Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, επειδή ο άνθρωπος αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ ολόκληρης της δημιουργίας και του Θεού. Στον άνθρωπο θα συγκεντρωθούν τα πάντα. Ο άνθρωπος έχει από την αρχή μία οντολογική σχέση με την υπόλοιπη κτίση και μία δίψα να τελειοποιήσει αυτήν τη σχέση. Σε αυτόν υπάρχει η ικανότητα να ενωθεί με όλα και έτσι να τα οδηγήσει όλα στον Θεό ενωμένα με τον εαυτό του. Εδώ έγκειται το μεγαλείο του ανθρώπου ως «ιερέως» από ολόκληρη και για ολόκληρη την κτίση ενώπιον του Θεού.
Με την προοπτική αυτής της ενώσεως των κτισμάτων με τον Εαυτό Του -δια του ανθρώπου- έφερε ο Θεός σε ύπαρξη την δημιουργία. Τα μέρη της δημιουργίας είναι μέρη του ανθρώπου και βρίσκουν κοντά του την πλήρη ενότητα. Δεν αποτελούν τέλειο κόσμο παρά μέσω του ανθρώπου και έχοντας άρρηκτη σχέση με αυτόν, αφού δεν είναι ο άνθρωπος μέρος του κόσμου, αλλά τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου αποτελούν μέρη του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος δεν είναι ένας μικρόκοσμος δίπλα στον μεγαλόκοσμο ή μέσα στο πλαίσιο του, αλλά ο κυρίως κόσμος, εφόσον δίνει μία πλήρη ενότητα και ένα τέλειο νόημα σε όλα τα στοιχεία της δημιουργίας. Δεν πλαισιώνει ο άνθρωπος την υπόλοιπη δημιουργία ή κάποιο από τα μέρη της ούτε είναι προσαρτημένος σε αυτήν, αλλά αντιθέτως όλα τα μέρη της δημιουργίας πλαισιώνουν τον άνθρωπο και είναι προσαρτημένα σε αυτόν. Και αυτό πραγματώνεται εφόσον όλη η κτίση «ενοποιηθεί» με αυτόν και «ανθρωποποιηθεί». Διότι τα χέρια του ανθρώπου εκτείνονται πέρα από όλες τις διαστάσεις της δημιουργίας, είναι περιεκτικότερος απ’ ότι όλη η άψυχη κτίση αφού φθάνει ως τον Θεό και γίνεται μεσίτης μεταξύ του Δημιουργού και της κτίσεως.
Ο άνθρωπος ανακαλύπτει το νόημα της δημιουργίας ως νόημα που τον καταξιώνει. Το νόημα της δημιουργίας είναι το μέτρο του ανθρώπου, και αυτός ανακαλύπτει το ανθρώπινο νόημα της και τον προορισμό της, κατ’ αρχάς ανθρώπινο και κατόπιν θείο ή καλύτερα θεανθρώπινο. Το πλήρες νόημα της δημιουργίας το ανακαλύπτει ο άνθρωπος, αλλά το ανακαλύπτει μόνο εν Θεώ.
Ο άνθρωπος έχει αυτόν τον ενοποιητικό ρόλο επειδή διαθέτει κοινά στοιχεία με όλη τη δημιουργία. Εξάλλου και η ίδια η κτίση συμβάλλει στη βιολογική υποστήριξη και στον πνευματικό εμπλουτισμό του, αφού μπορεί μέσω αυτής να υψώσει το πνεύμα του στο θεϊκό άπειρο και να επιζητήσει να συγκεντρώσει όλα στον εαυτό του ακόμα και σε αυτό το άπειρο, ή να διαχύσει διά του εαυτού του το θεϊκό άπειρο σε αυτήν. Το ανθρώπινο πνεύμα έχει αυτήν την ενοποιητική δύναμη, επειδή έχει συγγένεια με τήν κτίση· αλλά και επειδή ενώνεται με το θειο Πνεύμα που περιέχει τα πάντα και που δίνει στον άνθρωπο την κατανόηση των πάντων.
