Απόσπασμα από το βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ ἤτοι Λόγος περὶ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ *
Δύο αἴτια εἶναι, ὦ Ἕλληνές μου ἀκριβοί,
ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον μᾶς φυλάττουσι δεδεμένους εἰς τὰς ἁλύσους τῆς
τυραννίας, εἶναι δὲ τὸ ἀμαθὲς ἱερατεῖον καὶ ἡ ἀπουσία τῶν ἀρίστων
συμπολιτῶν. Εἰς τὴν διήγησιν τῆς δευτέρας αἰτίας, εἰς τὴν ὁποίαν
συγκαταλέγεται καὶ ἡ κλάσις τῶν εὐεργέτων τῆς Ἑλλάδος, θέλω φανερώσει τὸ
χρέος των, ὡς ἔταξα. Τὰ δὲ προλεχθέντα περὶ τῆς ἀρετῆς αὐτῶν
χρησιμεύουν ὡς προλογίδιον εἰς τὴν ἐξέτασιν, ἐν ᾗ εἰσέρχομαι τώρα, διὰ
νὰ ἀποδείξω, ὅτι δὲν εἶναι οὔτε δειλία, οὔτε ἀστοχασία τῶν Ἑλλήνων, ὁποὺ
μέχρι τῆς σήμερον μᾶς φυλάττει ὑπὸ τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας, καὶ νὰ
ἀποστομώσω τὰς φθονερὰς καὶ καταλάλους γλώσσας τῶν ἀλλοφύλων.
Ἀλλά, πόσον θέλει συγχύσει, ἡ ἀκόλουθος
διήγησις τῆς πρώτης αἰτίας μερικοὺς ἀρχιεπισκόπους, ἢ ἄλλου τάγματος
ἱερεῖς, ἂν κατὰ τύχην τὸν παρόντα μου λόγον ἀναγνώσωσι – τὸ ὁποῖον μοῦ
φαίνεται δύσκολον – βλέποντας ξεσκεπασμένας τὰς ψευδεῖς των ἀρετάς.
Ὤ, πόσον ταχέως θέλει ρίψουσιν εἰς τὸ πῦρ
τοῦτο μου τὸ βιβλιάριον, ὅσοι φοβοῦνται τὸ φῶς τῆς ἀληθείας! Διὰ τοῦτο
λοιπὸν κρίνω ἀναγκαῖον νὰ τοὺς προειδοποιήσω, ὅτι τὸ πατριωτικὸν χρέος
μου μὲ προστάζει νὰ ὁμιλήσω τὴν ἀλήθειαν, καὶ δὲν φοβοῦμαι οὔτε τοὺς
ἀμαθεῖς, οὔτε τοὺς σπουδαίους καὶ ἐναρέτους (1). Τοὺς μὲν πρώτους,
ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἄξιοι φόβου, τοὺς δὲ δευτέρους ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια δὲν
ἐπιδέχεται κατάκρισιν. Μᾶλλον δὲ οἱ σπουδαῖοι θέλουν ἐπικυρώσει τοὺς
λόγους μου μὲ τὴν νουνεχῆ των ἐπιβεβαίωσιν, καὶ θέλουν προσπαθήσει, ὅσον
ὀγληγορώτερον δυνηθῶσι, νὰ διορθώσωσιν ὁπωσοῦν τὰς φοβερὰς καὶ
ἐπιζημιώδεις καταχρήσεις αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ τάγματος, διὰ νὰ ἀναλάβῃ ἡ
Ἑλλὰς τὴν προτέραν της λάμψιν καὶ εὐτυχίαν.
Διὰ τοῦτο, λοιπὸν, μετὰ δακρύων παρακαλῶ
τοὺς σοφοὺς καὶ ἐναρέτους ἄνδρας, ὁποὺ φέρουσι τὸ σεβάσμιον ἔνδυμα τῆς
ἱερωσύνης, νὰ μὲ συγχωρήσουν, ἂν μὲ ἄκραν τόλμην ἀποφασίζω νὰ ἐλέγξω
αὐστηρῶς τοὺς ἀναξίους καὶ ἀμαθεῖς καλογήρους, καὶ νὰ ἀποδείξω μὲ
γεωμετρικὴν βεβαιότητα τὸ πόσον κακὸν προξενοῦσι τὴν σήμερον εἰς τὴν
Ἑλλάδα.
