Τώρα ποια πράγματα ντρέπονται οι άνθρωποι ή αντίθετα για ποια δέν
αισθάνονται καμμιά ντροπή, καί μπροστά σέ ποιους και σέ ποιά κατάσταση
ευρισκόμενοι, γίνεται φανερό από τα ακόλουθα.
Άς ορίσουμε τή ντροπή ώς ένα
είδος λύπης ή ταραχής πού προέρχεται από τά κακά εκείνα, τά παρόντα,
παρελθόντα ή μέλλοντα, πού φαίνονται ότι οδηγούν στην ανυποληψία, ενώ ή
αναισχυντία είναι κάποια περιφρόνησις και αδιαφορία γιά τά ίδια αυτά
κακά.
Άν λοιπόν έτσι ορίζεται ή ντροπή,
πρέπει νά ντρέπεται κανείς γιά εκείνα τά κακά πού φαίνονται δτι είναι
αισχρά ή γιά μάς ή γιά κείνους πού ενδιαφερόμαστε. Τέτοια είναι τά έργα πού προέρχονται από δειλία,
δπως παραδείγματος χάριν νά πετάξης τήν ασπίδα ή νά τραπής εις φυγή.
Γιατί τέτοιες πράξεις προέρχονται από δειλία. Τέτοιο είναι καί τό νά
κατακρατήσης μιά παρακαταθήκη. Γιατί αυτό πηγάζει από αδικία.
Καί τό νά συναναστρέφεσαι πρόσωπα πού δέν πρέπει ή σέ μέρος πού δέν
πρέπει ή σέ χρόνο πού δέν πρέπει. Γιατί αυτό προέρχεται από ακολασία.
Επαίσχυντο είναι καί τό νά επιδιώκεις νά κερδίζης από μικρά πράγματα ή από αισχρά ή από αδύνατους ανθρώπους,
όπως επί παραδείγματι από φτωχούς ή από πεθαμένους. Έτσι βγήκε κι ή
παροιμία: «Κοιτάζουν νά κερδίσουν κι από πεθαμένο». Γιατί μιά τέτοια
διάθεσις προέρχεται από αισχροκέρδεια καί φιλοχρηματία. Ντροπή είναι καί
νά μή βοηθάς κάποιον μέ χρήματα τή στιγμή πού μπορείς, ή νά τον βοηθάς λιγότερο από δ,τι πρέπει. Ντροπή είναι και νά δεχόμαστε βοήθεια από ανθρώπους πού είναι λιγότερο εύποροι από μάς.
Καί νά δανειζόμαστε από εκείνον πού φαίνεται δτι ζητεί δάνειο, καί νά
ζητούμε από εκείνον πού μάς ζητεί τό οφειλόμενο, και νά απαιτούμε κάποιο
χρέος τή στιγμή πού ό άνθρωπος μάς ζητάει, καί νά επαινούμε κάποιον
ώστε νά φαινόμαστε ότι ζητούμε, και ενώ έχουμε αποτύχει στο ζητούμενο νά
εξακολουθούμε νά επιμένουμε. Γιατί όλα αυτά είναι σημεία τσιγγουνιάς.
Καί νά επαινούμε έναν πού είναι παρών, νά υπερτονίζουμε τις αρετές του
καί νά αποσιωπούμε τά ελαττώματα του, καί νά δείχνουμε μεγαλύτερη λύπη
από έναν πού είναι λυπημένος, κι όλα τά τέτοια είναι επαίσχυντα. Γιατί
είναι σημάδια κολακείας.
Ντροπή είναι καί νά μή υπομένουμε κόπους πού τούς υπομένουν οι
μεγαλύτεροι μας στά χρόνια ή οί καλομαθημένοι ή άνθρωποι πού έχουν
ύψηλότερες θέσεις από εμάς ή είναι σωματικά πιο αδύνατοι από μάς. Γιατί
δλα αυτά είναι σημάδια θηλυπρέπειας. Καί νά ευεργετούμαστε άπό
άλλον, καί μάλιστα όταν αυτό γίνεται πολλές φορές, καί νά αναφέρουμε μέ
τρόπο προσβλητικό γιά τον άλλον τις ευεργεσίες πού του κάναμε. Γιατί όλα
αυτά είναι σημεία μικροψυχίας καί ταπεινότητας.
