Ὁ συνάδελφός μου στὸ Γυμνάσιο περνάει τὴ θλίψη του κοντὰ στὰ ἀνελέητα παιδιά.
Τὰ λένε λουλούδια. Γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἄνθηση τῆς νεότητος. Ὅμως εἶναι μία
ἄνθηση σκληρή, ποὺ τρέφεται μόνο μὲ τὸ γέλιο καὶ μὲ τὴ χαρά. Τὴ γεύεται ὅπου τὴ
βρίσκει, τὴν τρυγᾶ ἀπ᾿ ὅπου νά ῾ναι καὶ μ᾿ ὅποιον τρόπο νά ῾ναι. Καταπιέζομε
μεῖς οἱ καθηγητὲς τὴ χαρά τους. Πνίγομε τὸ γέλιο τους. Ἐνῶ αὐτὰ παλεύουν καὶ
ἀντιμάχονται. Καὶ στὸ πάλεμα νικάει ὁ δυνατός. Στὸ Γυμνάσιό μας νικήθηκε αὐτὸς ὁ
συνάδελφος ἀπὸ τὰ παιδιά. Ἄρχισε νὰ παίζει τὸ ρόλο τῆς «Ψυχαγωγίας». Ἔτσι λένε
οἱ μαθηταὶ στὸ μάθημά του: «Τώρα ἔχομε ψυχαγωγία». Σ᾿ ὅλα τὰ Γυμνάσια τὸ ἴδιο
γίνεται. Ἕνας ἀπ᾿ ὅλους βρίσκεται πάντα ποὺ «αἴρει τὰς ἁμαρτίας» τῶν ἄλλων. Εἴτε
ἐπειδὴ εἶναι ἀλλήθωρος, εἴτε ἐπειδὴ εἶναι τσεβδός... Εἴτε ἐπειδὴ τὸν συνοδεύουν
οἱ ἀναπηρίες τῶν γηρατειῶν. Εἴτε ἐπειδὴ δυστύχησε. Ἡ δυστυχία δὲν εἶναι
φτιαγμένη γιὰ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δασκάλου. Τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ συνάδελφος:
«Ἀλλόκοτο εἶναι τὸ ἐπάγγελμά μας. Μοῦ κάνει κακὸ καὶ μόνο ν᾿ ἀνοίγω τὸ στόμα
μου, κι εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ μιλῶ διαρκῶς. Μοῦ κάνει κόπο νὰ βλέπω ἀνθρώπους,
κι εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ζῶ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπινα κεφάλια. Μόνο οἱ εὐτυχισμένοι
ἔπρεπε νὰ γίνονται δάσκαλοι. Νὰ ταξιδεύουν μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ μὲ ἁπλωμένα τὰ
πανιὰ στὴ φρενίτιδα τῆς χαρᾶς. Χθὲς μὲ παρακαλοῦσαν νὰ τὰ πάω ἐκδρομή. Ὅλες, μοῦ
λέγαν, οἱ τάξεις πηγαίνουν μὲ τοὺς ἑλληνιστές τους. Ἐσεῖς δὲ θὰ μᾶς πᾶτε; Ἂς
ζοῦσα μέσα σ᾿ ἕνα ἀκατοίκητο δάσος. Ἂς εἶχα γιὰ ἐπάγγελμά μου νὰ σκάβω τὴ γῆ, ἢ
νὰ κάνω ἐπιτέλους λογαριασμούς... Τὰ παιδιὰ θὰ μὲ λένε σίγουρα χαζό... δὲν ξέρω,
μὰ ἔτσι θά ῾πρεπε νὰ μὲ λένε...».
Πράγματι ἔτσι τὸν λένε καὶ τὸ ἀποδείχνουν μὲ ἐπιχειρήματα. «Γράφομε μπροστὰ
στὰ μάτια του τὰ μαθηματικά μας, καρφὶ δὲν τοῦ καίγεται...».
«Τρῶμε μπροστά του, κοιμούμαστε, νά, ἔτσι, ἁπλωτοὶ στὸ θρανίο, δέ μας μιλᾶ,
μᾶς κοιτάζει σὰ χαζός...».
