Κάποτε ένας ναυτικός βρέθηκε ναυαγός σ’ ένα ακατοίκητο τροπικό νησί μόνος κι έρημος. Με πολλούς κόπους, χωρίς εργαλεία, εργαζόμενος μόνο με τα χέρια του, κατάφερε να φτιάξει μια ξύλινη καλύβα για να μπορέσει να προστατευτεί κατά την περίοδο των βροχών. Πράγματι είχε μόλις τελειώσει την καλύβα όταν άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Όμως την δεύτερη κιόλας μέρα ένας κεραυνός έκαψε την καλύβα του και την έκανε στάχτη. Ο ναυαγός, που πρώτα δόξαζε το Θεό για τη σωτηρία του, τώρα αναλύθηκε σε δάκρυα. Γιατί Θεέ μου, άρχισε να λέει για την καταστροφή. Κι ενώ η απελπισία πλημμύριζε την καρδιά του άκουσε από το πέλαγος το σφύριγμα ενός μεγάλου πλοίου. Σε λίγο μια βάρκα ήταν στην παραλία.
― Πώς με βρήκατε σε τούτη την ερημιά; τους ρώτησε.
― Είδαμε, του είπαν, το σινιάλο του καπνού απ’ την φωτιά που άναψες!
Είχε σωθεί ο ναυαγός! Και είχε σωθεί... από τις στάχτες.
Μερικές φορές βλέπεις τα όνειρα, τις επιδιώξεις και τα έργα σου να γίνονται στάχτη. Μην απελπίζεσαι φίλε μου.
Περίμενε και θα προβάλει ανέλπιστα το υπερωκεάνιο του Θεού. Γιατί στ’ αλήθεια: «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. 8, 28).