Διά του ανθρώπου ο κόσμος ανάγεται στον Θεό
Στη «δυναμική» αυτή ενέργεια της ενώσεως των πάντων, ο άνθρωπος γίνεται το εργαστήρι στο οποίο όλα προσαρμόζονται και αρθρώνονται στο πνεύμα του και μέσω αυτού στον Θεό. Έτσι, γίνεται φανερό ότι ο Θεός δεν κάνει κάτι με τη δημιουργία χωρίς τον άνθρωπο. Θέλει να βλέπει τον κόσμο συγκεντρωμένο στον άνθρωπο, καλλιεργημένο από τον άνθρωπο, ανθρωποποιημένο και αναφερόμενο σε Αυτόν διά του ανθρώπου. Αυτή η ενότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, καθώς και η ενότητα όλων των πραγμάτων του κόσμου, δεν πραγματοποιείται με μία απλή εξωτερική σύνδεση, αλλά με μία κατανόηση, προεργασία και μεταμόρφωση των πάντων στο μέτρο του ανθρώπου σε σχέση με τον Θεό. Σχετικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο προετοιμάζονται τα ξύλα ή οι πέτρες με τα οποία πρόκειται να κατασκευαστεί το σπίτι, στο οποίο θα είναι τοποθετημένα τα παράθυρα που θα ανοίγονται στον εξωτερικό χώρο για να εισέλθει ο αέρας και το φως. Μόνο ο άνθρωπος είναι ανοικτός και ανάγει με το πνεύμα του τον κόσμο στο θεϊκό άπειρο. Μόνο ο άνθρωπος επιζητεί διά της σχετικότητός του να πληρωθεί από το θείο Απόλυτο χωρίς να αναζητεί κάτι άλλο εκτός από αυτό. Και μόνο αυτός επιζητεί την εκπλήρωση αυτής της δωρεάς και για τον κόσμο. Επειδή μόνο το θείο Απόλυτο είναι ταυτόχρονα η υπέρτατη συνείδηση και το φως και εξηγεί τον κόσμο και τον άνθρωπο υπό την ιδιότητα αιτίας και τελικού σκοπού.
Μόνο εν τω Θεώ ο άνθρωπος συμμετέχει στο απόλυτο και βλέπει να ερμηνεύεται και ο κόσμος κατά απόλυτο τρόπο. Βέβαια, δεν κερδίζει μόνο ο άνθρωπος από τον κόσμο, άλλα και ο κόσμος από τον άνθρωπο, διότι όπως «γεμίζει» αυτός από κόσμο, έτσι φωτίζεται και ο κόσμος μέσω αυτού. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τον κόσμο, διότι ο τελευταίος γίνεται οδός προς τον Θεό και προετοιμασία για την κατανόηση του Θεού.
Ο άνθρωπος όμως δεν σταματάει ως αυτό το σημείο. Ο κόσμος δεν έχει την ικανότητα να τον οδηγήσει σε άμεση κοινωνία με τον Θεό. Ο άνθρωπος κατευθύνει τον κόσμο προς τον Θεό. Ο ίδιος είναι που διεγείρει βαθύτερα ερωτήματα και μεγαλύτερες ορέξεις από όσα του δημιουργούν η ύπαρξη και οι απολαύσεως του υλικού κόσμου.
Πρέπει λοιπόν ο άνθρωπος να ξεπεράσει τον κόσμο και αυτός τον βοηθά σε αυτό δια της σχετικότητός του. Όμως μόνο ο άνθρωπος βιώνει τα υπαρξιακά ερωτήματα και αισθάνεται την ανάγκη της υπερβάσεως τους. Ο κόσμος δημιουργεί ερωτήματα, αλλά όχι στον εαυτό του. Αυτός είναι δημιουργημένο αντικείμενο, όχι υποκείμενο διψασμένο για το Άπειρο όπως ο άνθρωπος.
( Περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ τ. 26, Απρίλιος- Ιούλιος 2008 σ. 146-147)