Ἂς μὴν μὲ νομίσουν ἀνευλαβῆ, ἂν ἀκούσωσι
νὰ καταφρονῶ τὴν σημερινὴν καλογερικήν των σύστησιν καὶ διαγωγήν, ἀλλ᾿
ὡς ζηλωταὶ τῆς ἐπανορθώσεως καὶ δόξης τῆς κοινῆς πατρίδος μας Ἑλλάδος,
νὰ στοχασθῶσι, ἂν εἶναι εὔκολον, νὰ ξαναλάβῃ τὸ γένος μας τὴν ἐλευθερίαν
του, ἐν ὅσῳ σώζεται ὁ οἰκιακὸς ἐχθρός της, ἡ ἀμάθεια, λέγω, ἡ
δεισιδαιμονία καὶ ἡ κατάχρησις τῆς θρησκείας, ἢ ὁπόσην φθορὰν θέλει
προξενήσει μία αἰφνίδιος ἀνάστασις, καὶ ἐπανόρθωσις εἰς ὅσους ἀδίκως καὶ
ἀναισχύντως παρέβηκαν τὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ἠθικὰς νομοθεσίας, ἂν ἐν
καιρῷ δὲν θέλουσι διορθωθῆ.
Ὤ, πόσον αἰσθάνομαι τὴν φλόγαν τῆς
ἀγανακτήσεως καὶ ἐντροπῆς εἰς τὴν καρδίαν μου, τώρα ὁποὺ τόσον
καταφρονητικῶς θέλω λαλήσει διὰ τὴν πλέον τιμιωτέραν κλάσιν τῆς
πολιτικῆς διαγωγῆς! Πόσον μὲ λυπεῖ, ὁπού, ἀντὶς νὰ ἐπαινέσω αὐτὸ τὸ
ἱερὸν τάγμα, ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ πατριωτικὸν χρέος μου μὲ βιάζουσι νὰ τὸ
κατηγορήσω. Μεγάλον βέβαια εἶναι τὸ ἐπιχείρημά μου, ἀλλ᾿ ἐγὼ ἔταξα νὰ
κάμω κάθε θυσίαν ἔμπροσθεν εἰς τὸ ἄγαλμα τῆς Ἐλευθερίας, καὶ δὲν θέλω
παραιτήσει τὴν ἀναγκαιοτέραν.
Ὦ σὺ μιαρὰ Σύνοδος τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τί ὁμοιάζεις, ἤθελα νὰ ἠξεύρω ἀπὸ ἐσὲ τώρα ὁποὺ
σὲ ἐρωτῶ, εἰς τί, λέγω, ὁμοιάζεις τοὺς ἱεροὺς καὶ θείους ἀποστόλους τοῦ
λόγου τῆς σοφίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἴσως εἰς τὴν ἔνδειαν καὶ
ἀφιλοκέρδειαν, ὁποὺ ἐκεῖνοι ἐκήρυττον; Ἀλλ᾿ ἐσὺ εἶσαι γεμάτη ἀπὸ
χρήματα, ὁποὺ καθημερινῶς κλέπτεις ἀπὸ τοὺς ταλαιπώρους χριστιανούς.
Ἴσως εἰς τὴν ἐγκράτειαν καὶ χαλιναγωγίαν τῶν παθῶν; Ἀλλ᾿ εἰς ποῖον
μεγάλον ξεφάντωμα δὲν εὑρίσκεται μέρος ἀπὸ τοὺς συγκλήτους σου, καὶ
ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λατρεύει δύο καὶ τρεῖς ἀρχοντίσσας μὲ ἄκραν
ἀναισχυντίαν καὶ σχεδὸν φανερά (2);
Μήπως τοὺς ὁμοιάζεις κἂν εἰς τὴν
εὐλάβειάν των πρὸς τὴν θρησκείαν; Ἀλλὰ ποῖος δὲν γνωρίζει τὴν ἄκραν
ἀνευλάβειάν σου καὶ ποῖος δὲν ἠξεύρει πόσον γελοιωδῶς καὶ χλευαστικῶς
ἐκτελεῖς τὰς ἱερουργίας (3); Εἰς τί λοιπὸν τοὺς ὁμοιάζεις; Εἰς τὴν
φιλανθρωπότητα; Ἐσύ, τοὺς πτωχοὺς δὲν καταδέχεσαι οὔτε κἂν νὰ τοὺς ἰδῇς,
οὐχὶ δὲ νὰ τοὺς βοηθήσῃς. Ἡ λύσσα σου διὰ τὰ χρήματα εἶναι ἀπερίγραπτος
(4). Τοὺς ὁμοιάζεις ἴσως εἰς τὴν φιλαδελφότητα, εἰς τὴν ὁμόνοιαν, εἰς
τὴν ἐπάλληλον ἀγάπην; Ἀλλὰ ποῖος δὲν γνωρίζει πόσον προσπαθεῖ ὁ ἕνας νὰ
βλάψῃ τὸν ἄλλον (5). Εἰς τί λοιπὸν τοὺς ὁμοιάζεις; Βέβαια εἰς οὐδέν. Ὢ
τῆς δυστυχίας σας, ἄνθρωποι βάρβαροι καὶ μωροί. Ἔπρεπε νὰ ξαναγυρίσῃ ὁ
Χριστός, διὰ νὰ σᾶς φωτίσῃ, ἐπειδὴ ἐσεῖς οὔτε κἂν στοχάζεσθε νὰ ἀνοίξητε
ποτὲ ἓν βιβλίον, διὰ νὰ λαμπρύνητε τὸν ἐσκοτισμένον σας νοῦν.
