Σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με ένα ίσως από τα πιο ιδιαίτερα και
ενδιαφέροντα στοιχεία που μπορεί κανείς να συναντήσει ως διαβάθμιση και
ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης φύσης: την τάση ενός ανθρώπου να υποφέρει
και να επιδιώκει τον «πόνο» και την οδύνη στη ζωή του. Να επιλέγει
καταστάσεις και πορείες που οδηγούν σε αρνητικές συνέπειες για τον ίδιο.
Σε επιλογές καταστροφικές και αυτοηττώμενες. Σίγουρα, δεν υπάρχει κάτι
πιο παράξενο αλλά και αντιφατικό για τον ερευνητή της ανθρώπινης
ψυχολογίας από έναν άνθρωπο που φαίνεται να είναι ο ίδιος εχθρός του
εαυτού του.
Ο όρος μαζοχισμός είναι γνωστός και μας παραπέμπει αρχικά στη
σεξουαλική έκφραση και δραστηριότητα φέρνοντας στο μυαλό μας την έννοια
της σεξουαλικής διέγερσης που προκαλείται από τη βίωση του πόνου. Η
έννοια αυτή είχε ήδη πάρει το όνομά της από τον Sacher-Masoch (1). Με
τον όρο μαζοχιστική (αυτοηττώμενη) προσωπικότητα (self-defeating
personality disorder) όμως δεν αναφερόμαστε στη σεξουαλική συμπεριφορά
του ατόμου αλλά στη γενικότερη συμπεριφορά και προσωπικότητα που
φαίνεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, να επιδιώκει τη βίωση της «ήττας» και
της οδύνης προκειμένου να δημιουργήσει ή να επιτύχει κάτι στη ζωή.
Εξάλλου, ένα άτομο με μαζοχιστικά στοιχεία προσωπικότητας μπορεί και να
μην εμφανίζει μαζοχιστικά στοιχεία στη σεξουαλική του συμπεριφορά.
Σημαντικός αριθμός ατόμων με μαζοχιστική (αυτοηττώμενη) προσωπικότητα
περιγράφει μια ομαλή σεξουαλική συμπεριφορά και δραστηριότητα.
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που απέδωσε μεγάλη σημασία
στη σεξουαλική αιτιολογία του μεγαλύτερου τμήματος της ανθρώπινης
συμπεριφοράς, έχει ασχοληθεί με τη χαρακτηρολογική μελέτη του
μαζοχισμού. Ο ίδιος επινόησε την έννοια του ηθικού μαζοχισμού (2)
θέλοντας να επισημάνει τη διαφοροποίηση μεταξύ της σεξουαλικής διέγερσης
που προκαλείται από τη βίωση του πόνου και του χαρακτήρα ή της
προσωπικότητας που διαμορφώνεται από μια τέτοια ψυχική ανάγκη.
Σύμφωνα λοιπόν με την έννοια του ηθικού μαζοχισμού, η μαζοχιστική
προσωπικότητα χαρακτηρίζεται «από πρότυπα οδύνης, διαμαρτυρίας, στάσεις
αυτοκαταστροφικότητας και αυτοϋποτίμησης, καθώς και από μια ασυνείδητη
επιθυμία να βασανίζει τους άλλους μέσω του προσωπικού πόνου» (3). Το
άτομο νιώθει ανάξιο, ένοχο και απορριπτέο και ότι του αξίζει να
τιμωρηθεί. Ωστόσο, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι για έναν
μαζοχιστή δεν είναι η θλίψη και η οδύνη τα βασικά στοιχεία που
συνοδεύουν τις επιλογές και τη συμπεριφορά του… Απλά ο ίδιος θεωρεί, σε
συνειδητό ή ασυνείδητο επίπεδο, ότι υπομένοντας όλο αυτόν τον πόνο θα
μπορέσει να επιτύχει ένα σημαντικότερο όφελος για τον ίδιο. Υπάρχει ένας
ανώτερος σκοπός, ένα μεγαλύτερο καλό για το οποίο αγωνίζεται. Η ύπαρξη
ενός ανώτερου σκοπού αλλά και η έννοια της καρτερικότητας αποτελούν τα
βασικά χαρακτηριστικά και τη βάση της αυτοεκτίμησής του. Όσα πιο πολλά
υπομένει τόσο αυξάνεται η αυτοεκτίμησή του γι’ αυτό και, όταν απαιτείται
να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, το μεταφράζει αυτό ως «εγωιστικό»
ή «συγκαταβατικό» ως προς τον εαυτό του και το αποφεύγει συστηματικά.
