Η ανθρώπινη ζωή συνίσταται σε μια διαρκή διαδικασία
επιλογής και λήψης αποφάσεων. Όλες οι ηθικές φιλοσοφίες που είχαν
διατυπωθεί μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα επιδίωκαν να βοηθήσουν τον
άνθρωπο να λάβει αυτές τις αποφάσεις, να οριοθετήσουν τον τρόπο
επιλογής. Καθόριζαν τους σκοπούς, προσδιόριζαν τα κριτήρια, έθεταν τις
ηθικές αξίες. Στη βάση όλων αυτών των προσπαθειών κείτονταν το θεμέλιο
της πίστης τόσο στην ύπαρξη μιας σταθερής ανθρώπινης υπόστασης, λιγότερο
ή περισσότερο προσδιορίσιμης, όσο και στην ύπαρξη αιτιακών σχέσεων
μεταξύ των γεγονότων. Ο υπαρξισμός ήρθε να ανατρέψει αυτές τις
πεποιθήσεις και να αντιτάξει την έννοια της ριζικής ελευθερίας. Τις
όψεις αυτής της έννοιας θα επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε στην παρούσα
μελέτη.«Στο ξεκίνημα δεν μπορεί να υπάρχει
άλλη αλήθεια εκτός απ’ αυτήν: cogito ergo sum, σκέφτομαι άρα υπάρχω·
είναι η απόλυτη αλήθεια της συνείδησης που πραγματώνεται, φτάνει στον
εαυτό της. Κάθε θεωρία που παίρνει τον άνθρωπο έξω απ’ αυτή τη στιγμή
όπου φτάνει στον εαυτό του είναι πρώτ’ απ’ όλα μια θεωρία που καταργεί
την αλήθεια, γιατί, έξω απ’ αυτό το καρτεσιανό cogito όλα τα αντικείμενα
είναι μόνο πιθανά»[1].
Με τα λόγια αυτά ο Sartre θέτει την πρώτη βάση του υπαρξισμού: την
αυτοσυνείδηση. Αντίθετα, όμως, από την καρτεσιανή παράδοση, και την
συνέχειά της μέσω της φαινομενολογίας του Husserl, που έδινε
προτεραιότητα στον προσδιορισμό ενός υπερβατικού Εγώ, ο Sartre θα δώσει
προτεραιότητα στην πράξη μέσα σε μια κατάσταση: «Το είναι μας
βρίσκεται άμεσα “εν καταστάσει”, δηλαδή αναφαίνεται μέσα σε επιχειρήσεις
και αρχικά γνωρίζει τον εαυτό του καθόσον αντανακλάται σ’ αυτές τις
επιχειρήσεις»[2]. Με άλλα λόγια το συνειδητό υποκείμενο που υπάρχει
“για τον εαυτό του” (pour soi) καθορίζεται «από το σύστημα των
πεπραγμένων του και όχι από κάποια θεώρηση των περιεχομένων της
συνείδησής του»[3]. Καθώς, για τον γαλλικό υπαρξισμό, δεν υπάρχει θεός
που να συλλάβει εκ των προτέρων μια ανθρώπινη υπόσταση και την
υλοποιήσει, ο άνθρωπος ξεπετάγεται τυχαία μέσα σ’ έναν προϋπάρχοντα
κόσμο[4] και δημιουργεί τον εαυτό του μέσα από τις πράξεις του[5]. Αυτό
που είμαστε κάθε στιγμή είναι μόνο ελευθερία. Δεν υπάρχει σταθερή και a
priori ανθρώπινη ουσία. Για τον υπαρξισμό, η ουσία είναι «όλα όσα η
ανθρώπινη πραγματικότητα κατανοεί για τον εαυτό της σαν χαρακτηριστικά
που έχουν υπάρξει»[6].
«αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι ο άνθρωπος υπάρχει πρώτα,
δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι πριν απ’ όλα αυτό που ρίχνεται προς ένα
μέλλον κι αυτό που έχει συνείδηση πως προβάλλεται στο μέλλον»[7].