Σύ, λοιπόν, ὦ Σύνοδος, ἀγκαλὰ καὶ νὰ
φέρῃς τοὺς τίτλους τῆς ἁγιωσύνης καὶ τὰ σημεῖα τῆς ἀρετῆς, οὐχί, οὐχί,
ποσῶς δὲν ὁμοιάζεις τὰ ὑποκείμενα, ὁποὺ προσπαθεῖς νὰ παρησιάσῃς. Σὺ
εἶσαι μία μάνδρα λύκων, ὁποὺ δὲν ὑπακούεις τὸν ποιμένα σου καὶ
κατατρώγεις τὰ ἀθῶα καὶ πολλὰ ἥμερα πρόβατα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Ὡς
τοιαύτην λοιπὸν θέλω σὲ νομίσει εἰς τὸν παρόντα μου λόγον, καὶ ἂν ἡ
ἀμάθεια τῶν Ἑλλήνων καὶ ἡ ἀπειρία αὐτῶν ἐφύλαξεν μέχρι τῆς σήμερον εἰς
μακαριότητα τὸ ἀνυπόφορον κράτος σου, τὸ φῶς τῆς μαθήσεως καὶ ὁ ἥλιος
τῆς ἀληθείας θέλουσι σᾶς ἀποδείξει εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅλων, ὄχι καθὼς
προσποιεῖσθε νὰ εἶσθε, ἀλλὰ καθὼς εἶσθε τωόντι. Καὶ θέλουσι σᾶς διδάξει
ἐνταυτῷ τὴν ἀληθῆ ὁδὸν τῆς ἀρετῆς καὶ ἱερατικῆς διαγωγῆς.
Πῶς ἆραγε ζῶσιν αὐτοὶ οἱ ἀρχιεπίσκοποι
εἰς τὰς μητροπόλεις των καὶ ὁποῖαι εἰσὶ αἱ ἀρεταί των; Τρώγοσι καὶ
πίνοσι ὡς χοῖροι (24). Κοιμῶνται δεκατέσσαρας ὥρας τὴν νύκτα καὶ δύο
ὥρας μετὰ τὸ μεσημέρι. Λειτουργοῦσι δύο φορὰς τὸν χρόνον, καὶ ὅταν δὲν
τρώγωσι, δὲν πίνωσι, δὲν κοιμῶνται, τότε κατεργάζονται τὰ πλέον
ἀναίσχυντα καὶ οὐτιδανὰ ἔργα, ὁποὺ τινὰς ἠμπορεῖ νὰ στοχασθῇ (25). Καὶ
οὕτως εἰς τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς τὴν ἰδίαν ἀκρασίαν
θησαυρίζουσι χρήματα, καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ τοῦ λαοῦ εἶναι πρὸς αὐτοὺς
τόσοι ζέφυρες.
Ὁ χορὸς τῶν ἐπισκόπων ἐξακολουθεῖ μετὰ
τοὺς ἀρχιεπισκόπους. Αὐτοί, πάλιν, εἶναι ἄλλοι λύκοι, ἴσως χειρότεροι
ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἐπειδὴ κυριεύουσι τοὺς χωρικοὺς καὶ ἰδιώτας.
