Η χημεία του έρωτα - Point of view

Εν τάχει

Η χημεία του έρωτα




Πως δημιουργούνται τα σφοδρά ρομαντικά και σαρκικά πάθη; Απ' ότι φαίνεται, η ερωτική συμπεριφορά μας παραπαίει διαρκώς και ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ βιολογικής αιτιότητας και παραληρηματικών " ρομαντικών" παθών. Τότε, όμως, πόσο δυνειδητή μπορεί να θεωρείται η επιλογή του ερωτικού μας συντρόφου και τι την καθορίζει;





Αν ρωτούσαμε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων «ποιο θεωρείτε ότι είναι το πιο σεξουαλικό όργανο του σώματός μας;», θα παίρναμε ασφαλώς τις πιο διαφορετικές απαντήσεις, ανάλογα με τα γούστα και το φύλο αυτού που απαντά. Εχει, μάλιστα, διαπιστωθεί στατιστικά ότι το ενδιαφέρον των γυναικών επικεντρώνεται αρχικά στο πρόσωπο και κατόπιν στο σώμα, χωρίς βέβαια να παραλείψουν την περιοχή τού ανδρικού καβάλου. Αντίθετα, οι περισσότεροι άνδρες εξερευνούν και επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στο στήθος, στις γάμπες και στα οπίσθια (επίμαχο σημείο, στο οποίο επικεντρώνεται το ενδιαφέρον τόσο των «φανατικών» αρσενικών όσο και των γκέι).

Το βέβαιο πάντως είναι πως κανείς, άνδρας ή γυναίκα, δεν θα σκεφτόταν να απαντήσει ότι το πιο σεξουαλικό όργανο του σώματός μας βρίσκεται κρυμμένο μέσα στο κεφάλι μας: είναι δηλαδή ο εγκέφαλός μας! Μολονότι δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι αυτά τα άκρως «ερεθιστικά» μέρη του ανθρώπινου σώματος έχουν εξελιχθεί ακριβώς για να προσελκύουν και να ξυπνούν το σεξουαλικό μας ενδιαφέρον, ο τελικός στόχος και αποδέκτης όλων αυτών των διεγερτικών σημάτων είναι πάντα ο εγκέφαλος: η πραγματική μηχανή του σεξ και των ερωτικών μας συναισθημάτων.

Γύρω από τα σεξουαλικά και ερωτικά μας «πάθη» έχει γραφτεί κατά το παρελθόν, και ασφαλώς θα συνεχίσει να γράφεται και στο μέλλον, πλήθος επιστημονικών και φιλοσοφικών μελετών, λογοτεχνικών ή ποιητικών βιβλίων, ενώ οι καλλιτέχνες επιχειρούν να τα εκφράσουν και να τα «μετουσιώσουν» μέσα από τα έργα τους.

Ακόμα κι όταν δεν το συνειδητοποιούμε -ή μάλλον εξαιτίας αυτής ακριβώς της ελλιπούς συνείδησης- τα αρχέγονα και ακαταμάχητα ερωτικά μας πάθη επηρεάζουν σημαντικά τις βασικές «επιλογές» της ζωής μας, καθορίζοντας υποχθόνια τις αποφάσεις και τη συμπεριφορά μας. Επομένως, και παρά το μάταιο κάθε ανάλογου εγχειρήματος, θα άξιζε ίσως να παρουσιάσουμε κάποιες πρόσφατες ανακαλύψεις που πραγματοποίησε η σύγχρονη επιστήμη, στην προσπάθειά της να κατανοήσει, και ενδεχομένως να χειραγωγήσει, αυτή τη θεμελιώδη βιολογική λειτουργία.

Κεραυνοβολημένοι από έρωτα

Οπως συμβαίνει με όλα τα θηλαστικά, οι άνθρωποι αφιερώνουν πολύ χρόνο για την προετοιμασία και την ικανοποίηση των ερωτικών τους αναγκών, αφού αυτό αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχή αναπαραγωγή τους. Γεγονός που, από μόνο του, αποκαλύπτει τη μεγάλη σπουδαιότητα που έχει το σεξ στη ζωή μας.

Δεν πρέπει, συνεπώς, καθόλου να μας εκπλήσσει το ότι οι περίπλοκες και χρονοβόρες ερωτοτροπίες και η επίτευξη της πολυπόθητης ερωτικής συνεύρεσης μεταξύ των ανθρώπων ρυθμίζονται και εξαρτώνται κυρίως από περίπλοκους βιολογικούς και, ώς έναν βαθμό, από πολιτισμικούς παράγοντες. Εκπληξη, αντίθετα, προκαλεί το τεράστιο χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε μέχρι να αναγνωρίσουμε και τελικά να αποδεχτούμε, παρά τις ιδεοληψίες του παρελθόντος, την «πραγματική» φύση των παραγόντων, οι οποίοι, σε τελευταία ανάλυση, ρυθμίζουν τα ερωτικά μας ήθη.

