Γεια σου, φίλε Νικόλα.
Καιρό είχα να σου γράψω, το ξέρω. Μην
ανησυχείς και μη μουτρώνεις, δεν σε ξέχασα ούτε πρόκειται να σε αφήσω να
αφανιστείς, να πεθάνεις για δεύτερη φορά, αφού έτσι λένε, ότι δυο φορές
πεθαίνει κάποιος. Η δεύτερη είναι όταν τον ξεχνάνε.
Σε θυμάμαι συχνά-πυκνά, όχι εξαναγκαστικά, όχι από οίκτο ή συμπόνοια, όχι για να μην αφανιστείς. Μάλλον σε θυμάμαι για να θυμάμαι τον εαυτό μου,
που μοιάζει να τον χάνω κάθε τόσο, λες και είναι κάτι ασήμαντο, κάτι
ευτελές, που το παρατάς στην συρταριέρα της συνήθειας και μετά, μια μέρα
που ψάχνεις να τον βρεις, καταλαβαίνεις ότι είναι χαμένος, κάπου, ίσως
πίσω από τα έπιπλα και τις ηλεκτρικές συσκευές που με τόσο ζήλο
χρησιμοποιείς.
Σε θυμάμαι όταν πιάνω
την κιθάρα και παίζω το «ain’t no sunshine», έτσι όπως έλεγες ότι πρέπει
να παίζεται αυτό το κομμάτι, μακρόσυρτα, σαν θρήνος για κάποιον που
χάθηκε, για κάποιον που έφυγε.
Σε θυμάμαι κι όταν
βλέπω Αφρικάνους μετανάστες, με τα ορθάνοικτα ρουθούνια τους, που έχουν
εξελιχτεί έτσι για να ρουφάνε τον ζεστό αέρα, σαν τα δικά σου ρουθούνια
σχεδόν, γνήσιο αταβιστικό σημάδι του Δαναού που είχε έρθει από την
Αίγυπτο, κάποτε, πολύ παλιά, πριν καν οι Έλληνες αυτοπροσδιοριστούν ως
τέτοιοι, πριν οι Ευρωπαίοι αποφασίσουν ότι δεν θέλουν Αφρικανούς μετανάστες.
Αφού τους εξανδραπόδισαν και
τους πήραν ό,τι έχουν στην πλούσια ήπειρο τους, τώρα αποφάσισαν ότι δεν
τους θέλουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, και τους κλείνουν σε στρατόπεδα
συγκεντρώσεως και τους πνίγουν στη Μεσόγειο, μέσα εις τη Μεσόγειο, οέ
οέ, οεοέ.
Σου έλεγα ότι μοιάζεις με φελάχο, ειδικά
τα καλοκαίρια που μαύριζες. Αν ήσουν εδώ τώρα μπορεί κανείς «γνήσιος
Έλληνας» να σε σταματούσε στο δρόμο για να σε ρωτήσει αν είσαι Έλληνας
κι εσύ θα του απαντούσες: «Τράβα να ρωτήσεις τη μάνα σου, μπάσταρδε.»
Σε θυμάμαι κι όταν πίνω
κρασί, ειδικά όταν όλοι κοιμούνται, και δεν ξεχνάω να κάνω μια μικρή
σπονδή, για να μεθύσει λίγο κι η ψυχή σου. Χώμα δεν υπάρχει τριγύρω,
αλλά το ρίχνω στο τσιμέντο ή στο πεζοδρόμιο, τι σημασία έχει; Όλα
από χώμα είναι φτιαγμένα κι όλα εκεί θα γυρίσουν. Όλοι από το υλικό των
άστρων είμαστε φτιαγμένοι κι ας ξεχνιόμαστε μέσα στο βούρκο.
Και από το υλικό των ονείρων μας είμαστε
φτιαγμένοι, μην ανησυχείς, δεν το ξεχνάω, κι αν το ξεχνάω καμιά στιγμή
έχω εσένα να μου το θυμίζεις.
~~{}~~
Θα αναρωτιέσαι πως πάνε τα πράγματα εδώ κάτω. Ή μήπως εδώ πάνω; Δεν μου έχεις απαντήσει ακόμα: Που βρίσκεσαι; Πάνω ή κάτω; Ή μήπως εκεί που βρίσκεσαι δεν υπάρχει πάνω και κάτω, καλό και κακό, ούτε βαρύτητα ούτε ισχύουν οι νόμοι της φυσικής ούτε κανένας άλλος νόμος;
Βουνά από πιλάφι και στρατιές από ουρί
υπάρχουν; Άγγελοι, διάβολοι και τριβόλοι υπάρχουν; Εσύ υπάρχεις; Άσε,
στην τελευταία ερώτηση μην απαντήσεις… Θα απογοητευτώ πολύ αν δεν
υπάρχεις.
Τα πράγματα, εδώ στη Γη, πάνε από το κακό στο χειρότερο. Το συνολικό ποσό της ηλιθιότητας όλο και αυξάνεται. Οι
άνθρωποι έχουν παραδοθεί άνευ όρων και άνευ σκέψης -και με λατρεία θα
έλεγα- στο μεγάλο τέρας, την Παντοκρατορία της Αγοράς, και ζουν ως
εμπορεύματα.