Ἀνεκδιήγητα εἶναι τὰ ἀνομήματά των καὶ ἡ σκληρότης των διαπερνᾶ κατὰ
πολλὰ ἐκείνην τῆς ἰδίας παρδάλεως. Αὐτοὶ πέμπουσι τόσους ληστάς, διὰ νὰ
εἰπῶ ἔτζι, εἰς τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς των, καὶ τοὺς δίδοσι τὸν τίτλον ἢ
τοῦ πρωτοσυγκέλλου ἢ τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἢ ἄλλου τινὸς τάγματος, οἱ ὁποῖοι
ἄλλο δὲν ἠξεύρουσι, παρὰ νὰ γράφουν ὀνόματα (26) τῶν χριστιανῶν μὲ ὅλην
τὴν ἀνορθογραφίαν, καὶ νὰ προφέρωσι τὸ «νὰ εἶσαι κατηραμένος», «νὰ ἔχῃς
τὴν εὐχὴν» καὶ «δός μοι».
Αὐτοί, λοιπόν, περιφέρονται εἰς ὅλα τὰ
χωρία τῆς ἐπισκοπῆς καὶ μὲ ἄκραν ἀσπλαγχνίαν ἐκδύουσι τοὺς πολλὰ ἀθώους
χωριάτας, καὶ μάλιστα τὰς γυναῖκας. Ὅταν δὲν τοὺς εὑρίσκουσι χρήματα,
τότε τίνος ἁρπάζουσι ἓν φόρεμα, τίνος ἓν ἐργαλεῖον τῆς γεωργικῆς, τίνος
ἓν στολίδι τῆς γυναικός του, καὶ φθάνουσι νὰ τοὺς παίρνουσιν ἕως καὶ τὰ
δοχεῖα τῶν φαγητῶν. Ἀπὸ ἄλλους πάλιν λαμβάνουσι τόσα κιλὰ σιτάρι ἢ τόσον
κρασί. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, τοὺς γυμνώνουσι, καὶ ἔπειτα τοὺς εὐλογοῦσι καὶ
φεύγουσι. Πολλάκις δὲ περιέρχεται ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος εἰς τὰ χωρία, καὶ
τότε πλέον ἀκολουθοῦν τὰ χειρότερα. Αὐτὸς ὁ ἀναίσχυντος καὶ βάρβαρος καὶ
ἀμαθέστατος ἄνθρωπος, ἀφοῦ τρώγει δι᾿ ὅσας ἡμέρας μένει εἰς τὸ χωρίον
ἀπὸ τὴν πτωχὴν κοινότητα, ἀφοῦ ἁρπάζει ὅσα περισσότερα δυνηθῇ, τότε
ἀφορίζει ἕνα δύο, καὶ ἄλλους τόσους κάμνει παπάδες, καὶ ἔπειτα φεύγει.
Ὁ τρόπος δέ, μὲ τὸν ὁποῖον κρίνει ἄξιον,
ἕνα χωριάτην, τῆς ἱερωσύνης, εἶναι ὁ ἀκόλουθος. Πρῶτον τοῦ ζητεῖ ἑκατόν,
ἢ περισσότερα, ἢ ὀλιγότερα γρόσια, καὶ τὰ λαμβάνει, ἔπειτα τὸν ρωτᾶ, ἂν
ἠξεύρῃ γράμματα, ἤτοι νὰ γράψῃ καὶ νὰ ἀναγνώσῃ, ὕστερον τοῦ φέρει τὸ
Ψαλτήριον, καὶ αὐτὸς ἀναγινώσκει ἓν κατεβατόν, καὶ εὐθὺς τὸν κάμνει
ἱερέα. Ἡ ἀμάθεια αὐτῶν τῶν ἱερέων εἶναι ἄκρα, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς οἱ
περισσότεροι κατὰ συμβεβηκὸς ἀποκαθίστανται ἀρχιμανδρῖται, ἔπειτα δὲ
κερδίζοντας, ἀγοράζουν ἐπισκοπάς, καὶ ἐξακολούθως γίνονται ἀρχιεπίσκοποι
καὶ ὄχι ὀλίγας φορὰς πατριάρχαι. Ὅθεν, ὅλοι σχεδὸν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς
ἐκκλησίας κατάγονται ἀπὸ τὴν ἰδίαν ποταπότητα, καὶ οἱ περισσότεροι εἶναι
ἀμαθέστατοι (27).
