώ άνοιξα το διασκελισμό μου καταλαμβάνοντας τη θέση του στη πρώτη γραμμή. Πίσω μου οι υπόλοιποι οπλίτες ακολούθησαν.
Μέσα από την περικεφαλαία είχα περιορισμένη θέα των περσικών δυνάμεων που απλωνόταν μπροστά μου. Η απόσταση του κρίσιμου σταδίου είχε κυλήσει κάτω από τα πέλματα της δρομαίας φάλαγγας και έμειναν μόνο λίγα πόδια πια. Μια δεύτερη ριπή βελών έσκισε τον αέρα, αλλά ήταν πια αργά. Θα σφύριζαν το φαρμακερό τραγούδι τους πίσω μας. Επικέντρωσα το βλέμμα μου στον Πέρση, που ήταν πια μπροστά μου.
Μπορούσα να δω το ασπράδι των ματιών του και το φόβο μέσα τους.
Οι αιχμές των ακοντίων των Περσών κατέβηκαν με μια κίνηση εμπρός, αλλά η κίνησή αυτή χάραζε σαν γραφίδα τον τρόμο τους στον αέρα. Οι ασπίδες μας κατέβηκαν ακόμη μια φορά μπροστά από το θώρακα. Λίγα βήματα ακόμη είχαν μείνει.
Τα μάτια του άγνωστου ανθρώπου που ήταν μπροστά άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη και τον φόβο. Το δόρυ του σηκώθηκε λίγο προς τα πάνω και η ασπίδα του κόλλησε στο στήθος του. Δεν ήξερε αν έβλεπε ανθρώπους, ή αφηνιασμένα τέρατα σε κατάσταση καταληψίας, να ορμούν, χωρίς καμιά ελπίδα, προς το θάνατο. Σαν η λέαινα εγκλωβισμένη από σκυλιά και κυνηγούς πετάγεται για να σώσει τα μικρά της, έτσι εκτινάχθηκα στο τελευταίο βήμα μου. Έτσι εκτινάχθηκαν όλοι στο τελευταίο βήμα τους.
Από την απαγγελία του παιάνα και μετά όλα κυλούσαν γρήγορα. Όλα εκτός από μια στιγμή, που πάγωσε ο χρόνος. Τη στιγμή που όλη η μπροστινή γραμμή της φάλαγγας ήταν πια στον αέρα σε κείνο το ατελείωτο βήμα, πριν την κρούση. Εκείνη τη στιγμή, η άμετρη γραμμή των περσικών δυνάμεων φάνηκε να κλονίζεται. Να κάνει μία μικρή κίνηση προς τα πίσω σαν ένα σώμα. Από την άλλη η δική μας μπροστινή γραμμή τινάχθηκε προς τα πάνω και καθώς το αριστερό χέρι έσφιξε την ασπίδα, το δεξί υψώθηκε στον ουρανό με το δόρυ να κοιτά με κλίση προς το έδαφος.
Διαπέρασα νοητά τα λίγα εκατοστά που χώριζαν τις δύο στρατιές από τη μια άκρη ως την άλλη. Ο ήχος είχε σταματήσει να διαταράζει το μυαλό μου όπως και ο χρόνος. Δεν άκουγα και δεν αισθανόμουν τίποτα πια. Είχα γίνει μια προσωπίδα ηθοποιού, που τόσο λάτρευα να βλέπω στο θέατρο. Μόνο που δεν θα παιδαγωγούσα. Θα σκόρπιζα το θάνατο. Οι τρίχες του αυχένα μου σηκώθηκαν όρθιες καθώς φαντάστηκα ότι ήμουν Πέρσης και έβλεπα την απρόσωπη μεταλλική φάλαγγα να ορμά ακλόνητη και με μανία καταπάνω μου. Δεν έβλεπα πρόσωπο. Δεν μπορούσα να ικετέψω έλεος από δυο μαύρες κόγχες. Δεν είχα μπροστά μου ανθρώπους μόνο ψυχρό ανέκφραστο μέταλλο.
