Τα άσχημα κορίτσια - Point of view

Εν τάχει

Τα άσχημα κορίτσια



Ένα κορίτσι είναι καθισμένο στη βεράντα του σπιτιού του.

Θα ήθελε να μην τo βλέπουν, όμως δεν γίνεται.

Θα ήθελε να μην υπάρχει και το καταφέρνει.



Χωμένο στις σελίδες ενός βιβλίου, διαβάζει με πάθος.

Είναι η αναγνώστρια. Οι ήρωες του βιβλίου δεν την ξέρουν.

Ούτε κανένας συγγραφέας θα γράψει ποτέ για κείνην.

Είναι άχρωμη και παχουλή, χωρίς λάμψη, αδιάφορη. Ποιον θα εμπνεύσει;



«Αντιγόνη, πόσες φορές θα σου πω ότι δεν κάνει να διαβάζεις συνέχεια; Το πολύ διάβασμα θα σου πειράξει το μυαλό!».



Μια γυναίκα μέσης ηλικίας, ατημέλητη, με μαύρα κοντοκουρεμένα μαλλιά, βγαίνει στην πόρτα φωνάζοντας:


«Μόνο για γράμματα είσαι, για όλα τα άλλα άχρηστη! Οι άντρες δεν θέλουν τις πολύ έξυπνες γυναίκες, θέλουν τις τσαχπίνες και όμορφες! Εσύ ούτε το στόμα σου δεν ανοίγεις να πεις δυο κουβέντες, περιμένεις να βρεις άντρα όταν μεγαλώσεις;».




Το κορίτσι μπαίνει αμίλητο στο σπίτι.

Θα ήθελε να σταματήσουν οι φωνές, να μην τις ακούει. Την ταράζουν. 

Να εξαφανιστεί μαγικά η γυναίκα που τσιρίζει υστερικά.

Ή εκείνη να κρυφτεί στον κόσμο του βιβλίου της και να μην ξαναβγεί ποτέ.



Η γυναίκα την ακολουθεί από πίσω και συνεχίζει:

«Δεν μας μιλάς παλιοεγωίστρια! Ούτε σε μένα τη μάνα σου, δεν καταδέχεσαι να γυρίσεις κουβέντα. Μόνη σου θα μείνεις με το χαρακτήρα που έχεις».

Το κορίτσι κλείνεται στο δωμάτιό του κλαίγοντας. Χωρίς δάκρυα.

Έχει εκπαιδεύσει τον εαυτό του να μη δείχνει ποτέ όσα τρέχουν μέσα του. Ούτε τα αίματα.

Με ένα παγωμένο πρόσωπο κρύβει πάντα περίτεχνα τις φωτιές που καίνε στην ψυχή του.



Ποιος να τις δει άλλωστε και γιατί;

Όσοι είναι γύρω, δεν νιώθουν. Μόνο δαδί ρίχνουν να τις φουντώσουν πιο πολύ.

Τον καθρέφτη στο δωμάτιό της τον έχει σκεπασμένο κι ας φωνάζει η μάνα της ότι είναι γρουσουζιά: «Στις κηδείες μόνο σκεπάζουν τους καθρέφτες, αλλά εσύ δεν είσαι στα καλά σου μ’ αυτά που κάνεις!».



Καθρέφτες για τις ψυχές δεν έχουν βρεθεί ακόμα.

Να βλέπει καθένας τη μορφή του την αληθινή κι όχι αυτήν τη χωμάτινη που του κληρονόμησαν οι γεννήτορές του.

Έναν τέτοιον καθρέφτη θα τον είχε ξεσκέπαστο.

Έχει προσευχηθεί πολλές φορές να ήταν όμορφη και λεπτή, από εκείνες τις γυναίκες που τους φέρονται όλοι καλύτερα.

Από εκείνες που τις αγαπούν και τις προσέχουν. Λες και οι άλλες, οι άσχημες, το διάλεξαν να μην αρέσουν.

Κι αν είναι το μέσα της όμορφο, ποιος νοιάζεται;




«Αντιγόνη, πού είσαι αγάπη μου;».

Ο άντρας τη φώναξε με φωνή γεμάτη γλύκα και φροντίδα και μπήκε στο υπνοδωμάτιο.

Μια γυναίκα κάθεται μπροστά στον καθρέφτη και βάφεται.

Είναι όμορφη με έναν τρόπο μυστήριο.

«Γιατί αργείς τόσο;» τη ρωτάει. «Σε περιμένουμε με τα παιδιά να πάμε στην παράσταση του μικρού. Δεν βλέπει την ώρα να πει το ποίημά του».

«Συγγνώμη, με καθυστέρησε ένα μικρό κορίτσι που διάβαζε και με πήρε η ώρα. Σε δέκα λεπτά θα είμαι έτοιμη».



Την πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί.

Είχε συνηθίσει τις αλλόκοτες κουβέντες της γυναίκας του. Άλλωστε, το είχε δει κι εκείνος αυτό το κορίτσι.

Περπατούσε πάντα μαζί με την Αντιγόνη χέρι-χέρι.

Τις αγάπησε και τις δύο από την αρχή. Τη γυναίκα και το κορίτσι.

Στην πορεία μπόρεσε να το αγαπήσει κι εκείνη. Η Αντιγόνη, αγάπησε την Αντιγόνη.



Γιατί αυτό που δεν ήξερε να της πει η μητέρα της, ήταν πως όση περισσότερη αγάπη έπαιρνε, τόσο πιο όμορφη γίνονταν.

Πως οι καθρέφτες της ψυχής υπάρχουν, αλλά είναι τόσο σπάνιοι, που πρέπει κανείς να μοχθήσει για να τους βρει.

Μα όταν βρεθούν, οι άσχημες τους ξεσκεπάζουν για να καθρεφτίζονται συνέχεια.

Γιατί τότε αντανακλούν μόνο τον έρωτα και την αποδοχή που βιώνουν. Την απόλυτη ομορφιά.



via

Pages