Ἡ προσευχή ἐγκωμιάζεται ὡς ἡ κορυφαία τῶν ἀρετῶν, ὥστε νά εἰπωθῆ πώς
ἀπό ὅλα τά πολύτιμα ἐφόδια τῆς ζωῆς, αὐτή ὑπερέχει : «μηδέν τῆς
προσευχῆς εἶναι τῶν κατά τήν ζωήν τιμίων ἀνώτερον» (Ἁγ. Γρηγορίου
Νύσσης, Εἰς τήν Κυριακή Προσευχήν Α΄).
Ἀπό τό, Τί κάνει ἡ
προσευχή; τό πρῶτο ἀπό τά κατά διαδοχήν ἐνεργήματα της, εἶναι ὅτι
δημιουργεῖ ἀμέσως τή διάθεση συνδιαλλαγῆς τῆς ψυχῆς μέ τόν Πλάστη· «Θεοῦ
καταλλαγή» ὀνομάζεται λιτά (Ἁγ. Ἰω. τῆς Κλίμακος ΚΗ΄1). Ἡ προσευχή
σ’αυτό τό πρῶτο στάδιο, συνεργουσῶν καί τῶν ἄλλων ἀρετῶν (ἀποχή κακοῦ,
μελέτη Γραφῶν, ἔργα ἀγάπης καί εὐποϊίας) κατεργάζεται τήν ἀποκατάσταση
τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Δημιουργό. Τώρα, διά τῆς μετανοίας, ἐμφυτεύονται
στήν ψυχή τά δυνάμει χαρίσματα: δωρεές, ἐφέσεις, πόθοι, λατρεία. Στό
δεύτερο στάδιο, ὁ πιστός ἀποκτᾶ παρρησία πρός τόν Θεό, μέχρι τοῦ σημείου
νά ὁμιλῆ ὡς «πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον» (Ἔξ. λγ΄11). Τώρα, διά τῆς γνώσεως,
«γνούς Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθείς ὑπό Θεοῦ» (Γαλ. δ΄9). προσφωνεῖ τόν Θεό
μέ ὀνόματα οἰκειότητος, καί ἀντιλαμβάνεται τούς παφλασμούς τῶν θείων
ἐνεργειῶν νά ἐκχέωνται ἐπί τοῦ πνεύματός του (βλ. Ἰω. ζ΄38/Ρωμ. ε΄5),
τοὐτέστιν ἐπί ὅλου τοῦ ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου.
Τό τρίτο καί
τελευταῖο στάδιο, μέ ἀρχή ὅμως χωρίς τέλος, ὁ προσευχόμενος ἀναβιβάζεται
στήν ἀξία τῆς υἱοθεσίας. Ξεδίψασε ἡ ἄλλοτε φρυγμένη ψυχή του
κεκοσμημένη, πλέον, εἰς οἶκον Θεοῦ. Οἱ παλιά βιωμένες ἐνέργειες Θεοῦ -ἡ
πρόνοια, τό ἔλεος, ἡ συγγνώμη, ἡ στερέωσις, ἡ λύτρωσις, ἡ ἀντίληψις, ἡ
προστασία, ἡ φυλακή –τώρα κατακυρώνονται ὑπό τῆς θείας ἀγάπης, ἀφοῦ ὁ
υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦτος εἶναι συνάμα ὁ ἀγαπῶν καί ὁ ἀγαπώμενος. Ὁ Χριστός,
πλέον καθορίζει τήν ἐμπλέα ἀγάπης ψυχή του καί τόν διεγείρει πρός τό
ἀγαθόν. Τοῦτος ἀναγνωρίζεται ὡς αὐθεντικός φίλος Χριστοῦ, ἀπό τούς
ἁγίους καί ἀπό τούς ἀγγέλους. Ἀκούει τῆς θείας φωνῆς, τῆς ἁρμοδίας πρός
προφήτη, πρός θεολόγο, πρός ἱερουργό, πρός μύστη, ὅτι ἀνήκει στή χορεία
τῶν σεσωσμένων· μετέχει τῆς θεωρίας τοῦ Ἀκτίστου φωτός· γίνεται θεωρός
ἀποκαλύψεων· μεθέξεως δέ ἀφθαρτισμοῦ ὑπάρχων, συνεχῶς ἀνακαινίζεται καί
ἀφθαρτίζεται. Ἄν στά δύο προηγηθέντα στάδια, ὁ πιστός συνεπλέκετο μέ τίς
δυνάμεις τοῦ κακοῦ, πολλάκις καί ἡττώμενος, τώρα στέκει ὑπεροχικῶς
ἀπέναντί τους, λογιζόμενος αὐτές ὡς τό τίποτα, ἀντιμετωπιζόμενος ὁ ἐκ
προοιμίου νικητής. Φορέας τοῦ ἀληθοῦς καί τοῦ αὐθεντικοῦ, ὁ τῆς
προσευχῆς ἐργάτης, ὁ τῶν πνευματικῶν μεθέξεων μέτοχος (συγγνώμη γιά τό
σύστοιχο!), ἁπλώνει τό ἀνυστερόβουλο ἐνδιαφέρον του πρός ὅλους τούς
βουλομένους σωτηρίας τυχεῖν, ὑπερασπιζόμενος καί τήν Ἀλήθεια μέχρις
αἵματος.
