H Ακαδημία του Πλάτωνα, η Περιπατητική Σχολή του Αριστοτέλη, ο Κήπος που ίδρυσε ο Επίκουρος και η Στοά ήταν οι κύριες σχολές της κλασικής φιλοσοφίας.
Παράλληλα, υπήρχαν και κάποιες άλλες σχολές, όπως, για παράδειγμα, οι κυνικοί φιλόσοφοι, που αναπολούσαν το μαθητή του Σωκράτη, τον Αντισθένη, ή τον πυθαγόρειο Διόδωρο από την Άσπενδο. H σχολή αυτή, βέβαια, είχε ιδρυθεί από τον Διογένη τον Σινωπέα (που έφερε το παρατσούκλι κυνικός -σκυλίσιος- εξαιτίας της σκανδαλώδους συμπεριφοράς του, εξού και το όνομα «κυνικός») και επιβίωσε έως τον 5ο αιώνα μ.X.
H Στοά του Αττάλου, χτίστηκε μεταξύ 159-132 π.X. και αναστηλώθηκε μεταξύ 1952-1956.
Η Στοά είναι ένας σκεπαστός χώρος περιπάτου που βρίσκεται σε κλασικά θρησκευτικά κτήρια και μεγάλους δημόσιους χώρους. H πιο γνωστή στην Αθήνα, η Ποικίλη Στοά, ήταν διακοσμημένη με ζωγραφικές εικόνες διάσημων ζωγράφων και χρησίμευε ως τόπος συνάντησης των στωικών φιλοσόφων, που ονομάστηκαν έτσι από αυτήν την Στοά. Επειδή οι ιδρυτές του Στωικισμού δεν διέθεταν χρήματα για να αγοράσουν γη, χρησιμοποιούσαν αυτό το δημόσιο κτήριο για τη διδασκαλία τους.
Διογένης και Κυνικοί φιλόσοφοι
O Διογένης στο πιθάρι του δέχεται επίσκεψη από τον Μέγα Αλέξανδρο.
O Διογένης ο Σινωπεύς δεν πρέπει να συγχέεται με τον Διογένη τον Λαέρτιο, το συγγραφέα της μοναδικής σωζόμενης κλασικής ιστορίας της φιλοσοφίας, ο οποίος έζησε πεντακόσια χρόνια αργότερα.
To «μήνυμα» του Διογένη του Σινωπέα, που έζησε κυρίως στην Αθήνα, είναι ο τρόπος ζωής του, οι πνευματώδεις απαντήσεις και οι αφορισμοί που ξεστόμιζε στην καθημερινή ζωή του.
Αντιμετώπιζε το αθηναϊκό κατεστημένο απαλλαγμένος από περιουσιακά στοιχεία, ενώ, παράλληλα, αγωνιζόταν για την αταραξία και την ευδαιμονία, προσπαθώντας να ξεσκεπάσει την ανθρώπινη ματαιοδοξία και να καταδείξει την πραγματική ανθρώπινη φύση. Περιφερόταν στην αγορά με ένα φανάρι, λέγοντας ότι ψάχνει έναν έντιμο άνθρωπο (όχι, δηλαδή, δούλους αφοσιωμένους στους εξαναγκασμούς των κοινωνικών συμβάσεων).
Λένε ότι, όταν ο Αλέξανδρος του πρότεινε να ικανοποιήσει μια επιθυμία του, εκείνος απάντησε: «Μην μου κρύβεις το φως του ήλιου». Τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «κυνικό», χαρακτηρισμό, ωστόσο, που εκείνος τον αποδεχόταν πλήρως· έτσι, ο Διογένης και οι σύγχρονοι του που συμμερίστηκαν τις θέσεις του είναι γνωστοί ως «κυνικοί».
Χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του Κυνισμού ήταν η καυστική και σκωπτική κριτική των εθίμων, των θεσμών και της θρησκείας, σε συνδυασμό με την αποχώρηση σε μια ιδιωτική σφαίρα δράσης, χωρίς κοινωνικούς περιορισμούς, όπου μπορούσε κανείς να ζει σύμφωνα με τις δικές του πεποιθήσεις.