Διαβαθμίσεις & αποχρώσεις
Είναι γεγονός ότι μπορούμε να εντοπίσουμε πολλές συμπεριφορές μέσα
στην καθημερινότητα των ανθρώπων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν
μαζοχιστικές καθώς συνοδεύονται από αυτοηττώμενες επιλογές και …πολλή
ταλαιπωρία αν μη τι άλλο. Ένα άτομο, για παράδειγμα, που κάνει διαρκώς
γκάφες που προκαλούν διάφορες αντιδράσεις στους άλλους και αποφέρουν
έλλειψη σεβασμού και εκτίμησης στον ίδιο, μπορεί να χαρακτηριστεί ως
αυτοηττώμενη προσωπικότητα; Όπως και συμπεριφορές αλτρουϊσμού,
αυτοθυσίας και αυταπάρνησης για ιδεώδη και αξίες που έχουν μείνει
γνωστές στην Ιστορία, μπορούν να εμπεριέχουν μαζοχιστικά στοιχεία
προσωπικότητας;
Η Nancy Mc Williams αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η συμπεριφορά που
διέπεται από ηθικό μαζοχισμό δεν είναι απαραίτητα παθολογική, ακόμη και
στην περίπτωση που, με τη στενότερη έννοια, είναι μια συμπεριφορά
αυταπάρνησης. Μερικές φορές η ηθική επιβάλλει να υποφέρουμε για κάτι που
έχει μεγαλύτερη αξία από την πρόσκαιρη προσωπική μας ανακούφιση.
Σύμφωνα με αυτό το πνεύμα, η Helena Deutch (1944) υποστήριξε ότι η
μητρότητα είναι έμφυτα μαζοχιστική. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα
θηλαστικά θέτουν το καλό των απογόνων τους πάνω από την προσωπική τους
επιβίωση. Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να είναι «αυτοηττώμενη» για το ζώο
που την εφαρμόζει, όχι όμως και για τα νεογνά του και για την επιβίωση
του είδους. Τα πιο αξιέπαινα παραδείγματα μαζοχισμού συναντώνται όταν τα
άτομα διακινδυνεύουν τη ζωή, την υγεία και την ασφάλειά τους στην
υπηρεσία ενός ανώτερου κοινωνικού αγαθού, όπως είναι η επιβίωση του
πολιτισμού ή των αξιών τους. Υπάρχουν άνθρωποι, όπως η Mahatma Gandhi
και η Μαρία Τερέζα, για τους οποίους θα μπορούσε να υποτεθεί ότι
διέθεταν προσωπικότητα με έντονες μαζοχιστικές τάσεις, καθώς έδειξαν
αφοσίωση ήρωα ή και αγίου σε σκοπούς που υπερέβαιναν τα όρια του εαυτού
τους».
