Κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο χριστιανικός Θεός ενέχει ένα
διπλό γνώρισμα: κρυφό και αποκαλυμμένο, άγνωστο και γνωστό. Αντίστοιχα,
η θεολογική προσέγγιση και γνώση τού Θεού είναι διττή: γνωστική (βλ.
πνευματικό «γάλα» και «γνόφος αγνωσίας»), δηλ. Καταφατική ή Αποφατική
αντίστοιχα, και Χαρισματική (βλ. «μέλι» ή «φως» τής θεοπτίας), δηλ.
Μυστική. Τη διπλή (διαλεκτική και αποδεικτική, κατά τον άγιο Γρηγόριο
τον Παλαμά) αυτή μεθοδολογία τής Θεολογίας περιγράφουν όλοι σχεδόν οι
Πατέρες τής Εκκλησίας. Γι’ αυτό, στην ιστορία τής Εκκλησίας υπήρξαν
Πατέρες αγράμματοι (όπως ο Μ. Αντώνιος) και πανεπιστήμονες (όπως ο Μ.
Βασίλειος), όμως αμφότεροι ονομάστηκαν από την Εκκλησία «Μεγάλοι».
Αλλ’, ενώ η, κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας, «εκκλησιαστική Θεολογία»
διακρίνεται, εντούτοις δεν διαχωρίζεται της ακαδημαϊκής. Αν και
υφίσταται διάκριση μεταξύ «λόγου» και «καρδίας», παράλληλα υπάρχει και
αλληλοπεριχώρηση, σύμφωνα με την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, αλλιώς στην
καρδιά θα είμαστε Χριστιανοί, ενώ στο μυαλό Παγανιστές. Διακρίνουν μεν ο
αδελφόθεος Ιάκωβος και ο απόστολος Παύλος την «ἄνωθεν» από την
«ἐπίγειον» ή «δαιμονιώδη» σοφία, όχι όμως με κάποια πόλωση τύπου
Διαλεκτικής Θεολογίας (K. Barth), όπως λ.χ. των αιρετικών Τατιανού και
Τερτυλλιανού, ή τού Bertrand Russel. Κατά τον Μ. Βασίλειο, οι δύο σοφίες
δεν είναι αντίθετες, αλλ’ αποτελούν ένα δένδρο, στο οποίο η μεν κοσμική
σοφία δίνει τα φύλλα, η δε Θεία σοφία τούς καρπούς. Ο άγιος Γρηγόριος ο
Παλαμάς που δεν ομιλεί για «δύο αλήθειες», αλλά για «διπλοῦν εἶδος
ἀληθείας», δηλ. για διπλή (γνωσιολογική) μέθοδο ―αντίθετα από τον
Βαρλαάμ, που πρέσβευε ότι η γνωσιολογική μέθοδος είναι ενιαία τόσο για
τα κτιστά όσο και για το άκτιστο― δεν απορρίπτει παντελώς την κοσμική
σοφία, αλλά δεν τη θεωρεί ως απαραίτητη για την πνευματική κάθαρση, τον
φωτισμό και τη θέωση. Γενικά, οι ανατολικοί Πατέρες δεν αποδέχονται,
κατά τον Σχολαστικισμό, διπλό νόημα της Αγίας Γραφής, δηλ. τη «διπλή
αλήθεια», ή τη λεγόμενη ασύμπτωτη παραλληλία. Ο Ησυχασμός ανέκαθεν
αντιτασσόταν σε κάθε μορφή Καρτεσιανής, Θωμιστικής και Δομινικανικής
διαρχίας και Μανιχαϊσμού. Οι Άκτιστες Ενέργειες του Θεού διαποτίζουν όλη
την κτίση (ακόμα και τα κύτταρά μας), τελεσιουργώντας μία «κοσμική
λειτουργία». Σήμερα, γράφει ο Sir Arthur Stanley Eddington, δεν έχουμε
σαφή διάκριση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού. Η διχοτόμηση μεταξύ ύλης
και πνεύματος («θεός δέ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται») απηχεί σαφώς τον
Πλατωνικό μύθο τού σπηλαίου. Η αληθής γνώση/σοφία (είτε φυσική, είτε
υπερφυσική) δεν μπορεί παρά να πηγάζει από τον (ένα και αληθινό) Θεό. Ο
Θείος φωτισμός δηλ. προηγείται, προκειμένου να αξιοποιηθεί από τον
άνθρωπο ακόμα και αυτή η Φυσική Αποκάλυψη. Κατά συνέπεια, η Παιδεία μόνο
μεθοδολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε θεωρητική ή πρακτική, θρησκευτική ή
τεχνοκρατική, αλλ’ όχι και οντολογικά, διότι τότε θα οδηγηθούμε στη
σχιζοφρένεια (βλ. Μονοφυσιτισμό) τού δυτικού Πολιτισμού, ξένου προς την
ιουδαιοχριστιανική Παράδοση. Ο Θ. Λόγος αποκαλύπτεται στον <κατ’
εικόνα> Του ανθρώπινο λόγο χωρίς να τον ακυρώνει, και η θρησκευτική
πίστη μέσα στη λογική χωρίς να την καταργεί. Η Αγία Γραφή και οι Πατέρες
τής Εκκλησίας συνάπτουν αρμονικά τη γνώση με την πίστη, αφού η μία
θεμελιώνει την άλλη: «ἔστι γνῶσις προηγουμένη τῆς πίστεως, καί ἔστι
γνῶσις τικτομένη ἐκ τῆς πίστεως», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει Ισαάκ ο
Σύρος. Συνεπώς, δεν καταδικάζουν απόλυτα οι Πατέρες τη φυσική γνώση ή
την ανθρώπινη σοφία γενικά. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η μελέτη
τής Φύσης συνιστά το θεμέλιο της Θεολογίας και αποδεικνύει τη θεολογική
αλήθεια. Αυτό που χριστιανικά καταδικάζεται είναι η αντίληψη ότι
αποκλειστικά και μόνο η «επίγειος» γνώση ταυτίζεται ή άγει στο απόλυτο
Αγαθό. Μόνο δηλ. η απολυτοποίηση της «θύραθεν» Παιδείας, σύμφωνα με τον
Γρηγόριο τον Θεολόγο, μπορεί να στρέψει τον άνθρωπο κατά τής Θ.