Αυτό το μέλλον στο οποίο ρίχνεται ο άνθρωπος, ταυτίζεται απόλυτα με
τις δυνατότητες που του παρουσιάζονται[8]. Με αυτόν τον τρόπο, η έννοια
της ελευθερίας, ως κατηγόρημα της ύπαρξης, δεν εδραιώνεται στη βάση
επιχειρημάτων ενάντια στην αιτιοκρατία· ούτε θεωρείται, όπως στην
καντιανή θεώρηση, ως δεδομένο της πρακτικής αυτο-συνείδησης. Αντίθετα,
τοποθετείται στην βάση της άμεσης δράσης και συνδέεται με το συναίσθημα
της αγωνίας που αισθάνεται ένας άνθρωπος ερχόμενος αντιμέτωπος με μια
δεδομένη κατάσταση. Με τα λόγια του πρωτεργάτη του υπαρξισμού
Kierkegaard:
«η αγωνία είναι η πραγματικότητα της ελευθερίας»[9].
Για να εξηγήσει αυτό το συναίσθημα ο Sartre χρησιμοποιεί το
παράδειγμα του ιλίγγου. Όταν είμαι σ’ ένα μονοπάτι που περνά από έναν
γκρεμό νιώθω φόβο και αγωνία. Ο φόβος προέρχεται από την συνειδητοποίηση
του τι μπορεί να συμβεί ως αποτέλεσμα της συμπαντικής αιτιοκρατίας
(λ.χ. να υποχωρήσει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου ή να γλιστρήσω σε
μια πέτρα και να πέσω στο κενό). Πρόκειται, δηλαδή, για ένα συναίσθημα
που προκαλείται από την σύλληψη μιας κατάστασης ως υπερβατικής, έξω από
τον άνθρωπο («από τα όντα του κόσμου»). Για την θεραπεία αυτού
του φόβου, υιοθετώ μια ανασκοπική αντίδραση (λ.χ. θα προσέξω να μην
γλιστρήσω σε κάποια πέτρα ή να κρατηθώ όσο το δυνατόν πιο μακριά απ’ την
άκρη του γκρεμού). Εντούτοις, ούτε ο τρόμος μου, ούτε κανένα άλλο αίτιο
μπορεί να κριθεί προσδιοριστικό για την πιθανή μου συμπεριφορά και το
γεγονός αυτό γεννά μέσα μου την αγωνία. Με άλλα λόγια, η αγωνία
προκαλείται από την συνειδητοποίηση της δυνατότητάς μου, των ενδεχομένων
που παρουσιάζονται ως επιλογές μου («όχι μήπως πέσω στον γκρεμό, αλλά μήπως ριχτώ στον γκρεμό»)[10] .
Στα πλαίσια της υπαρξιστικής αντίληψης για την ενότητα του χρόνου,
όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε από τον Bergson[11], την ίδια μορφή αγωνίας
που αισθάνεται ο άνθρωπος στο μέλλον αισθάνεται και εμπρός στο παρελθόν.
Ο Sartre δείχνει αυτού του είδους την αγωνία με το παράδειγμα του
χαρτοπαίκτη, ο οποίος ενώ έχει αποφασίσει, ελεύθερα και ειλικρινά, να
μην ξαναπαίξει, όταν έρχεται αντιμέτωπος με την “πράσινη τσόχα” όλες του
οι αποφάσεις τον εγκαταλείπουν και αφήνεται ξανά στο πάθος του[12].