Κατά το παρελθόν, οι περισσότεροι ψυχίατροι θεωρούσαν τα πάθη του έρωτα στις πιο ακραίες εκδηλώσεις τους, όπως η έντονη κατάθλιψη και η μελαγχολία, ενδείξεις μιας προϋπάρχουσας νοητικής δυσλειτουργίας, μιας απροσδιόριστης «ερωτικής ασθένειας» που υποτίθεται ότι μας αποκάλυπτε βαθύτερες «ψυχικές διαταραχές». Ευτυχώς σήμερα τέτοιες απόψεις έχουν εγκαταλειφθεί οριστικά από την ψυχιατρική.

Δυστυχώς, όμως, μια πιο «ανώδυνη» εκδοχή τους έχει καταφέρει να επιβιώσει στη θεωρία και την πρακτική της κλινικής ψυχολογίας και της ψυχοθεραπευτικής. Οι σύγχρονοι ψυχοθεραπευτές, αντί να δοκιμάσουν να κατανοήσουν τους πραγματικούς εγκεφαλικούς μηχανισμούς που γεννούν τα ερωτικά πάθη, περιορίζονται στο να παρατηρούν και να ταξινομούν τα εξωτερικά τους γνωρίσματα. Επιμένουν μάλιστα να θεωρούν τα «έντονα» ερωτικά συναισθήματα και τις «παράφορες» ερωτικές σχέσεις ως μια δυνητική απειλή, από την οποία ενδεχομένως προκύπτουν λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά ψυχικά προβλήματα.

Οπως ασφαλώς γνωρίζουν οι περισσότεροι αναγνώστες, ο έρωτας δεν είναι ποτέ ένα ανώδυνο παιχνίδι. Οταν μάλιστα από μια σχέση απουσιάζουν τα γνώριμα πάθη και οι ωδίνες του έρωτα, μπορούμε να είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι, στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για έρωτα. Σε κάθε περίπτωση, όποιος έχει νιώσει έστω και μία φορά «τρελά ερωτευμένος», θα πρέπει να γνωρίζει ότι μια σειρά από έρευνες έχει εντοπίσει, ακόμη και σε μοριακό επίπεδο, τους παράγοντες που τροποποιούν σε τέτοιον βαθμό τη λειτουργία του εγκεφάλου μας όταν είμαστε ερωτευμένοι, ώστε η «παράλογη» ερωτική συμπεριφορά μας να θυμίζει πράγματι αυτήν ενός τρελού!

Τα «ερωτικά» μόρια

Οποιος έχει πληγεί από τα βέλη του έρωτα, όποιος έχει υποφέρει από τη συνήθη ακολουθία των ερωτικών παθών -την παράλογη ζήλια διαδέχεται η αδικαιολόγητη ευφορία, τη βαθιά μελαγχολία η απερίγραπτη ευτυχία- θα θέλει ασφαλώς να μάθει τι ακριβώς πυροδότησε μέσα του όλα αυτά τα σχεδόν αβάσταχτα συναισθήματα. Ο ίδιος ο ερωτευμένος πιστεύει ότι τα πάντα εξαρτώνται από τον άλλον, από το αντικείμενο του ερωτικού του πόθου. Είναι όμως έτσι; Και αν ναι, πώς ακριβώς συμβαίνει; 



Στην έρευνα των βιοχημικών και νευρολογικών προϋποθέσεων της ερωτικής μας συμπεριφοράς, έχει συντελεστεί μια μικρή επανάσταση τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αν και έχει γίνει της μόδας στην επιστήμη και στην τεχνολογία να βλέπουμε παντού «επαναστάσεις», όταν στην πραγματικότητα έχει συντελεστεί απλώς κάποια απρόσμενη πρόοδος, στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται όντως για μια ριζική αλλαγή της οπτικής μας γωνίας, γεγονός που οδηγεί σε αναθεωρήσεις των προγενέστερων απόψεών μας.

Θεωρείται πλέον αναμφισβήτητο ότι τόσο η ένταση της σεξουαλικής ηδονής όσο και η σφοδρότητα των ερωτικών μας συναισθημάτων, ακόμα και η αγάπη και φροντίδα της μητέρας για το νεογέννητο βρέφος, είναι συμπεριφορές που ρυθμίζονται αυστηρά από χημικούς παράγοντες οι οποίοι δρουν στο εσωτερικό του εγκεφάλου μας. Επιπλέον, είναι γενικά αποδεκτό ότι τα ρυθμιστικά αυτά μόρια επιδρούν εντελώς διαφορετικά στους άνδρες και στις γυναίκες!