Πέρα όμως από τις παραπάνω περιπτώσεις ο όρος μαζοχισμός αναφέρεται
και σε μη ηθικοποιημένα πρότυπα αυτοκαταστροφικότητας, όπως, για
παράδειγμα, είναι οι περιπτώσεις των ατόμων που είναι επιρρεπή στα
ατυχήματα, ή τα άτομα που ακρωτηριάζουν ή τραυματίζουν τον εαυτό τους
χωρίς όμως να χαρακτηρίζονται από αυτοκτονική πρόθεση (3). Σε αυτές τις
περιπτώσεις, πίσω από την αυτοκαταστροφική διάθεση υπάρχει ένας απώτερος
σκοπός μπροστά στον οποίο ο σωματικός πόνος δεν είναι και τόσο
σημαντικός. Για παράδειγμα, τα άτομα που αυτοτραυματίζονται περιγράφουν
χαρακτηριστικά ότι αυτό που κάνουν στο σώμα τους και η αίσθηση του πόνου
που βιώνουν τους κάνει και νιώθουν ότι είναι ακόμη ζωντανοί. Αυτό το
αίσθημα είναι τόσο σημαντικό που δεν συγκρίνεται με τη «μικρή»
ταλαιπωρία του σωματικού πόνου (3).
Όπως παρατηρούμε, λοιπόν, η έννοια της μαζοχιστικής προσωπικότητας
παρουσιάζει σημαντικές διαβαθμίσεις και αποχρώσεις. Μαζοχισμός
εντοπίζεται σε πολλές πράξεις που κάνουν κακό στον εαυτό μας αλλά και σε
πολλά
κλινικά περιστατικά που αν μη τι άλλο αναζητούν ψυχοθεραπευτική βοήθεια
για να μπορέσουν να αρχίσουν να συμπεριφέρονται καλύτερα στον εαυτό
τους. Είναι γεγονός ότι σε όλες τις ψυχιατρικές διαγνώσεις συναντούμε
συμπεριφορές επιβλαβείς για τον εαυτό και αυτοκαταστροφικές. Η Nancy Mc
Williams καταλήγει ότι «κάθε άτομο συμπεριφέρεται μαζοχιστικά κάτω από
συγκεκριμένες συνθήκες, συχνά μάλιστα μια τέτοια ενέργεια επιφέρει
θετικό αποτέλεσμα. Τα παιδιά μαθαίνουν από μόνα τους ότι ένας τρόπος για
να τραβήξουν την προσοχή των ατόμων που τα φροντίζουν είναι να
προκαλούν διάφορα προβλήματα στον εαυτό τους… Ένας συνάδελφός μου μού
ανέφερε κάποτε ότι άρχισε να κατανοεί τη δυναμική του φυσιολογικού
μαζοχισμού, όταν η επτάχρονη κόρη του, που είχε θυμώσει μαζί του επειδή
δεν της αφιέρωνε καθόλου χρόνο, του ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ανέβει
στο δωμάτιό της και να καταστρέψει όλα της τα παιχνίδια»
Επίσημα διαγνωστικά κριτήρια
Η διάγνωση της αυτοηττώμενης προσωπικότητας αναφέρεται στο επίσημο
διαγνωστικό εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, DSM-III-R
(1987), στην κατηγορία των διαταραχών προσωπικότητας που δεν
κατατάσσονται σε άλλη διαγνωστική κατηγορία (personality disorder not
otherwise specified). Δεν έχει γίνει όμως επίσημα αποδεκτή και στη
συνέχεια δεν συμπεριελήφθη στην έκδοση DSM-IV του 1994. Το πρόβλημα της
επίσημης ένταξης και εξαίρεσης αφορά το γεγονός ότι ιστορικά η έννοια
του μαζοχισμού έχει συνδεθεί με τη γυναικεία υποταγή και παθητικότητα. Η
διαταραχή αυτή κατέστη πολιτικά αμφιλεγόμενη όταν συνδέθηκε με την
έννοια της ενδο-οικογενειακής βίας η οποία θεωρείτο ότι προκαλείτο κατά
κύριο λόγο από άντρες. Παρόλα αυτά, ορισμένος αριθμός ερευνητικών
μελετών υποδεικνύει ότι η διαταραχή είναι κοινή και, παρά την εξαίρεσή
της από το DSM-IV το 1994, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως από την
κλινική κοινότητα ως μια έννοια που εξηγεί ευρέως πολλές πλευρές της
ανθρώπινης συμπεριφοράς (4). (Η διαγνωστική κατηγορία του σεξουαλικού
μαζοχισμού «που επιφέρει, σε κλινικό επίπεδο, σημαντική δυσφορία και
επιβλαβή επίδραση στην κοινωνική, επαγγελματική ή άλλη σημαντική περιοχή
λειτουργικότητας του ατόμου» παραμένει στο DSM-IV) (7).