Ντροπή είναι και νά περιαυτολογούμε καί νά δίνουμε υποσχέσεις, καί νά
ισχυριζόμαστε δτι τά ξένα είναι δικά μας. Γιατί αυτό είναι σημάδι αλαζονείας.
Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ όλα τά άλλα ελαττώματα του χαρακτήρα, γιά τις
πράξεις πού απορρέουν από αυτά, γιά τά σημάδια τους καί γιά τά πράγματα
πού μοιάζουν μέ αυτά, όλα αυτά είναι αισχρά καί μας κάνουν νά ντρεπόμαστε.
Επαίσχυντο είναι επίσης καί νά μή μετέχουμε στά αγαθά πού μετέχουν όλοι ή όλοι οί όμοιοί μας ή οί περισσότεροι. Κι
όταν λέω όμοιοι, εννοώ τούς ομοεθνείς, τούς συμπολίτες, τούς
συνομήλικες, τούς συγγενείς, γενικά όλους πού είναι του δικού μας
επιπέδου. Είναι, πράγματι, ντροπή νά μή μετέχουμε στη μόρφωσι, επί
παραδείγματι, στον ίδιο βαθμό, καθώς καί στά άλλα αγαθά. Κι όλα αυτά
είναι πιό επαίσχυντα, άν προέρχονται από δική μας υπαιτιότητα. Γιατί
έτσι όλα φαίνονται ότι οφείλονται μάλλον στήν κακία μας, άν εμείς οί ίδιοι είμαστε αίτιοι γιά τά κακά πού υπήρξαν, πού υπάρχουν ή μέλλουν νά
υπάρξουν.
Καί αισθανόμαστε ντροπή όταν παθαίνουμε ή έχουμε πάθει ή πρόκειται νά πάθουμε τέτοια κακά πού οδηγούν στην ανυποληψία καί τό στιγματισμό.
Καί τέτοια είναι όσα υπηρετούν τό σώμα ή επαίσχυντες πράξεις, μεταξύ
των οποίων καί ή υβριστική συμπεριφορά. Καί όσα αναφέρονται στην
ακολασία, είτε συντελούνται μέ τη θέλησί μας η χωρίς αυτή, είναι αισχρά.
Όπως επίσης καί δσα αναφέρονται στή βία, τά όποια βέβαια είναι ακούσια.
Γιατί τό να ύπομένης τή βία καί νά μή τήν άντιμετωπίζης, προέρχεται από
δειλία ή από ανανδρία. Αυτά λοιπόν καί τά παρόμοια προκαλούν ντροπή στούς
ανθρώπους.
Κι επειδή ή ντροπή είναι φαντασία ότι χάνουμε τήν υπόληψή μας,
αυτήν κυρίως καί όχι τις συνέπειες, κι επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται
γιά τή γνώμη των άλλων παρά μόνο γιά κείνους πού έχουν αυτή τή γνώμη γι’
αυτόν, συνάγεται ότι ντρεπόμαστε τά πρόσωπα εκείνα πού εκτιμούμε.
Καί εκτιμούμε αυτούς πού μάς θαυμάζουν και αυτούς πού θαυμάζουμε, καί
εκείνους από τούς οποίους θέλουμε νά θαυμαζόμαστε, καί όσοι είναι
εφάμιλλοι μας καί εκείνοι των οποίων τή γνώμη δεν καταφρονούμε. Θέλουμε
λοιπόν νά μάς θαυμάζουν καί θαυμάζουμε κι εμείς εκείνους τούς ανθρώπους
πού έχουν κάποιο αγαθό από αυτά πού θεωρούνται πολύτιμα ή όσους τυχαίνει
νά παρακαλούμε επίμονα γιά κάτι πού είναι στο χέρι τους, όπως εκείνοι
πού αγαπούν. ’Εκείνοι πρός τούς οποίους αμιλλώμαστε είναι οί όμοιοί μας,
καί εκείνοι γιά τούς οποίους φροντίζουμε είναι οί φρόνιμοι, γιατί πάντα
έχουν μέ τό μέρος τους τήν αλήθεια. Καί τέτοιοι είναι οί μεγαλύτεροι
στήν ηλικία καί οί μορφωμένοι. Ντρεπόμαστε γιά πράξεις πού κάνουμε
μπροστά στά μάτια τών άλλων καί μάλλον στά φανερά. ’Έτσι προήλθε καί ή
παροιμία: «ή ντροπή είναι στά μάτια». Γι’ αυτό ντρεπόμαστε
περισσότερο αυτούς πού θά βρίσκωνται πάντοτε κοντά μας κι αυτούς πού μάς
προσέχουν, γιατί καί στις δυο περιπτώσεις είμαστε μπροστά στά μάτια
τους.