O υπέρτατος στόχος στη ζωή του ανθρώπου ήταν η ευδαιμονία, που μπορούσε να επιτευχθεί με την αποφυγή της δυστυχίας και με την επιδίωξη μιας ζωής αυτοπραγμάτωσης, σύμφωνης με τις αρχές της «επιστροφής στη φύση», και άρα με αυτάρκεια, ανεξάρτητη από τα επικρατούντα εξωτερικά μέσα ευδαιμονίας, όπως είναι η τιμή, η υγεία και ο πλούτος. Αυτή η στάση κατέστη δυνατή με την εξάσκηση της λογικής, με τον περιορισμό των αναγκών (ασκητισμός) και με την αποφυγή των κύριων αιτιών της δυστυχίας, που ήταν η άγνοια, η επιδίωξη της τρυφηλότητας και το απερίσκεπτο κυνήγι επιθυμιών.
Επίκουρος
O Επίκουρος: ελληνιστική προτομή, Λούβρο
H φιλοσοφία του Επίκουρου, περίπου 342-271 π.X., επικεντρωνόταν στο δόγμα της ευδαιμονίας. O Επίκουρος όριζε την αρχή της ηδονής, η οποία αποτελεί τη βάση της ευτυχίας, ως απουσία σωματικού και συναισθηματικού πόνου.
To ιδανικό για τον Επικουρισμό είναι η απλή ζωή που επιτρέπει στους ανθρώπους να ικανοποιούν τις βασικές τους ανάγκες και να αντιμετωπίζουν τις κρίσεις με αταραξία.
H ηδονή που εξυμνεί ο Επίκουρος δεν έχει σχέση με την αισθησιακή ηδονή και απόλαυση· ο άνθρωπος πρέπει, εξάλλου, να αποφεύγει τις εμπειρίες που εξασφαλίζουν στιγμιαία ηδονή αλλά θα μπορούσαν να έχουν οδυνηρές και θλιβερές συνέπειες.
H σχολή του Επίκουρου ιδρύθηκε στην Αθήνα το 307 π.X. περίπου και υπήρξε ένα είδος ανταγωνίστριας σχολής προς την Ακαδημία και τον Περίπατο, όπως ήταν γνωστή η σχολή του Αριστοτέλη.
H φιλοσοφία του είναι φιλοσοφία ατομικής ευτυχίας, η οποία συνίσταται από μια ζωή χαράς και ηδονής από όπου απουσιάζουν ο πόνος και η ανησυχία. Βασική προϋπόθεση είναι η αταραξία, η αδιακύμαντη πνευματική αποδέσμευση, που μπορεί να επιτευχθεί κυρίως με φιλοσοφική ενόραση και μια ζωή αποχώρησης.
H ευρέως διαδεδομένη κατηγορία σε βάρος των επικούρειων, ότι, δηλαδή, ήταν αφοσιωμένοι στην ασυγκράτητη ηδονή, είναι αβάσιμη. H κατανόηση των διαδικασιών της φύσης παρέχει όχι μόνο θεωρητική γνώση, αλλά επίσης και πρακτική διαφώτιση, που απελευθερώνει τον άνθρωπο από το φόβο των θεών και το φόβο του θανάτου.
Σύμφωνα με την επιστημολογία του Επίκουρου, που έχει τις ρίζες της στους ατομικούς φιλοσόφους και στη θεωρία περί αντίληψης του Δημόκριτου, οι αισθητηριακές εντυπώσεις απορρέουν από τα αντικείμενα, τα οποία συντίθενται από άτομα. H ανθρώπινη ψυχή, που χάνεται με το θάνατο, συνίσταται επίσης από άτομα, ενώ οι θεοί είναι κατανοητοί ως αθάνατοι σχηματισμοί ατόμων.
Ζήνων ο Κιτιεύς και οι Στωικοί
H Στωική Σχολή ιδρύθηκε από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα το 300 π.X. περίπου στην Ποικίλη Στοά, έναν μεγαλοπρεπώς ζωγραφισμένο τόπο περιπάτου στην Αθήνα, και συνέχισε να υπάρχει μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ.X.
O πρώιμος Στωικισμός παρουσίαζε ομοιότητες με τον Κυνισμό. Οι στωικοί πίστευαν και αυτοί ότι ήταν διάδοχοι του Σωκράτη και, σε εποχές έντονης αντίθεσης και πολεμικής, βρίσκονταν σε κριτική αντίθεση προς την Ακαδημία και τον Περίπατο.
Όπως ο Σωκράτης, και ο Ζήνων επιδίωκε, σε έναν κόσμο πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας και επιστημολογικής αβεβαιότητας που οφειλόταν κυρίως στο σκεπτικισμό των σοφιστών, να κατασκευάσει ένα πνευματικό οικοδόμημα που θα διασφάλιζε την πνευματική βεβαιότητα και την πρακτική αξιοπιστία.
