Ένα φιλοσοφημένο κείμενο
αλιευμένο μέσα από το έργο του Πολύβιου Δημητρακόπουλου «Η Σιδηρά
Διαθήκη», το οποίο είχαμε διδαχθεί στα μαθητικά μας χρόνια και το οποίο
αξίζει τον κόπο να διαβαστεί. Εξυπακούεται ότι διατηρούμε το συντακτικό
και την ορθογραφία του πολυδιαβασμένου αυτού λογίου.
Ο ΙΗΣΟΥΣ
Όχι!
δεν ήθελα πλέον ν’ ακούσω και τρίτον Μάρτυρα. Τα μαρτύρια της ιδέας δεν
διαφέρουν τίποτε μεταξύ των, όσον διαφορετικά και αν ηνε τα μαρτύρια
του σώματος. Όχι• δεν ήθελα πλέον να ταράξη την ψυχήν μου και τρίτου
μάρτυρος στεναγμός, είχα δε ετοιμασθή να καταφύγω και πάλιν προς το
Φάσμα, που μ' επερίμενεν εις το άκρον του Δρόμου, ότε από το ύψος του
Σταυρού μία φωνή μ' εκάρφωσεν εις την θέσιν μου.
Και έλεγεν η φωνή :
— Σε αναγνωρίζω, σε αναγνωρίζω, ω ευγενικόν και ευαίσθητον πτηνόν διότι συ πρώτον ελάλησες τρεις φοράς και ήλεγξας τον Πέτρον δια την τριπλήν άρνησίν του εις την αυλήν του Αρχιερέως. Κατά την νύκτα εκείνην ο Κόσμος ανεπαύετο ήσυχος και αμέριμνος, όπως πάντοτε, επάνω εις τα ίδια ερείπιά του. Το Αηδόνι ετραγουδούσεν εις την φωλεάν του την ερωτικήν' ο Κορυδαλλός εκοιμάτο ήσυχος, περιμένων την αυγήν' ο Κόρακας εκαραδοκούσεν ένα πτώμα επί πλέον ο
Μαθητής ηρνείτο τον Διδάσκαλόν του, και μόνον ένας Πετεινός αγρυπνούσε και τον υπενθύμιζεν...
Ένας στεναγμός ηκολούθησε τα τελευταία του Μάρτυρος λόγια, και ένα δάκρυ έπεσεν από τον Σταυρόν και εκυλίσθη εμπρός εις τα πόδια μου, επάνω εις το άγονον έδαφος.
Και ητοιμάσθην να ροφήσω εκείνο το δάκρυ, αλλά η φωνή ακίνητον μ' εκράτησεν.
— Όχι, έλεγεν η γη έχει ανάγκην ακόμη από πολλά δάκρυα δια να λιπανθή, αφού δεν ήρκεσε τόσον αίμα. Από το ύψος του Σταυρού τούτου παρατηρώ τον αιώνιον αυτόν Δρόμον, που επροσπάθησα μάταια να τον κατασκάψω. Και βλέπω τους ανθρώπους να τον ακολουθούν, ο ένας οπίσω από τον άλλον, χωρίς τον ελάχιστον κόπον. Όσοι εστράφησαν δια να διευθυνθούν προς εμέ, παρεπλανήθησαν και ευρέθησαν ουσιαστικώς περισσότερον μακράν μου, παρ' όσον εκείνοι, που ηκολούθουν τον Δρόμον του Κακού, ειλικρινείς τουλάχιστον απέναντι του ιδίου εαυτού των.
» Και τούτο, διότι η ορμή των πραγμάτων είνε πολύ δύσκολον να μεταβληθή και προ πάντων όταν πρόκειται περί κακής φύσεως. Κάθε πνεύμα, που θα ήθελε παρεντεθή εις την ορμήν των, θα συνετρίβετο, όσον μεγάλον και δυνατόν αν ήτο. Δεν σημαίνει αν κατόπιν θα ενίκα και θα εθριάμβευε,
— Και όμως οι άνθρωποι Σε λατρεύουν, είπον εγώ.