Σύμφωνα με τον υπαρξισμό, αυτό συμβαίνει γιατί καμία απόφαση που ήδη
έχουμε πάρει δεν μας δεσμεύει για τις μελλοντικές μας πράξεις. Κάθε
στιγμή που βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση εκκινούμε από την
απειρία των ενδεχομένων μας. Εξάλλου, η δύναμη του πάθους δεν μπορεί να
θεωρηθεί καθοριστική της απόφασης. Η πρώτη ενέργεια της ελευθερίας, για
τον υπαρξισμό, είναι η άρνηση προς την επιθυμία να εκπληρωθεί άμεσα και
απαρέγκλιτα. Η ανυποταγή αυτή προς την επιθυμία, και άρα προς την
υπαγόρευση του ενστίκτου, ενέχει τη διάσπαση της άτεγκτης βιολογικής
νομοτέλειας, άρα και την αποδέσμευση από τις αλυσίδες της αιτιότητας,
δηλαδή από τα γεγονότα και στοιχεία του παρελθόντος ως προσδιοριστικά
αίτια του παρόντος. Ο άνθρωπος, επομένως, είναι υπεύθυνος για τα πάθη
του[13].
Το γεγονός, όμως, ότι κάθε απόφαση μπορεί να αναιρεθεί οποιαδήποτε
στιγμή λειτουργεί κατασταλτικά στον τομέα της κοινωνικής οργάνωσης. Τι
είδους ανθρώπινες σχέσεις μπορούν να δημιουργηθούν, τι είδους κοινωνικές
συμβάσεις μπορούν να οικοδομηθούν χωρίς την στοιχειώδη ασφάλεια που
παρέχει το αίσθημα της εμπιστοσύνης που προέρχεται από τη δέσμευση σε
κάποιο ηθικό ή νομικό πλαίσιο; Ο Sartre προσπαθεί να δώσει λύση στο
αδιέξοδο με δύο επιχειρήματα. Καταρχήν, μας λέει ότι μπορούμε να
βασιστούμε σε αναμενόμενες συμπεριφορές βάσει πιθανοτήτων. Έτσι, ο
πρότερος βίος ενός ανθρώπου, αυτό που κατά παράδοση ονομάζουμε
“χαρακτήρα”, παρόλο που δεν μπορεί να αποτελέσει εχέγγυο συμπεριφοράς,
μπορεί να αποτελέσει δείγμα πιθανολογίας. Μπορώ να έχω εμπιστοσύνη στα
λόγια των άλλων με τον ίδιο τρόπο που μπορώ να έχω εμπιστοσύνη στο ότι ο
φίλος μου δεν θα καθυστερήσει να φτάσει βάσει της εύλογης πιθανότητας
ότι δεν θα εκτροχιαστεί το τρένο στο οποίο επιβαίνει[14]. Κατά δεύτερον,
στα πλαίσια του καθημερινού βίου, στον “κόσμο της αμεσότητας” όπως τον
ονομάζει ο Sartre, ο άνθρωπος δρα πριν θέσει τα ενδεχόμενά του. Οι
αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς προηγούμενη σκέψη και άρα είναι πιθανό να
επηρεάζονται από τις παραδεδομένες ηθικές ή άλλες αξίες[15].
Εάν όμως επιχειρήσουμε να αιτιολογήσουμε τις αποφάσεις μας βάσει
κάποιων παραδεδομένων αξιών, που προέρχονται εκτός μας, τότε δρούμε με
“κακή πίστη” γιατί αποποιούμαστε οικειοθελώς την ελευθερία μας. Αυτό
συμβαίνει επειδή κανενός είδους αξία δεν υπάρχει a priori· εμείς οι
ίδιοι δημιουργούμε τις αξίες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Wahl: «Ο
Σαρτρ επιμένει κυρίως στο γεγονός πως δια της εκλογής μου δημιουργώ τις
αξίες· είμαι το αθεμελίωτο θεμέλιο των αξιών· επειδή εγώ θεμελιώνω το
παν, ο ίδιος είμαι χωρίς θεμέλιο· είμαι το ον δια του οποίου έρχεται
στον κόσμο η αξία και ακριβώς γι’ αυτό εγώ είμαι αδικαίωτος. Ο Σαρτρ
επιμένει, όπως και ο Κίρκεγκωρ, πως δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό σημείο
που θα μπορούσε να με προσανατολίσει. Κανόνας μου είναι μόνον ο εαυτός
μου, και πρέπει εγώ να φτιάσω τους κανόνες μου»[16].