Ο γδούπος με επανέφερε στην πραγματικότητα. Τα δυο φοβισμένα μάτια, που με κοιτούσαν πριν, δεν ήταν πια εκεί. Τη θέση τους την είχαν πάρει δύο άλλα, που και αυτά με τη σειρά τους βούλιαξαν κάτω από το βάρος του χάλκινου χειμάρρου που ξεχυνόταν με ορμή παρασύροντας το φράγμα από σάρκα και αίμα. Ένας τρίτος πέρασε πάλι από κάτω μου μη μπορώντας να αντισταθεί. Κλαγγή, αχός αλαλαγμοί και φωνές πόνου μπλέκονταν όλα σε ένα οργιαστικό βακχικό τραγούδι.
Η πίεση που ασκήθηκε ήταν τρομακτική. Πριν καταλάβουν τι έγινε η Ελληνική φάλαγγα είχε ποδοπατήσει τρεις σειρές Περσών.
Το δόρυ του τέταρτου κατά σειρά πέρση εξοστρακίστηκε πάνω στην ασπίδα μου καθώς το δικό μου καρφώθηκε στο πλάι του λαιμού του. Το αίμα πετάχτηκε πίδακας καθώς το τραβούσα πάλι πάνω, ενώ κομμάτια από τη σάρκα του έμειναν να κρέμονται λάφυρα πάνω στον κόκκινο πια σίδηρο. Τα δόντια μου φάνηκαν καθώς μια σύσπαση του προσώπου μου άνοιξε τα χείλη σε ένα απροσδιόριστο χαμόγελο. Ένιωσα τα ούλα μου να τραβιούνται και τα δόντια μου να σφίγγονται. Αίμα έβαψε την περικεφαλαία μου και πέρασε μέσα από αυτή στο πρόσωπό μου. Η οσμή του με εξίταρε σαν θηρευτή του δάσους, που βλέπει το θήραμά του να σφαδάζει, καθώς του έχει καταφέρει το μοιραίο χτύπημα. Μια σταγόνα αίμα πέρασε των δοντιών το φράγμα για να μπλέξει με το σάλιο μου κάνοντας τις αισθήσεις μου να εξεγερθούν. Ήμουν πια, όπως όλοι οι άλλοι, μια Λάμια που διψούσε μόνο για αίμα. Τα όπλα μου είχαν γίνει τα δόντια που θα ξέσκιζαν τη σάρκα του εχθρού μου.
Οι επιθανάτιοι ρόγχοι ανθρώπων που τρυπιόνταν από το μέταλλο, οι φωνές πόνου, οι αλαλαγμοί, ο ήχος από μέταλλο πάνω σε μέταλλο ή σάρκα, όλα ανακατευόταν σε κάτι που τα ανθρώπινα αυτιά δεν πρέπει να ακούν. Μια ωδή στον αιμοχαρή Άρη.
Ένας πέμπτος Πέρσης έπεσε πάνω στην ασπίδα μου σπρωγμένος από τον πίσω άντρα της σειράς του. Κατέβασα το δόρυ μου στον ώμο του Μήδου με τόση δύναμη που τον διαπέρασε. Ο ήχος της μάχης μαινόταν εκκωφαντικός.
Τότε ένιωσα το δόρυ μου να σπάει μέσα στο σώμα του άντρα που κατέρρεε προς το έδαφος καθώς η ψυχή άφηνε τα κόκαλά του. Ύψωσα πάλι το χέρι και είδα το σπασμένο ξύλο από φραξιά να στάζει αίμα. Κάποια εντόσθια γλιστρούσαν γοργά προς το σώμα, που κάποτε τα κρατούσε ζωντανά μέσα του.
Τότε ένιωσα ένα πόνο στην ωμοπλάτη και μια θέρμη, να απλώνεται πάνω στο δέρμα, καθώς το ζεστό αίμα κυλούσε στο σώμα μου και ανακατεύονταν με τον ιδρώτα. Δεύτερο τσούξιμο στη στιγμή, καθώς το δόρυ του επόμενου αντιπάλου του τραβιόταν έξω έτοιμο να με ξαναχτυπήσει, αυτή τη φορά θανατηφόρα.
Τα μάτια του Πέρση ήταν σχεδόν κλειστά από την ένταση καθώς προσπαθούσε να επικεντρωθεί πάνω μου, αλλά το στόμα του έχασκε ανοιχτό καθώς η κραυγή που έβγαινε από μέσα σαν βρυχηθμός επικουρούσε την τελική του προσπάθεια εναντίον μου.
