Πιο πρόσφατη εξήγηση σωστά υπογραμμίζει τον κυριαρχικά προφητικό χαρακτήρα της αποκαλύψεως στην Παλαιά Διαθήκη. Οι εκπληρώσεις που συντελούνται από ενέργειες αποκαλύψεως στη διαδρομή της Παλαιάς Διαθήκης είναι τύποι, σε κατώτερο επίπεδο, ορισμένων, ανώτερων πνευματικών εκπληρώσεων. Έτσι ολόκληρη η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης παρουσιάζει όλο και πληρέστερα τον χαρακτήρα μιας εκπληρώσεως, που με τη σειρά της καταδεικνύει την ανάγκη για έναν ακόμη βαθύτερο προβληματισμό. Ολόκληρη η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης οδηγείται από τον Λόγο του Γιαχβέ. Είναι μια ιστορία που δίδεται ως δωρεά και έχει τη φύση μιας εκπληρώσεως, όμως μέσα στην εκπλήρωση αυτή εμφανίζεται ένα νέο είδος υποσχέσεως».
Η αποκάλυψη στην Παλαιά Διαθήκη συμπίπτει περισσότερο ή λιγότερο με την ιστορία του λαού του Ισραήλ, διότι μέσω των εκπληρώσεων της ιστορίας εκείνης, που είναι επίγειας ιστορικής τάξεως, προχωρεί η αποκάλυψη θα μπορούσε να πει κανείς με ορισμένους «τύπους» προς την εκπλήρωση των υποσχέσεων που είναι πνευματικής τάξεως και που είναι ο τελικός σκοπός που επιδιώκει η αποκάλυψη, αν και δεν φθάνει σ’ αυτό τον σκοπό μέσα στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης. Ούτε μία εκπλήρωση από την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, ούτε ακόμη και όλες οι εκπληρώσεις της Παλαιάς Διαθήκης συγκεντρωμένες δεν αντιπροσωπεύουν «την κατ’ εξοχήν εκπλήρωση» που φέρνει η αποκάλυψη της Καινής Διαθήκης. Σ ’ ό,τι αφορά τη σωτηρία, ο λαός της Παλαιάς Διαθήκης ζει αποκλειστικά κάτω από τον θείο νόμο της επαγγελίας. Σαφώς οι ίδιες οι υποσχέσεις είναι δωρεά, και ο Ισραήλ από την άποψη αυτή βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, πλησιέστερα προς τον Θεό, από «τα έθνη». Οι υποσχέσεις δόθηκαν στους Εβραίους, ο Νόμος δόθηκε σ’ αυτούς, η λατρεία, ακόμη μία υιική κατάσταση και δόξα, και από αυτούς θα ερχόταν ο Ιησούς σύμφωνα με την υπόσχεση (Ρωμ. θ, 4-5). Ήσαν αληθινά τα «τέκνα της επαγγελίας» (Ρωμ. θ, 8), όπως δεν ήσαν τα μέλη άλλων εθνών. Ζούσαν με την ελπίδα και η ελπίδα τους έδινε παρηγοριά. Αλλά ενώ υπάρχει μόνον ελπίδα η εκπλήρωση δεν έχει έλθει ακόμη. Όταν ήλθε ο Ιησούς, η σταθερή έμμονή στην ελπίδα θα έφερνε σωτηρία, ακόμη και σ’ εκείνους που είχαν πεθάνει πριν από την έλευσή του. Οι ιστορικές πράξεις της Παλαιάς Διαθήκης δεν ήσαν απλώς τύποι των πνευματικών εκπληρώσεων της Καινής Διαθήκης χρησίμευαν επίσης ως προετοιμασίες γι’ αυτούς. Ο Θεός υποστήριζε τον λαό του Ισραήλ, διότι από αυτούς θα προερχόταν ο Χριστός κατά σάρκα. Ο Θεός διάλεξε τον Δαυίδ, τον υιό του Ιεσσαί, για να γεννηθεί ο Χριστός από τους απογόνους του. Από αυτούς τους Εβραίους, που καλλιεργήθηκαν πνευματικά στο σχολείο του Νόμου και στην αναμονή του Μεσσία, επρόκειτο να βγουν οι Απόστολοι, οι άνθρωποι που ακολούθησαν τον Χριστό και έδωσαν στον κόσμο τη μαρτυρία εξ ονόματός του. Στον Ισραήλ δημιουργήθηκε κάποιο επίπεδο η προοπτική πνευματικότητας χωρίς την οποία ο Χριστός δεν μπορούσε να εμφανισθεί ούτε να κατανοηθεί. Έτσι, αν και η γέννηση του Χριστού υπερβαίνει ριζικά το επίπεδο των αποκαλύψεων της Παλαιάς Διαθήκης ως τύπων, από μίαν άλλη άποψη η γέννησή του είναι το επιστέγασμα εκείνης της σειράς των εκπληρώσεων. Ο Χριστός γεννιέται ως άνθρωπος διότι πριν από αυτόν είχε εκλεγεί ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ και ο Ιούδας και ο Δαυίδ και διότι ο Θεός ήθελε ο λαός του Ισραήλ να εκπληρώσει τις επαγγελίες του. « Ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν» (Γαλ. γ’ 24)• «τέλος γαρ νόμου Χριστός» (Ρωμ. ι’ 4)• γεννήθηκε ως άνθρωπος, «υπό νόμον» (Γαλ. δ’ 4), προετοιμασμένος από τον Νόμο.