Ντρεπόμαστε επίσης τούς ανθρώπους πού δέν κατηγορούνται γιά τά ίδια
πράγματα μέ μάς, γιατί είναι φανερό δτι αυτοί φρονούν τά αντίθετα άπό
μάς. Κι αυτούς πού δέν συγχωρούν εύκολα εκείνους πού φαίνονται δτι
σφάλλουν. Γιατί για δσα κάνει κανείς ό ίδιος, δέν μέμφεται ποτέ τούς
άλλους. Ώστε είναι φανερό ότι τούς μέμφεται γιά όσα δέν πράττει ό ίδιος. Καί κείνους που έχουν τή συνήθεια νά εξαγέλλουν στους πολλούς τά
σφάλματά μας. Γιατί δέν διαφέρει καθόλου τό νά μή διαδίδης ένα σφάλμα
από τό νά μην τό θεωρής σφάλμα. Τώρα διαδίδουν τά σφάλματά μας αυτοί που
έχουν αδικηθή από μάς κι οί κακολόγοι. Γιατί αφού κατηγορούν κι
αυτούς πού δε σφάλλουν, πολύ περισσότερο κατηγορούν αυτούς ποΰ σφάλλουν.
Καί κείνους πού περνούν τον καιρό τους ασχολούμενοι με τά σφάλματα των άλλων,
όπως είναι, επί παραδείγματι, οί χλευασταί κι οί συγγραφείς κωμωδιών.
Γιατί κατά κάποιον τρόπο αυτοί είναι κακολόγοι καί συνηθίζουν νά
σπερμολογούν. Καί, κείνους πού ποτέ δέν μάς αρνήθηκαν κάτι πού τούς
ζητήσαμε. Γιατί φαίνονται σά νά μάς θαυμάζουν. Γι’ αυτό και ντρεπόμαστε
τούς ανθρώπους πού γιά πρώτη φορά μάς παρακάλεσαν γιά κάτι, γιατί ποτέ
μέχρι τώρα δέν τούς δώσαμε αφορμή νά σχηματίσουν κακή γνώμη γιά μάς. Καί
τέτοιοι είναι αυτοί πού μόλις τώρα θέλουν νά γίνουν φίλοι μας (γιατί
έχουν προσέξει τήν καλύτερη πλευρά τού εαυτού μας, γι’ αυτό καί ήταν
εύστοχη ή απόκριση τοϋ Ευριπίδη πρός τούς Συρακούσιους· καί από τούς
παλιούς γνωστούς μας όσοι δέν ξέρουν τίποτε εις βάρος μας. Οί άνθρωποι
ντρέπονται όχι μόνο γιά τά πράγματα πού προκαλούν ντροπή, γιά τά όποια
μιλήσαμε, αλλά καί μέ τις ενδείξεις τους, επί παραδείγματα όχι μόνο όταν
κάνουμε έρωτα, αλλά καί όταν κάνουμε τά σχήματα αυτού. Καί όχι μόνο
όταν κάνουμε αισχρές πράξεις, αλλά καί όταν αισχρολογούμε. Επίσης, δέν
ντρεπόμαστε μόνο αυτούς πού αναφέραμε, αλλά καί αυτούς πού θά
ανακοινώσουν σέ αυτούς τις πράξεις μας, όπως είναι οί υπηρέτες κι οι
φίλοι τους. Γενικά δέν ντρεπόμαστε αυτούς, των όποιων καταφρονούμε τή
γνώμη σχετικά μέ τήν αλήθεια (γιατί κανείς δέν ντρέπεται τά παιδιά καί
τά ζώα), ούτε ντρεπόμαστε γιά τά ίδια πράγματα τούς γνωστούς καί αγνώστους, αλλά τούς γνωστούς τούς ντρεπόμαστε γιά κείνα πού είναι
αληθινά πράγματα τής ντροπής, ενώ τούς αγνώστους γιά όσα απαγορεύει ό
νόμος.
