«Σ’ ένα σχολείο του Λος Άντζελες όπου
σπουδάζουν τα παιδιά μόνο των πλουσιότερων οικογενειών της πόλεως, ένας
δάσκαλος θέλοντας να διεγείρει το ενδιαφέρον των παιδιών για τους
δυστυχείς, τους ζητάει να γράψουν μία έκθεση, στην οποία να περιγράφουν
μια πτωχή οικογένεια.
Ο πρώτος μαθητής έγραψε την εξής έκθεση:
“Ήταν κάποτε μια οικογένεια που ήταν
φοβερά πτωχή. Ο πατέρας ήταν πτωχός, η μητέρα ήταν πτωχή, τα παιδιά ήταν
πτωχά, η νταντά ήταν πτωχή, ο σοφέρ ήταν πτωχός, η μαγείρισσα, ο
κηπουρός, οι υπηρέτες και όλοι οι υπόλοιποι στη βίλα ήταν πτωχοί…”».
Το παραπάνω αναφέρεται ως ανέκδοτο στον
τρίτο τόμο της «Χιουμοριστικής Ανθολογίας», μιας καταπληκτικής συλλογής
που περιλαμβάνει όλα τα είδη της ευθυμογραφικής παραγωγής, από το
αφήγημα ως τη γελοιογραφία και το ανέκδοτο. Οι τέσσερις τόμοι της
Ανθολογίας εκδόθηκαν απ’ το 1960 ως το 1964, κυκλοφορούσαν στο σπίτι μου
ακόμη πριν γεννηθώ, τους βρήκα όταν ήμουν παιδάκι και με εισήγαγαν στο
χιούμορ, ιδίως το υπαινικτικό, το παράδοξο και το μαύρο. Ανατρέχω σε
αυτούς ακόμη διαρκώς και διαβάζω αποσπάσματα από γραπτά από Σασά Γκιτρύ
και Ασημάκη Γιαλαμά μέχρι Άντον Τσέχοφ και Μαρκ Τουαίην, από Τίμο
Μωραϊτίνη και Ιωάννη Κονδυλάκη μέχρι Αλφόνσο Αλλαί και Ζερόμ – Ζερόμ,
τσιτάτα και γελοιογραφίες απίστευτης ευφυΐας, ανέκδοτα πιο επίκαιρα από
ποτέ.
Είχα διαβάσει το ανέκδοτο της αρχής όταν
ήμουν ακόμη πολύ μικρή και δυσκολεύτηκα να το καταλάβω. Το ανακαλώ στη
μνήμη μου, όμως, όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία, που πολύς κόσμος
ξανάρχισε να κυκλοφορεί και να ξοδεύει επιδεικτικά χρήματα. Τον βλέπεις
τον άλλον να έχει μόλις ρίξει αβίαστα ένα πεντακοσάρικο στην αγορά για
ψώνια, να είναι από ουζάκι σε κρασάκι και ποτάκι ξένοιαστα, να σε ρωτάει
ανέμελα «Εσύ γιατί δεν έρχεσαι μαζί;» να απαντάς «Είναι η τέταρτη
χρονιά στη σειρά που δεν έχω περιθώρια για χαϊλίκια γιατί δεν έχω
λεφτά», να σου πετάει ένα «Ε ναι, όλοι δυσκολευόμαστε τώρα με την κρίση»
και καπάκι να σε ρωτάει «Θα πας κανένα ταξιδάκι τώρα στις γιορτές;».
Αυτή είναι η στιγμή που γυρίζει το μάτι
ανάποδα. Δηλαδή, μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε. Σου λέω ότι δεν
έχω λεφτά κι εσύ με ρωτάς αν θα πάω «κανένα ταξιδάκι». Σου λέω ότι δεν
μπορώ να πηγαίνω από κρασάκι σε ουζάκι και ποτάκι λες κι είμαι μια άνετη
εισοδηματίας κι εσύ μου απαντάς «Ε ναι, όλοι δυσκολευόμαστε στην
κρίση», την ώρα που μου μοστράρεις τα καινούργια σου καλούδια απ’ την
αγορά. Σου λέω ότι τα λεφτά μου φτάνουν μόνο για τη ΔΕΗ κι εσύ απαντάς
«Πώς μας κατάντησαν» ενώ μπαίνεις στην πολυτελή τζιπάρα σου για να
συνεχίσεις τις πολυδάπανες διασκεδάσεις.
Το κακό είναι ότι δε μου κάνεις πλάκα,
αλλά ότι δεν με καταλαβαίνεις. Δεν πιστεύεις ότι είμαι ειλικρινής. Όχι
μόνο εμένα, και τους άλλους που είμαστε στην ίδια κατηγορία, η οποία δεν
έχει κοινά χαρακτηριστικά για να καταγράφεται ως ενιαία. Δεν είμαστε
«υπάλληλοι των 580 ευρώ», δεν είμαστε «σε διαθεσιμότητα», δεν είμαστε
«με τον κίνδυνο της απόλυσης», δεν είμαστε «απολυμένοι μεγάλης
εταιρίας», δεν είμαστε «ιδιοκτήτες ακινήτων υπό διωγμό», δεν είμαστε «τα
κοριτσάκια που δουλεύουν στις εταιρίες τηλεπικοινωνιών που προσπαθούν
να βγάλουν το ψωμί τους», δεν είμαστε «αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο
μοίρα».
Είμαστε αυτοί που επιλέξαμε να
δουλεύουμε ανεξάρτητα, δεν εκφραζόμαστε μαζικά, προσπαθούμε με νύχια και
με δόντια να δουλεύουμε χωρίς γκρίνια για να επιβιώσουμε κι επειδή δεν
φωνάζουμε τις δυσκολίες μας, δε βρίσκουμε κατανόηση παρά μόνο από όσους
είναι σαν κι εμάς. Κι ούτε υπάρχει κάποιος άλλος να μας συμπονέσει.
Και το κακό είναι ότι οι περισσότεροι
πιστεύουν για μας ότι «η νταντά είναι πτωχή, ο σοφέρ είναι πτωχός, η
μαγείρισσα, ο κηπουρός, οι υπηρέτες και όλοι οι υπόλοιποι στη βίλα μας
είναι πτωχοί…”».
____
Χριστίνα Ταχιάου
Πηγή: protagon.gr
Αντικλείδι , http://antikleidi.com