Ο αυτοκαθορισμός συμπεριφοράς ως ενέργεια ελευθερίας είναι κάτι
αναπόδραστο στον άνθρωπο. Αντίκρυ, δηλαδή, στην επικείμενη στιγμή της
ζωής και στις προκείμενες περιστάσεις της έχει ο άνθρωπος να καθορίσει ο
ίδιος την συμπεριφορά του, και δεν είναι δυνατόν να συμβεί κάτι άλλο. Ο
άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να παραιτηθεί απ’ την ελευθερία του ως πηγή
αυτοκαθορισμού. Και η συνέπεια της αναπόδραστης συνύπαρξης του ανθρώπου
με την ελευθερία είναι όχι μόνο η οντολογική μεγαλοσύνη του, αλλά και το
υπαρξιακό του δράμα:
«ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος.
Καταδικασμένος, γιατί δεν εδημιούργησε, δεν έπλασε μόνος του τον εαυτό
του, κι ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος, γιατί απ’ τη στιγμή που πετάχτηκε
στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει»[17].
Η υπευθυνότητα, ωστόσο, του ανθρώπου δεν περιορίζεται στα στενά
πλαίσια της ατομικής του υποκειμενικότητας. Καθώς ο άνθρωπος εκλέγει τον
εαυτό του, μέσα από τις πράξεις του, εκλέγει ταυτόχρονα και μια εικόνα
για τον άνθρωπο γενικά. Με αυτόν τον τρόπο η ευθύνη του επεκτείνεται και
δεσμεύει ολόκληρη την ανθρωπότητα[18]. Υπό αυτούς τους όρους, τόσο ο
Sartre όσο και ο Camus θα υπερβούν την αρχή ότι της αυτοδέσμευσης του
πρακτικού υποκειμένου ως μόνης δυνατής δέσμευσης[19]. Ο Camus θα
επιχειρήσει να εισάγει μια καντιανού τύπου “κατηγορική προσταγή”, «η
οποία ζητά το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ακόμα και μέσα σε ένα
σύμπαν γυμνό από κάθε νόημα και χωρίς κανένα υπερβατικό λόγο να το
κυβερνάει»[20]. Ο Sartre θα δημιουργήσει έναν κανόνα: “πράξε όπως θα
ήθελες όλη η ανθρωπότητα να πράττει”. Ακόμα περισσότερο, στη δεύτερη
περίοδο της σκέψης του, ο Sartre θα επιχειρήσει να εντάξει την ελευθερία
στο προλεταριακό κίνημα και στον αγώνα για την αταξική κοινωνία[21].
Ανεξάρτητα, όμως, από αυτές τις αστήριχτες, σε θεωρητικό επίπεδο,
προσπάθειες, η έννοια της ριζικής ελευθερίας περιορίζεται και από άλλες
αιτίες. Αφενός, η ίδια η ελευθερία μας τείνει να αρνηθεί τον εαυτό της,
καθόσον από την στιγμή που πραγματοποιούμε μια πράξη αυτή μας διαφεύγει
και γίνεται ένα “καθεαυτό”. Όπως εξηγεί ο Wahl: «αυτή είναι η κατάστασή
μας· να είμαστε η ελευθερία που πήζει και συνάμα η ελευθερία που
θριαμβεύει ή τουλάχιστο που οφείλει να θριαμβεύσει επάνω από αυτό το
πήγμα· και δεν είναι αληθινή παρά όταν θριαμβεύει επάνω από αυτή την
τάση προς την αγκύλωση, από αυτή την τάση να είναι αυτό που είναι, ενώ η
βαθύτερη τάση της είναι να είναι αυτό που δεν είναι. Η ελευθερία
υπάρχει χάρη στη φύση, επειδή φύση μας είναι να είμαστε ελεύθεροι· αλλά
είναι εναντίον της φύσεως, επειδή οφείλει πάντοτε να αγωνίζεται εναντίον
αυτού που τείνει να την πήξει, που τείνει να την μετασχηματίσει σ’ αυτό
που ο Σαρτρ ονομάζει en-soi. Και πάλι η ελευθερία πάντοτε καταλήγει
στην αποτυχία· και πράγματι, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε μάλλον για
απελευθέρωση, παρά για ελευθερία.»[22] Αφετέρου, το αίσθημα της
αναγκαιότητας είναι αναπόφευκτο: το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης –
η αναπόδραστη απορρόφησή μας από το συμπαντικό είναι, όπως θα έλεγε ο
Heidegger – θα διαγράφει πάντα τα περιθώρια της απόλυτης ελευθερίας.
