Η σχέση επιστήμης και θεολογίας απασχολεί, ποικιλοτρόπως, εδώ και αιώνες την επιστημονική κοινότητα, την κοινότητα των πιστών και την επίσημη Εκκλησία (όλων των χριστιανικών δογμάτων), καθώς βέβαια και γενικότερα τους σκεπτόμενους ανθρώπους.
Πρόκειται ουσιαστικά για έναν πολύ δύσκολο διάλογο, με ή χωρίς εισαγωγικά, μεταξύ της θεολογίας και της φυσικής επιστήμης. Για ένα διάλογο που άλλοτε γίνεται σε ισότιμο, ακαδημαϊκό επίπεδο -μέσα από βιβλία, δημοσιεύσεις, συνέδρια και διαλέξεις- και άλλοτε, ιδιαίτερα σε παλαιότερες, σκοτεινές εποχές, σε κλίμα έντονου θρησκευτικού φανατισμού, μισαλλοδοξίας και βαναυσότητας. Στις μέρες μας, ωστόσο, ο θρησκευτικός φανατισμός βρίσκει συχνά απέναντί του έναν επιστημονισμό, αλαζονικό και καταστροφικό. Ο διάλογος αυτός, συχνά επομένως ιδιαίτερα τραυματικός και ατελέσφορος, αρχίζει ουσιαστικά με την ηλιοκεντρική θεωρία του Γαλιλαίου -που την εκφράζει, με σαφήνεια πλέον, στο έργο του “Διάλογοι για τα δύο κύρια συστήματα του κόσμου” (1632)- και φτάνει μέσω της θεωρίας της εξέλιξης του Δαρβίνου (1859) μέχρι τις μέρες μας.
Για το θέμα υπάρχει τεράστια ξενόγλωσση βιβλιογραφία, σχετικά εύκολα προσβάσιμη. Ας μου επιτραπεί εδώ να αναφέρω ενδεικτικά δύο σχετικά βιβλία:
1) Polkinghorne, John C., Science and Theology. An Introduction, London 1998,
2) Benk, A., Moderne Physik und Theologie, Gruenewald, Mainz 2000. Επίσης, στα ελληνικά, το βιβλίο του Polkinghorne, Επιστήμη ή Θεός;, Τραυλός, Αθήνα 1997.
Στην περίπτωση του Polkinghorne είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι υπήρξε διακεκριμένος καθηγητής της Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ από το 1968 έως το 1979, οπότε εγκατέλειψε τη λαμπρή ακαδημαϊκή του δραστηριότητα, για να ενταχθεί στο ιερατείο της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Αυτή η τελευταία πληροφορία μου δεν προσπαθεί τεχνηέντως και υπορρήτως να περάσει κάποια συγκεκριμένη θέση στο τεράστιο πρόβλημα -ίσως, σε υπερβατικό επίπεδο και κορυφαίο- για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη του Θεού. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να απαντηθεί με βεβαιότητα το ερώτημα αυτό προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση; Όχι ότι δεν το προσπάθησαν με ταπεινοφροσύνη κορυφαίοι επιστήμονες και διανοητές ανά τους αιώνες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πάντως, πολύ πιο ενδιαφέρον είναι το ερώτημα αυτό σε σχέση και με την έρευνα του φυσικού κόσμου, τη δημιουργία του Σύμπαντος και την επιστημονική κοσμοθεώρηση. Το ερώτημα που αναδύεται είναι: Χρειαζόμαστε την παραδοχή ύπαρξης του Θεού για να κατανοήσουμε -μέχρι το τελευταίο μικροεπίπεδο και μεγαεπίπεδο της γνώσης- τη δημιουργία, την ύπαρξη και τη λειτουργία του φυσικού κόσμου; Αλλιώς διατυπωμένο, αρκεί μόνο η φυσική επιστήμη για να δοθούν οι πλήρεις και τελεσίδικες απαντήσεις; Η οποιαδήποτε βεβαιότητα για μια απάντηση προς τη μία ή την άλλη πλευρά δεν μπορεί παρά να είναι τελικά το ίδιο υπερβατικά και μεταφυσικά φορτισμένη, αφού καμία εμπειρία ή φυσική μέτρηση δεν θα μπορέσει ποτέ να την επαληθεύσει, οι δε οντολογικές επιστημονικές προσεγγίσεις μας θα είναι επίσης, εκ των πραγμάτων, πάντοτε μεταφυσικά εδραιωμένες.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η σύγχρονη φυσική παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική, θολή και συχνά αντιφατική εικόνα για τη φυσική πραγματικότητα από ό,τι η κλασική φυσική, πράγμα που κάνει ακόμη πιο ελκυστική μια συζήτηση μεταξύ της θεολογίας και της σύγχρονης επιστήμης, μια συζήτηση που άρχισε μεταξύ των κορυφαίων επιστημόνων από τις αρχές του 20ού αιώνα, με πρώτο τον κορυφαίο νομπελίστα Max Planck. Παίρνοντας καμιά φορά το μέρος της παντοδυναμίας της φυσικής επιστήμης, έρχεται στο μυαλό μου το εξής νοητικό πείραμα και τότε αναθεωρώ. Σκεφτείτε, λοιπόν, αυτά τα άδεια πλαστικά μπουκάλια νερού που τα βγάζουμε έξω το χειμώνα και κάποια στιγμή τα παίρνουμε μέσα, για να τα πετάξουμε όλα μαζί με άλλα πλαστικά είδη. Μόλις κάποιο μπουκάλι βρεθεί σε θερμότερο περιβάλλον, ακούγεται ένας θόρυβος διαστολής του. Έξω-μέσα, έξω-μέσα, συστολή-διαστολή, συστολή-διαστολή, μπαπ-μπαπ, μπαπ-μπαπ, για κάποια δισεκατομμύρια χρόνια, μπαπ-μπαπ σαν μια αυτόματη αναπνοή.