«Ἐνῶ ἔχομε ἱστορία, ἀρχίζει νὰ μᾶς κάνει λατινικά. Καὶ ἄλλοτε ἀφήνει τὰ
λατινικὰ στὴ μέση, καὶ πιάνει τὴν ἱστορία, καὶ τὸ λέει κι ὁ ἴδιος: "Συγνώμη
παιδιά, τὸ μυαλό μου πῆρε ἄλλο δρόμο..."».
«Λέει ὅ,τι τοῦ κατεβεῖ. Προχθὲς γράφαμε ἔκθεση. Κεῖνος καθότανε στὴν ἕδρα.
Καὶ κεῖ ἄρχισε νὰ μονολογᾶ: "Μπορεῖς νὰ κάμεις δέκα παιδιά; δεκαπέντε; εἴκοσι;
ὅπως στὰ παλιὰ χρόνια οἱ πατριαρχικὲς οἰκογένειες;"».
«Συχνὰ ἀφήνει ὄρθιο μπροστὰ στὸν πίνακα τὸ μαθητὴ ποὺ ἐξετάζει, κι αὐτὸς
βγάζει τὸ σημειωματάριό του καὶ γράφει. Γράφει, γράφει, συλλογιέται, διαβάζει,
ξαναγράφει... ὡσότου χτυπάει τὸ κουδούνι καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν τάξη, χωρὶς νὰ πεῖ
κουβέντα γιὰ τὸ μαθητή, καὶ δίχως νὰ μᾶς βάλει μάθημα παρακάτω...».
Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸ σημειωματάριό του εἶναι γεμάτο ποιήματα. Ἁπλοϊκὰ εἶναι.
«Δὲν ξέρω ἀπὸ ποίηση», λέει ὁ ἴδιος, «μά, νά, ἔτσι ξεσπάω... ὁλόκληρη νύχτα πῶς
νὰ περάσει...». Κι ὅλα μιλοῦνε γιὰ ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ λένε Τάκη. Διηγοῦνται τὶς
χάρες του. Τὶς ὀμορφιές του. Ἢ περιγράφουν τὸ σπίτι ποὺ ἀπόμεινε σκοτεινό. Ἢ
μιλοῦν γιὰ τὰ μισοτελειωμένα του τετράδια καὶ τὸ ἀνοιχτὸ βιβλίο...
Ποῦ πῆγες καὶ μᾶς ἄφησες στὸ ρημαγμένο σπίτι;
Ἡ μάνα σου σ᾿ ἀποζητᾶ σ᾿ ἀναζητᾶ ὁ πατέρας,
Σὲ περιμένουν τὰ χαρτιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτὸ βιβλίο,
Τάκη μας, πὲς ποῦ βρίσκεσαι γιὰ νά ῾ρθουμε κοντά σου,
Δὲ θέμε νὰ πιστέψουμε πὼς ἔφυγες γιὰ πάντα
Καὶ θὰ σὲ περιμένουμε, νὰ ῾ρθεῖτε μὲ τὸν Πέτρο,
Ἕνας τὸν ἄλλον πιάσετε σφιχτὰ χέρι μὲ χέρι,
Θέτε νὰ ῾ρθεῖτε Κυριακή; Καθημερινή; γιὰ σκόλη;
Ξημέρωμα; Μεσάνυχτα; Ὅποτε βουληθεῖτε...
Τὶς πόρτες θά ῾βρετ᾿ ἀνοιχτὲς καὶ τοὺς γονιοὺς στὸ πόδι
Κρεβάτι δὲ γευτήκαμε κι ὕπνος δὲ μᾶς ἐπῆρε
Ἀπὸ τὴν ὥρα, Τάκη μου, ποὺ σβήστηκ᾿ ἡ λαλιά σου...