Το δίπολο της αναγκαίας περατότητάς μας, από την μια πλευρά, και της
απόλυτης ελευθερίας μας να εκλέγουμε δίχως κριτήρια ή τελικό σκοπό, από
την άλλη, μας φέρνει μπροστά στο αίσθημα του παραλόγου. Μας οδηγεί στη
συνειδητοποίηση ότι ζούμε μια ζωή κενή νοήματος. Και η συνειδητοποίηση
αυτή μας τοποθετεί εξ ανάγκης μπροστά στο έσχατο ερώτημα: στο ενδεχόμενο
της αυτοκτονίας. Ο Camus θα πει ναι στη ζωή, προτείνοντας την υιοθέτηση
μιας στάσης ηρωικής περιφρόνησης: «Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο»[23].
Ο Nagel θα αντιπροτείνει στην περιφρόνηση την ειρωνεία[24]. Το
αποτέλεσμα είναι το ίδιο: οι απαντήσεις αυτές δεν είναι συμβατές με την
έννοια της ριζικής ελευθερίας. Ο κάθε άνθρωπος, την κάθε στιγμή,
επιλέγει ελεύθερα τον τρόπο ζωής του, διαλέγοντας ανάμεσα στα ενδεχόμενά
του, και δίνει αξία στη ζωή μόνο επειδή την επέλεξε. Η μόνη συνεπής
απάντηση είναι αυτή που πιθανόν θα έδινε ο Sartre: «Διάλεξε!».
Εν κατακλείδι, η ηθική οπή που αφήνει το υπαρξιστικό σύστημα δεν
μπορεί να καλυφθεί δίχως να έρθει σε σύγκρουση με τις πρώτες αρχές του
ίδιου του συστήματος. Διότι οποιοδήποτε “πρέπει” επιχειρήσει να μας
οδηγήσει σε οποιουδήποτε είδους ατομικές ή συλλογικές δεσμεύσεις
ροκανίζει τα ίδια τα θεμέλια αυτού του συστήματος. Ούτε μπορούμε να
αναμένουμε ότι όλοι οι άνθρωποι θα θελήσουν οικειοθελώς, και χωρίς να
χάσουν την αυθεντικότητά τους, να ενταχθούν στις απαραίτητες, στα
πλαίσια του κοινωνικού βίου, δεσμεύσεις. Οι ίδιες οι πιθανότητες, στις
οποίες μας προέτρεπε ο Sartre να στηριχθούμε, δεν μας το επιτρέπουν.
Επομένως, η έννοια της ριζικής ελευθερίας μπορεί να έχει πραγματικό
νόημα μόνο αν τεθεί υπό όρους κοινωνικής απομόνωσης.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλαν οι εκπρόσωποι του
κινήματος, ο γαλλικός υπαρξισμός δεν κατάφερε να θεμελιώσει ακλόνητα την
ριζική ελευθερία στα πλαίσια του πρακτικού βίου. Δεν κατάφερε να
ξεπεράσει την ρήση του Βολταίρου, ότι η ελευθερία του ανθρώπου τελειώνει
εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Πήρε, έτσι, επάξια την θέση
της ανάμεσα στις άλλες φιλοσοφικές ουτοπίες.
ΒιβλιογραφίαΒαλλιάνος Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Γ΄, ΕΑΠ, (Πάτρα 2000).