Μετὰ τῶν Ἐπισκόπων, λοιπόν, ἔρχονται
ἐκεῖνοι οἱ πρωτοσύγκελλοι, οἱ ἀρχιμανδρῖται καὶ οἱ πνευματικοί, οἱ
ὁποῖοι στέλλονται ἀπὸ τὰ μοναστήρια – δι᾿ ὧν κατωτέρω ρηθήσεται – μὲ
κάποιας πανταχούσας (28). Αὐτοὶ εἶναι ἀναρίθμητοι, ἐπειδὴ δὲν εὑρίσκεται
πόλις ἢ χωρίον, ὁποὺ νὰ μὴν φυλάττῃ ἢ ἕνα ἢ δύο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
λαοκλέπτας, οἱ ὁποῖοι παρησιάζονται εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ ἀγοράζουν παρ᾿
αὐτοῦ τὴν ἄδειαν τοῦ κλεψίματος, καὶ ἔπειτα, μὲ ἄκραν αὐθάδειαν,
ἀρχινοῦσιν ἀπὸ ὀσπίτιον εἰς ὀσπίτιον, νὰ ζητοῦσιν ἐλεημοσύνην, καὶ
ἐκδύουσιν ἐξόχως τὰς γυναῖκας, ὅσον ἠμποροῦσι.
Τὸν τρόπον, ὁποὺ μεθοδεύονται, εἶναι
ἄξιος γέλωτος ἐνταυτῷ καὶ δακρύων. Αὐτοὶ ἔχουσιν ἓν κιβωτίδιον γεμάτον
ἀπὸ ἀνθρώπινα κόκκαλα καὶ κρανία ἀκέραια, τὰ ὁποῖα ἀσημώνοσι, καὶ ἔπειτα
ὀνοματίζουσιν, ἄλλα μὲν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καὶ ἄλλα τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, δὲν ἀφίνουν ἅγιον, χωρὶς νὰ ἔχουν μέρος ἀπὸ τὰ
κόκκαλά του (29). Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κοκκαλοπωλητὰς
ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθους, ὁποὺ ὀνομάζουν Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸ
ὁποῖον εὑρίσκεται ἡ πηγὴ αὐτῶν τῶν καλογήρων.
Τὰ δὲ μοναστήρια αὐτὰ ἔχουσιν εἰς κάθε
πολιτείαν ὑποστατικὰ καὶ ὀσπίτια, τὰ ὁποῖα καλοῦσι μετόχια καὶ τὰ
κατοικοῦσιν αὐτοὶ οἱ περιηγηταί. Ἐκεῖ μετροῦσι τὰ κλεφθέντα χρήματα, διὰ
νὰ λάβωσιν αὐτοὶ κρυφίως τὰ μισὰ καὶ τὰ λοιπὰ νὰ τὰ ὑπάγωσιν εἰς τὰ
μοναστήριά των (30). Αὐτὰ τὰ τέρατα λοιπόν, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν τοὺς
ἐβγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους ἕνας ἀναστεναγμός, συνηθίζουν κατ᾿ ὀλίγον
ὀλίγον εἰς τὴν ἀπάθειαν, καὶ φθάνουσιν εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὁπού, ὁ
κόσμος καὶ ἂν χαλάσῃ, τίποτε δὲν τοὺς μέλει. Εἶναι δὲ κατήγοροι εἰς τὸ
ἄκρον, καὶ ἂν εἰς καμμίαν πολιτείαν εὑρεθῇ τινάς, ἢ ἱερεύς, ἢ λαϊκός, νὰ
εἶναι ὁπωσοῦν προκομμένος, αὐτοὶ τὸν ἔχουσι διὰ ἐχθρόν τους ἀθανάσιμον.
Τότε περιφερόμενοι εἰς τὰ ὀσπίτια, εὐθὺς μὲ ἄκρον ὑποκριτικὸν τρόπον
τὸν κακολογοῦσι, τὸν κηρύττουσιν εὐθὺς ἀνευλαβῆ καὶ ἄθεον. Ὁ
μεγαλείτερος στοχασμός των εἶναι νὰ κρύπτωσι τὴν ἀμάθειάν των, καὶ διὰ
τοῦτο ζητοῦσι πάντοτε νὰ συνομιλῶσι μὲ τὰς γυναῖκας.