Κύριο μέλημα του ήταν να εδραιώσει μια φιλοσοφία που θα βοηθούσε τα άτομα να κατευθύνουν αυτόνομα τη ζωή τους και που, αντίθετα από εκείνη των επικούρειων και των κυνικών, θα συντελούσε στην πολιτική σταθερότητα.
H ευδαιμονία, ο υπέρτατος στόχος του ανθρώπου, συνίσταται στο να διάγει κανείς βίο αρμονίας με τον εαυτό του και τη φύση, κάτι που το επιτυγχάνει με τη διερεύνηση των νόμων της φύσης και τον προσανατολισμό προς τη λογική, ξεπερνώντας τις ψευδείς προκαταλήψεις και διαθέσεις, καθώς και τον αγώνα για καθαρά εξωτερικά προτερήματα· μόνον η αρετή πρέπει να καθοδηγεί τις ανθρώπινες πράξεις.
Βάση της γνώσης είναι η αντίληψη, που παρέχει αλάνθαστα έγκυρες εικόνες, από τις οποίες, με τη βοήθεια της λογικής, μπορούν να εξαχθούν περαιτέρω έγκυρα συμπεράσματα.
O Ζήνων ερμηνεύει τον κόσμο ως ένα μοναδιαίο ζωντανό οργανισμό, ο οποίος διαποτίζεται με φωτιά ως γενική αρχή του και με τη θεϊκή ανάσα {πνεύμα) του λόγου, και επίσης καθορίζεται πλήρως από τη θεία πρόνοια. Επειδή ο καθολικός κόσμος-Λόγος καθορίζει και τον πολιτικό βίο, για την εφαρμογή του συστήματος στην πολιτική θεωρία είναι αναγκαία η αποστροφή προς την ελληνική έννοια της πόλης-κράτους για χάρη ενός ευρύτερου κοσμοπολιτισμού.
Οι στωικοί φιλόσοφοι συνιστούσαν στους ανθρώπους την εθελουσία και έντιμη «εξαγωγήν εκ του βίου». Η παράδοση λέει ότι ο Ζήνων και ο Κλεάνθης, από τους πρωταγωνιστές της στωικής φιλοσοφίας, δεν δίστασαν ν’ αυτοκτονήσουν, όταν κατάλαβαν ότι το αγαθό της ζωής έγινε ανασταλτικός παράγων για την εκ μέρους των άσκηση της αρετής· θεώρησαν ότι η ζωή τους δεν είχε πλέον καμιάν αξία γι’ αυτούς, καθώς ο μεν, ύστερα από κάποιον τραυματισμό, βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία, ο δε είχε φτάσει σε βαθύτατο γήρας.
Χρύσιππος
Ο Χρύσιππος ήταν ένας από τους θεμελιωτές της Στωικής Σχολής στην Αθήνα και επικεφαλής της Ποικίλης Στοάς μετά τον Κλεάνθη.
Αποκλήθηκε ο «Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης της Στοάς» και έχει λεχθεί ότι «άνευ Χρυσίππου δεν υπάρχει Στοά». Οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον Χρύσιππο τον ανακήρυξαν Αθηναίο δημότη και όταν πέθανε έστησαν τον ανδριάντα του στον Κεραμεικό.
Δεξιά: O ανδριάντας αυτός του Χρύσιππου δείχνει με πολύ εντυπωσιακό τρόπο τον εξατομικευτικό ρεαλισμό της ελληνιστικής τέχνης. Απεικονίζει τη στιγμή της συγκέντρωσης, που φαίνεται κυρίως στα μάτια και στο «εκφραστικό» χέρι. Παράλληλα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η χαρακτηριστική πόζα του, που αντανακλά το γενικό τύπο του διανοούμενου. To συγκεκριμένο μοτίβο, που σχετίζεται επίσης και με τη θέση του δασκάλου μπροστά σε ακροατήριο, έγινε το πρότυπο για την απεικόνιση των φιλοσόφων. Όταν αργότερα συγκεκριμένοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες απεικονίζονταν σε αυτή την πόζα, υπογράμμιζαν με τον τρόπο αυτόν τον ισχυρισμό τους ότι ήταν φιλόσοφοι-βασιλείς.
O Χρύσιππος θεωρείται ο δεύτερος τη τάξει θεμελιωτής του Στωικισμού, επειδή επαναδιατύπωσε και συστηματοποίησε την πολιτική θέση του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος. Εστίασε το ενδιαφέρον του στη διαλεκτική, τη βασική επιστήμη της λογικής και του επιχειρήματος, που, εκτός από την τυπική λογική, συμπεριλάμβανε τη γλωσσολογία, τη σημασιολογία, την επιστημολογία και τη ρητορική. Σε αυτόν οφείλεται κυρίως η περίφημη στωική λογική.
