Στις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης
οι εργάτες σε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στην Κεντρική και τη Βόρεια
Αγγλία, κυρίως υφαντές και υφάντριες, κατέβηκαν σε αυθόρμητη εξέγερση,
σπάζοντας τα μηχανήματα και καίγοντας εργοστάσια. Το παράπονό τους ήταν
ότι οι τελευταίας τεχνολογίας μηχανές τούς «έκλεβαν» τους μισθούς και
τις δουλειές τους.
Οι
επαναστάτες πήραν το όνομά τους και την έμπνευσή τους από τον μυστηριώδη
Νεντ Λουντ, o oποίος υποτίθεται ότι ήταν μαθητευόμενος υφαντής που, σε
μια «έκρηξη πάθους», διέλυσε το 1779 δύο μηχανές πλεξίματος. Ο Ρόμπερτ
Κάλβερτ είχε γράψει γι’ αυτόν μια μπαλάντα, το 1985: «Είπαν ότι ο Νεντ
Λουντ ήταν ένα ανόητο αγόρι/ ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να
διαλύει και να καταστρέφει», όπως αρχίζει το τραγούδι. Και στη συνέχεια:
«Στράφηκε στους συναδέλφους του και είπε: “Θάνατος στις Μηχανές”/
Σκοτεινιάζουν το μέλλον μας και πληγώνουν τα όνειρά μας».
Ο βίαιος αγώνας των Λουδιτών κορυφώθηκε
το 1811-1812. Μια θορυβημένη κυβέρνηση έστειλε περισσότερα στρατεύματα
να φρουρούν τις περιοχές όπου ξεσπούσαν ταραχές από τα διαθέσιμα
στρατεύματα του Ουέλιγκτον στον Πόλεμο της Χερσονήσου κατά του
Ναπολέοντα. Περισσότεροι από εκατό Λουδίτες απαγχονίστηκαν ή
μεταφέρθηκαν στην Αυστραλία. Αυτά τα μέτρα αποκατέστησαν την ειρήνη. Οι
μηχανές κέρδισαν: οι Λουδίτες είναι μια υποσημείωση στην ιστορία της
βιομηχανικής επανάστασης.
Οι ιστορικοί μας λένε ότι οι Λουδίτες
ήταν θύματα μιας προσωρινής συγκυρίας ανόδου των τιμών και μείωσης των
μισθών, που τους απειλούσε με λιμό σε μια κοινωνία με μηδαμινές παροχές
κοινωνικής πρόνοιας. Οι Λουδίτες, ωστόσο, κατηγόρησαν για την κακή τους
μοίρα τις ίδιες τις μηχανές.
Οι νέες πλεκτομηχανές και μηχανικοί
αργαλειοί μπορούσαν να υφάνουν υφάσματα πολύ πιο γρήγορα από την πιο
επιδέξια υφάντρια. Παγιδευμένες ανάμεσα στις σταθερές δαπάνες (μίσθωση
και συντήρηση οικιακών συσκευών) και την πτώση των τιμών για τα προϊόντα
τους, δεκάδες χιλιάδες οικογένειες ήταν καταδικασμένες να μείνουν
άπορες.
Τα δεινά και εκκλήσεις τους προκάλεσαν
κάποια συμπόνια (ο λόρδος Μπάιρον είχε προβεί σε έναν λαμπρό λόγο προς
υπεράσπισή τους στη Βουλή των Λόρδων). Τα επιχειρήματά τους, όμως, δεν
ήταν αρκετά. Δεν μπορεί να απορρίψει κανείς την πρόοδο: το μέλλον
βρίσκεται στην παραγωγή με μηχανές και όχι με την παλαιομοδίτικη
χειροτεχνία. Το να προσπαθεί κανείς να επιβάλει περιορισμούς στο εμπόριο
-όπως δίδαξε ο Ανταμ Σμιθ- είναι σαν να προσπαθεί να «ελέγξει τον
άνεμο».