Ὦ γλυκύτατε Ἰησοῦ! Ὦ δίκαιοι Ἀπόστολοι! Ὦ
φιλόσοφοι Πατέρες! Ποῦ εἶσθε τὴν σήμερον, νὰ ἰδῆτε τοὺς ἀπογόνους σας,
καὶ νὰ συγκλαύσητε, μαζὶ μὲ ὅσους τὴν ἀλήθειαν γνωρίζουσι, διὰ τὴν
ἀθλιότητά τους; Ἐσεῖς ἐπαραγγείλετε τὴν νηστείαν, διὰ νὰ χαλινώσητε
ὁπωσοῦν τοὺς γαστριμάργους, αὐτοὶ ἀναθεματίζουσι καὶ τοὺς ἀσθενεῖς, ὅταν
κρεοφάγωσι. Ἐσεῖς ἐδιωρίσατε τὰς ἐλεημοσύνας, διὰ νὰ στερεώσητε τὴν
ἀρετήν, αὐτοὶ δὲ ἁρπάζουσι καὶ ἀπὸ πλουσίους καὶ ἀπὸ πτωχούς, ὅσα
περισσότερα δυνηθῶσι. Ἐσεῖς ἐνομοθετήσετε τὴν ἐξομολόγησιν, διὰ νὰ
παρηγορῆτε τοὺς λυπημένους καὶ βασανισμένους, διὰ νὰ νουθετῆτε τοὺς
χρείαν ἔχοντας καὶ ἀμαθεῖς, αὐτοὶ δὲ τὴν ἐνεργοῦσι διὰ μόνην περιέργειαν
εἰς τὸ νὰ μάθωσιν τὰ ξένα πράγματα, καὶ ἔπειτα νὰ τὰ κοινολογοῦσι, ὄχι
μόνον ὅταν τοὺς ὠφελῇ, ἀλλὰ ὅταν δὲν τοὺς βλάπτῃ (31). Ἐσεῖς ἐκηρύξατε
τὴν ὁμόνοιαν, τὴν ἀδελφότητα, τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἐλευθερίαν, αὐτοὶ δὲ
διδάσκουσι μὲ τὰ παραδείγματά των τοὐναντίον. Ἐσεῖς, τέλος πάντων,
εἴχετε τὴν ἀρετὴν διὰ ὁδηγόν, αὐτοὶ ἔχουσι τὰ χρήματα.
Τί ἤθελεν εἰπεῖ, στοχάζεσθε, ὦ Ἕλληνες, ὁ
Λόγος τῆς Σοφίας, ὁ ἡδύτατος Χριστός, εἰς αὐτοὺς τοὺς ὑπηρέτας του; Ὤ !
ἡ ἀπόφασίς του εἶναι φανερά, καὶ ἄμποτες οἱ ταλαίπωροι νὰ διορθωθοῦν
ὁπωσοῦν, διὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἄφευκτον ποινὴν τῶν πλημμελημάτων των.
Ποῖος δὲν βλέπει, ὦ Ἕλληνες, τὸν ἀφανισμόν, ὁποὺ εἰς τὴν Ἑλλάδα προξενεῖ
τὴν σήμερον τὸ ἱερατεῖον;
Ἑκατὸν χιλιάδες, καὶ ἴσως περισσότεροι,
μαυροφορεμένοι (32) ζῶσιν ἀργοὶ καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ἵδρωτας τῶν
ταλαιπώρων καὶ πτωχῶν Ἑλλήνων. Τόσαι ἑκατοντάδες μοναστήρια, ὁποὺ
πανταχόθεν εὑρίσκονται, εἶναι τόσαι πληγαὶ εἰς τὴν πατρίδα, ἐπειδή,
χωρὶς νὰ τὴν ὠφελήσουν εἰς τὸ παραμικρόν, τρώγοσι τοὺς καρπούς της καὶ
φυλάττουσι τοὺς λύκους, διὰ νὰ ἁρπάζουν καὶ ξεσχίζουν τὰ ἀθῶα καὶ ἱλαρὰ
πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ (33). Ἰδού, ὦ Ἕλληνες, ἀγαπητοί μου
ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ ἀθλία καὶ φοβερὰ κατάστασις τοῦ ἑλληνικοῦ ἱερατείου,
καὶ ἡ πρώτη αἰτία ὁποὺ ἀργοπορεῖ τὴν ἐλευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτοί οἱ ἀμαθέστατοι, ἀφοῦ ἀκούσουν
ἐλευθερίαν, τοὺς φαίνεται μία ἀθανάσιμος ἁμαρτία. Τί λοιπὸν διδάσκουσι
τὸν ἁπλούστατον λαόν; Τί στοχάζεσθε νὰ λέγωσιν οἱ ἱεροκήρυκες ἐπ᾿
ἐκκλησίας; Φέρουσιν ἴσως τὰς παραβολὰς τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ νὰ
παρακινήσωσιν τοὺς ἀκροατὰς εἰς τὴν ὁμόνοιαν; Ἐξηγοῦσιν ἴσως τὴν πρώτην
καὶ μεγάλην ἐντολὴν τοῦ «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, ὡς ἑαυτόν»; Λέγουσιν
ἴσως ποτέ, ποῖος εἶναι ὁ πλησίον καὶ ποῖος ὁ ξένος; Ἀναφέρουσι ποτὲ τὸ
ρητόν: «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος»; Ἐξηγοῦσι ποτὲ τί ἐστὶ πατρίς;