Οι πράξεις της αποκαλύψεως της Παλαιάς Διαθήκης προετοιμάζουν και ρυθμίζουν την ενέργεια της ελεύσεως του Χριστού και αυτή με τη σειρά της επιστρέφει τις προηγούμενες. Οι ενέργειες της αποκαλύψεως της Παλαιάς Διαθήκης διανοίγουν στον Χριστόν την ιστορία, που κατέρχεται και μπαίνει σ’ αυτήν. Αποτελούν όλες τις διαφορετικές προπαρασκευές για την πραγμάτωση της επαγγελίας για την έλευση του Μεσσία. Αποτελούν την ιστορία εκείνη που προετοιμάζει για την είσοδο στην ιστορία Εκείνου που ο ίδιος υπερβαίνει όλην την ιστορία. Διαδέ¬χονταν η μία την άλλη στο μονοπάτι που οδηγεί προς την λάμψη εκείνου του ουράνιου φωτός που έλαμψε όταν ο Θεός ήλθε να ενοικήσει μεταξύ των ανθρώπων και η ιστορία πληρώθηκε από αυτό που εκτείνεται πέρα από αυτή.
Με αυτή την έννοια η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης ως σύνολον είναι επίσης μία δωρεά και όχι απλώς υπόσχεση, διότι ανοίγει διάπλατα το λαμπρό φως της εκπληρώσεως εν Χριστώ. Δεν αφήνει τον λαό σε ολοκληρωτικό σκοτάδι, ούτε κινείται προς το ίδιο το τέλος μέσα στο σκοτάδι. Και αυτό είναι δωρεά, όχι απλώς υπόσχεση, αν και η δωρεά είναι περισσότερο σαν φως που λάμπει ακριβώς στο τέλος του δρόμου. Η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης κινείται προς αυτό το φως μέχρι που φθάνει στο τέλος του δρόμου και έρχεται δίπλα του, αλλά η δωρεά αυτή δεν είναι η ίδια με το φως ακριβώς που φωτίζει τον δρόμο από ψηλά. Είναι περισσότερο σαν μία όαση· τη βλέπουμε από μακρυά και κινούμεθα προς αυτή μέχρι που φθάνουμε ακριβώς δίπλα της — αλλά ποτέ δεν την φθάνουμε τελικά.
Η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης εμφανίζεται κυριαρχικά ως αποκάλυψη επαγγελίας όχι μόνον επειδή οι ενέργειες του Θεού που συντελούνται μέσα στο πλαίσιο της Παλαιάς Διαθήκης είναι γενικά εκπληρώσεις επίγειων επιθυμιών, και σαν κάτι τέτοιο, τύποι των εκπληρώσεων της Καινής Διαθήκης, αλλά και λόγω των λέξεών της. Σχεδόν όλες οι λέξεις της αποκαλύψεως της Παλαιάς Διαθήκης είναι στο μέλλοντα χρόνο και συνεπώς προφητικές. Εκείνες που είναι στον αόριστο χρόνο αναφέρονται σ’ εκπληρώσεις επίγειου είδους ως θεμέλια πίστεως στις εκπληρώσεις υποσχέσεων για το μέλλον. Το γεγονός ακριβώς ότι ο Θεός ομιλεί προς τους ανθρώπους διά μέσου των προφητών δείχνει ότι δεν έχει έλθει ακόμη μεταξύ των ανθρώπων.