Για παράδειγμα, πριν από λίγα χρόνια, οι έρευνες της βιοανθρωπολόγου Ελεν Φίσερ (Helen Fisher) έδειξαν σαφώς ότι ο εγκέφαλος των ερωτευμένων γυναικών συμπεριφέρεται διαφορετικά σε σχέση με τον εγκέφαλο των ερωτευμένων ανδρών. Στους άνδρες, η σκέψη της γυναίκας που αγαπούν κινητοποιεί περιοχές του εγκεφάλου τους που σχετίζονται με την όραση και τη στύση, ενώ στις γυναίκες κυρίως τις εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με τις αναμνήσεις: οι άνδρες προτιμούν να βλέπουν το αντικείμενο του ερωτικού τους πόθου και οι γυναίκες να το φαντασιώνονται. Επίσης, η έρευνα έδειξε ότι οι άνδρες ερωτεύονται πιο εύκολα και πιο γρήγορα από τις γυναίκες.


Στο σημείο αυτό, κάποιοι αναγνώστες ίσως διαμαρτυρηθούν: «Μα αυτά τα γνωρίζαμε ήδη, και μάλιστα από καιρό». Ομως, οι έρευνες της Φίσερ αποκάλυψαν πειραματικά ό,τι μέχρι τότε ήταν ίσως απλώς κάποιες εμπειρικές εικασίες μας. Μόνο χάρη στη χρήση της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας έγιναν ορατές και εντοπίστηκαν επακριβώς αυτές οι φυλετικές διαφορές.

Πράγματι, από αυτές και από άλλες μετέπειτα έρευνες, προκύπτει ότι στη μακρά εξελικτική ιστορία του είδους μας ο εγκέφαλός μας ανέπτυξε τρία διαφορετικά (λειτουργικά και ανατομικά) συστήματα που εξασφαλίζουν την επιτυχή αναπαραγωγή μας. Το πρώτο εγκεφαλικό σύστημα σχετίζεται με τη σεξουαλική έλξη και επιθυμία που μας ωθεί να ζευγαρώνουμε. Το δεύτερο επιτρέπει την ανάδυση του «ρομαντικού έρωτα» και χρησιμεύει ως κίνητρο για να αφιερώνουμε πολύ χρόνο και ενέργεια στον ερωτικό μας σύντροφο. Το τρίτο εγκεφαλικό σύστημα διασφαλίζει τη μακροχρόνια σχέση με τον σύντροφό μας.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ιδιαίτερη λειτουργία αυτών των διαφορετικών εγκεφαλικών κυκλωμάτων βασίζεται σε διαφορετικά εγκεφαλικά μόρια, κυρίως ορμόνες. Ετσι, για παράδειγμα, η έντονη σεξουαλική έλξη που νιώθουμε για κάποιον ή κάποια εξαρτάται άμεσα από την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων «τεστοστερόνης», ενώ η ερωτική έκταση καθορίζεται κυρίως από την ποσότητα ντοπαμίνης που παράγεται στον εγκέφαλο, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης. Η διατήρηση της ερωτικής σχέσης στον χρόνο επιβάλλει πάντα την αυξημένη παραγωγή μιας άλλης ορμόνης, της ωκυτοκίνης, στις γυναίκες και της βασοπρεσίνης στους άνδρες (βλ. στο πάνω πλαίσιο).

Μήπως, τελικά, εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε τίποτε άλλο από πολύπλοκες «βιοχημικές μηχανές», οι οποίες, λόγω της αφύσικης ανάπτυξης του εγκεφάλου μας, αποκτήσαμε σταδιακά την ανάγκη να «εξιδανικεύουμε» και να «μυθοποιούμε» σε κάποιες -υποτίθεται ανώτερες- πνευματικές και κοινωνικές διεργασίες τις θεμελιώδεις ζωικές λειτουργίες μας;

Τα σκοτεινά ερωτικά μας πάθη και η χαλιναγώγηση των σεξουαλικών μας ορμών ήταν ανέκαθεν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των κοινωνικών θεσμών (οικογένεια, θρησκεία, εκπαίδευση), αλλά και των «ειδημόνων» (παπάδων, φιλοσόφων, επιστημόνων). Στις μέρες μας, πάντως, αποτελούν πλέον νόμιμο και προνομιακό πεδίο άσκησης των νευροφυσιολογικών και βιοχημικών ερευνών.

Αυτή η νέα προσέγγιση των νευροεπιστημών, όπως είδαμε, έρχεται να καλύψει τα ενοχλητικά κενά και τις παρανοήσεις που είχαν δημιουργήσει οι προγενέστερες «επιφανειακές» ψυχιατρικές και ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, ενώ γεννά και πρωτόγνωρες φαρμακευτικές προσδοκίες για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ερωτικών μας παθών.*







Η Χημεία του Έρωτα from Anastasios Vafiadis




Του Σπύρου Μανουσέλη. Από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

via

Pages