Πουλιούνται κι αγοράζονται, πουλάνε και
αγοράζουν, εγκλωβισμένοι σε κάτι σαν το σύνδρομο της Στοκχόλμης,
αποθεώνοντας τους παντοκράτες που αποφασίσανε ότι σημαντικό είναι μόνο
ότι είναι πληρωτέο με την εμφάνιση και ότι όλα όσα ήταν σημαντικά και
αναφαίρετα πρέπει να αποφέρουν κέρδος σε αυτούς.
Ιδιωτικοποιήσαν την υγεία, την παιδεία, το νερό, τον ήλιο, ακόμα και το μουνί της μάνας τους ιδιωτικοποιήσαν, καλά τα έλεγε ο Σαραμάγκου, κάτι είχε καταλάβει αυτός.
~~{}~~
Και μη ρωτάς για την Ελλάδα, μη ρωτάς.
Όχι, δεν είναι μόνο πόσα χάσαμε, όχι, αυτό που με τρομάζει πιο πολύ
είναι που συνηθίσαμε. Δεν θα μπορούσες να το πιστέψεις αν στο έλεγα
τότε, τότε που ξενυχτούσαμε αμπελοφιλοσοφώντας για την τέχνη, τον
άνθρωπο και τα γένια του θεού, δεν θα το πίστευες αν σου έλεγα ότι τόσο
γρήγορα θα συνηθίζαμε.
Ο Καμύ είχε δίκιο τελικά. Δύο είναι όλοι κι όλοι οι κανόνες στη ζωή. Πρώτα συνηθίζεις και μετά πεθαίνεις. Ή μήπως είχε δίκιο ο Νερούδα; Πεθαίνεις επειδή συνηθίζεις.
~~{}~~
Ξέρω
ότι είναι κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει, φίλε Νικόλα, όπως έλεγε και ο
συνόνοματος σου ασυρματιστής. Μήπως τον συνάντησες; Εκεί πάνω ή εκεί
κάτω; Μαζί με τον ατσίγγανο κι αφέντη του, και κάθεστε όλοι μαζί, πίνετε
τα κρασιά σας και μας συμπονάτε;
Ή γελάτε; Γελάτε με τα χάλια μας και
μεθάτε, περιμένοντας να “ρθουμε να σας κάνουμε παρέα, να γελάσουμε κι
εμείς με τη ζωή μας που μας φαίνεται τόσο τραγική όταν τη ζούμε, ενώ από
“κει, από μακριά, δεν είναι τίποτα άλλο από κωμωδία;
Αλήθεια… Έχει κρασί εκεί που βρίσκεσαι; Αν δεν έχει, τότε μάλλον είσαι στην Κόλαση, φίλε μου κι αφέντη μου.
~~{}~~
Δεν θα αρχίσω να σου λέω για τους
πολιτηκάντηδες που μας μπαστακωθήκαν στο κεφάλι, μην ανησυχείς. Ποτέ δεν
τους πίστεψες και ήξερες ότι είναι αναλώσιμοι, εφήμεροι, ανάξιοι λόγου,
ότι είναι μόνο σκιές στο μεγάλο μπερντέ. Ήξερες από τότε ότι άλλοι
κρατούν τις φιγούρες, όχι τίποτα μεταφυσικά τέρατα, άνθρωποι είναι κι
αυτοί, αυτοί που μας θεωρούν όλους εμπορεύματα.
Ήξερες από τότε ότι κι εκείνοι, οι καραγκιοζοπαίχτες του Forbes, θα ήταν ανάξιοι λόγου, αν εμείς σταματούσαμε να είμαστε πειθήνιοι θεατές.
Το πρόβλημα είναι πάντα οι θεατές, αυτοί που κοιτάζουν, αυτοί που ζουν, χωρίς να κάνουν κάτι.
Αυτοί που πιστεύουν ότι οι σκιές είναι αληθινές, ότι είναι αυτόφωτες,
ότι οι σκιές έχουν στ” αλήθεια δύναμη, αυτοί που ασχολούνται μαζί τους,
βρίζοντας την οθόνη και χειροκροτώντας την οθόνη, χωρίς ποτέ να
σηκώνονται από τις καρέκλες τους, χωρίς ποτέ να αναρωτιούνται πως
βρέθηκαν εκεί και τι θα γινόταν αν έσπαγαν τα δεσμά της συνήθειας, αν
σταματούσαν να κοιτάνε τις σκιές και έβγαιναν έξω, στο φως του ήλιου.
Ναι, ο Πλάτωνας είχε δίκιο: Είμαστε αλυσοδεμένοι εκούσια μέσα στο σπήλαιο, κοιτάμε τις σκιές και τις πιστεύουμε για αληθινές.