Τα διαγνωστικά κριτήρια που είχαν προταθεί για την αυτοηττώμενη προσωπικότητα είναι τα εξής :
Α) Εκδήλωση κατ’ επανάληψη και σε σταθερή βάση αυτοηττώμενης
συμπεριφοράς, που ξεκινά κατά την ενηλικίωση του ατόμου και είναι
παρούσα σε μια ποικιλία πλαισίων λειτουργικότητας του ατόμου. Το άτομο
μπορεί συχνά να αποφεύγει ή να υποτιμά ευχάριστες εμπειρίες, να έλκεται ή
να επιλέγει καταστάσεις ή σχέσεις στις οποίες θα υποφέρει με τον ένα ή
τον άλλο τρόπο, και να εμποδίζει τους άλλους να τον βοηθήσουν, όπως
φαίνεται σε τουλάχιστον πέντε από τα παρακάτω:
-Επιλέγει άτομα και καταστάσεις που επιφέρουν στον ίδιο αίσθημα
απογοήτευσης, αποτυχίας ή και κακομεταχείριση ακόμη και όταν υφίστανται
ξεκάθαρα καλύτερες διαθέσιμες επιλογές.
-Απορρίπτει ή καθιστά αναποτελεσματικές τις προσπάθειες των άλλων να τον βοηθήσουν.
-Όταν συμβεί κάποιο θετικό γεγονός στην προσωπική του ζωή (για
παράδειγμα, μια επιτυχία στη δουλειά κλπ.) αντιδρά και ανταποκρίνεται με
κατάθλιψη, ενοχή ή, γενικότερα, με συμπεριφορά που επιφέρει οδύνη (για
παράδειγμα, με ένα ατύχημα).
-Υποκινεί αντιδράσεις θυμού και απόρριψης στους άλλους και στη
συνέχει νιώθει πληγωμένος/η, ηττημένος/η ή ντροπιασμένος/η (για
παράδειγμα, κοροϊδεύει τον/η σύντροφό του σε ένα δημόσιο χώρο
προκαλώντας αντίδραση θυμού και στη συνέχεια νιώθει πληγωμένος/η και
συντετριμμένος/η από την αντίδρασή του/ης.
-Απορρίπτει ευκαιρίες στις οποίες θα μπορούσε να νιώσει ευχαρίστηση ή
διστάζει να συνειδητοποιήσει ή να αναγνωρίσει ότι περνά καλά και
διασκεδάζει πραγματικά σε μια συγκεκριμένη περίσταση (παρά το γεγονός
ότι διαθέτει κοινωνικές δεξιότητες και την ικανότητα να βιώνει
ευχαρίστηση).
-Δεν
καταφέρνει να ολοκληρώσει εργασίες που είναι σημαντικές κατά τα
κριτήρια και τους στόχους που έχει θέσει παρά την ικανότητά του για να
το κάνει αυτό. Για παράδειγμα, μπορεί να βοηθά τους συμφοιτητές του να
γράψουν τις εργασίες τους, αλλά δεν καταφέρνει να γράψει τη δική του.
-Δεν ενδιαφέρεται ή απορρίπτει ανθρώπους που του συμπεριφέρονται
καλά. Για παράδειγμα, δεν τον έλκουν και δεν επιλέγει ερωτικούς
συντρόφους που τον φροντίζουν και του φέρονται καλά.