Πρόνοιας. Σε μία τέτοια περίπτωση, η «θύραθεν» σοφία προσκολλά τον
άνθρωπο στον κόσμο τούτο. Η Σαρκούμενη Θεολογία κατανοείται ως λόγος
περί τής θεανθρώπινης κοινωνίας (μυστικού Σώματος της Εκκλησίας), δηλ.
της θεανδρικής ένωσης του ενδοκοσμικού με τον υπερβατικό Λόγο, ή αλλιώς
τής κτιστο-άκτιστης πραγματικότητας. Άρα, είναι έργο Θείο και ανθρώπινο
κατά «συνεργία». Έτσι, οντολογικά, δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ τού Λόγου
τού Θεού και του αυθεντικού (ήτοι επιστημονικού) λόγου τού ανθρώπου. Η
αυθεντική Επιστήμη ως αλήθεια είναι Θεία ευ-λογία, δηλ. δοξολογία, ενώ η
Θεολογία, όπως και το Όλο τής Ζωής, δεν εξαντλείται στην Επιστήμη.
Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει, κατά τον Imre Lakatos, καμία σταθερή οριοθέτηση μεταξύ Επιστήμης και μη Επιστήμης. Επιστημολογικά, δεν είναι δυνατός πλέον σήμερα ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ γεγονότων και αξιών. Επιστήμη και Πολιτισμός, ή, αλλιώς, μετωνυμία και μεταφορά56, συνδέονται στενά. Μολονότι μία προγραμματιζόμενη Επιστήμη, δεν είναι Επιστήμη, δηλ. ελεύθερη (επιστημονική) έρευνα, κάθε διαδικασία πρόσληψης της γνώσης δεν αναχωρεί μέσα σε μία τυχαιότητα ή χαώδη κατάσταση, οπουδήποτε και οπωσδήποτε, αλλά προϋποθέτει ως ισχύοντα και σκόπιμα μέτρα, μεθόδους, πειραματικές διατάξεις και υποθέσεις εργασίας, εμπλεκόμενη έτσι σε πολιτισμικά στερεότυπα και ηθικά διλήμματα.
Ο επιστημονικός Υλισμός έχει προ πολλού αντιτάξει ότι είναι αδύνατον η Θεολογία να αποδείξει «επιστημονικά» την ύπαρξη και τη λειτουργία των πνευματικών εμπειριών. Αλλά, πέρα από την ύπαρξη παραφυσικών φαινομένων, ο φορέας οποιασδήποτε προσωπικής εμπειρίας δεν μπορεί θετικιστικά να την αποδείξει: «Κανένας άλλος δεν έχει τον πόνο μου» (G. Ferge). Επιστημονικά, δεν μπορεί να αποδειχθεί όχι μόνο το διαφορετικό αίσθημα γεύσης στον καθένα που δοκιμάζει λ.χ. το ίδιο γλυκό, αλλ’ ούτε καν η συγκεκριμένη γεύση του από κάποιον που δεν το έχει γευτεί καθόλου. Η Θεολογία, από έποψη κβαντοθεωρητική και επιστημολογική (βλ. Μεταφυσικό Σκεπτικισμό, Κριτικό Ρεαλισμό, Υπερβατολογικό Υποκειμενισμό και τη λεγόμενη θέση των Duhem και Quine), έχει όλα τα ειδολογικά γνωρίσματα, τα οποία διαθέτουν οι επιμέρους επιστήμες. Αν ως επιστημονικά «παραδείγματα» (paradigms) φανταστούμε, τηρουμένων των αναλογιών, τα βασικά δόγματα, δηλ. τα «θεολογικά προγράμματα» κάθε Θρησκείας, ή τη δογματική «παραγωγή» στην εκκλησιαστική Ιστορία, τότε μπορούμε να εφαρμόσουμε επιστημολογικά κριτήρια και στη θρησκεία. Εξάλλου, ο απόστολος Παύλος και, στη συνέχεια, οι Απολογητές, όπως και ο χαλκέντερος Ωριγένης καλλιέργησαν ευδόκιμα τον ανθρώπινο λόγο και τη γνώση, ενώ η Θεολογία συνέβαλε μεγάλως στην ελεύθερη επιστημονική έρευνα της Φύσης και την ανάπτυξη των επιστημών και Τεχνών. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία έχει καταδικάσει τους Γνωσιμάχους ως αιρετικούς. Κατά Ιωάννη τον Δαμασκηνό, «οὐδέν τῆς γνώσεώς ἐστι τιμιώτερον· ἡ γάρ γνῶσις φῶς ἐστι τῆς ψυχῆς· τό ἔμπαλιν ἡ ἄγνοια σκότος». Άλλωστε, από τη σκοπιά τής Γενικής Θεωρίας Συστημάτων ή τής Κυβερνητικής επιστήμης, που βλέπει ακόμα και το άτομο της Κβαντοφυσικής ως συντακτική μονάδα, η Θεολογία συνιστά επιστήμη, επειδή βασικά μπορεί και επιλύει προβλήματα, όπως π.