Λέγουσι πῶς καὶ πότε καὶ ποῖοι πρῶτον πρέπει νὰ τὴν βοηθήσουν; Φέρουσι
ποτὲ τὰ παραδείγματα τοῦ Θεμιστοκλέους, τοῦ Ἀριστείδους, τοῦ Σωκράτους
καὶ ἄλλων μυρίων ἐναρέτων καὶ σοφῶν; Μᾶς εἶπον ποτὲ ποῖοι ἦτον, καὶ
πόθεν κατάγονται; Μᾶς ἀνέφερον ποτὲ πῶς διοικεῖται ὁ κόσμος καὶ ὁποία
εἶναι ἡ καλλιτέρα διοίκησις; Μᾶς ἐξήγησαν ποτὲ τί ἐστὶ ἀρετή, καὶ ὁποῖα
εἶναι τὰ μέσα διὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃ τινάς, καὶ πότε λάμπει ἡ ἀρετή; Καὶ
ποῖος νὰ μᾶς τὰ εἰπῇ, ἂν δὲν τὰ λέγουσιν αὐτοί;
Φεῦ! βαβαὶ τῆς ἀθλιότητός μας! Οἱ
ἱεροκήρυκες ἀρχινοῦν ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τελειώνουν εἰς τὴν νηστείαν
(34). Πῶς θέλεις λοιπὸν νὰ ἐξυπνήσουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ὁμίχλην τῆς
τυραννίας; Οἱ ἱεροκήρυκες, οἱ ὁποῖοι ἦτον εἰς χρέος νὰ τοὺς ἀποδείξωσι
τὴν ἀλήθειαν, δὲν τὸ κάμνουσι. Ἀλλὰ τί ἀποκρίνονται αὐτοὶ οἱ φιλόζωοι
καὶ αὐτόματοι ψευδοκήρυκες: «Ὁ Θεός, ἀδελφοί, μᾶς ἔδωσεν τὴν τυραννίαν
ἐξ ἁμαρτιῶν μας, καὶ πρέπει, ἀδελφοί, νὰ τὴν ὑποφέρωμεν μὲ καλὴν καρδίαν
καὶ χωρὶς γογγυσμόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῶμεν εἰς ὅ,τι κάμνει ὁ Θεός». Καὶ
ὕστερα ἀπὸ τέτοια ξυλολογήματα λέγουσι καὶ τὸ ρητὸν «ὃν ἀγαπᾷ Κύριος,
παιδεύει».
Ὦ ἄνθρωποι, ὄντως βάρβαροι, χυδαῖοι καὶ
ἐχθροὶ φανεροὶ τῆς πατρίδος μας καὶ τοῦ ἰδίου Χριστοῦ, πῶς ἐννοεῖτε ἔτζι
ἀνάποδα αὐτὸ τὸ ρητόν, καὶ κάμνετε μὲ τὴν ἀμάθειάν σας καὶ τινὰς νὰ
βλασφημῶσι; Δὲν καταλαμβάνετε, ἀνόητοι, ὅτι τὸ «παιδεύω», εἰς τὴν
ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἐννοεῖ ποτὲ μὲν τὸ «διδάσκω», ποτὲ δὲ τὸ «τιμωρῶ», καὶ
ὅτι εἰς αὐτὸ τὸ ρητὸν ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ ἐννοῇ τὸ «διδάσκω»; Καὶ
οὕτως ὁ πατήρ, ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὸν υἱόν του, τὸν διδάσκει, ἤτοι τὸν
παιδεύει. Ἀλλ᾿ ἂς τὸ ἐξηγήσωμεν κατὰ τὸ λεξικὸν τῆς ἀμαθείας, καὶ νὰ
εἰπῶμεν, ὅτι τιμωρεῖ ἕνας ὅποιον ἀγαπᾷ. Ἀλλά, διατί τὸν τιμωρεῖ; Βέβαια,
διὰ νὰ τὸν διορθώσῃ ἀπὸ τὰ σφάλματά του καὶ νὰ τὸν καταστήσῃ χρηστοηθῆ
καὶ ἐνάρετον. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ νομισθῇ παιδεία πρὸς τὸ καλὸν ἡ
τυραννία, ἡ ὁποία, ὡς ἀνωτέρω ἀπεδείχθη, εἶναι ἐχθρὰ πάσης ἀρετῆς καὶ
πρόξενος πάσης κακίας; Πῶς, χυδαῖοι, δὲν τὸ βλέπετε, μόνον ἐκφωνεῖτε
ὅ,τι σᾶς ἔλθῃ εἰς τὴν ἐνθύμησιν, χωρὶς νὰ στοχασθῆτε, ὅτι εἰς τοιαύτας
ὑποθέσεις ἡ παραμικρὰ κακοεξήγησις φέρει ἀνεκδιήγητα καὶ πολυάριθμα κακὰ
εἰς τοὺς ἀκροατάς;
* Η
«Ελληνική Νομαρχία» είναι μια επαναστατική και ιδεολογική προκήρυξη και
αποτέλεσε μεγάλο σταθμό για την εθνική αφύπνιση των σκλαβωμένων Ελλήνων
και στο ξετύλιγμα της νεοελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας αλλά και της
εθνικοαπελευθερωτικής επαναστατικής οργάνωσης. Γράφτηκε γύρω στα 1806
και τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο πιθανόν στη Μπολόνια της Ιταλίας.