-Εμπλέκεται σε διάφορες επιλογές υπέρμετρης αυτοθυσίας που δεν του
έχουν ζητηθεί ή επιβληθεί με κάποιο τρόπο από τους αποδέκτες της.
B) Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι συμπεριφορές που προαναφέρθηκαν
δεν αναφέρονται σε καταστάσεις που αφορούν αντίδραση ή προσμονή
σωματικής, σεξουαλικής ή ψυχολογικής κακοποίησης.
Γ) Οι συμπεριφορές που προαναφέρθηκαν δεν εκδηλώνονται μόνο όταν το άτομο είναι σε κατάθλιψη (4).
Αίτια
Πώς λοιπόν διαμορφώνεται η αυτοηττώμενη προσωπικότητα και τα
συνακόλουθα χαρακτηριστικά της. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς
ένα άτομο αρχίζει να «στρέφεται» προς την ήττα και την ταπείνωση και,
ουσιαστικά, σε μια πορεία αντιφατική από το βασικό ένστικτο της ζωής…
Κατά την ψυχαναλυτική θεωρία, ασυνείδητο αίσθημα ενοχής ωθεί το άτομο
στην τάση «να υποφέρει» και να έχει ανάγκη την τιμωρία στη ζωή του. Οι
ενοχές ωθούν το άτομο στην επιλογή προσώπων και καταστάσεων αρνητικών
για τον ίδιο προκειμένου να τιμωρήσει τον εαυτό του. Η αυτοτιμωρία
συντελεί στη μείωση του αισθήματος ενοχής.
Εύλογα όμως τίθεται το ερώτημα: πώς ένα μικρό παιδί που μεγαλώνει
αρχίζει να νιώθει ενοχή; Οι θεωρητικές έννοιες θα ήταν εδώ μακροσκελείς
και δυσνόητες, μπορούμε όμως εύκολα να θυμηθούμε την παιδική ηλικία και
το πόσο εύκολα μπορεί κανείς, σε αυτή την ηλικία, να νιώσει ότι έκανε
κάτι «κακό», ή ότι ο ίδιος είναι ένα «κακό παιδί». Επίσης, τα παιδιά
μπορεί να νιώσουν ενοχή για τις επιθυμίες τους που συνοδεύονται από
έντονα συναισθήματα που δεν μπορούν εύκολα να διαχειριστούν. Και,
κυρίως, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα παιδιά προτιμούν να πιστεύουν
ότι φταίνε τα ίδια και ότι είναι κακά παιδιά, παρά το ότι οι άλλοι δεν
τα αγαπούν.
Πολλά
παιδιά μεγαλώνουν σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου με κάποιο τρόπο
μαθαίνουν ότι μόνο μέσα από την οδύνη και τη στέρηση μπορούν να λάβουν
την προσοχή και την αγάπη που επιθυμούν πραγματικά. Για παράδειγμα, ένα
παιδί μεγαλώνει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο του λείπει η
προσοχή και η αγάπη και το γεγονός αυτό το βιώνει βέβαια τραυματικά.
Παρόλα αυτά όμως δεν έχει χάσει τελείως την ελπίδα του ότι οι γονείς του
το αγαπούν. Όμως, με αυτό τον τρόπο μαθαίνει ότι πρέπει πάντα να
προσπαθεί σκληρά, να θυσιάζει τις προσωπικές του επιθυμίες και
απολαύσεις και να μην χαίρεται αυτά που θέλει, αλλά αυτά που θέλουν οι
άλλοι, προκειμένου να διατηρήσει αυτή την αγάπη που τόσο δύσκολα
κερδίζεται. Γιατί έτσι έχει παρατηρήσει ότι οι γονείς του
κινητοποιούνται και τον προσέχουν: όταν είναι πια …χάλια και υποφέρει
κυριολεκτικά… Πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι γονείς μπορεί να
μην μπορούν να καλύψουν συναισθηματικά τα παιδιά τους αλλά, όταν τους
συμβεί κάτι σοβαρό, κινητοποιούνται με κάποιο τρόπο και τα στηρίζουν. Το
παιδί βέβαια, μέχρι να συμβεί αυτό, έχει ήδη πάρει το μήνυμα ότι πρέπει
να ταλαιπωρηθεί αρκετά και να προσπαθήσει με αυτοθυσία προκειμένου να
κερδίσει την προσοχή και την αγάπη.