Η κραυγή του σταμάτησε στη μέση καθώς κατέβασα το χέρι μου και σφήνωσα το υπόλοιπο του κονταριού μου στο λαρύγγι του αγνώστου άνδρα. Η μανιασμένη κραυγή του έγινε ένας σφυριχτός πνιγμός, όπως οδηγούσα με μανία το ξύλο από το στόμα στα πνευμόνια του. Νέος πίδακας αίματος ξεπετάχτηκε βάφοντας το χέρι μου σκούρο κόκκινο. Οι οφθαλμοί του Πέρση σχεδόν πετάχτηκαν έξω από τις κόγχες τους και χωρίς ήχο σωριάστηκε ακολουθώντας και αυτός τον δρόμο, που οδηγούσε ο ψυχοπομπός Ερμής, για το βασίλειο του Άδη.
Τα δόρατα είχαν αρχίσει πια να μην αντέχουν την μανία της μάχης και να σπάνε σε όλο το μήκος της φάλαγγας. Το χέρι μου ασυναίσθητα κινήθηκε στο πλευρό για να πιάσει το ξίφος, που κρεμόταν εκεί. Ωθώντας με όση δύναμη μπορούσαν τον πρώτο σύντροφό τους στη γραμμή, ο επόμενος Μήδος σπρώχτηκε με ορμή πάνω μου. Το δόρυ του Μήδου έσπασε από αυτή την ορμή χτυπώντας την ασπίδα μου ενώ η προέλαση στο κέντρο της φάλαγγας είχε πλέον αποκοπεί. Το μικρό σπαθί έσκισε την κοιλιά του άνδρα δύο φορές πριν τα εντόσθιά του πεταχτούν έξω και μπλεχτούν στη λαβή και το χέρι μου. Ο Μήδος άφησε την ασπίδα του από λυγαριά να γλιστρήσει στο έδαφος και για μια στιγμή έμεινε όρθιος κοιτώντας με απορία τα σωθικά του. Μετά απλώς κατέρρευσε.
Έκανα ένα μικρό βήμα πίσω κολλώντας πιο σφιχτά πάνω στην ασπίδα του οπίσθιου οπλίτη ενώ οι παλινδρομικές κινήσεις από τη μάχη με έκαναν να χάνω την ισορροπία μου, αλλά οι ώμοι των εκατέρωθεν συντρόφων μου με κρατούσαν όρθιο.
Τα πόδια μου πατούσαν πάνω στη λάσπη που δημιουργήθηκε από το αίμα και τα άλλα υγρά των νεκρών και ζωντανών κορμιών. Το διψασμένο για νερό έδαφος αρνιόταν να ρουφήξει ακόμη το ανθρώπινο αίμα που έρεε άφθονο. Σαν να ήταν κάποιο ανοσιούργημα που δεν είχε θέση στην άγια γη. Ο φόβος ήταν διάχυτος. Τον μύριζες στη σάρκα που ξεψυχούσε, στους ατμούς του αίματος, που ανακατεμένος με ιδρώτα και άλλα υγρά του σώματος, τα ούρα, που έφευγαν γλιστρώντας πάνω στους μηρούς των ανδρών και από τις δύο παρατάξεις. Οι άντρες δεν όριζαν πια τις σωματικές λειτουργίες τους, ούτε τις πιο απλές.
Το ξίφος μου χώθηκε βαθιά στο πρόσωπο του Πέρση που ήταν μπροστά διέλυσε το σαγόνι και διαπέρασε τον αυχένα του. Ποτάμι από αίμα ξεπετάχτηκε πάνω μου εισχωρώντας στα ρουθούνια και στο στόμα μου. Το κατάπια ασυναίσθητα και ξέρασα αμέσως μετά πάνω στο θώρακά μου, μέσα στην περικεφαλαία μου. Η αισχρή μυρουδιά των γαστρικών υγρών τρύπησε τα ρουθούνια μου και καρφώθηκε στο μυαλό μου βελονιάζοντας το.