Ἡ μάνα σου σ᾿ ἀποζητᾶ σ᾿ ἀναζητᾶ ὁ πατέρας,
Σὲ περιμένουν τὰ χαρτιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτὸ βιβλίο,
Τάκη μας, πὲς ποῦ βρίσκεσαι γιὰ νά ῾ρθουμε κοντά σου,
Δὲ θέμε νὰ πιστέψουμε πὼς ἔφυγες γιὰ πάντα
Καὶ θὰ σὲ περιμένουμε, νὰ ῾ρθεῖτε μὲ τὸν Πέτρο,
Ἕνας τὸν ἄλλον πιάσετε σφιχτὰ χέρι μὲ χέρι,
Θέτε νὰ ῾ρθεῖτε Κυριακή; Καθημερινή; γιὰ σκόλη;
Ξημέρωμα; Μεσάνυχτα; Ὅποτε βουληθεῖτε...
Τὶς πόρτες θά ῾βρετ᾿ ἀνοιχτὲς καὶ τοὺς γονιοὺς στὸ πόδι
Κρεβάτι δὲ γευτήκαμε κι ὕπνος δὲ μᾶς ἐπῆρε
Ἀπὸ τὴν ὥρα, Τάκη μου, ποὺ σβήστηκ᾿ ἡ λαλιά σου...
«Τάκη λέγανε τὸ παιδί σας ποὺ ἐκτέλεσαν οἱ Γερμανοί;».
«Ὄχι, κεῖνο τὸ λέγανε Πέτρο... Κεῖνος ἦταν ὁ μεγάλος μου γιός. Ἤτανε
δεκαεννιὰ χρονῶ... Ὁ Τάκης εἶναι τὸ μικρό. Ἐμεῖς, ἐγὼ κι ἡ μάνα του, τὸν Πέτρο
δὲν τὸν κλάψαμε. Δὲν τὸν εἴδαμε σκοτωμένο. Τ᾿ ὄνομά του δὲ γράφτηκε πουθενά.
Οὔτε οἱ ἐφημερίδες ἀνάφεραν τίποτε. Οὔτε κι οἱ Γερμανοὶ ποὺ πήγαμε καὶ
ξαναπήγαμε νὰ μάθουμε ὁριστικὰ πράγματα θελήσανε νὰ μᾶς πληροφορήσουν. Κεῖνο ποὺ
ξέρομε σίγουρα εἶναι πὼς τὸν πῆραν ἀπὸ τὸ Χαϊδάρι, μαζὶ μὲ ἄλλους, στὶς ὀχτώ του
Μάη τοῦ 1944, καὶ πὼς ὁ Πέτρος φεύγοντας εἶπε σὲ κάποιον συγκρατούμενο: «Πᾶμε
μεῖς». Μὰ γιὰ ποῦ τοὺς πήγαιναν δὲν τοῦ εἶπε. Οὔτε κι ἄφησε σημείωμα, ὅπως
κάνανε πολλοί. Καὶ λέμε μὲ τὴ μάνα του, πὼς τοὺς πῆραν ἐργάτες στὴ Γερμανία...
καὶ πὼς ζεῖ... καὶ πὼς μιὰ μέρα ὁ Πέτρος μου θὰ γυρίσει... Ἔτσι τὸ λέμε μὲ τὴ
μάνα του...».
Σταματᾶ λίγο ὁ συνάδελφος, παίρνει μαντίλι καὶ φτιάχνει, σκουπίζει τὴν
ἀλλοιωμένη του ὄψη καὶ συνεχίζει:
«Ἐμεῖς κλαῖμε μόνο τὸν Τάκη. Εἶχε τόσο τρυφερὴ καρδιά. Ὁλόκληρο χρόνο μὲ τὴν
πείνα, μέσα στὴ σκόνη, στὴ ζέστη... Ὕστερα ἅμα πιάσανε τὰ κρύα, μὲ τὶς βροχές,
μὲ τὰ χιόνια, πηγαινοερχότανε μὲ τὰ πόδια στὸ Χαϊδάρι γιὰ τὸν Πέτρο. Οἰκονομοῦσε
δυὸ τσιγάρα; τοῦ τὰ πήγαινε. Ἕνα πορτοκάλι; κινοῦσε δυὸ ὧρες δρόμο μὲ τὰ πόδια
γιὰ νὰ τοῦ τὸ πάει. Ἕνα γραμματάκι ἢ τὰ ρουχαλάκια του. Τοῦ ῾λεγε καμιὰ φορὰ ἡ
μάνα του: «Κάτσε σήμερα κι αὔριο πάλι πᾶς...».