Ένα
συναφές δυναμικό αφορά και την περίπτωση στην οποία η προσοχή των
σημαντικών άλλων προσώπων εκφράζεται μόνο μέσα από την τιμωρία. Έτσι, το
παιδί μαθαίνει ότι οι μόνες στιγμές αλληλεπίδρασης και επαφής/ σχέσης
με τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του είναι μέσα από την τιμωρία. Σε
πολλές περιπτώσεις κακοποίησης γυναικών αναφέρεται η έννοια της «σκληρής
αγάπης» που υπομένουν και ζουν με αυτή. Άλλωστε, για ένα παιδί είναι
σαφώς πιο σημαντική η επικοινωνία και η σχέση, από την επιθυμία για
σωματική ασφάλεια (3).
Τέλος, εμπειρίες επίκρισης, κακοποίησης ή κακομεταχείρισης γενικότερα
συμβάλλουν ουσιαστικά στην ανάπτυξη χαμηλής αυτοεκτίμησης. Έτσι, το
παιδί που μεγαλώνει λαμβάνει μήνυμα απαξίωσης και, κυρίως, ότι δεν
αξίζει το σεβασμό και την καλή μεταχείριση από τους άλλους. Αν οι
σημαντικοί άλλοι στη ζωή του τού συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο γιατί
να μην περιμένει αυτή τη συμπεριφορά και από τους άλλους; Γιατί οι
άλλοι να τον αγαπούν και να τον σέβονται;
Ο φόβος της χαράς και της επιτυχίας
Οι συνθήκες που προαναφέρθηκαν οδηγούν το άτομο σταδιακά στο να
αρχίσει να παραγκωνίζει τις προσωπικές του επιθυμίες και να φοβάται την
επιτυχία, τη χαρά και την απόλαυση γιατί πιστεύει ότι, τότε, οι άλλοι θα
σταματήσουν να τον αγαπούν και θα τον εγκαταλείψουν. Έτσι η αδυναμία
και η υποταγή καθίστανται οι βασικές συνθήκες βάσει των οποίων
διαμορφώνονται οι σχέσεις με τους άλλους και η ικανοποίηση των
προσωπικών αναγκών. Σε αυτή την περίπτωση, μόλις το άτομο νιώσει ότι τα
πράγματα πηγαίνουν καλά, ή ότι θα επιτύχει κάτι που επιδιώκει από καιρό,
αμέσως αυτό συνδέεται με αρνητικά συναισθήματα επίκρισης αλλά και
εγκατάλειψης από τους άλλους. Και, τότε, θα κάνει πάντα πίσω για να
σαμποτάρει την προσωπική του επιτυχία. Η προσμονή της επιτυχίας του
δημιουργεί ουσιαστικά αίσθημα αγωνίας και εκνευρισμού που δεν μπορεί να
αντέξει. Αισθάνεται ότι «ενοχλεί» τους άλλους και ότι γίνεται αντιπαθής
με την επιτυχία του.
Ένα
παράδειγμα σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να είναι η μαθήτρια που
διακρίνεται για την επίδοσή της και την πορεία της στα μαθήματα και,
ξαφνικά, έχει μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη που την αναγκάζει να κάνει πίσω
στα όνειρά της. Το μέλλον της διαγραφόταν λαμπρό με τις επιδόσεις της
και είναι προφανές ότι σύντομα θα περνούσε και στο πανεπιστήμιο και θα
άρχιζε να οδεύει στη δική της πορεία εκπαίδευσης και επιτυχίας. Για
εκείνη όμως φαίνεται ότι το φορτίο της επιτυχίας ήταν πολύ βαρύ και η
ίδια αισθανόταν ότι αυτό θα την απομάκρυνε από τη ζεστασιά της
οικογένειας.