Αλλά οι προφητικοί λόγοι της Παλαιάς Διαθήκης, όπως οι πράξεις αποκαλύψεως που συντελέσθηκαν στη διαδρομή της, αντιπροσωπεύουν επίσης μία θεία φροντίδα για τον Ισραήλ, κάποια οικειότητα του Θεού με τον λαό αυτό. Το γεγονός ακριβώς ότι ο Θεός ομιλεί σ’ αυτόν τον λαό μαρτυρεί μια τέτοια φροντίδα και οικειότητα. Ο Αβραάμ ονομάσθηκε «φίλος Θεού» (Ιακ, β, 23). Είναι αλήθεια ότι ο «Λόγος του Θεού» απευθύνεται στον έναν ή στον άλλο από τους προφήτες, αλλά αυτό γίνεται για να λεχθεί από αυτόν στον λαό. Διά μέσου των λόγων των προφητών ο Θεός διδάσκει το θέλημά του στον Ισραήλ· ενθαρρύνει και στηρίζει την ελπίδα. Έτσι ο λαός ανυψώνεται στο επίπεδο της γνώσεως της αλήθειας και επιτυγχάνει κάποια θέα του μέλλοντος. Ο Ισραήλ ενισχύεται να ζει κατά τρόπο που αρμόζει και αρέσει στον Θεό. Ο Θεός έδειξε πράγματι τη δόξα του στους προφήτες, αλλά την έκαναν γνωστή στο λαό.
Σ ’ ένα διάλογο οι συμμετέχοντας μεταδίδουν ό,τι, καταλαβαίνουν οι ίδιοι, αλλά επίσης εκδηλώνουν την αμοιβαία τους αγάπη και ενδιαφέρον. Ο Θεός κατεβάζει τις αποφάσεις του στο επίπεδο της ανθρώπινης νοητικής ικανότητας ακριβώς όπως συγκαταβαίνει να δέχεται τις ανθρώπινες σκέψεις, διότι επιθυμεί να έχει επικοινωνία με τον Ισραήλ. Μέσα στην πιο στενή συνάφεια με την επιθυμία αυτή ο Θεός ομολογεί τη δική του αγάπη για τους ανθρώπους και τον πόθο του να ακούει τους ανθρώπους να ομολογούν την ευγνώμονα αγάπη τους σ’ αυτόν και να τους βλέπει να αποκαλύπτουν τις θλίψεις τους και τις φροντίδες τους σ’ αυτόν με υιική εμπιστοσύνη και να ζητούν την βοήθειά του. Ενεργώντας έτσι, οι άνθρωποι ανυψώνονται σε ανώτερο φως και ζωή. Ο Θεός ζει, ζουν και οι άνθρωποι. Και οι δύο πλευρές φανερώνουν αυτή τη ζωή τους με ένα συναρπαστικό διάλογο. Ο Θεός δεν είναι ψυχρός και αδιάφορος ούτε θέλει τον άνθρωπο να είναι ψυχρός και δύσπιστος προς αυτόν. Ο Θεός δημιούργησε τους ανθρώπους ως υπάρξεις που θα ποθούσαν πνευματικό φως και ζέση. Τους δημιούργησε ως πνευματικούς σπινθήρες και αυτός ο ίδιος είναι εκείνος που είναι το πνευματικό πυρ.
Είναι ο διάλογος που τροφοδοτεί την φωτιά της πνευματικής ζωής στους ανθρώπους και μέσα στον διάλογο ο Θεός φανερώνεται ως το πυρ της αγάπης.