χ. ένα μαθηματικό μοντέλο. Όπως η «λογιστική» Φιλοσοφία, έτσι και η Κυβερνητική, χρησιμοποιεί γλώσσα συμβολική. Συμβολική, όμως, γλώσσα χρησιμοποιεί, ως γνωστό, και η Θεολογία. Με άλλα λόγια, η Θεολογία είναι ευρετική. Ομοίως, μία ορισμένη πιστεύουσα και λατρεύουσα κοινότητα (Εκκλησία), ως ένας συλλογικός οργανισμός76, όπως άλλωστε κάθε πολιτισμική δομή, αιτιακά αυτο-ενεργούμενων ή αυτο-επαναλαμβανόμενων λειτουργιών μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο, συνιστά κιβωτό λόγου και ένα θεσμοθετημένο σύστημα με ιδιαίτερο κυβερνητικό λογισμικό και άρα με επιστημονική νομιμότητα, εφόσον το έσχατο θεμέλιο της Φυσικής λ.χ. κείται στις αυτο-επαναλαμβανόμενες (κατά μέσο όρο) λεκτικές κανονικότητες (βλ. νόμους). Επιπρόσθετα, η επιστημονικότητα της Θεολογίας εντοπίζεται αφενός στην ξεχωριστή πρακτική μέθοδο, δηλ. την επιστημονική―συστηματική διατύπωση του δόγματος (ως κωδικοποίησης μιας συλλογικής και ιστορικής εμπειρίας) και την ιστορική επιμαρτύρησή του, και αφετέρου στη διερεύνηση αυτού τού δόγματος, δηλ. στην ασίγαστη (σε βάθος) αναζήτηση (πληρέστερου) νοήματος.
Η αναζήτηση και η γνώση τής Αλήθειας, από όπου και αν προέρχεται, είναι αίτημα καθολικό για τον άνθρωπο. Οι συνειδητοί ερευνητές δεν είναι κατ’ ανάγκην εχθροί τής Εκκλησίας. Η ορθόδοξη Ανατολική Θεολογία ποτέ δεν υπήρξε δογματική, απόλυτη και κλειστή, όπως ο ουσιοκρατικός δυτικός Χριστιανισμός ή μία οποιαδήποτε ιδεολογικοποιημένη Μεταφυσική. Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, η τέλεια Θεολογία είναι εσχατολογική. Κατά τον άγιο Ειρηναίο, η «εν Χριστώ» Ανακεφαλαίωση των ουρανίων και επιγείων σημαίνει κατάφαση και εξευγενισμό τού έμφυτου λογικού στοχασμού, ακόμα και αυτού τού Αριστοτελικού «θαυμάζειν», που οδηγεί στην επιστημονική έρευνα. Υπ’ αυτή την έννοια, Θεολογία είναι η μεθοδική εξερεύνηση του αποκαλυμμένου Θείου Λόγου, που κατ’ ουσίαν παραμένει υπερβατικός. Η ίδια η Βασιλεία τού Θεού, κατά τον Μ. Βασίλειο, ταυτίζεται με την ατελεύτητη γνώση τού Θεού, δηλ. τη γνώση αυτού που δεν γνωρίζεται πλήρως. Μολονότι η Θ. Αποκάλυψη σταματά με την Πεντηκοστή, ο άνθρωπος, όσο τού είναι δυνατόν, είναι ελεύθερος να ερευνά και να γνωρίζει διηνεκώς το «Θείον» σε όλο το πλάτος και το βάθος Του. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο θεολόγος τρέχει για να συλλάβει, να κατακτήσει και χωρέσει στην καρδιά του τον Θεό. Ομοίως, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, απαιτείται συνεχής και ασταμάτητη έρευνα, εκζήτηση και ανάκριση της αλήθειας, για πνευματική εκγύμναση του νου, σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο. Πράγματι, μία (εξαγιασμένη) λογική δεν παραιτείται ούτε από τη θεολογική εμβάθυνση, ούτε από την επιστημονική και θύραθεν φιλοσοφική έρευνα. Αλλ’, άραγε, η Αλήθεια (ο Θεός) ανακαλύπτεται ή αποκαλύπτεται; Κάποιες φορές σε βρίσκει ο Θεός, ενώ κάποιες άλλες Τον βρίσκεις εσύ. Η ορθόδοξη Θεολογία, ως λόγος τού Θ. Λόγου και περί τού Θ. Λόγου, δεν είναι ανακάλυψη του (αρχαιοελληνικού) <Άγνωστου Θεού>, αλλά (προσωπική εμπειρικά) αποκάλυψη της Θ. Αποκάλυψης (δηλ. τής φανέρωσης) της «κοινωνίας» των Άκτιστων Ενεργειών (θεοφανειών) τού μόνου αληθινού Θεού με τον κόσμο, δυνάμει τής «εν χρόνω και χώρω» Θ. Ενανθρώπησης του Υιού και Λόγου Του, μολονότι ο ίδιος παραμένει πάντα Ακατάληπτος ως προς την ουσία Του. Έτσι, εντός τής Θεολογίας, όπως και εντός κάθε Ανθρωπολογίας, λειτουργεί τόσο μία απροϋπόθετη (ζητητική), όσο και μία εμπροϋπόθετη (κανονιστική) έρευνα· πρόκειται για τη λειτουργία ταυτόχρονα μιας Παρμενίδειας στάσης και μιας Ηρακλείτειας κίνησης: της αποκαλυμμένης Παράδοσης και του διαρκώς νέου προφητικού πνεύματος. Με την έρευνα της Θ. Αποκάλυψης, η Θεολογία ή ακόμα και η ομολογιακή ταυτότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν αναιρεί τον εαυτό της (αυτοακυρώνεται), προκειμένου δήθεν να είναι απόλυτα συνεπής στην επιστημονική μεθοδολογία: «Ου γαρ ελαττούται η επί τοις μεγίστοις έκπληξις, επειδάν ο τρόπος καθ' ον γίνεταί τι των παραδόξων εξευρεθή», παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος. Αν ανθρωπίνως υπάρχει ένα «απόλυτο» δόγμα στον Χριστιανισμό, που διακρίνει την Ορθόδοξη Θεολογία από την αίρεση (λ.