Πώς συνηθίζεις να μιλάς στον εαυτό σου, όταν θέλεις να τον
πείσεις (με το καλό ή με το ζόρι) να κάνει κάποια πράγματα; Αν τον επιπλήττεις
και του γκρινιάζεις, δεν κάνεις καλά. Καλύτερα να τον… ρωτάς, λένε οι
επιστήμονες.
Ερώτηση, ένα Σωκρατικό εργαλείο. Όταν δηλώνεις ενδόμυχα κάτι (π.χ. «θα χάσω 5 κιλά μέχρι το καλοκαίρι»), είναι σαν να κλείνεις μια συνομιλία πριν ακόμα την ξεκινήσεις. Όμως, όπως έχει αποδείξει η Σωκρατική διδασκαλία, η αλληλουχία των ερωτήσεων είναι αυτή που οδηγεί στην εξερεύνηση των λεπτομερειών και εξελίσσει την κριτική σκέψη. Δηλαδή η ερώτηση «Θα χάσω 5 κιλά μέχρι το καλοκαίρι;» θα φέρει μια φυσική συνέχεια νέων ερωτήσεων όπως: «Θα είμαι πειθαρχημένος/η; Τι πρέπει να προσέξω; Τι με εμποδίζει να το κάνω; Σε τι είμαι επιρρεπής και πώς μπορώ να το αποφύγω;». Στη συνέχεια βάζεις το μυαλό σου να δουλέψει στα νέα αυτά ζητήματα, για να δεις πώς μπορείς να τα χειριστείς καλύτερα. Βήμα-βήμα απαντάς στο πρώτο και συνεχίζεις.
Η ενδόμυχη συζήτηση. Σύμφωνα με την έρευνα ψυχολόγων των Πανεπιστημίων του Illinois και του Southern Mississippi, η ενδοσκοπική συζήτηση θέλει τον τρόπο της για να αποδώσει. Η γλωσσική μορφή του εσωτερικού μας διαλόγου, όπως διαπίστωσαν, παίζει σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων μας. Στην πράξη υπάρχει διαφορά στο να λες ενδόμυχα «Θέλω να κάνω 100 κοιλιακούς κάθε μέρα» από την εσωτερική ερώτηση «Θα κάνω 100 κοιλιακούς σήμερα;». Οι ερευνητές είδαν ότι η δεύτερη μέθοδος αποδίδει καλύτερα.
Γινόμαστε δεσμοφύλακες του εαυτού μας. Μια πιθανή αιτία γι΄ αυτό το συμπέρασμα είναι ότι η ερωτηματική πρόταση έναντι της οριστικής, της προστακτικής ή της υποτακτικής φόρμας του ρήματος, ενθαρρύνει την εσωτερική παρακίνηση. Χρησιμοποιώντας τη δηλωτική φόρμα (θα κάνω, να κάνω) ο εαυτός μας μιμείται τον δεσμοφύλακα, που μας αναγκάζει να συμπεριφερόμαστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο για λίγο, αλλά μόλις βρούμε μια δικαιολογία είμαστε έτοιμοι να τον ξεγελάσουμε. Αντίθετα η ερώτηση (θα κάνω; πρέπει να κάνω;) πάντα πιέζει λιγότερο τον αποδέκτη και επομένως απειλεί λιγότερο την αυτονομία του.