Οι άνθρωποι μπορούν πραγματικά «να εφεύρουν» πολλά λάθη και κακές
επιλογές αν δεν αντέχουν το βάρος της επιτυχίας και των προσδοκιών των
άλλων και θέλουν να βαδίσουν σε δρόμους που μπορούν πιο εύκολα να
οδηγήσουν και να ελέγξουν.
Μαζοχιστική επανάληψη τραύματος
Ο όρος αυτός αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες το άτομο
ασυνείδητα κάνει επιλογές που αναδημιουργούν μια τραυματική εμπειρία
που έχει ζήσει στο παρελθόν. Έτσι, ο ίδιος ξαναζεί την τραυματική
εμπειρία βιώνοντας και πάλι πόνο και οδύνη.
Η δυναμική αυτή χαρακτηρίζει αρκετά τη συμπεριφορά της αυτοηττώμενης
προσωπικότητας. Ένα παράδειγμα εδώ μπορεί να αποτελεί η σχέση ενός
ζευγαριού που τα πηγαίνει πολύ καλά αλλά, πάντα, εκεί που όλα είναι πολύ
καλά, δημιουργείται μια κατάσταση που επιφέρει σύγκρουση και αναστάτωση
στη σχέση τους. Πολλοί άνθρωποι που έχουν βιώσει μεγάλες εντάσεις και
τσακωμούς στο οικογενειακό περιβάλλον περιγράφουν το πόσο δύσκολα
μπορούν τελικά να αντέξουν το «να πηγαίνουν όλα καλά» και πρέπει πάντα,
ασυνείδητα, να κάνουν κάτι για να προκαλέσουν ένταση και τσακωμό. Η
ανάγκη να προκαλεί κανείς ξανά και ξανά τις τραυματικές καταστάσεις που
έχει βιώσει ώστε να μπορέσει να κυριαρχήσει ψυχολογικά πάνω τους είναι
εμφανής αλλά και τραγική.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Στην ψυχοθεραπεία ατόμων με μαζοχιστική (αυτοηττώμενη) προσωπικότητα
είναι σημαντικό καταρχήν να συνειδητοποιηθούν και να συζητηθούν
διεξοδικά τα επαναλαμβανόμενα μοντέλα μαζοχιστικών πεποιθήσεων και
πρακτικών. Για παράδειγμα, «ότι πρέπει κανείς πάντα να απολογείται για
τις πράξεις του», ή «ότι δεν πρέπει να διεκδικεί» κ.ά. Αυτές οι
πεποιθήσεις και συμπεριφορές προφανώς εκδηλώνονται και στη θεραπεία αλλά
και στη σχέση με τον ίδιο το θεραπευτή. Για παράδειγμα, ο θεραπευόμενος
μπορεί να είναι συνέχεια απολογητικός, να μην συμφωνεί με διάφορα
θέματα αλλά να μην το εκφράζει, ή, επίσης, να προκαλεί ασυνείδητα ένταση
και θυμό στο θεραπευτή για να έχει μια έκρηξη θυμού που θα ξεσπάσει
στον ίδιο.
Το πιο σημαντικό μέρος της ψυχοθεραπείας όμως είναι να μάθει ότι ο
θυμός αποτελεί μια φυσική αντίδραση και ότι μπορεί κανείς να εκφράζει τη
δυσαρέσκεια και το θυμό του χωρίς να φοβάται ότι θα επέλθει «τιμωρία»
με διάφορους τρόπους (π.χ. εγκατάλειψη, κριτική κ.ά.).