Η κοινωνία, που ο Θεός δημιουργεί μεταξύ του εαυτού του και των ανθρώπων ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη, φέρει το όνομα του «συμβολαίου» στο οποίο όπως δηλώνει και το όνομα κάθε συμβαλλόμενο μέρος ελεύθερα αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιδεικνύει συνεχώς φιλόστοργο ενδιαφέρον για το άλλο. Προφανώς, πριν ο Θεός κάνει συμβόλαιο για τους ανθρώπους για μια κοινωνία ελεύθερης αποδοχής και συνάψεως όπως γίνεται μεταξύ ίσων, πρέπει να υπήρξε προγενέστερη ενέργεια με την οποία ο Θεός κατέρχεται στο επίπεδο αυτού του είδους σχέσεως, δηλαδή μία εκλογή του Ισραήλ, με τον οποίο ο Θεός επιθυμεί να κλείσει και να διατηρήσει την συμφωνία του. Απαιτείται μία πράξη γενναιόδωρης κενώσεως που έχει ως την άλλη πλευρά της την ανύψωση του λαού σε σχέση συνεργασίας με τον Θεό και σ’ ένα ορισμένο επίπεδο της γνώσεως του Θεού και την ικανότητα να συμπεριφέρονται ενώπιόν του όπως πρέπει. Γενικά δύο πράγματα ζητούνται από τον ’Ισραήλ σ’ αυτό το συμβόλαιο και για την εν συνεχεία συμμετοχή του σ’ αυτό· η προσπάθεια να γνωρίζουν τον Θεό όλο και περισσότερο και να του αποδίδουν στην προσκύνησή τους λατρεία που αντιστοιχεί σ’ αυτή την αυξανόμενη γνώση. Στο συμβόλαιο περιλαμβάνονται και η γνώση του Θεού και η λατρεία που πρέπει να προσφέρεται σ’ αυτόν. Αλλά και η γνώση αυτή και η λατρεία αυτή βασίζονται στη θεία αποκάλυψη· δεν παράγονται απλώς από τους ανθρώπους.
Εάν οι ιστορικές πράξεις με τις οποίες αποκαλύπτεται ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη δεν αντιπροσωπεύουν, υπό την ακριβή έννοια, την εκπλήρωση της καθόδου του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά είναι συγχρόνως τύποι της εκπληρώσεως αυτής και βήματα που οδηγούν σ’ αυτή, τότε, κατά τον ίδιο τρόπο ο διάλογος και το συνεχώς ανανεούμενο συμβόλαιο του Θεού με τον Ισραήλ δεν επιτυγχάνουν, μέσω αυτής της γεννήσεως και λατρείας, πλήρη κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων, αλλά απλώς την συμβολίζουν και οδηγούν προς αυτή. Ήδη ο Θεός μέσω του προφήτου Μαλαχία κατήγγειλε το συμβόλαιό του με τον λαό του Ισραήλ που είχε κάνει με την μεσολάβηση του Λευιτικού ιερατείου και το αντικατέστησε με το συμβόλαιο που έκανε με τη σύναξη του λαού, δηλαδή απ’ ευθείας με το σύνολον του λαού. Αλλά η πράξη αυτή είχε ακόμη έναν άλλο προφητικό χαρακτήρα: ο σύνδεσμος μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων με την μεσολάβηση του ιερατείου της Παλαιάς Διαθήκης επρόκειτο να καταργηθεί ολοσχερώς και στη θέση του και στη θέση της συμβολικής λατρείας που διατηρούσαν σύμφωνα με το συμβόλαιο, θα υπήρχε τη στιγμή ακριβώς της ελεύσεως του Χριστού, δηλαδή στο τέλος της Παλαιάς Διαθήκης, ένας άμεσος και πλήρης δεσμός που θα ένωνε τον σαρκωθέντα Θεό με κάθε άνθρωπο και με την κοινότητα των πιστών, την Εκκλησία,
Ας μη λησμονούμε όμως ότι η γνώση του Θεού διατηρήθηκε μεταξύ του λαού του Ισραήλ όχι μόνον από τούς ιερείς αλλά και από τους προφήτες. Στην πραγματικότητα στους προφήτες οφειλόταν το ότι στον Ισραήλ υπήρχε μία συνεχής αύξηση της γνώσεως του Θεού. Όμως αυτή η γνώση δεν προερχόταν από την εσωτερική ένωση κάθε ανθρώπου με τον Θεό. Ακόμη και οι προφήτες απολάμβαναν επικοινωνία με τον Θεό μόνο σε περιοδικές στιγμές και μεταβίβαζαν αυτήν την επικοινωνία στο λαό σαν να προερχόταν από κάποια εξωτερική πηγή.