Στην επιστημολογία, συνδύασε τον εμπειρισμό με τον ορθολογισμό. H – δυνητικά υποκείμενη σε σφάλματα – εντύπωση των αισθήσεων, από την οποία το προικισμένο με λογική μέρος της ψυχής αναπτύσσει μια ιδέα (φαντασία), ωθεί στην επιφάνεια την αλήθεια και τη γνώση, αφού προηγουμένως η λογική εξετάσει την ίδια την ιδέα. Με τη βοήθεια της μνήμης και με την ικανότητα να συγκρίνουμε και να αφαιρούμε, μετασχηματίζουμε τις εξεταζόμενες ιδέες σε εμπειρίες, οι οποίες οδηγούν σε ορισμούς και έννοιες.
O Χρύσιππος συνδέει άμεσα το βασικό στωικό κανόνα, το να ζει, δηλαδή, κανείς σε αρμονία με τη φύση, με τη λογική φύση του ανθρώπου. Παρόλο που οι άνθρωποι υποτάσσονται κατ’ αρχήν στον κόσμο-λόγο, που καθορίζει τα πάντα, έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν έναν αυτόνομο αυτοκαθορισμό με την άσκηση της ελεύθερης βούλησης.
Όπως και οι υπόλοιποι στωικοί, χώριζε την επιστήμη σε φυσική, ηθική και λογική και πίστευε ότι η φύση βασίζεται σε μια ορθολογική αρχή.
Ο Χρύσιππος συνετέλεσε τόσο στη διάδοση, όσο και στη συστηματοποίηση της στωικής φιλοσοφίας, συμπληρώνοντας τα κενά που άφησαν ο Ζήνων και ο Κλεάνθης. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Χρυσίππου, οι άνθρωποι οφείλουν να συμμορφώνονται με τους νόμους της Λογικής και να ασκούν την αρετή, η οποία είναι το μόνο αληθινό καλό. Τα άλλα όλα, ασθένεια ή υγεία, πλούτος ή φτώχεια, είναι αδιάφορα. Η ανθρώπινη ευτυχία πηγάζει από την απάθεια σε κάθε επιθυμία και εξωτερική επίδραση, αλλά και στην ευεργεσία προς τους εχθρούς του. Ως προς αυτό, η στωική Ηθική όπως διαμορφώθηκε από τον Χρύσιππο αγγίζει τα όρια της χριστιανικής ηθικής.
Παναίτιος ο Ρόδιος
Αριστερά: Ο Παναίτιος, με τη μορφή λογίου του Μεσαίωνα από το Χρονικό της Νυρεμβέργης
Με τον Παναίτιο τον Ρόδιο (γεννήθηκε γύρω στα 185 π.Χ), τον ιδρυτή της μέσης Στοάς, η ελληνική φιλοσοφία άρχισε να προσανατολίζεται προς την αυτοκρατορική ρωμαϊκή σκέψη. Μετά την Αθήνα επισκέφθηκε την Ρώμη όπου και συνδέθηκε με τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό. Μετά τον θάνατο του το 129 π.Χ., επέστρεψε στην στωική σχολή της Αθήνας, της οποίας και υπήρξε ο τελευταίος αδιαφιλονίκητος σχόλαρχος.
O Παναίτιος δεν ενδιαφερόταν τόσο για τη διαλεκτική και τη φυσική, όπου είχαν εστιάσει το ενδιαφέρον τους οι προκάτοχοι του, όσο για τα προβλήματα ηθικής, και συγκεκριμένα για την πραγματιστική και την πολιτική πλευρά της. Απέρριψε την αυστηρά ασκητική ηθική του προηγούμενου Στωικισμού, με την καταπίεση των φυσικών ενστίκτων, και διαμόρφωσε μια θετική κρίση για την ηδονή και την απόκτηση εξωτερικών αγαθών. Σε αντίθεση με το ιδεώδες του αδιάφορου για τα εγκόσμια στωικού σοφού, που επικρατούσε έως τότε, ανέπτυξε μια πρακτική θεωρία πολιτικού καθήκοντος, που ταίριαζε απόλυτα στην πολιτική και πνευματική ελίτ της Ρώμης (Κικέρων, Σκιπίων).
Πηγές: wikipedia, Ιστορία της Φιλοσοφίας (C.Delius – M. Gatzemeier – D.Sertcan – K.Wuenscher)