χ. τού Ευνομιανισμού), τούτο λογικά είναι το άκτιστο και ακατάληπτο του Θεού. Ως προς το αν υπάρχει «θεός», δεν τίθεται ζήτημα, αφού «θεός» για τον καθένα είναι οτιδήποτε το απόλυτο και η υπέρτατη αξία. Στον Χριστιανισμό, ο Λόγος τού Θεού δεν είναι μία αφηρημένη έννοια ή ένα «ιερό κείμενο» (Avesta, Torah ή Koran), όπως σε όλες τις άλλες Θρησκείες, αλλά ένα (θεανθρώπινο) Πρόσωπο, που προηγείται της φύσεώς Του («Ἐγώ εἰμί ὁ ὤν»). Η θεανθρώπινη δηλ. φύση αυτή τής Αλήθειας, διακρινόμενη σε ουσία και ενέργειες, «καθ’ ύλην» μεν είναι (τριαδολογική) κοινωνία (βλ. περιχώρηση) προσώπων, δηλ. ενότητα μέσα στη διάκριση, ενώ «κατ’ είδος» σταυρο-αναστάσιμη και εσχατολογική· αυτό παραπέμπει στο γνωστό θεολογικό παράδοξο: αβεβαιότητα τής βεβαιότητας, και βεβαιότητα της αβεβαιότητας. Με την «εν Χριστώ» ελπίδα, που αποτελεί την ύψιστη δωρεά τού Αγίου Πνεύματος, ο Χριστιανός ζει μία πραγματικότητα, η οποία όμως, μη όντας πλήρως συντελεσμένη, δεν είναι ακόμα ορατή και βέβαιη, όπως τα άλλα αντικείμενα της άμεσης πραγματικότητας. Μάλιστα δε, στη θεολογική σκέψη δεν εμποδίζεται κανείς ούτε ακόμα και για τη (φιλοσοφική) αμφιβολία ως προς την αναγνώριση αυτής τής Θ. Αποκάλυψης! Ο χριστιανικός Θεός, κενώσας εαυτόν, παραιτείται τής παντοδυναμίας Του, παραχωρεί στον άνθρωπο ελευθερία βουλήσεως και του επιτρέπει να αμφισβητεί ακόμα και την ύπαρξή Του. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε ότι η Επιστήμη ―που ακόμα και ο ορισμός της είναι ασαφής, αλλ’, ωστόσο, κατά τον Άγγλο πανεπιστημιακό φυσικό και επιστημολόγο Alan Chalmers, η ασάφειά της αυτή, όπως και για την Αγία Γραφή παρατηρεί ομοίως ο ιερός Χρυσόστομος, συνιστά μέρος τής ισχύος της και όχι κάποια αδυναμία της― διαθέτει ως απαραίτητο γνώρισμα το «ερευνάν», τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι ποτέ η ίδια, μολονότι συνεχώς οφείλει να επανεξετάζει και κρίνει τον εαυτό της (γνωρίζοντας το όριο τής εξέλιξης κάθε φορά τής έρευνας), δεν θα πρέπει να φθάσει στο σημείο αναίρεσης του εαυτού της με την αμφισβήτηση της αμφισβήτησης, αλλά να παραμένει διαρκώς πάνω στη γραμμή τής συνεχούς αναζήτησης (βλ. Αρχή τής Διαψευσιμότητας του K. Popper). Έτσι, αν κάποιος ασκεί Θεολογία, το ερευνητικό του πεδίο είναι άπειρο: α) ως Θείος φωτισμός τού Αγίου Πνεύματος προς ολοένα και νέες αποκαλύψεις, με την έννοια τής εμβάθυνσης, καλύτερης κατανόησης και αποκάθαρσης του αυθεντικού (Θ. Λόγου) από το αλλότριο (τα ζιζάνια), και β) ως παν-επιστημιακή διερεύνηση των πηγών και ερμηνεία τους (κατά το «ο ζητών ευρίσκει»). Πάντως, ο θεο-λόγος ερευνητής, είτε ερευνά θετικά (για αναζήτηση τρόπων επαλήθευσης των αποκεκαλυμμένων Θείων Αληθειών), είτε αρνητικά (για αναζήτηση τρόπων διάψευσης των αποκεκαλυμμένων αυτών αληθειών), ερευνά το εξ ορισμού Υπέρλογο πάντοτε ως λογικός πιστός (όσο τούτο είναι ανθρωπίνως δυνατόν), ασκώντας «λογική λατρεία». «Ἐπιστημονικῶς τήν θείαν Γραφήν ἀνελίσσειν ὀφείλεις», παραγγέλλει Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, κατά το «ἔρχου καί ἴδε» και το «μή παντί πνεύματι πιστεύετε», αλλά «πάντα δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε».