Ο λόγος διά του οποίου ο Θεός επικοινωνούσε στην αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης δεν ήταν μία διαρκής συνομιλία με τον εαυτόν του στα εσώτατα του προφήτου, ακόμη λιγότερο στην καρδιά όλων των ανθρώπων. Ο Θεός δεν αποκάλυψε τον εαυτόν του ως λόγο που μένει για πάντα. Ο Λόγος του Θεού δεν είχε ακόμη ενσαρκωθεί ως άνθρωπος και δεν είχε έλθει να ενοικήσει μεταξύ των ανθρώπων «πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. α’ 14), και συνεπώς οι άνθρωποι δεν είχαν εξυψωθεί στο επίπεδο στο οποίο θα μπορούσαν συνεχώς να ακούν και ν’ αποκρίνονται στον θείο Λόγο που συνεχώς θ’ ακουόταν ή τουλάχιστον επρόκειτο να βρίσκεται πάντα μεταξύ τους. Συνεπώς ο άνθρωπος δεν ήταν εξυψωμένος, ούτε εσωτερικά λειτουργούσε, στην κατάσταση εκείνη στην οποία ο ίδιος να ήταν ένας διαρκής λόγος εξαρτώμενος άμεσα από τον θείο Λόγο. Ο διάλογος ήταν διακοπτόμενος· το θείο και ανθρώπινο πρόσωπο του διαλόγου παρέμεναν χωρισμένα από κάποια απόσταση. Κατά καιρούς λόγοι του Θεού έρχονταν στους ανθρώπους και τους κατάθεταν στον Νόμο και στα γραπτά των προφητών. Αλλά όταν ήλθε ο Χριστός, το θείο θέμα αυτών των λόγων σαρκώθηκε ως άνθρωπος και ήλθε σε στενή και διαρκή επικοινωνία με το ανθρώπινο γένος. Πριν από την ορατή έλευσή του με σώμα, ο Λόγος του Θεού ερχόταν άλλοτε πνευματικά στους πατριάρχες και τους προφήτες προεικονίζοντας το μυστήριο της ελεύσεώς του».
Αυτός ο κυρίως προφητικός χαρακτήρας μιας εκπληρώσεως που ήταν ημιτελής, αλλά που συγχρόνως ήταν μία προετοιμασία για την αληθινή εκπλήρωση, βρίσκεται στους τύπους ή εικόνες, που κανονικά ονομάζονται έτσι, διά μέσου των οποίων μεταδόθηκε η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης. (Πρέπει εδώ να διακρίνομε το γεγονός ότι οι ενέργειες με τις οποίες ο Θεός βοήθησε τον Ισραήλ είναι και τύποι ανωτέρων μελλοντικών εκπληρώσεων, και επίσης το γεγονός ότι ορισμένοι τύποι έχουν και την φύση ενεργειών με τις οποίες ο λαός έλαβε άμεση βοήθεια). Ο Πασχαλινός αμνός είναι τύπος του Χριστού, ο Αμνός που πράγματι θα άρει τις αμαρτίες του κόσμου. Η διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης είναι τύπος του Βαπτίσματος και της φυγής από την τυραννία του Σατανά. Η νεφέλη που οδηγούσε τους Ισραηλίτες στην έρημο είναι τύπος του Αγίου Πνεύματος. Το μάννα είναι τύπος της Ευχαριστίας· το νερό από την πέτρα είναι τύπος της χάριτος του Αγίου Πνεύματος· όλες οι θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης είναι τύποι της θυσίας του Χριστού· η ιερή Σκηνή του Μαρτυρίου είναι τύπος της Εκκλησίας και η κιβωτός του Νόμου που βρίσκεται στη σκηνή του μαρτυρίου είναι τόπος της παρουσίας του Χριστού μέσα στην Εκκλησία επάνω στο ιερό θυσιαστήριο.