—Α, δεν ήσαν τίποτε του δόρατος αι πληγαί και ο χλευασμός της ψεύτικης πορφύρας, εμπρός εις τον πνιγμόν, που προκαλεί ο καπνός του θυμιάματος και η πλαστότης της λατρείας. Θα ιδής Εβραίους να έχουν την θρησκείαν των εις το συμφέρον και θα ιδής Χριστιανούς να έχουν το συμφέρον των εις την θρησκείαν οι πρώτοι έχουν τουλάχιστον μίαν θρησκείαν οι δεύτεροι δεν έχουν καμμίαν.
» Και θα ιδής ακόμη ηγεμόνας λαών να τυραννούν και να αιματοκυλίουν τον κόσμον επ’ ονόματί μου δέσποτας, επιβάλλοντας την δουλείαν εν ονόματι της Ελευθερίας, και θα φθάσης εις το τρομερόν συμπέρασμα, ότι ο Ιησούς δεν είνε πλέον τίποτε άλλο, παρά μεσίτης δούλων δια τους ισχυρούς.
Και πάλιν άφησεν ένα βαθύν στεναγμόν και επρόσθεσεν:
— Είδα από μακράν ανθρώπους που έφερον τον Σταυρόν μου κρεμασμένον εις τα ακάθαρτα στήθη των. Ε, εάν εμάντευα πως οι άνθρωποι θα είχον την φιλοδοξίαν να κρεμούν επάνω των το όργανον εις το όποιον εκρεμάσθην εγώ—κύτταξε πόσον διαφέρομεν ! — θα επαρακαλούσα τον Πόντιον Πιλάτον να μ’ εγκρέμιζεν εις μίαν άβυσσον, αντί να με σταυρώση• έτσι τουλάχιστον οι άνθρωποι δεν θα είχον ανάγκην να κρεμάσουν επάνω εις τα στήθη των και την εικόνα μιας αβύσσου, αφού την κλείουν ολόκληρον μέσα εις αυτά.
Έτσι ωμίλησεν ο Ιησούς.
Και άφησε νέον στεναγμόν, που αντήχησε μέχρι του δρόμου.
Τότε είδα τους διαβάτας να σταματούν προς στιγμήν και να στρέφωνται προς την διεύθυνσιν Εκείνου, που είχεν αναστενάξη|. Αλλά στιγμιαίον ήτο τούτο και εξηκολούθησαν την πορείαν των.
Εσκέφθην ολίγον και ηρώτησα:
-- Είπε μου, άνθρωπε και Θεέ! Διατί ευρίσκεσαι εις την αξιοθρήνητον αυτήν κατάστασιν;
--Διότι έλεγα την Αλήθειαν.
--Και τι εστίν Αλήθεια;
Ο Ιησούς εφρικίασε και απήντησε:
--Μου θέτεις την αυτήν ερώτησιν, που μου έθεσε και ο Πιλάτος κατά την δίκην μου. Εκείνος όμως απεσύρθη πριν εγώ απαντήσω. Μείνε συ τουλάχιστον δια ν' ακούσης.
Αλλά την στιγμήν που ο Εσταυρωμένος ητοιμάσθη να ομιλήση, το Φάσμα με έσυρεν αποτόμως εις τον Δρόμον του με την ταχύτητα της ιδέας.
Μοιραίον ήτο να μην ακουσθή και πάλιν η απάντησίς του!
--Δεν σε έστειλα εκεί, είπε, δια να αισθανθής, αλλά δια να ακούσης.
--Ναι, ήκουσα. Είνε ένας μεγάλος Μάρτυς της Ιδέας.
--Δεν σημαίνει τίποτε τούτο. Όλοι οι μάρτυρες της Ιδέας είναι Ισότιμοι, αδιάφορον ποία υπήρξεν η ιδέα των και ποία η επί του ανθρωπίνου πνεύματος επίδρασίς της. Αυτό είνε ζήτημα συνδυασμού περιστάσεων και συνθηκών της κάθε εποχής.
--Εν τούτοις δεν με άφησες ν' ακούσω τι έστιν Αλήθεια.
--Το έκαμα δια να κρατήσω την αξιοπρέπειάν του• το ίδιον έκαμε και ο Πιλάτος δια το καλόν του, και δεν έχει δίκαιον να παραπονήται εναντίον του από τότε. (…).