Είναι
σημαντικό το άτομο να μην πάρει ενίσχυση για την αυτοθυσία και την
καρτερικότητά του σε βάσανα και κακουχίες. Πολλές φορές αυτή η
προσωπικότητα έχει δημιουργηθεί επειδή οι ίδιοι οι γονείς ήταν
μαζοχιστικοί ή ενίσχυαν τέτοιες συμπεριφορές. Για παράδειγμα, όταν ένα
παιδί φροντίζει τον άρρωστο γονιό ή τους παππούδες του και θυσιάζει τις
χαρές της ηλικίας του γι’ αυτό… Εάν οι σημαντικοί άλλοι γύρω του
αρχίσουν να τον θαυμάζουν γι’ αυτό και για το πόσο καλό παιδί είναι που
υπομένει τα βάσανά του με γενναιότητα, τότε αυτός είναι και ένας τρόπος
ενίσχυσης της αυτοηττώμενης προσωπικότητας.
Στην ψυχοθεραπεία με άτομα με μαζοχιστική προσωπικότητα είναι
σημαντικό και ο ίδιος ο ψυχοθεραπευτής να μην εμπίπτει σε παγίδες
μαζοχιστικής συμπεριφοράς και να δείχνει με τον τρόπο του ότι φοβάται να
διεκδικήσει. Να μην μπαίνει στο ρόλο του σωτήρα και ότι υποφέρει για να
σώσει τους άλλους. Μια στάση θεραπευτικής συγχώρεσης και αυτοθυσίας δεν
βοηθά. Αντίθετα, με αυτό τον τρόπο, οι θεραπευόμενοι αισθάνονται ένοχοι
και ανάξιοι για βελτίωση (3).
Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να μην χρησιμοποιούνται εκφράσεις
συμπόνιας με τους μαζοχιστικούς ασθενείς. Έχει μεγάλη σημασία για το
άτομο με μαζοχιστικά στοιχεία προσωπικότητας να μάθει να εκφράζει το
θυμό του και να μην φοβάται να ζητήσει ικανοποίηση των επιθυμιών του
χωρίς να νιώθει ότι πρέπει να προκαλέσει συμπόνια και αυτολύπηση για να
το καταφέρει αυτό. Είναι πολύ σημαντικό να μάθει ότι υπάρχουν και άλλοι
τρόποι με τους οποίους μπορεί να λάβει χαρά και ευχαρίστηση στη ζωή του
και ότι μπορεί να φροντίζει τον εαυτό του χωρίς να νιώθει ενοχές.
Της : Ειρήνης Τζελέπη, Συμβουλευτικής Ψυχολόγου-Ψυχοθεραπεύτριας,
Pg.Dipl., MSc., City University, Λονδίνο, irini.tzelepi@yahoo.gr
Πηγή : www.psychologynet.gr
Βιβλιογραφία
1. Krafft-Ebing R. (1900). Psychopathia sexualis (F. J. Rebman, Trans). New York: Physiacians and Surgeons Book Company, 1935.
2. Freud S. (1924). The economic problem in masochism. Standard Edition, 19, 159-170.
3. Nancy Mc Williams (2000), Ψυχαναλυτική Διάγνωση, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
4. http://en.wikipedia.org/wiki/Self-defeating_personality_disorder
5. Saltzman L. (1960). Masochism and psychopathy as adaptive behavior. Journal of Individual Psychology, 16, 182-188.
6. Baumeister R. F. (1989). Masochism and the self. Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum.
7. DSM-IV (1994). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders. The American Psychiatric Association, Washington, DC.
8. Yoel Inbar (Tilburg University), David A. Pizarro & Thomas
Gilovich (Cornell University), Dan Ariely (Duke University) (2013).
Moral Masochism: On the Connection Between Guilt and Self-Punishment.
Emotion (American Psychological Association), vol. 13, No. 1, 14–18.
9. Katz Anita W. (1990). Paradoxes of masochism. Psychoanalytic Psychology, vol 7(2), 225-241.