Μια ζωή με θυμάμαι να μην αποδέχομαι την γυναικεία μου φύση.
Έχω ακόμη την φωνή του πατέρα μου στα αυτιά μου, να δηλώνει απογοητευμένος, πως κάπου έγινε κάποιο λάθος.
«Αγόρι σε σώμα κοριτσιού αυτό το παιδί», έλεγε κι εγώ χαμογελούσα παιδικά καμαρώνοντας για την τιμητική του διάκριση.
Τα μαλλιά μου ήταν μόνιμα πιασμένα σε μια αλογοουρά, τα ρούχα μου πάντα λασπωμένα.
Και οι φίλοι μου γένους αρσενικού.
Δεν τις ήθελα τις γυναίκες για φίλες μου. Ήταν εκνευριστικά σύνθετες, με πίσω κείμενα και κρυμμένα νοήματα.
Παντού ξεπηδούσε κι ένα μυστικό που δεν έπρεπε να πεις, μα τελικά πάντα διαδίδονταν.
Τα αγόρια ήταν πρωτοβάθμια εξίσωση. Η σκέψη γινόταν λέξεις ωμά και ξεκάθαρα, πάντα απευθυνόμενη σε αυτόν που τον αφορούσε.
Τα δάκρυα αυστηρώς απαγορευμένα, το ίδιο και οτιδήποτε ροζ και δαντελένιο, τα οποία από κοινού μου προκαλούσαν αποστροφή.
Μεγαλώνοντας, η απέχθεια για οτιδήποτε γυναικείο μετριάστηκε, μα οι φιλίες μου παρέμειναν αρσενικού περιεχομένου.
Γούσταρα να είμαι «δικός τους» να συμμετέχω ανενόχλητη σε συζητήσεις που τα γυναικεία αυτιά δεν είχαν δικαίωμα να γνωρίζουν.
Γιατί οι άντρες έχουν έναν μαγικό τρόπο να επικοινωνούν. Έχουν μια δική τους γλώσσα, σωματική, γυμνή από την βαβούρα της θηλυκότητας.
Στα ζόρια τα μεγάλα, δεν το συζητάνε, γιατί πονάει και οι λέξεις δεν ήξεραν ποτέ πώς να γιατρέψουν μια πληγή.
Χτυπούσαν ο ένας τον άλλον απαλά στην πλάτη, χωρίς πολλές οικειότητες.
Μα έβγαινε μέσα από τα χέρια τους ένα τεράστιο «είμαι εδώ» που έφτανε για δέκα γυναικείες αναλύσεις.
Μετά έπιναν πολύ και άναρχα, ότι να’ναι, ότι ήταν φτηνό και προσβάσιμο.
Κι όταν το αίμα είχε πια γίνει αλκοόλ, έβγαιναν στις αλάνες και παίζανε μπάλα.
Την ίδια μπάλα που κρατάνε στην ντουλάπα τους από το δημοτικό.
Έχουν αυτήν την χαμένη αθωότητα που εμείς οι γυναίκες βιαζόμαστε τόσο πολύ να αποτινάξουμε από πάνω μας.
Εκείνοι την αγκαλιάζουν και φτύνουν περίτρανα όλη την μιζέρια της ωριμότητας.
Μένουν παιδιά, και παίζουν καλοκαιρινά μπουγέλα, αδιαφορώντας για τα μαλλιά ή τα ρούχα τους.
Έχουν από καιρό καταλάβει πως η τελειότητα είναι μια κακόγουστη βιτρίνα σε εμπορικό δρόμο.
Σήκωσαν μια πέτρα και την σπάσανε σε χίλια κομμάτια. Μετά χόρεψαν με πόδια γυμνά, πάνω στα γυαλιά.
Αν το σκεφτείς, υπάρχει λόγος που αγνοούν όλα τα δάχτυλα που δείχνουν δογματικά τον δρόμο προς την σοβαροφάνεια. Είναι γιατί έχουν βρει την ουσία.
Πρωτόγονη σχεδόν, όπως οι αγέλες, προστατεύουν τα μέλη τους. Δεν μένει κανένας πίσω. Κανένας εκτός. Σαν να υποβόσκει πάντα ένας ανεξήγητος σεβασμός προς την ατομικότητα, χωρίς να καταστρέφει ποτέ το ομαδικό πνεύμα.
Ακόμα και στους καβγάδες. Ειδικά εκεί. Υστερίες, πισώπλατα μαχαιρώματα, κατινιές και κλασσικές συζητήσεις σαπουνόπερας δεν χώρεσαν ποτέ μεταξύ τους.
Φωνές και Ξύλο. Ωμό και άγριο, να απελευθερωθούν οι ορμόνες, να πάρει σχήμα η οργή τους και να εκδηλωθεί ενστικτωδώς.
Ψυχοθεραπεία αλλόκοτη, παράξενα γοητευτική. Τα ρίχνουν όλα στο ρινγκ, ξεσπάνε, ηρεμούν.
Ενίοτε παίρνουν τις πονεμένες γροθιές τους, και αποχωρούν αγκαζέ, λες και δεν έγινε ποτέ κανένα σκηνικό βίας.
Το πρωί μελανιές, το βράδυ μπύρες. Έχουν άγραφους κανόνες, πάντα το πίστευα. Τηρούνται πιστά, ομόφωνα. Γι αυτό και συγχωρούν δύσκολα μα δεν ξεχνάνε ποτέ.
Οι άντρες ξέρουν να αγαπάνε. Ακόμα κι αν δεν πουν ποτέ την σωστή λέξη, την κατάλληλη στιγμή.
Η κοινωνία, αυτό το σάπιο αυταρχικό τέρας που λογοκρίνει κάθε είδους ιδιαιτερότητα, δεν τους άφησε ποτέ να το δείξουν.
Βολεύτηκαν τότε σε ταμπέλες που γράψανε πάνω τους «αναισθησία» και «εγωκεντρισμός».
Τα γράμματα ήταν κεφαλαία, κατάπιανε τόσους πολλούς κι άλλοι τόσοι που λύγιζαν κρυφά τα βράδια, με στόματα κλειστά και ανοιχτά μπουκάλια.
Μα την φιλία την κρατήσανε για δικιά τους.
Αντρίκια και περήφανη, όπως αξίζει να είναι μια σχέση.
Εγώ έχω λύσει πια την αλογοουρά μου, και τα ράφια μου γέμισαν κόκκινα κραγιόν.
Μα ακόμα το τηλέφωνο χτυπάει, και τρέχω να πιάσω την μπάλα που έχω μέσα στην ντουλάπα.
Κι ας μην έμαθα ποτέ να παίζω ποδόσφαιρο.