Αν σας ενδιαφέρει το βιβλίο που κλυδωνίζει εγκεφάλους, αρχίστε από εδώ:
Και έλεγεν η φωνή :
— Σε αναγνωρίζω, σε αναγνωρίζω, ω ευγενικόν και ευαίσθητον πτηνόν διότι συ πρώτον ελάλησες τρεις φοράς και ήλεγξας τον Πέτρον δια την τριπλήν άρνησίν του εις την αυλήν του Αρχιερέως. Κατά την νύκτα εκείνην ο Κόσμος ανεπαύετο ήσυχος και αμέριμνος, όπως πάντοτε, επάνω εις τα ίδια ερείπιά του. Το Αηδόνι ετραγουδούσεν εις την φωλεάν του την ερωτικήν' ο Κορυδαλλός εκοιμάτο ήσυχος, περιμένων την αυγήν' ο Κόρακας εκαραδοκούσεν ένα πτώμα επί πλέον ο
Μαθητής ηρνείτο τον Διδάσκαλόν του, και μόνον ένας Πετεινός αγρυπνούσε και τον υπενθύμιζεν...
Ένας στεναγμός ηκολούθησε τα τελευταία του Μάρτυρος λόγια, και ένα δάκρυ έπεσεν από τον Σταυρόν και εκυλίσθη εμπρός εις τα πόδια μου, επάνω εις το άγονον έδαφος.
Και ητοιμάσθην να ροφήσω εκείνο το δάκρυ, αλλά η φωνή ακίνητον μ' εκράτησεν.
— Όχι, έλεγεν η γη έχει ανάγκην ακόμη από πολλά δάκρυα δια να λιπανθή, αφού δεν ήρκεσε τόσον αίμα. Από το ύψος του Σταυρού τούτου παρατηρώ τον αιώνιον αυτόν Δρόμον, που επροσπάθησα μάταια να τον κατασκάψω. Και βλέπω τους ανθρώπους να τον ακολουθούν, ο ένας οπίσω από τον άλλον, χωρίς τον ελάχιστον κόπον. Όσοι εστράφησαν δια να διευθυνθούν προς εμέ, παρεπλανήθησαν και ευρέθησαν ουσιαστικώς περισσότερον μακράν μου, παρ' όσον εκείνοι, που ηκολούθουν τον Δρόμον του Κακού, ειλικρινείς τουλάχιστον απέναντι του ιδίου εαυτού των.
» Και τούτο, διότι η ορμή των πραγμάτων είνε πολύ δύσκολον να μεταβληθή και προ πάντων όταν πρόκειται περί κακής φύσεως. Κάθε πνεύμα, που θα ήθελε παρεντεθή εις την ορμήν των, θα συνετρίβετο, όσον μεγάλον και δυνατόν αν ήτο. Δεν σημαίνει αν κατόπιν θα ενίκα και θα εθριάμβευε,
— Και όμως οι άνθρωποι Σε λατρεύουν, είπον εγώ.
—Α, δεν ήσαν τίποτε του δόρατος αι πληγαί και ο χλευασμός της ψεύτικης πορφύρας, εμπρός εις τον πνιγμόν, που προκαλεί ο καπνός του θυμιάματος και η πλαστότης της λατρείας. Θα ιδής Εβραίους να έχουν την θρησκείαν των εις το συμφέρον και θα ιδής Χριστιανούς να έχουν το συμφέρον των εις την θρησκείαν οι πρώτοι έχουν τουλάχιστον μίαν θρησκείαν οι δεύτεροι δεν έχουν καμμίαν.
» Και θα ιδής ακόμη ηγεμόνας λαών να τυραννούν και να αιματοκυλίουν τον κόσμον επ’ ονόματί μου δέσποτας, επιβάλλοντας την δουλείαν εν ονόματι της Ελευθερίας, και θα φθάσης εις το τρομερόν συμπέρασμα, ότι ο Ιησούς δεν είνε πλέον τίποτε άλλο, παρά μεσίτης δούλων δια τους ισχυρούς.
Και πάλιν άφησεν ένα βαθύν στεναγμόν και επρόσθεσεν:
— Είδα από μακράν ανθρώπους που έφερον τον Σταυρόν μου κρεμασμένον εις τα ακάθαρτα στήθη των. Ε, εάν εμάντευα πως οι άνθρωποι θα είχον την φιλοδοξίαν να κρεμούν επάνω των το όργανον εις το όποιον εκρεμάσθην εγώ—κύτταξε πόσον διαφέρομεν ! — θα επαρακαλούσα τον Πόντιον Πιλάτον να μ’ εγκρέμιζεν εις μίαν άβυσσον, αντί να με σταυρώση• έτσι τουλάχιστον οι άνθρωποι δεν θα είχον ανάγκην να κρεμάσουν επάνω εις τα στήθη των και την εικόνα μιας αβύσσου, αφού την κλείουν ολόκληρον μέσα εις αυτά.