Camus A., Ο μύθος του Σίσυφου, (μτφρ. Β. Χατζηδημητρίου), Μπουκουμάνης, (Αθήνα 1973).
Kierkegaard S., Η έννοια της αγωνίας, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, Δωδώνη, (Αθήνα-Γιάννινα 1985).
Nagel Th., «Το παράλογο», μτφρ. Μ. Καστανάρα, Cogito 2 (02/2005): 78-84.
Sartre J. P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, (μτφρ. Κ.Σταματίου), Αρσενίδης, (Αθήνα χ.χ.)
Sartre J. P., Το είναι και το μηδέν, (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), Παπαζήσης, (Αθήνα χ.χ.)
Wahl J., Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, (μτφρ. Χρ. Μαλεβίτση), Δωδώνη, (Αθήνα-Γιάννινα) (2)1988.
Windelband W. – Heimsoeth H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Γ΄, (μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος), Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα (2)1991.
Παραπομπές-Σημειώσεις
[1] Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, (μτφρ. Κ.Σταματίου), Αρσενίδης,, (Αθήνα χχ): 323.
[2] Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), (Παπαζήσης, χ.τ. χ.χ.): 94.
[3] Βαλλιάνος Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Γ΄, ΕΑΠ, (Πάτρα, 2000): 266.
[4] Η αντίληψη αυτή έχει τις ρίζες της στο χαϊντεγκεριανό Dasein.
[5] Αυτή η αντίληψη συμπυκνώνεται στη γνωστή ρήση του Sartre, ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας: «Ο Άνθρωπος, όπως τον συλλαμβάνει ο υπαρξιστής φιλόσοφος, αν δεν είναι προσδιορίσιμος, αυτό σημαίνει πως στην αρχή, απ’ τα πριν, δεν είναι τίποτα. Θα γίνει μετά και θα γίνει αυτό που θα φτιάξει ο ίδιος τον εαυτό του»· βλ. Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 297.
[6] Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), Παπαζήσης, (Αθήνα χ.τ. χ.χ.): 89.
[7] Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 297.
[8] Όπως το έθετε ο Kierkegaard: «Η δυνατότητα για την ελευθερία είναι το μέλλον, και το μέλλον είναι για το χρόνο η δυνατότητα»· βλ. Kierkegaard S., Η έννοια της αγωνίας, (μτφρ. Γ. Τζαβάρα), Δωδώνη, (Αθήνα-Γιάννινα 1985): 111.
[9] Στο ίδιο: 53.
[10] Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, ό.π.: 82-83.
[11] Βλ. Βαλλιάνος Π., ό.π., σσ. 156-7. Πρβλ. και Kierkegaard (ό.π., σ. 105): «Ο χρόνος λοιπόν είναι ατέλειωτη διαδοχή· η ζωή που βρίσκεται μέσα στο χρόνο κι ανήκει μόνο στο χρόνο, δεν έχει παρόν».
[12] Βλ. Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, ό.π.: 86.
[13] Βλ. Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 305.
[14] Βλ. Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 314.
[15] Βλ. Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, ό.π.: 93-4.
[16] Wahl J., Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, (μτφρ. Χρ. Μαλεβίτση), Δωδώνη, (Αθήνα-Γιάννινα( 2)1988): 110.
[17] Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 306.
[18] Βλ. στο ίδιο: 298-9.
[19] Βλ. Βαλλιάνος Π., ό.π: 268.
[20] Στο ίδιο : 274.
[21] Στο ίδιο : 272.
[22] Wahl J., ό.π: 119.
[23] Camus A., Ο μύθος του Σίσυφου, (μτφρ. Β. Χατζηδημητρίου), Μπουκουμάνης, (Αθήνα 1973): 145.
[24] Βλ. Nagel Th., «Το παράλογο», (μτφρ. Μ. Καστανάρα), Cogito 2 (02/2005): 84.
© 2005 Μαστοράκη Ανδρονίκη http://www.archives.gr