»"Ὄχι, γιατὶ θὰ μείνει παραπονεμένος..."
»Τὴν ἡμέρα ποὺ γύρισε μὲ τὸν μπόγο τὰ ροῦχα - ὅπως τοῦ τά ῾χε δώσει ἡ μάνα
του τά ῾φερε πίσω - "Δὲν τὰ δεχτήκανε", μᾶς εἶπε, κι ἔτρεμε τὸ κατωσάγονό του, "γιατὶ
τὸν Πέτρο", λέει, "τὸν πήρανε χθὲς ἀπὸ τὸ Χαϊδάρι...".
»Αὐτὰ τὰ λόγια εἶπε μόνο. Μὰ τά ῾λεγε τραυλιστά. Τὰ μάτια του ὅμως ἦταν
στεγνὰ ἂν καὶ κατακόκκινα. Σ᾿ ὅλο, λέει, τὸ δρόμο, ἔτσι μᾶς εἶπαν, ἔκλαιγε
φωναχτά. Ἔκλαιγε κι ἐρχότανε. Μόνο σὰν κοντοζύγωσε στὸ σπίτι, κοίταξε νὰ
μεταμορφιστεῖ. Γιὰ μᾶς... Πιάσαμε εὐτὺς τοὺς δρόμους κι οἱ τρεῖς καὶ ρωτούσαμε
νὰ μάθουμε. Πήγαμε σὲ ἀστυνομίες, παντοῦ, τίποτα. Νύχτωσε. Ἡ κυκλοφορία ἦταν
περιορισμένη. Κλειστήκαμε στὸ σπίτι, χωρὶς νὰ ξέρουμε τίποτα γιὰ τὸ παιδί...
Οὔτε ποῦ τὸν πῆγαν, οὔτε τί τὸν κάνανε... Πρωὶ πρωὶ τὴν ἄλλη μέρα σηκώθηκε ὁ
Τάκης πρῶτος.
»"Θὰ ξαναπάω στὸ Χαϊδάρι", μοῦ λέει ὁ Τάκης μου, "νὰ μάθω...". Γιατί δὲν τὸν
ἐμπόδισα; Γιατί τὸν ἄφησα;
»"Τί πιὰ θὰ μάθεις ἀπὸ κεῖ;".
»Ἐγὼ θὰ πάω, κι ἂς ἔχει φύγει... Θυμᾶσαι, πατέρα, ποὺ λέγαμε πότε νὰ τόνε
βγάλουν... καὶ λυπόσουν γιὰ μένα, γιὰ τὸν κόπο μου; Μακάρι, πατέρα, νὰ τὸν
ξέραμε τώρα κλεισμένο κεῖ μέσα, καὶ σ᾿ ὅλη μου τὴ ζωὴ νὰ πηγαινοέρχομαι μὲ τὰ
πόδια στὸ Χαϊδάρι...».
»Τοῦ φώναξε ἡ μητέρα του νὰ τοῦ δώσει ἕνα κομμάτι ψωμὶ ποὺ ἔφευγε νηστικό.
»"Δὲ θέλω, δὲ θέλω, δὲν πεινῶ...".
»Αὐτὰ ἀκούσαμε τελευταῖα ἀπὸ τὸ στόμα του. Μάθαμε πὼς πῆγε πραγματικὰ στὸ
Χαϊδάρι, καὶ πὼς κλαίοντας ρωτοῦσε νὰ μάθει γιὰ τὸν Πέτρο. Τί ἔμαθε; Τί τοῦ
εἶπαν; Δὲν τὸ ξέρομε...».