Η ταυτότητα
του συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» παραμένει μέχρι σήμερα ένας
αξεδιάλυτος γρίφος. Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι «Ανωνύμου του
Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί Ελευθερίας». Μάλιστα ο
«Ανώνυμος» είναι γραμμένος ανορθόγραφα στο πρωτοσέλιδο (Ανόνιμος), με
τρόπο που προκαλεί επιπλέον ερωτηματικά στους μελετητές. Έχουν κατά
καιρούς διατυπωθεί πολλές υποθέσεις για την αποκρυπτογράφηση του
ψευδώνυμου «Ανώνυμος ο Έλλην». Πρώτος ο Α. Π. Βρεττός το 1857 απέδωσε
στον έμπορο Σπυρίδωνα Σπάχο από τα Γιάννενα το έργο, με την παρατήρηση
μάλιστα ότι τυπώθηκε στο Άμστερνταμ και όχι στην Ιταλία. Σε λίγα χρόνια
επαναλαμβάνει την ίδια υπόθεση ο Κ. Ν. Σάθας (1868). Τον επόμενο χρόνο ο
Σάθας αλλάζει άποψη και υποδεικνύει ως συγγραφέα της «Ελληνικής
Νομαρχίας» τον Ιωάννη Κωλέττη, ενώ ως τόπο έκδοσης εντοπίζει την Πίζα
της Ιταλίας. Από τότε έχουν μεσολαβήσει πάμπολλες προσπάθειες ερευνητών
να καταλήξουν σε μια οριστική λύση του γρίφου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Έχουν υποδειχθεί ακόμα ο Χριστόφορος Περραιβός, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, ο
Δημήτριος Γουζέλης, ο Φορέστης, ο Ταγιαπέρας, ο Κορίνθιος
γιατροφιλόσοφος Γεώργιος Καλαρά και τέλος, ο Βαλέτας που το 1949 βγάζει
το συμπέρασμα ότι συγγραφέας είναι ο Ηπειρώτης γιατροφιλόσοφος Ιωάννης
Πασχάλης Δονάς. Στις 20/4/1978 παρουσιάστηκε στην Ακαδημία Αθηνών η
άποψη της Μαρίας Μαντουβάλου ότι συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας»
ήταν ο ίδιος ο Κοραής. Αυτή την άποψη αντέκρουσε το 1985 ο Ν.Β.
Τωμαδάκης. Η πιο πρόσφατη σχετική μονογραφία είναι του Κώστα Παπαχρήστου
(«Ποιος έγραψε την Ελληνική Νομαρχία», Εστία, Αθήνα 1987), ο οποίος
υποδεικνύει ως συγγραφέα τον Κορίνθιο Γεώργιο Καλαρά.
Είναι όμως
και πολύ πιθανό το βιβλίο -αφιερωμένο στον Ρήγα- να γράφτηκε από
ολόκληρη συντροφιά επαναστάτες και φίλους του Θεσσαλού εθνομάρτυρα που
είχαν καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας -σοβαρό επαναστατικό κέντρο της
εποχής εκείνης. Άλλωστε δεν έχει τόση σημασία ποιος είναι ο συγγραφέας.
Ίσως καλύτερα που είναι ανώνυμος. Γιατί έτσι συμβολίζει πιο καλά τον
«ανώνυμο Έλληνα», τον κάθε Έλληνα που πονούσε για την κατάντια του τόπου
του, ονειρευόταν και πάλευε για την απελευθέρωσή του. Η ψυχή του
άγνωστου συγγραφέα είναι γεμάτη Ελληνισμό, ανθρωπιά και αγωνιστικό
πνεύμα.