Η ερευνητική μέθοδος της Θεολογίας, όπως τα φυσικά (hardware) μοντέλα κάθε επιστήμης, κινείται πάνω σε δύο συστήματα: το θεωρητικό, που αναφέρεται στη μελέτη των πηγών τής χριστιανικής Αποκάλυψης, και το πρακτικό (ή εφαρμοσμένο), που αναφέρεται στη μαρτυρία τής ζωντανής Παράδοσης. Μετά από το προπαρασκευαστικό στάδιο αυτό τής ακαδημαϊκής Θεολογίας, η χαρισματική Θεολογία, λειτουργώντας επαγωγικά και παραγωγικά μέσα σε μία ευχαριστιακή και δοξολογική ατμόσφαιρα, αναλαμβάνει να αναλύσει, εμβαθύνει και ερμηνεύσει ―με τη συνεργία τής Θ. Χάρης― όλα τα δεδομένα (κειμενικά και εμπειρικά), διατυπώνοντας ορισμένες σώζουσες αλήθειες τής Πίστεως (δηλ. δόγματα ή όρους). Οι Άγιοι, η ζωή των οποίων συνιστά τον «πειραματικό χώρο», όπου εργάζεται η χαρισματική Θεολογία, εμπνέονται από την ι. Παράδοση και, στη συνέχεια, ―με την όλη τους βιοτή― την «αυξάνουν»/εμπλουτίζουν (πρβλ. Κανόνα Πίστεως). Όπως δε στη σύγχρονη Φυσική δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για «αντικειμενική γνώση», αλλά μόνο για υποκειμενο-αντικειμενική, έτσι και στη Θεολογία, εφόσον το προς έρευνα «αντικείμενο» (ο Θεός) είναι κυρίως και πρώτιστα το κατ’ εξοχήν Υποκείμενο. Έτσι, τα στάδια της εκκλησιαστικής θεολογικής έρευνας αντιστοιχούν με την κλίμακα των ασκητικών αναβαθμών. Όπως δε ο επιστήμονας ερευνητής προετοιμάζεται και ασκείται για την ερευνητική του μέθοδο, έτσι και ο κάθε άνθρωπος που επιθυμεί να γνωρίσει το μυστήριο της Θεολογίας, χρειάζεται ορισμένες προϋποθέσεις. Με την άσκηση (νηστεία, προσευχή κ.λπ.) ο θεολογών πιστός αποβάλλει το «ίδιον θέλημα» δηλ. την οποιαδήποτε προσωπική ή ιδεολογική προκατάληψη (ναρκισσιστική αυτοβεβαίωση του Εγώ), ζητώντας τον φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος, ενώ ο ίδιος αγωνίζεται να τηρήσει τις αρετές, με κύριες την ταπεινοφροσύνη, την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη, την καρτερία και την υπομονή. Όταν τελικά από συγκατάβαση η Θεία Χάρη τού δοθεί, τότε ο νους του καθαίρεται και φωτίζεται, διαθέτοντας το Χάρισμα του «ορθοτομείν» την Αλήθεια. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι το ως άνω Παύλειο αυτό σχήμα ―πίστης (στη συγκεκριμένη επιδίωξη), έργων (κόπων και αυτοθυσίας) και Θ. Χάρης (τ.έ. ξαφνικής έλλαμψης)― ο M. Polanyi θεωρεί ως το κατ’ εξοχήν paradigm επιστημονικής έρευνας.
Σπύρος Τσιτσίγκος
Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει, κατά τον Imre Lakatos, καμία σταθερή οριοθέτηση μεταξύ Επιστήμης και μη Επιστήμης. Επιστημολογικά, δεν είναι δυνατός πλέον σήμερα ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ γεγονότων και αξιών. Επιστήμη και Πολιτισμός, ή, αλλιώς, μετωνυμία και μεταφορά56, συνδέονται στενά. Μολονότι μία προγραμματιζόμενη Επιστήμη, δεν είναι Επιστήμη, δηλ. ελεύθερη (επιστημονική) έρευνα, κάθε διαδικασία πρόσληψης της γνώσης δεν αναχωρεί μέσα σε μία τυχαιότητα ή χαώδη κατάσταση, οπουδήποτε και οπωσδήποτε, αλλά προϋποθέτει ως ισχύοντα και σκόπιμα μέτρα, μεθόδους, πειραματικές διατάξεις και υποθέσεις εργασίας, εμπλεκόμενη έτσι σε πολιτισμικά στερεότυπα και ηθικά διλήμματα.