Κεῖνο τὸ ἀπόγευμα, ποὺ ὁ Τάκης, γυρνώντας ἀπ᾿ τὸ Χαϊδάρι, χτυπήθηκε ἀπὸ
γερμανικὸ αὐτοκίνητο καὶ μεταφέρθηκε νεκρὸς πιὰ στὸ Σταθμὸ Πρώτων Βοηθειῶν, τὰ
Γυμνάσια λειτουργοῦσαν. Οἱ καθηγητὲς ἕνας ἕνας βγαίνανε στὸ διάλειμμα. Οἱ
ἄντρες, ὅπως πάντα, βιάζονταν νὰ καπνίσουν, κι οἱ γυναῖκες ἀνάπνεαν βαθιὰ καὶ
σιωποῦσαν, καταπονημένες ἀπὸ τὸ μόχθο τῆς διδασκαλίας. Κι ἐκεῖ ἦρθε τὸ μήνυμα
γιὰ τὸ συνάδελφό μας: «Τὸ παιδί του βρίσκεται χτυπημένο στὸ Σταθμὸ Πρώτων
Βοηθειῶν, ὁδὸς Γ´ Σεπτεμβρίου... καὶ νὰ πάει» - σὲ μᾶς εἶπαν μὲ τρόπο πὼς τὸ
παιδὶ εἶναι κιόλας νεκρὸ - «μὰ πρῶτα νὰ περάσει ἀπὸ τὸ σπίτι του, νὰ πάρει καὶ
τὴ γυναίκα του...».
Ὁ συνάδελφος δὲν εἶχε βγεῖ ἀκόμα ἀπὸ τὴν τάξη. Περιμέναμε βουβοί, κρατώντας
τὴν ἀναπνοή μας, κεῖνο τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας του. Βγῆκε. Κανεὶς δὲν τοῦ μίλησε.
Μόνο τὸν κοιτάζαμε. Ἄναψε τσιγάρο κι ἄρχισε νὰ περπατᾶ πάνω-κάτω βυθισμένος.
Περιμέναμε. Ἀφήσαμε νὰ τελειώσει τὸ τσιγάρο του. Ἐξαντλήσαμε ὅλο τὸ διάλειμμα.
Μὰ ἅμα χτύπησε τὸ κουδούνι, γιὰ εἴσοδο, δὲ σήκωνε πιὰ ἀναβολή. Μιὰ τρυφερὴ
καθηγήτρια πῆρε τὸ κουράγιο, στάθηκε κοντά του, τὸν ἀγκάλιασε στοργικὰ καί:
«...Σᾶς θένε στὸ σπίτι σας... εἶναι μεγάλη ἀνάγκη, νὰ πᾶτε τὸ γρηγορότερο στὸ
σπίτι σας...». Δὲν τοῦ ἀνάφερε καθόλου γιὰ τὸ παιδὶ καὶ γιὰ Πρώτων Βοηθειῶν...
«Πέστε μου», εἶπε φεύγοντας, βλέποντας τὴ βουβαμάρα, τὴν ταραχή μας, «μήπως
ἦρθε εἴδηση πῶς ἐκτελέστηκε ὁ Πέτρος;».
Δὲν ἀποκλείεται, τοῦ λέμε, καθὼς μιλάει γιὰ τὸν Τάκη, νὰ τὸν ἔχουν πράγματι
τὸν Πέτρο στείλει στὴ Γερμανία... Κεῖνον τὸν καιρὸ εἶχαν κάμει πολλὲς ἀποστολὲς
ἐργατῶν...
«Ὄχι, ὄχι τὸ παιδὶ εἶναι ἐκτελεσμένο... Μὰ ἡ καρδιὰ ἡ δική μας... δὲν ἀντέχει
νὰ κλαίει δυὸ παιδιά... Κλαῖμε μὲ πόνο τὸν Τάκη μας... εἶχε τόσο τρυφερὴ
καρδιά... σάστισε τὸ παιδί... ζαλίστηκε κι ἔπεσε πάνω στ᾿ αὐτοκίνητο... μόνο τὸν
Τάκη κλαῖμε... καὶ λέμε μὲ τὴ μάνα του πὼς ὁ Πέτρος ζεῖ καὶ πὼς μιὰ μέρα θὰ
γυρίσει...».
Ἕλλη Ἀλεξίου