Ἡ προσευχή τοῦ προσευχομένου ὑψώνεται πρός θεότητα
συγκεκριμένη, πρός Θεό προσωπικό καί ἀληθινό: τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν
Χριστόν, ἄσχετα ἄν τά εἴδη τῆς προσευχῆς εἶναι ποικίλα : «Πολλοί εἰσιν
τῆς προσευχῆς οἱ τρόποι, ἕτερος ἑτέρου διαφορώτερος...»· κανείς δέν
ἀπορρίπτεται, «εἴ μή ἐστι ἐργασία σατανική», εἶπε ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ
Ἀθηναῖος. Βεβαίως, ἀπό ὅλα τά εἴδη τῆς προσευχῆς ὑπερέχει ἡ εὐχή,
καλούμενη καί νοερά, ἤ καρδιακή, ἤ μονολόγισστος, συστηματοποιημένη σέ
πέντε λέξεις : «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!» Τούτη συνεχῶς
ἐπαναλαμβανόμενη παρέχει στό πνεῦμα τοῦ εὐχομένου τά πλέον εὐφρόσυνα
αἰσθήματα, ὡς «Ἀγγέλων ἔργον· ἀσωμάτων πάντων τροφή· ἡ μέλλουσα
εὐφροσύνη» (Ἅγ. Ἰω. Κλίμακος, ἐν. ἀν.).
Διά τῆς προσευχῆς
ἐπιτυγχάνεται στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἡ κάθοδος τοῦ θείου πυρός :
«ταύτης δέ (προσευχῆς) ἐγερθείσης, καί εἰς οὐρανόν ἀναληφθείσης, πυρός
ἐν ἀνωγέῳ ψυχῆς κατάβασις γέγονε»(Ἅγ. Ἰω. Κλ., ὅπ. Π. 47). Συνέπονται ἡ
ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐπιδημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό στῆθος
τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καί πολλά ἄλλα τά ὀφέλη. Αἴφνης ὅταν γίνεται
προσευχή ὑπέρ τινός, παρέχεται στόν ἅγιο Θεό τό δικαίωμα παρεμβάσεως,
ἐπειδή σέβεται ἀπολύτως τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἴδιο, κατ’
ἀντίθετη φορά, συμβαίνει καί μέ τή μαγεία : ὁ ἐργαζόμενος τή σατανική
προσευχή ἐναντίον τινός, παρέχει στόν διάβολο τό δικαίωμα νά παρέμβη,
ἐπειδή τοῦ τό ζητᾶ ὁ πιστός του λάτρις, αὐτός πού τοῦ παρέδωσε τήν ψυχή
του. Γι’ αὐτό καί πετυχαίνουν τά μάγια, ἐπειδή ὁ μάγος παρέδωσε τήν ψυχή
του στόν σατανἀ. Ὅθεν, ἀντιλαμβάνεστε, εἶναι ζήτημα παραδόσεως τῆς
ψυχῆς, στόν Χριστό, ἤ στόν διάβολο.