Καί τώρα οι άνθρωποι μπορεί νά νοιώσουν ντροπή όταν βρεθούν στις ακόλουθες συνθήκες.
Πρώτα-πρώτα, άν βρεθούν μπροστά σέ πρόσωπα με τά όποια έχουν τέτοια
σχέση σάν αυτή πού, όπως αναφέραμε, προκαλεί ντροπή. Καί τέτοια είναι
πρόσωπα πού ή τά θαυμάζουμε ή μάς θαυμάζουν ή πρόσωπα από τά όποια
θέλουμε νά θαυμαζόμαστε, ή πρόσωπα τών όποιων χρειαζόμαστε τις υπηρεσίες
τους καί δέν θά τις επιτύχουμε, άν δεν έχουμε καλό όνομα. Επίσης
τέτοια είναι καί τά πρόσωπα πού μάς βλέπουν, όπως ό Κυδίας, ό όποιος
όταν μιλούσε στο λαό γιά τις κληρουχίες τής Σάμου, ζήτησε άπό τούς
Αθηναίους νά φανταστούν ότι στέκουν γύρω τους όλοι οι Έλληνες καί τούς βλέπουν, δέν θά ακούσουν απλώς τις αποφάσεις τους.
Επίσης ντρεπόμαστε άν τά πρόσωπα αυτά είναι πλησίον ή άν πρόκειται νά
λάβουν γνώσι τών πράξεών μας. Γι’ αυτό καί δέν θέλουμε ποτέ νά μάς
βλέπουν οί ανταγωνισταί μας, όταν δέν τά καταφέρουμε. Γιατί οί ανταγωνισταί μας μάς έχουν εκτίμηση. Ντρεπόμαστε ακόμα κι όταν
συνδεόμαστε με πράξεις ή πράγματα (πού προκαλούν ντροπή) ή δικά μας ή
τών προγόνων μας ή άλλων, μέ τούς οποίους έχουμε κάποιο συγγενικό δεσμό.
Καί γενικά, οί άνθρωποι ντρέπονται μπροστά σέ αυτούς πού σέβονται.
Καί τέτοιοι είναι αυτοί τούς όποιους αναφέραμε καί όσοι έχουν κάποια
σχέσι μέ αυτούς, καί των οποίων υπήρξαμε δάσκαλοι ή σύμβουλοι, ή άν
έχουμε άλλους ανταγωνιστάς, όμοιους μέ μάς. Γιατί από ντροπή πρός αυτούς τούς ανθρώπους καί πολλά κάνουμε καί πολλά αποφεύγουμε.
Καί περισσότερο ντρεπόμαστε όταν πρόκειται νά μας ιδούν νά
συναναστρεφόμαστε φανερά εκείνους πού γνωρίζουν τά σχετικά μέ εμάς. Γι'
αυτό κι ό ποιητής Αντιφών, όταν επρόκειτο νά θανατωθή μέ αποτυμπανισμό
από τον Διονύσιο τον τύραννο, είπε πρός τούς μελλοθανάτους συγκαταδίκους
του, πού σκέπαζαν τό πρόσωπό τους περνώντας μπροστά από τό πλήθος: «Τί
σκεπάζεστε;», τούς λέει. «Ή μήπως αύριο πρόκειται νά σάς ιδή κανένας από
αυτούς;».
Πηγή: Αριστοτέλους Ρητορική Τέχνη, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων,
Μετάφρ/Σημειώσ: Απ. Παπανδρέου, Επιμέλεια: Ανδριάννα Χαχλά, Αθήναι 2005
Γεωργιάδης
το βρήκα εδώ...