Έτσι ωμίλησεν ο Ιησούς.
Και άφησε νέον στεναγμόν, που αντήχησε μέχρι του δρόμου.
Τότε είδα τους διαβάτας να σταματούν προς στιγμήν και να στρέφωνται προς την διεύθυνσιν Εκείνου, που είχεν αναστενάξη|. Αλλά στιγμιαίον ήτο τούτο και εξηκολούθησαν την πορείαν των.
Εσκέφθην ολίγον και ηρώτησα:
-- Είπε μου, άνθρωπε και Θεέ! Διατί ευρίσκεσαι εις την αξιοθρήνητον αυτήν κατάστασιν;
--Διότι έλεγα την Αλήθειαν.
--Και τι εστίν Αλήθεια;
Ο Ιησούς εφρικίασε και απήντησε:
--Μου θέτεις την αυτήν ερώτησιν, που μου έθεσε και ο Πιλάτος κατά την δίκην μου. Εκείνος όμως απεσύρθη πριν εγώ απαντήσω. Μείνε συ τουλάχιστον δια ν' ακούσης.
Αλλά την στιγμήν που ο Εσταυρωμένος ητοιμάσθη να ομιλήση, το Φάσμα με έσυρεν αποτόμως εις τον Δρόμον του με την ταχύτητα της ιδέας.
Μοιραίον ήτο να μην ακουσθή και πάλιν η απάντησίς του!
--Δεν σε έστειλα εκεί, είπε, δια να αισθανθής, αλλά δια να ακούσης.
--Ναι, ήκουσα. Είνε ένας μεγάλος Μάρτυς της Ιδέας.
--Δεν σημαίνει τίποτε τούτο. Όλοι οι μάρτυρες της Ιδέας είναι Ισότιμοι, αδιάφορον ποία υπήρξεν η ιδέα των και ποία η επί του ανθρωπίνου πνεύματος επίδρασίς της. Αυτό είνε ζήτημα συνδυασμού περιστάσεων και συνθηκών της κάθε εποχής.
--Εν τούτοις δεν με άφησες ν' ακούσω τι έστιν Αλήθεια.
--Το έκαμα δια να κρατήσω την αξιοπρέπειάν του• το ίδιον έκαμε και ο Πιλάτος δια το καλόν του, και δεν έχει δίκαιον να παραπονήται εναντίον του από τότε. (…).
Αν σας ενδιαφέρει το βιβλίο που κλυδωνίζει εγκεφάλους, αρχίστε από εδώ:
- Η Χρυσή Διαθήκη - Συμβουλαί προς τον πετεινό μου(1...
- Η Χρυσή Διαθήκη - Συμβουλαί προς τον πετεινό μου(1...
- Η Χρυσή Διαθήκη - Συμβουλαί προς τον πετεινό μου(2...
- Η Χρυσή Διαθήκη - Συμβουλαί προς τον πετεινό μου(3...
- Η Σιδηρά Διαθήκη - Από τον κόσμον(Α')
- Η Σιδηρά Διαθήκη - Αι δύο Διαθήκαι(Β)
- Η Σιδηρά Διαθήκη (Γ')
- Η Σιδηρά Διαθήκη - (Δ')
Ο θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος Πολύβιος Δημητρακόπουλος. (Η φωτογραφία είναι από την εγκυκλοπαίδεια «Δομή»).
Δημητρακόπουλος, Πολύβιος
(1864-1922). Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, με έντονη
δημοσιογραφική δραστηριότητα. Γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Κατατάχθηκε στο
στρατό, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα μιας καριέρας στο στράτευμα
(1892).
Συνεργάστηκε κυρίως με τον αθηναϊκό ημερήσιο τύπο, όπου δημοσίευσε ευθυμογραφήματα, χρονογραφήματα, μελέτες και δοκίμια, είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με ψευδώνυμο (Ζλαπ, Paul Arcas, Κόντε Κουρούπης κ.ά.). Το 1902 εξέδωσε το εβδομαδιαίο περιοδικό «Πρωτεύουσα» και από το 1916 ως το 1917 την εφημερίδα «Θρίαμβος-Θάρρος».