Ε, λοιπόν, υπάρχουν, πιστεύω, επιστήμονες που θα περίμεναν, ύστερα από αυτό το τεράστιο χρονικό διάστημα, μπαπ-μπαπ, να σηκωθεί το μπουκάλι, να βάλει κραγιόν, να μας βγάλει κοροϊδευτικά τη γλώσσα, να μας κλείσει το μάτι και να απέλθει. Γιατί σε τελική, εντελώς τελική φάση κάτι τέτοιο υποστηρίζει η πλευρά του άκρατου επιστημονισμού, όσο και αν αυτό ακούγεται υπερβολικό. Η επιστήμη βρίσκεται καθοδόν για την αλήθεια, αλλά μάλλον ποτέ δεν θα μπορέσει να δώσει απαντήσεις με ουσιαστική ακρίβεια και πληρότητα για τις οριακές συνθήκες του κόσμου και της ύπαρξής μας, για την αρχή και το τέλος. Από την άλλη πλευρά, η θεολογία παρουσιάζει μια δική της τελειωμένη και εξ αποκαλύψεως αλήθεια, που καμία επιστημονική προσπάθεια δεν θα μπορέσει να επαληθεύσει ή να απορρίψει. Επομένως, οποιοσδήποτε διάλογος μεταξύ φυσικής επιστήμης και θεολογίας θα μπορούσε να γίνει αποκλειστικά και μόνο στη βάση μιας φιλοσοφικής προσέγγισης, στη βάση δηλαδή της φιλοσοφικής διερεύνησης και ερμηνείας των σύγχρονων φυσικών θεωριών. Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία θα πρέπει να συμπράξουν καλοπροαίρετα προς τον κοινό, μεταξύ τους, διάλογο.
Το χάσμα ανάμεσα στην επιστήμη και την θεολογία της αποκάλυψης ή/και της πίστης είναι τεράστιο και δεν πρόκειται να γεφυρωθεί. Αντίθετα η επιστήμη της θεολογίας βρίσκεται σχεδόν πάντοτε μέσα στα άμεσα ενδιαφέροντα του κάθε επιστήμονα γιατί ερευνώντας τη δημιουργία ουσιαστικά προσεγγίζεται το θείο. Ο καλύτερος τρόπος να πλησιάσει κανείς το θείο είναι η έρευνα της δημιουργίας και αυτό μπορούν να το κάνουν όσοι κάνουν έρευνα όπως είναι οι επιστήμονες και όχι τα δόγματα, οι αποκαλύψεις, τα μυστήρια, η δεισιδαιμονία, και η υπερβολική πίστη που ουσιαστικά οδηγεί και στο φανατισμό. Η δημιουργία εμπεριέχει νόμους και κανόνες που έχει θέσει το θείον και βάσει των οποίων λειτουργεί ολόκληρη η δημιουργία. Οι νόμοι όπως της βαρύτητας, της βιολογίας, του φωτός, κλπ., είναι υποχρεωτικοί, ενώ οι κανόνες όπως είναι οι κινήσεις των πλανητών, η ανθρώπινη νόηση, η εξέλιξη των όντων, κλπ., ισχύουν μέσα σε όρια προδιαγραφών που στατιστικά εκφράζονται από την διασπορά. Η διασπορά είναι αυτή που καθορίζει τα όρια που θέτει το θείον και αφενός μεν δίνει τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας, αφ' ετέρου δημιουργεί την προϋπόθεση για περαιτέρω εξέλιξη. Η μεταφυσική που χρησιμοποιούν τα δόγματα των θρησκειών, ουσιαστικά είναι κατάχρηση διότι απομακρύνεται από τη λογική με αποτέλεσμα να δίνει μεν λύσεις για οποιοδήποτε ζήτημα, αλλά όχι μία λύση αλλά άπειρες λύσεις αρκεί οι οπαδοί της λύσης να έχουν πίστη. Αποτέλεσμα των λύσεων αυτών, π.χ., είναι ο παράδεισος των χριστιανών να είναι πνευματικός, ενώ των μουσουλμάνων να είναι υλικός και οι δύο αυτές λύσεις παρά το ότι είναι αντιδιαμετρικά αντίθετες είναι απόλυτα σωστές για τους οπαδούς της αντίστοιχης θρησκείας που τους πιστεύει.
========================= ===============
Καθηγητής Ιωάννης Ν. Χατζόπουλος
Διευθυντής Εργαστηρίου Τηλεπισκόπησης & ΓΣΠ
Πανεπιστήμιο Αιγαίου