Ο Τόμας Πέιν μίλησε για τον ραντικαλισμό
της μεσαίας τάξης όταν είπε ότι «γνωρίζουμε πως κάθε μηχανή για τη
σύντμηση της εργασίας αποτελεί ευλογία για τη μεγάλη οικογένεια της
οποίας είμαστε μέλη». Θα υπήρχε, φυσικά, προσωρινή ανεργία στους
τεχνολογικά προηγμένους τομείς. Μακροπρόθεσμα, όμως, η υποστηριζόμενη
από τις μηχανές παραγωγή θα προσέφερε τη δυνατότητα πλήρους απασχόλησης
και με υψηλότερους μισθούς, αυξάνοντας τον πραγματικό πλούτο της
κοινότητας.
Αυτή ήταν η αρχική άποψη του Ντέιβιντ
Ρικάρντο, ενός από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους του 19ου αιώνα.
Αλλά στην τρίτη έκδοση του συγγράμματός του «Αρχές Πολιτικής Οικονομίας»
(1817), εισήγαγε ένα κεφάλαιο για τις μηχανές στο οποίο άλλαζε στάση.
Ηταν τώρα «πεπεισμένος ότι η αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από
τις μηχανές αποβαίνει συχνά πολύ επιζήμια για την εργατική τάξη», ότι η
«ίδια αιτία που μπορεί να αυξήσει τα καθαρά έσοδα της χώρας, μπορεί
ταυτοχρόνως να οδηγήσει στην ανεργία τον πληθυσμό». Ως εκ τούτου, «η
άποψη που προωθείται από την εργατική τάξη, ότι η απασχόληση των
μηχανημάτων είναι συχνά επιζήμια για τα συμφέροντά τους, δεν
θεμελιώνεται σε προκαταλήψεις και πλάνες, αλλά είναι σύμφωνη με τις
σωστές αρχές της πολιτικής οικονομίας».
Απλά σκεφθείτε: οι μηχανές «μπορούν να
οδηγήσουν σε ανεργία τον πληθυσμό»! Δεν μπορεί να βρεθεί πιο ζοφερή
προοπτική στα οικονομικά. Οι ορθόδοξοι οπαδοί του Ρικάρντο δεν το
παρατήρησαν, υποθέτοντας ότι πρόκειται για ένα σπάνιο ολίσθημα του
δασκάλου. Ηταν όμως;
Το απαισιόδοξο επιχείρημα πρεσβεύει το
εξής: Εάν τα μηχανήματα που κοστίζουν 5 δολάρια την ώρα μπορούν να
παραγάγουν το ίδιο, όπως οι εργάτες που κοστίζουν 10 δολάρια την ώρα, οι
εργοδότες έχουν ένα κίνητρο για να αντικαταστήσουν τα εργατικά χέρια με
τις μηχανές, μέχρι του σημείου εξίσωσης του κόστους -όπερ σημαίνει οι
μισθοί των εργαζομένων μειωθούν στα πέντε δολάρια την ώρα. Και την ώρα
που οι μηχανές καθίστανται όλο και πιο παραγωγικές, έτσι και οι μισθοί
έχουν την τάση να μειώνονται περισσότερο, προς το μηδέν, και ο πληθυσμός
μένει χωρίς απασχόληση.
Και όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν
έτσι. Το ποσοστό της εργασίας επί του ΑΕΠ παρέμεινε σταθερό καθ’ όλη τη
διάρκεια της βιομηχανικής εποχής. Το απαισιόδοξο επιχείρημα αγνόησε το
γεγονός ότι μειώνοντας το κόστος των προϊόντων, οι μηχανές αύξησαν τους
πραγματικούς μισθούς των εργαζομένων -προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να
αγοράσουν περισσότερα- και ότι η αύξηση στην παραγωγικότητα της
εργασίας επέτρεψε στους εργοδότες (συχνά κάτω από την πίεση των
συνδικάτων) να πληρώσουν περισσότερα ανά εργαζόμενο. Στηρίχθηκε επίσης
στην υπόθεση ότι οι μηχανές και οι εργαζόμενοι ήταν παραπλήσια
υποκατάστατα, ενώ τις περισσότερες φορές οι εργαζόμενοι μπορούν να
κάνουν πράγματα που οι μηχανές δεν θα μπορούσαν.