Και όταν ο καραγκιοζοπαίχτης καταλάβει
ότι μια σκιά, μια φιγούρα, κούρασε τους θεατές, την πετάει στην άκρη και
βγάζει μια καινούρια, το ίδιο ασήμαντη κι αυτή. Και όσο πιο ασήμαντη τόσο περισσότερο διασκεδάζει το κοινό, τόσο εξυπηρετεί το παιχνίδι τους.
Το φιλοθεάμον κοινό, που είχε αρχίσει να
αναδεύεται στις καρέκλες, ίσως και κάποιοι να έστρεφαν το κεφάλι προς
τα πίσω, να δουν τι υπάρχει απέξω, το κοινό ησυχάζει και περιμένει να
δει τι θα κάνει η καινούρια σκιά.
Ναι, είχε δίκιο ο Αλβέρτος: Η ηλιθιότητα των θεατών είναι άπειρη…
Μήπως τον έχεις κι αυτόν εκεί… πέρα; Θα
ήθελα να ακούσω τι λέει με τον Πλάτωνα. Ο θεός δεν παίζει ζάρια ή μήπως
όχι μόνο παίζει, αλλά τα πετάει και σε σπήλαια όπου δεν μπορούμε να τα
δούμε;
~~{}~~
Συνηθίζουμε, Νικόλα, κι αποδεχόμαστε στωικά τα πάντα. Καμήλες που κουβαλούν αγόγγυστα ό,τι τους φορτώνουν στην πλάτη, αυτό είμαστε. (Ο Νίτσε είναι εκεί;)
Μέχρι και νεοναζί βάλαμε στη ζωή μας.
Γελάς με την ηλιθιότητα των ζωντανών; Για μας είναι δύσκολο να γελάσουμε
πια… Αυτή η χώρα, αυτός ο πλανήτης, που βίωσε τα πάνδεινα με τους ναζί,
χαιρετάει πάλι ναζιστικά και ετοιμάζει τα κρεματόρια.
Μην το πεις στον Καμπανέλλη, αν τον πετύχεις πουθενά, θα πικραθεί πολύ.
Ξέρω τι θα μου “λεγες για αντίλογο, αν
ξενυχτούσαμε πίνοντας διαλεκτικό κρασί. Θα μου μιλούσες για τα γκούλαγκ
και για τη Δρέσδη και για τη Χιροσίμα. Θα μου έλεγες για τους
αποικιοκράτες και για την Αμερική που έχτισε το όνειρο της πάνω στα κόκαλα των αυτόχθονων.
Εγκληματίες δεν ήταν μόνο οι ναζί, όπου υπάρχει εξουσία υπάρχει και βία, το ξέρω, αλλά οι θεατές δεν καταλαβαίνουν ότι οι κουστωδίες είναι σκιές στα χέρια του καραγκιοζοπαίχτη. Αλλού τις φυλακίζει, αλλού τις φροντίζει. Αναλόγως τις ανάγκες του.
Ο χαμένος είναι πάντα ο θεατής, που συνήθισε να είναι τέτοιος, που έμαθε να σκοτώνει και να πεθαίνει για των αφεντάδων το φαί.
Θεατής στη ζωή του και εχθρός με τους άλλους θεατές.
Μπορείς να το πιστέψεις; Κι όμως, το συνηθίσαμε κι αυτό, τόσα χρόνια πόλεμος.
~~{}~~
Και πάνω που συνηθίζεις, πάνω που νομίζεις ότι έφτασες στον απόπατο, αντιλαμβάνεσαι ότι έχει πολύ κατήφορο ακόμα για την άβυσσο.
Πόσο πιο χαμηλά; Όσο πιο χαμηλά ανέχεσαι να σε ρίξουν.
Και, πίστεψε με, δεν το είπε κάποιος
σπουδαίος, αλλά είναι ολοφάνερο: Οι άνθρωποι έχουν εξαιρετική ανοχή,
ίσως το ίδιο άπειρη με τη βλακεία…
Μια απορία… Είναι και ο Αδόλφος εκεί; Αν ναι, πες του ότι είχε δίκιο: Η ιστορία γράφεται από τους νικητές.
Και ο άνθρωπος, ο θεατής, είναι πάντα χαμένος.
~~{}~~
Θα πάω για ύπνο, γιατί το πρωί πηγαίνω
τον Τηλέμαχο στο σχολείο… Τώρα ζηλεύεις, το ξέρω. Όσα άσχημα και να
γλίτωσες, όταν ξέχασες να στρίψεις, ξέρεις ότι έχασες και όμορφα…
Να χαϊδεύεις το κεφάλι του παιδιού σου
είναι ένα από αυτά. Το κάνουν και οι μπονόμπο, το ξέρω, αλλά ποιος σου
είπε ότι οι μπονόμπο είναι λιγότερο έξυπνοι από τους ανθρώπους; Οι
μπονόμπο δεν έφτιαξαν ατομική βόμβα.
Αλήθεια, μπονόμπο έχετε εκεί πάνω; Ή εκεί κάτω;
Με αγάπη και εις το επανιδείν
Ο ζωντανός (για την ώρα) φίλος σου