Δεν έχουμε τίποτα πιά! Επιβιβαστήκαμε στο Τιτανικό των πολιτικάντηδων, ξεκινήσαμε την Οδύσσεια του ΓΑΠ, και τώρα, ξυλάρμενοι, γίναμε μπαίγνιο στα χέρια μαθητευομένων μάγων ντόπιων και ξένων. Μάγων πού τα λάθη τους τα κάνουν διδακτορικό και τα εφαρμόζουν με την συνδρομή ντόπιων συναδέλφων τους, υπαλλήλων στα ίδια αφεντικά, πάνω μας.
Οι δουλειές μας εξαφανίστηκαν.
Αναβάλλονται μέχρι την ημέρα της «Ανάπτυξης».
Αναβάλλονται μέχρι την ημέρα της «Ανάπτυξης».
Τα μεροκάματά μας γίναν χαρτζιλίκι.
Η ακρίβεια μια επιπλέον αγχόνη στο λαιμό μας.
Η ανέχεια, η φτώχεια, η εξαθλίωση, η πείνα - φαντάσματα της
ιστορίας μας – ζωντάνεψαν και κυκλοφορούν ανάμεσά μας, στις οικογένειές μας,
στους φίλους μας, στους γνωστούς μας. Η ζωή μας δεν αξίζει τίποτα. Κι έτσι πεθαίνουμε κάθε μέρα.
Πότε σαν αστέρια, πέφτουμε στο μαύρο κενό πού μας ετοίμασαν και μας ετοιμάζουν, χαρτογιακάδες πού δεν έζησαν ποτέ κι ούτε ζούν στον πραγματικό κόσμο. Πότε υψωνόμαστε, μόλις ένα σκαμνάκι πάνω από το χώμα, σε δέντρα και δοκάρια κι ανεμίζουμε την απόγνωσή μας και την πίκρα μας, σαν μακρινό χαιρετισμό στο άγριο μέλλον πού έρχεται καλπάζοντας. Πότε χτυπάμε το κεφάλι μας στην παγερή έως θανάτου ρητορική του ψεύδους τους.
Τα παιδιά μας ψάχνουν ένα βλέμμα μας, ένα χαμόγελό μας κι εμείς περπατάμε με σκυφτό το κεφάλι και δεν μπορούμε να τα κοιτάξουμε στα μάτια.
Μας πουλάνε στα τραπεζικά σκλαβοπάζαρα, τα funds και τις
αγορές, κάθε μέρα. Κόβουν την πατρίδα μας σε κομμάτια και τα μοιράζονται μεταξύ
τους, στα κρυφά, όπως οι ληστές τα κλοπιμαία.
Αχρήστευσαν τα σχολειά μας και τα κλείνουν όπως-όπως.
Ακριβαίνουν το ρεύμα, πουλάνε το νερό, μας ξεσπιτώνουν.
Δημεύουν τις ζωές μας.
Μας εκτελούν συστηματικά. Με το νόμο.
Λες και δεν είμαστε ένας λαός με Ιστορία. Λες και δεν
μπολιάσαμε την υφήλιο με την γλώσσα και τον πολιτισμό μας. Λες και δεν ρήμαξαν
τόσες και τόσες φορές τούτο το λαό, τούτο τον τόπο. Λες και δεν τους φτάνει
τόσος και τόσος πόνος και οδυρμός που σκόρπισαν.
Θέλουν ο εξευτελισμός μας να γίνει τέλειος.
Θέλουν να μας περιφέρουν γελοιοποιώντας μας στις αγορές του
κόσμου ενδεείς, ρακένδυτους, απογυμνωμένους από τα ιστορικά μας παράσημα.
Τα θέλουν όλα.
Θέλουν ακόμα και τη φέτα με νερό και ζάχαρη πού τρώγαμε
μικροί.
Θέλουν ο εξευτελισμός μας να γίνει τέλειος.
Σχεδιάζουν ολονυχτίς τη «σωτηρία» μας. Σχέδια επί σχεδίων εν
κρυπτώ και παραβύστω, πως η επόμενη μέρα μας, θα είναι χειρότερη από την
προηγούμενη. Είναι εργώδεις οι προσπάθειές τους ομολογουμένως. Άξιος ο μισθός
τους.
Όμως.
Όμως.
Δύο πράγματα τους λέω, κι ο νοών νοείτω
Ένα: Όταν ο Παυσανίας ως νικητής της μάχης των Πλαταιών,
της τελευταίας μάχης των Περσικών πολέμων, μπήκε στην σκηνή του Μαρδόνιου και
είδε τα πλούτη και τα αγαθά, απόρησε λέγοντας: αφού είχαν τόσα πλούτη και αγαθά τι ήθελαν να πάρουν από μας;
Δύο: Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια κάποιοι θεοί γελάνε.
Το ξημέρωμα δε θα’ ναι το μουντό πρωινό στα βόρεια δάση,
αλλά ήλιος πυρφόρος καθώς σκάει κατακαλόκαιρο στον Υμηττό, στην Πεντέλη, στον
Ψηλορείτη, στα γαλανά του Αιγαίου!
Πυρρίχιος χορός, καβοντορίτικος ρυθμός, το μάτι του
Καραϊσκάκη, η φωνή του Γέρου του Μωριά, το «ω γλυκύ μου έαρ» της
Μεγαλοπαρασκευής, οι νεκροί που γυρεύουν δικαίωση.
Όλοι εμείς.
Οι Έλληνες.
via