Ωστόσο, τα τελευταία τριάντα χρόνια το
μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα μειώνεται, γεγονός που οφείλεται
σε αυτό που οι καθηγητές του ΜΙΤ, Ερικ Μπρίνγιολφσον και Αντριου Μακάφι,
αποκαλούν «η δεύτερη εποχή των μηχανών». Η τεχνολογία μηχανογράφησης
έχει διεισδύσει βαθιά στον τομέα των υπηρεσιών, καταλαμβάνοντας θέσεις
εργασίας, για τις οποίες ο ανθρώπινος παράγοντας και οι «γνωστικές
λειτουργίες» θεωρούνταν μέχρι πρότινος αναντικατάστατες.
Στις λιανικές πωλήσεις, για παράδειγμα, η
Wal-Mart και η Amazon αποτελούν βασικά παραδείγματα της νέας
τεχνολογίας που πιέζει προς τα κάτω τους μισθούς των εργαζομένων. Επειδή
τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και οι άνθρωποι είναι κοντινά
υποκατάστατα για τέτοιου είδους θέσεις, και με δεδομένη την προβλέψιμη
βελτίωση της ισχύος των ηλεκτρονικών υπολογιστών, φαίνεται να μην
υπάρχει τεχνικό εμπόδιο για την απόλυση των εργαζομένων στο μεγαλύτερο
φάσμα της οικονομίας των υπηρεσιών.
Ναι, θα εξακολουθούν να υπάρχουν
δραστηριότητες που απαιτούν ανθρώπινα προσόντα και αυτά τα προσόντα
μπορούν να βελτιωθούν. Αυτό όμως που ισχύει σε γενικές γραμμές είναι όσα
περισσότερα μπορούν να κάνουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τόσο
λιγότερα χρειάζεται να κάνουν οι άνθρωποι. Η προοπτική της «σύντμησης
της εργασίας» θα πρέπει να μας γεμίζει με ελπίδα, αντί για
προβληματισμό. Ομως, στο είδος της κοινωνίας που ζούμε δεν υπάρχουν
μηχανισμοί που να μετατρέπουν την ανεργία σε χρόνο αναψυχής.
Και αυτό με επαναφέρει στους Λουδίτες,
που υποστήριζαν ότι, επειδή οι μηχανές είναι φθηνότερες από την
ανθρώπινη εργασία, η εισαγωγή τους θα μειώσει τους μισθούς. Τα
επιχειρήματά τους ήταν υπέρ των προσόντων σε βάρος του φθηνού κόστους.
Οι πιο στοχαστικοί από αυτούς κατανοούσαν ότι η κατανάλωση εξαρτάται από
το πραγματικό εισόδημα και ότι η «καταπίεση» του πραγματικού
εισοδήματος καταστρέφει τις επιχειρήσεις. Πάνω απ’ όλα, κατανοούσαν ότι η
λύση στα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τις μηχανές δεν επρόκειτο να
βρεθεί σε «γιατροσόφια» τύπου laissez-faire.
Oι Λουδίτες είχαν άδικο σε πολλά σημεία. Ισως όμως και να αξίζουν κάτι παραπάνω από μια απλή υποσημείωση.
____
~ROBERT SKIDELSKY - επίτιμος καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick.
Copyright: Project Syndicate, 2014.Έντυπη έκδοση εφημερίδας "Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ" της 11/3/2014
via : http://antikleidi.com