Εντούτοις όλα αυτά τα πράγματα δεν ήσαν μόνον σημεία χωρίς κανένα περιεχόμενο. Αντιπροσώπευαν επίσης ορισμένη παρουσία και ένα πραγματικό πλησίασμα του Θεού προς τον Ισραήλ. Η δόξα του Θεού ήταν κρυμμένη μέσα στον Νόμο και μέσα σ’ αυτούς τους διαφορετικούς τύπους, αλλά ήταν καλυμμένη με το γράμμα, με σχήματα. Κάλυμμα κρεμόταν μπροστά στο πρόσωπο του Μωϋσή χάριν του λαού του Ισραήλ που δεν μπορούσε ν’ ατενίζει την εκτυφλωτική λαμπρότητα στο πρόσωπό του, δηλαδή τις δυσνόητες θείες έννοιες που περιείχε ο Νόμος (Β’ Κορ. γ’ 12-18). «Η χάρη της Καινής Διαθήκης ήταν μυστηριωδώς κρυμμένη στο γράμμα της Παλαιάς. Γι’ αυτό ο Απόστολος λέει ότι ο νόμος είναι πνευματικός (Ρωμ. ζ’ 14)… Το Ευαγγέλιο όμως μας έδειξε μέσω του γράμματος αυτήν την ίδια την αλήθεια που μας ήλθε προαγγελμένη διά μέσου του Νόμου και προτυπωμένη στους προφήτες».
Η πιο σαφής και πιο κατάλληλη από τις προφητικές εικόνες με τις οποίες μας προαγγέλθηκε ο Ιησούς Χριστός ήταν πάντως η ανθρώπινη εικόνα. Ήδη στο Βιβλίο της Γενέσεως βλέπουμε ότι ο άνθρωπος στην πλήρως πραγματική του κατάσταση, δηλαδή ως η ενσωμάτωση του ουράνιου προτύπου του ανθρώπου, επρόκειτο να κάνει την εμφάνισή της μετά τη δημιουργία του φυσικού κόσμου και των ζώων και επρόκειτο να ασκεί κυριαρχία και στα δύο αυτά. Ολόκληρη η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι μόνον μία προφητεία του τέλειου ανθρώπου που είναι ο Χριστός και όλων όσων πιστεύουν σ’ αυτόν· είναι επίσης προετοιμασία γι’ αυτόν. Λόγω της φύσεως της δικής του εσωτερικής αναπτύξεως ο Χριστός δεν εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά η εμφάνισή του, που είναι εκ των άνω, είναι παρά ταύτα το ανώτατο σημείο και θεμελιώδες στοιχείο της Παλαιάς Διαθήκης και όλων των συσσωρευμένων συνεισφορών που η ανθρωπότητα της Παλαιάς Διαθήκης βοηθούμενη και οδηγούμενη από τον Θεό, αν και δεν ήταν ακόμη ενωμένη με αυτόν, μπορούσε να κάνει.
Και έτσι ακριβώς όπως όλες οι ιστορικές ενέργειες στην Παλαιά Διαθήκη είχαν τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό, που ήταν η επιστροφή του Ισραήλ στη γη του, και ακριβώς όπως το συμβόλαιο του Θεού και του ανθρώπου ανανεώθηκε πολλές φορές αλλά πάντα με την ίδια πρόθεση να επαναφέρει τον λαό στην υπακοή τους στον Νόμο παραμένοντας έτσι στο επίπεδο μιας αποκαλύψεως επαγγελίας μάλλον παρά εκπληρώσεως, αν και είναι αλήθεια να πούμε ότι κάθε επιστροφή του Ισραήλ στην υπακοή πράγματι χρησίμευε για να διευρύνει το γενικό πλαίσιο του σχεδίου του Θεού έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο, ο τύπος του ανθρώπου που βρίσκουμε στη Γένεση εμφανιζόμενου ως κυρίου των ζώων μετά την δημιουργία τους χρησιμοποιείται άλλη μια φορά από την προφητεία του Ιεζεκιήλ για τον ποιμένα Δαυίδ που εξοντώνει τα κτήνη που τυραννούσαν τα πρόβατα (Ιεζεκιήλ 34, 20-25· 37, 24-26) και από την προφητεία του Δανιήλ για τον Υιό του Ανθρώπου που εμφανίζεται μετά τις αυτοκρατορίες των κτηνών (Δανιήλ 7, 1-14). Μπορούμε να διακρίνουμε τον ίδιο τύπο στον Δαυίδ που ακολουθεί μετά τον Σαούλ, ή στις πολλές άλλες ανθρώπινες εικόνες στην Παλαιά Διαθήκη που χρησιμεύουν ως τύποι του Χριστού.
(π. Δημητρίου Στανιλοάε, «Θεολογία και Εκκλησία», εκδ. Τήνος, σ.150-157).