Τό χωρίο εἶναι εἰλημμένο ἀπό τήν παραβολή τῶν ταλάντων (Ματ. κε΄14ἑ.)
καί τῶν μνῶν (Λουκ. ιθ΄12ἑ.) τοῦ Κυρίου μας. Πρίν ἀποδώσουμε τήν
ἐρμηνεία του θά σᾶς παραπέμψουμε στά Ὑπομνήματα τοῦ Παν. Τρεμπέλα καί
στίς λεγόμενες «Σειρές»(λατινιστί : “Catenae”), ὅπου παρατίθεναι ὅλες οἱ
ἀποδώσεις, λέξη πρός λέξη. Ἡ παραβολή κατανοεῖται μέ τόν ἀποσυμβολισμό
τῶν κυριαρχικῶν λέξεων αὐτῆς, οἱ ὁποῖες ἀνταποκρίνονται σέ ἀντίστοιχες
πραγματικές. Οὕτω «τράπεζα», σημαίνει ἐκκλησία• «πονηρός δοῦλος»
σημαίνει ράθυμο χριστιανό• «τάλαντο», χάρισμα• «τόκος», αὐγάτισμα τοῦ
«ἀργυρίου», ἤγουν τοῦ χαρίσματος.
Μετά ταῦτα ἡ ἀνάπτυξη τῆς
παραβολῆς εἶναι εὔκολη καί ἡ διαδρομή της τίνεται βατή. Ὁ Θεός χορηγεῖ
σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοῦς ἀνθρώπους χαρίσματα ἕνα ἤ περισσότερα, μέ τά
ὁποῖα χαριτώνει τήν ψυχή καί ἀνθρωποποιεῖ τό ἦθος. Κάποιο δώρημα θεόδοτο
χορηγεῖται καί στόν πονηρό καί ὀκνηρό δοῦλο, ὥστε νά στολίζεται ἡ ψυχή
του καί νά κλεϊζεται ἡ προσωπικότητά του μέ κάποια δυνητικά σπέρματα
χάριτος καί ἀνθρωπιᾶς. Αὐτός δέ καταχωνιάζει τό τάλαντο καί καυχώμενος
«ὡς μή λαβών»(Α΄Κορ. δ΄7), ἐπιτρέπει νά κυριεύουν τήν ψηχή του ἔνστικτα
θηριώδη. Ὄχι ματαίως ὁ καθ’ ἡμᾶς Παῦλος συνιστᾶ στόν περικλεῆ μαθητή του
νά μή ἀμελῆ στήν καλλιέργεια τοῦ χαρίσματός του, νά τό «τοκίζη» στή
«τράπεζα» (Α΄Τιμ. δ΄14). Ὁ ὄντως πονηρός δοῦλος δέν ἐπορεύθη σέ
θεοπαραδότους καί ἀεισεβάστους θεσμούς, ὅπως ἡ κοινωνία, ἡ ἐνορία, ἡ
μονή, ὅπου θά καλλιεργοῦσε τό τάλαντό του, πρός δόξαν Θεοῦ καί εὐστάθεια
τοῦ συλλογικοῦ προσώπου. Ἔμεινε μόνος καί ἄκαρπος.
Μόλις καί
χρειάζεται νά ποῦμε πώς ὁ λυμαντικός ὅρος «τόκος», ὁ καταδικασμένος τόσο
ἀπό τή Χριστιανική ὅσο καί τή θύραθεν παιδεία, δέν εὐνοεῖ ποσῶς τήν
τοκογλυφική διάθεση τῶν φαρισαίων, ὅπως καί ἡ άναφορά τῆς
«πανοπλίας»(βλ. Ἐφ. στ΄11) δέν παρέχει ἐπιχείρημα στόν φιλοπόλεμο.