‘Συγκροτηθείτε' άκουσα τη φωνή του Αριστείδη κάπου δίπλα. ‘Σχηματίστε τις γραμμές σας πυκνές. Δεν μπορούμε να κρατήσουμε άλλο. Υποχωρήστε συντεταγμένα. Φωνάξτε το στους διπλανού σας'.
Βήμα με βήμα η φάλαγγα υποχωρούσε προς τα πίσω. Η ανώτερη αριθμητικά περσική φάλαγγα έσπρωχνε όλο και πιο πολύ. Τώρα πλέον είχαμε κολλήσει ο ένας άνδρας πάνω στον άλλο. Ώμο με ώμο. Πλάτη με ασπίδα. Οι Πέρσες μπροστά αναθάρρησαν. Αν και καμιά στιγμή δεν φάνηκαν δειλοί τώρα άρχισαν να ελπίζουν ότι θα γκρέμιζαν στα τάρταρα το τείχος από ασπίδες και θώρακες.
Είδαν ότι πίσω από το χαλκό υπάρχει σάρκα, αίμα και οστά. Δεν έβλεπαν μορφασμούς στα πρόσωπα, αλλά πίσω από τις παγωμένες μάσκες άκουγαν κραυγές πόνου να ξεπετάγονται κάθε φορά που ο σίδηρος κατάφερνε να βρει το δρόμο του προς το σώμα. Η λάμψη του χαλκού είχε χαθεί κάτω από ένα χρώμα σκοτωμένου κόκκινου που έρεε πάνω του και ξεραινόταν καταδεικνύοντας πόσο εύθραυστο ον είναι ο άνθρωπος μπροστά στο σίδηρο.
Η σφαγή συνεχίζονταν καθώς γενναία οι Πέρσες και οι Σάκες συνέχιζαν να πέφτουν με ορμή πάνω στις κοφτερές λεπίδες μας. Το βάρος των εχθρών άρχιζε να λυγίζει την παράταξή. Ήδη τώρα βηματίζαμε αργά αλλά σταθερά προς τα πίσω. Σε λίγο θα ήμασταν πίσω στο χώρο εκκίνησης.
Πατώντας στα κορμιά που είχαν πέσει κάτω από την ορμή της φάλαγγας, ελληνικά και περσικά, και νιώθοντας κάθε λογής συνονθύλευμα κορμιού, αίματος και εντοσθίων να μπλέκονται κάτω από τα δάχτυλα των ποδιών μας υποχωρούσαμε συντεταγμένα. Για μια στιγμή έχασα την στήριξή μου στα δεξιά καθώς ο οπλίτης που βρισκόταν εκεί έπεσε με ένα ουρλιαχτό πόνου όταν ένα σπαθί καρφώθηκε στα γενετικά του όργανα. Πίσω από αυτόν μια νέα ασπίδα βγήκε μπροστά και το δόρυ του άνδρα που την κρατούσε έβαλε τέλος στη ζωή του Πέρση.
Το κορμί μου ένιωθε πια καταπονημένο και είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ τις πληγές μου, καθώς ο ιδρώτας, που τώρα πια έτρεχε άφθονος από τους πόρους του δέρματός μου, είχε αρχίσει να αφυδατώνει κάθε ικμάδα του κορμιού μου. Έσφιξα τα δόντια μου και βγάζοντας μια δυνατή κραυγή σήκωσα το χέρι μου και το κατέβασα με ορμή στο λαιμό του Μήδου μπροστά του. Η πανοπλία του έγινε κατακόκκινη, όταν το αίμα από το σώμα, που το κεφάλι του είχε εκτιναχθεί ψηλά στον αέρα, έπεσε πάνω μου. Θεοί! τι φρίκη!
Τότε, ξάφνου, η ορμή της πίεσης που δεχόμασταν άρχισε να ελαττώνεται. Μειώθηκε αισθητά στην αρχή και μετά σταμάτησε. Από τις αιχμές των δοράτων του εχθρού κατάλαβα ότι οι πίσω σειρές έκαναν μεταβολή. Τα άκρα της παράταξης τα είχαν καταφέρει.
΄΄Εχουν διαλυθεί τα άκρα των Μήδων σύντροφοι' άκουσα τον Αριστείδη, να ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη. ‘Μη σπάσετε τώρα. Η νίκη είναι κοντά'.