Αν και οι ποιητικές του απόπειρες ήταν λιγοστές και κατά κανόνα αποτυχημένες, τα πεζογραφήματά του («Σιδηρά Διαθήκη», «Αι δύο Διαθήκαι», έργα με έντονο παραμυθικό στοιχείο, κ.ά.) γνώρισαν ευρεία διάδοση.
Ο κύριος όμως όγκος του έργου του Δημητρακόπουλου αναφέρεται στο θέατρο. Εκπρόσωπος μιας ψυχαγωγικής γραφής, έγραψε άπειρες κωμωδίες, οπερέτες, επιθεωρήσεις, αλλά και τραγωδίες, που διέγραψαν επιτυχημένη πορεία την εποχή εκείνη («Αντίο Γλανρέντζα», «Από τη γη στον ουρανό», «Λουλουδόκοσμος», «Βελισάριος», «Μυρτώ», «Ειρήνη η Αθηναία», κ.ά.). Με ένα ύφος ιδιόρρυθμο, με μια διάθεση έντονα κριτική, ο Δημητρακόπουλος κατάφερε μέσα από τα θεατρικά του έργα να περιγράψει με ενάργεια χαρακτήρες και καταστάσεις του σύγχρονού του κοινωνικού χώρου και να δώσει μ’ αυτόν τον τρόπο κατευθύνσεις και διεξόδους σ’ ένα ευρύ κοινό.
Ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος υπήρξε φανατικός πολέμιος των δημοτικιστών. Τα έργα του γράφτηκαν όλα στην καθαρεύουσα, εκτός από τις επιθεωρήσεις του. Μετέφρασε Αριστοφάνη, αλλά και κάποιους ξένους συγγραφείς, ενώ ήταν ένας από τους ιδρυτές της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. (Βλέπε εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία»).
Συνεργάστηκε κυρίως με τον αθηναϊκό ημερήσιο τύπο, όπου δημοσίευσε ευθυμογραφήματα, χρονογραφήματα, μελέτες και δοκίμια, είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με ψευδώνυμο (Ζλαπ, Paul Arcas, Κόντε Κουρούπης κ.ά.). Το 1902 εξέδωσε το εβδομαδιαίο περιοδικό «Πρωτεύουσα» και από το 1916 ως το 1917 την εφημερίδα «Θρίαμβος-Θάρρος».
Αν και οι ποιητικές του απόπειρες ήταν λιγοστές και κατά κανόνα αποτυχημένες, τα πεζογραφήματά του («Σιδηρά Διαθήκη», «Αι δύο Διαθήκαι», έργα με έντονο παραμυθικό στοιχείο, κ.ά.) γνώρισαν ευρεία διάδοση.
Ο κύριος όμως όγκος του έργου του Δημητρακόπουλου αναφέρεται στο θέατρο. Εκπρόσωπος μιας ψυχαγωγικής γραφής, έγραψε άπειρες κωμωδίες, οπερέτες, επιθεωρήσεις, αλλά και τραγωδίες, που διέγραψαν επιτυχημένη πορεία την εποχή εκείνη («Αντίο Γλανρέντζα», «Από τη γη στον ουρανό», «Λουλουδόκοσμος», «Βελισάριος», «Μυρτώ», «Ειρήνη η Αθηναία», κ.ά.). Με ένα ύφος ιδιόρρυθμο, με μια διάθεση έντονα κριτική, ο Δημητρακόπουλος κατάφερε μέσα από τα θεατρικά του έργα να περιγράψει με ενάργεια χαρακτήρες και καταστάσεις του σύγχρονού του κοινωνικού χώρου και να δώσει μ’ αυτόν τον τρόπο κατευθύνσεις και διεξόδους σ’ ένα ευρύ κοινό.
Ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος υπήρξε φανατικός πολέμιος των δημοτικιστών. Τα έργα του γράφτηκαν όλα στην καθαρεύουσα, εκτός από τις επιθεωρήσεις του. Μετέφρασε Αριστοφάνη, αλλά και κάποιους ξένους συγγραφείς, ενώ ήταν ένας από τους ιδρυτές της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. (Βλέπε εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία»).