Ο επιστημονικός Υλισμός έχει προ πολλού αντιτάξει ότι είναι αδύνατον η Θεολογία να αποδείξει «επιστημονικά» την ύπαρξη και τη λειτουργία των πνευματικών εμπειριών. Αλλά, πέρα από την ύπαρξη παραφυσικών φαινομένων, ο φορέας οποιασδήποτε προσωπικής εμπειρίας δεν μπορεί θετικιστικά να την αποδείξει: «Κανένας άλλος δεν έχει τον πόνο μου» (G. Ferge). Επιστημονικά, δεν μπορεί να αποδειχθεί όχι μόνο το διαφορετικό αίσθημα γεύσης στον καθένα που δοκιμάζει λ.χ. το ίδιο γλυκό, αλλ’ ούτε καν η συγκεκριμένη γεύση του από κάποιον που δεν το έχει γευτεί καθόλου. Η Θεολογία, από έποψη κβαντοθεωρητική και επιστημολογική (βλ. Μεταφυσικό Σκεπτικισμό, Κριτικό Ρεαλισμό, Υπερβατολογικό Υποκειμενισμό και τη λεγόμενη θέση των Duhem και Quine), έχει όλα τα ειδολογικά γνωρίσματα, τα οποία διαθέτουν οι επιμέρους επιστήμες. Αν ως επιστημονικά «παραδείγματα» (paradigms) φανταστούμε, τηρουμένων των αναλογιών, τα βασικά δόγματα, δηλ. τα «θεολογικά προγράμματα» κάθε Θρησκείας, ή τη δογματική «παραγωγή» στην εκκλησιαστική Ιστορία, τότε μπορούμε να εφαρμόσουμε επιστημολογικά κριτήρια και στη θρησκεία. Εξάλλου, ο απόστολος Παύλος και, στη συνέχεια, οι Απολογητές, όπως και ο χαλκέντερος Ωριγένης καλλιέργησαν ευδόκιμα τον ανθρώπινο λόγο και τη γνώση, ενώ η Θεολογία συνέβαλε μεγάλως στην ελεύθερη επιστημονική έρευνα της Φύσης και την ανάπτυξη των επιστημών και Τεχνών. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία έχει καταδικάσει τους Γνωσιμάχους ως αιρετικούς. Κατά Ιωάννη τον Δαμασκηνό, «οὐδέν τῆς γνώσεώς ἐστι τιμιώτερον· ἡ γάρ γνῶσις φῶς ἐστι τῆς ψυχῆς· τό ἔμπαλιν ἡ ἄγνοια σκότος». Άλλωστε, από τη σκοπιά τής Γενικής Θεωρίας Συστημάτων ή τής Κυβερνητικής επιστήμης, που βλέπει ακόμα και το άτομο της Κβαντοφυσικής ως συντακτική μονάδα, η Θεολογία συνιστά επιστήμη, επειδή βασικά μπορεί και επιλύει προβλήματα, όπως π.χ. ένα μαθηματικό μοντέλο. Όπως η «λογιστική» Φιλοσοφία, έτσι και η Κυβερνητική, χρησιμοποιεί γλώσσα συμβολική. Συμβολική, όμως, γλώσσα χρησιμοποιεί, ως γνωστό, και η Θεολογία. Με άλλα λόγια, η Θεολογία είναι ευρετική. Ομοίως, μία ορισμένη πιστεύουσα και λατρεύουσα κοινότητα (Εκκλησία), ως ένας συλλογικός οργανισμός76, όπως άλλωστε κάθε πολιτισμική δομή, αιτιακά αυτο-ενεργούμενων ή αυτο-επαναλαμβανόμενων λειτουργιών μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο, συνιστά κιβωτό λόγου και ένα θεσμοθετημένο σύστημα με ιδιαίτερο κυβερνητικό λογισμικό και άρα με επιστημονική νομιμότητα, εφόσον το έσχατο θεμέλιο της Φυσικής λ.χ. κείται στις αυτο-επαναλαμβανόμενες (κατά μέσο όρο) λεκτικές κανονικότητες (βλ. νόμους). Επιπρόσθετα, η επιστημονικότητα της Θεολογίας εντοπίζεται αφενός στην ξεχωριστή πρακτική μέθοδο, δηλ. την επιστημονική―συστηματική διατύπωση του δόγματος (ως κωδικοποίησης μιας συλλογικής και ιστορικής εμπειρίας) και την ιστορική επιμαρτύρησή του, και αφετέρου στη διερεύνηση αυτού τού δόγματος, δηλ. στην ασίγαστη (σε βάθος) αναζήτηση (πληρέστερου) νοήματος.
Η αναζήτηση και η γνώση τής Αλήθειας, από όπου και αν προέρχεται, είναι αίτημα καθολικό για τον άνθρωπο. Οι συνειδητοί ερευνητές δεν είναι κατ’ ανάγκην εχθροί τής Εκκλησίας. Η ορθόδοξη Ανατολική Θεολογία ποτέ δεν υπήρξε δογματική, απόλυτη και κλειστή, όπως ο ουσιοκρατικός δυτικός Χριστιανισμός ή μία οποιαδήποτε ιδεολογικοποιημένη Μεταφυσική. Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, η τέλεια Θεολογία είναι εσχατολογική. Κατά τον άγιο Ειρηναίο, η «εν Χριστώ» Ανακεφαλαίωση των ουρανίων και επιγείων σημαίνει κατάφαση και εξευγενισμό τού έμφυτου λογικού στοχασμού, ακόμα και αυτού τού Αριστοτελικού «θαυμάζειν», που οδηγεί στην επιστημονική έρευνα. Υπ’ αυτή την έννοια, Θεολογία είναι η μεθοδική εξερεύνηση του αποκαλυμμένου Θείου Λόγου, που κατ’ ουσίαν παραμένει υπερβατικός. Η ίδια η Βασιλεία τού Θεού, κατά τον Μ. Βασίλειο, ταυτίζεται με την ατελεύτητη γνώση τού Θεού, δηλ. τη γνώση αυτού που δεν γνωρίζεται πλήρως. Μολονότι η Θ. Αποκάλυψη σταματά με την Πεντηκοστή, ο άνθρωπος, όσο τού είναι δυνατόν, είναι ελεύθερος να ερευνά και να γνωρίζει διηνεκώς το «Θείον» σε όλο το πλάτος και το βάθος Του. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο θεολόγος τρέχει για να συλλάβει, να κατακτήσει και χωρέσει στην καρδιά του τον Θεό. Ομοίως, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, απαιτείται συνεχής και ασταμάτητη έρευνα, εκζήτηση και ανάκριση της αλήθειας, για πνευματική εκγύμναση του νου, σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο. Πράγματι, μία (εξαγιασμένη) λογική δεν παραιτείται ούτε από τη θεολογική εμβάθυνση, ούτε από την επιστημονική και θύραθεν φιλοσοφική έρευνα. Αλλ’, άραγε, η Αλήθεια (ο Θεός) ανακαλύπτεται ή αποκαλύπτεται; Κάποιες φορές σε βρίσκει ο Θεός, ενώ κάποιες άλλες Τον βρίσκεις εσύ. Η ορθόδοξη Θεολογία, ως λόγος τού Θ. Λόγου και περί τού Θ. Λόγου, δεν είναι ανακάλυψη του (αρχαιοελληνικού) <Άγνωστου Θεού>, αλλά (προσωπική εμπειρικά) αποκάλυψη της Θ. Αποκάλυψης (δηλ. τής φανέρωσης) της «κοινωνίας» των Άκτιστων Ενεργειών (θεοφανειών) τού μόνου αληθινού Θεού με τον κόσμο, δυνάμει τής «εν χρόνω και χώρω» Θ. Ενανθρώπησης του Υιού και Λόγου Του, μολονότι ο ίδιος παραμένει πάντα Ακατάληπτος ως προς την ουσία Του. Έτσι, εντός τής Θεολογίας, όπως και εντός κάθε Ανθρωπολογίας, λειτουργεί τόσο μία απροϋπόθετη (ζητητική), όσο και μία εμπροϋπόθετη (κανονιστική) έρευνα· πρόκειται για τη λειτουργία ταυτόχρονα μιας Παρμενίδειας στάσης και μιας Ηρακλείτειας κίνησης: της αποκαλυμμένης Παράδοσης και του διαρκώς νέου προφητικού πνεύματος. Με την έρευνα της Θ. Αποκάλυψης, η Θεολογία ή ακόμα και η ομολογιακή ταυτότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν αναιρεί τον εαυτό της (αυτοακυρώνεται), προκειμένου δήθεν να είναι απόλυτα συνεπής στην επιστημονική μεθοδολογία: «Ου γαρ ελαττούται η επί τοις μεγίστοις έκπληξις, επειδάν ο τρόπος καθ' ον γίνεταί τι των παραδόξων εξευρεθή», παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος. Αν ανθρωπίνως υπάρχει ένα «απόλυτο» δόγμα στον Χριστιανισμό, που διακρίνει την Ορθόδοξη Θεολογία από την αίρεση (λ.χ. τού Ευνομιανισμού), τούτο λογικά είναι το άκτιστο και ακατάληπτο του Θεού. Ως προς το αν υπάρχει «θεός», δεν τίθεται ζήτημα, αφού «θεός» για τον καθένα είναι οτιδήποτε το απόλυτο και η υπέρτατη αξία. Στον Χριστιανισμό, ο Λόγος τού Θεού δεν είναι μία αφηρημένη έννοια ή ένα «ιερό κείμενο» (Avesta, Torah ή Koran), όπως σε όλες τις άλλες Θρησκείες, αλλά ένα (θεανθρώπινο) Πρόσωπο, που προηγείται της φύσεώς Του («Ἐγώ εἰμί ὁ ὤν»). Η θεανθρώπινη δηλ. φύση αυτή τής Αλήθειας, διακρινόμενη σε ουσία και ενέργειες, «καθ’ ύλην» μεν είναι (τριαδολογική) κοινωνία (βλ. περιχώρηση) προσώπων, δηλ. ενότητα μέσα στη διάκριση, ενώ «κατ’ είδος» σταυρο-αναστάσιμη και εσχατολογική· αυτό παραπέμπει στο γνωστό θεολογικό παράδοξο: αβεβαιότητα τής βεβαιότητας, και βεβαιότητα της αβεβαιότητας. Με την «εν Χριστώ» ελπίδα, που αποτελεί την ύψιστη δωρεά τού Αγίου Πνεύματος, ο Χριστιανός ζει μία πραγματικότητα, η οποία όμως, μη όντας πλήρως συντελεσμένη, δεν είναι ακόμα ορατή και βέβαιη, όπως τα άλλα αντικείμενα της άμεσης πραγματικότητας. Μάλιστα δε, στη θεολογική σκέψη δεν εμποδίζεται κανείς ούτε ακόμα και για τη (φιλοσοφική) αμφιβολία ως προς την αναγνώριση αυτής τής Θ. Αποκάλυψης! Ο χριστιανικός Θεός, κενώσας εαυτόν, παραιτείται τής παντοδυναμίας Του, παραχωρεί στον άνθρωπο ελευθερία βουλήσεως και του επιτρέπει να αμφισβητεί ακόμα και την ύπαρξή Του. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε ότι η Επιστήμη ―που ακόμα και ο ορισμός της είναι ασαφής, αλλ’, ωστόσο, κατά τον Άγγλο πανεπιστημιακό φυσικό και επιστημολόγο Alan Chalmers, η ασάφειά της αυτή, όπως και για την Αγία Γραφή παρατηρεί ομοίως ο ιερός Χρυσόστομος, συνιστά μέρος τής ισχύος της και όχι κάποια αδυναμία της― διαθέτει ως απαραίτητο γνώρισμα το «ερευνάν», τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι ποτέ η ίδια, μολονότι συνεχώς οφείλει να επανεξετάζει και κρίνει τον εαυτό της (γνωρίζοντας το όριο τής εξέλιξης κάθε φορά τής έρευνας), δεν θα πρέπει να φθάσει στο σημείο αναίρεσης του εαυτού της με την αμφισβήτηση της αμφισβήτησης, αλλά να παραμένει διαρκώς πάνω στη γραμμή τής συνεχούς αναζήτησης (βλ. Αρχή τής Διαψευσιμότητας του K. Popper). Έτσι, αν κάποιος ασκεί Θεολογία, το ερευνητικό του πεδίο είναι άπειρο: α) ως Θείος φωτισμός τού Αγίου Πνεύματος προς ολοένα και νέες αποκαλύψεις, με την έννοια τής εμβάθυνσης, καλύτερης κατανόησης και αποκάθαρσης του αυθεντικού (Θ. Λόγου) από το αλλότριο (τα ζιζάνια), και β) ως παν-επιστημιακή διερεύνηση των πηγών και ερμηνεία τους (κατά το «ο ζητών ευρίσκει»). Πάντως, ο θεο-λόγος ερευνητής, είτε ερευνά θετικά (για αναζήτηση τρόπων επαλήθευσης των αποκεκαλυμμένων Θείων Αληθειών), είτε αρνητικά (για αναζήτηση τρόπων διάψευσης των αποκεκαλυμμένων αυτών αληθειών), ερευνά το εξ ορισμού Υπέρλογο πάντοτε ως λογικός πιστός (όσο τούτο είναι ανθρωπίνως δυνατόν), ασκώντας «λογική λατρεία». «Ἐπιστημονικῶς τήν θείαν Γραφήν ἀνελίσσειν ὀφείλεις», παραγγέλλει Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, κατά το «ἔρχου καί ἴδε» και το «μή παντί πνεύματι πιστεύετε», αλλά «πάντα δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε».
Η ερευνητική μέθοδος της Θεολογίας, όπως τα φυσικά (hardware) μοντέλα κάθε επιστήμης, κινείται πάνω σε δύο συστήματα: το θεωρητικό, που αναφέρεται στη μελέτη των πηγών τής χριστιανικής Αποκάλυψης, και το πρακτικό (ή εφαρμοσμένο), που αναφέρεται στη μαρτυρία τής ζωντανής Παράδοσης. Μετά από το προπαρασκευαστικό στάδιο αυτό τής ακαδημαϊκής Θεολογίας, η χαρισματική Θεολογία, λειτουργώντας επαγωγικά και παραγωγικά μέσα σε μία ευχαριστιακή και δοξολογική ατμόσφαιρα, αναλαμβάνει να αναλύσει, εμβαθύνει και ερμηνεύσει ―με τη συνεργία τής Θ. Χάρης― όλα τα δεδομένα (κειμενικά και εμπειρικά), διατυπώνοντας ορισμένες σώζουσες αλήθειες τής Πίστεως (δηλ. δόγματα ή όρους). Οι Άγιοι, η ζωή των οποίων συνιστά τον «πειραματικό χώρο», όπου εργάζεται η χαρισματική Θεολογία, εμπνέονται από την ι. Παράδοση και, στη συνέχεια, ―με την όλη τους βιοτή― την «αυξάνουν»/εμπλουτίζουν (πρβλ. Κανόνα Πίστεως). Όπως δε στη σύγχρονη Φυσική δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για «αντικειμενική γνώση», αλλά μόνο για υποκειμενο-αντικειμενική, έτσι και στη Θεολογία, εφόσον το προς έρευνα «αντικείμενο» (ο Θεός) είναι κυρίως και πρώτιστα το κατ’ εξοχήν Υποκείμενο. Έτσι, τα στάδια της εκκλησιαστικής θεολογικής έρευνας αντιστοιχούν με την κλίμακα των ασκητικών αναβαθμών. Όπως δε ο επιστήμονας ερευνητής προετοιμάζεται και ασκείται για την ερευνητική του μέθοδο, έτσι και ο κάθε άνθρωπος που επιθυμεί να γνωρίσει το μυστήριο της Θεολογίας, χρειάζεται ορισμένες προϋποθέσεις. Με την άσκηση (νηστεία, προσευχή κ.λπ.) ο θεολογών πιστός αποβάλλει το «ίδιον θέλημα» δηλ. την οποιαδήποτε προσωπική ή ιδεολογική προκατάληψη (ναρκισσιστική αυτοβεβαίωση του Εγώ), ζητώντας τον φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος, ενώ ο ίδιος αγωνίζεται να τηρήσει τις αρετές, με κύριες την ταπεινοφροσύνη, την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη, την καρτερία και την υπομονή. Όταν τελικά από συγκατάβαση η Θεία Χάρη τού δοθεί, τότε ο νους του καθαίρεται και φωτίζεται, διαθέτοντας το Χάρισμα του «ορθοτομείν» την Αλήθεια. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι το ως άνω Παύλειο αυτό σχήμα ―πίστης (στη συγκεκριμένη επιδίωξη), έργων (κόπων και αυτοθυσίας) και Θ. Χάρης (τ.έ. ξαφνικής έλλαμψης)― ο M. Polanyi θεωρεί ως το κατ’ εξοχήν paradigm επιστημονικής έρευνας.
Σπύρος Τσιτσίγκος