Εισήγηση σε ημερίδα του Ιδρύματος ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ με θέμα
“Ας συζητήσουμε επιτέλους για το κήρυγμα”
(Σάββατο, 1η Οκτωβρίου 2011, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα)
Σεβαστοί πατέρες, Αγαπητοί φίλοι
Είμαι σήμερα ανάμεσά Σας (και ευχαριστώ γι’ αυτό τον φίλο Σταύρο Ζουμπουλάκη, υπεύθυνο του ιδρύματος ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ που με κάλεσε) όχι για να κάνω θεολογική πραγματεία για το “πολύπλαγκτο” θέμα του κηρύγματος, αλλά προκειμένου να καταθέσω τις σκέψεις, που μου έχουν γεννηθεί αυτά τα 29 χρόνια που διακονώ μια μικρή ενορία.
Είμαι εφημέριος στον Ναό του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στην πόλη της Πρέβεζας. Η ενορία αποτελείται τυπικώς από 230 οικογένειες και ουσιαστικώς απ’ όλους όσους, ανεξαρτήτως διεύθυνσης κατοικίας, την επιλέγουν ως ενορία τους.
Βρέθηκα να έχω αναλάβει προσωρινά μια ενορία σε ηλικία 24 ετών και όπως συνήθως συμβαίνει, “οὐδέν μονιμότερον τοῦ προσωρινοῦ”, συνεχίζω μέχρι τώρα, που είμαι 53 ετών. Πήγα με ένα κεφάλι μαύρο, γεμάτο αφελείς και ανώριμες σκέψεις και είμαι τώρα με ένα κεφάλι άσπρο, που προσπαθεί πλην των άλλων θεμάτων να δει και ποια όντως είναι η ανάγκη κηρύγματος στους λίγους αυτούς χριστιανούς, με τους οποίους προσφέρουμε μαζί την Ευχαριστία.
Συγχωρείστε με να καταθέσω και να παραθέσω αυτά που είδα και σκέφτηκα. Συγχωρείστε μου και το απαράδεκτο και κρύο ύφος να μιλώ κάποιες φορές σε πρώτο πρόσωπο, αλλά δεν έχω παρά να δώσω την δική μου μαρτυρία.
* * *
Α. Όντας εφημέριος μιας ενορίας, το πρώτο που αντιλαμβάνεσαι και ζεις, είναι το βίωμα και η παρατήρηση, ότι το εκκλησίασμα συναπαρτίζεται από δύο βασικές μεγάλες ομάδες ενοριτών. Πρώτον, αυτούς που έχουν συνείδηση της ενοριακής σχέσεως και δεσμεύσεως, έχοντας τον ναό, τον ιερέα και τους ενορίτες· πατρικό σπίτι, πατέρα και αδελφούς. Και δεύτερον, αυτούς που έχουν μια σχέση θρησκευτικής συνήθειας, αρκετά παγιωμένη αλλά και παγωμένη, ώστε να μη διανοούνται προσωπικές σχέσεις στον ενοριακό χώρο, ειμή μόνον θρησκευτικά καθήκοντα ατομικώς εκπληρούμενα.
Υπάρχει βέβαια τυπικώς και μια τρίτη ομάδα… ενοριτών! Αυτοί που τελούν στον ενοριακό ναό τα προκύπτοντα στην ζωή τους μυστήρια, Γάμο, Βάπτισμα, ευχολόγηση, Κηδεία. Όμως αυτή η ομάδα, που είναι και η μεγαλύτερη, δεν βρίσκεται μαζί μας τις Κυριακές. Δεν ακούει το κήρυγμα, αλλά συγχρόνως αποτελεί και μια πηγή άγχους για τον ιερέα, αφού πρέπει στις ευκαιριακές αφορμές που προαναφέραμε, ο ιερέας να κάνει διπλό έργο. Και τον, κατ’ αυτούς, “μάγο της φυλής”, που τελεί τα ακατανόητα λογικά και γλωσσικά, δικά του· αλλά και να δώσει με την ποιότητα του τρόπου του και με την ποιότητα του λόγου του, αφορμή, σ’ αυτούς τους περιστασιακούς επισκέπτες, να προβληματισθούν για το ενδεχόμενο πίσω από τα φαινόμενα και τελούμενα, να υπάρχει ένα μεγάλο θέμα και μια πρόταση ζωής, που τους αφορά!
α. Οι πρώτοι ζουν μια σχέση αγαπητικής ιεραποστολής, καμμιά φορά μέχρις υπερβολής και αφελείας. Ο λόγος του Χριστού ότι είναι “φρονιμότεροι οἱ υἱοί τοῦ αἰῶνος τούτου ἀπό τούς υἱούς τοῦ φωτός” (Λουκ.16, 8) ατυχώς εκπληρώνεται εντυπωσιακά, στην πλειονότητα των Χριστιανών μας! Η προτροπή Του “να είστε έξυπνοι σαν τα φίδια και ακέραιοι σαν τα περιστέρια” (Ματθ.10, 16) έχει δυστυχώς περιπέσει σε… αχρησία. Ένας ανόητος απροϋπόθετος ιεραποστολισμός κάνει τον λόγο των Χριστιανών ανερμάτιστη φλυαρία. Για πολλούς εκτός Εκκλησίας ανθρώπους, η γνωριμία με τους Χριστιανούς, κάνει απευκταίο το ενδεχόμενο εισόδου τους σ’ Αυτήν.
β. Οι δεύτεροι δεν θέλουν πολλά-πολλά και αρκούνται στις τυπικές θρησκευτικές υποχρεώσεις:
Θα δώσουν, αλλά δεν θα δοθούν.
Θα έρθουν, αλλά δεν θα μείνουν μετά τον καφέ.
Θα προσευχηθούν, αλλά δεν θα κατανοούν τον πληθυντικό όλων των ευχών της λειτουργίας και των ακολουθιών.
Θα βοηθήσουν χρηματικά, αλλά θα αποφύγουν την προσωπική εργασία.
Θα είναι ευγενείς, αλλά χωρίς αμεσότητα.
Θα παρευρίσκονται αλλά εκ λόγων συνηθείας και κοινωνικής ευπρέπειας. Είναι η κατηγορία, που “ὅταν ἀκούσουσι μετά χαρᾶς δέχονται τόν λόγον, ἀλλά οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν· οἵ πρός καιρόν πιστεύουσι καί ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται” (Λουκ. 8, 13).
γ. Για τους τρίτους τα πάντα είναι ρευστά. Ο μόνος ελπιζόμενος “συνδετικός” κρίκος είναι τα μυστήρια. Όμως πόσο διαθέσιμοι είναι να ‘ρθούν στον Ναό και να ακούσουν ο,τιδήποτε σχετικό από τον ιερέα, πριν την ημέρα και ώρα τελέσεως του μυστηρίου τους; Ατυχώς, και από τις συνθήκες της καθημερινότητος, και από την ποιότητα της σχέσης με την Εκκλησία, τέτοια διάθεση δεν υπάρχει. Μόνον την διαδικασία της εθιμικής ρύθμισης δέχονται να… υποστούν. Μένουν λοιπόν τυπικώς χριστιανοί και ουσιαστικώς… τίποτε. Ή καλύτερα… ορθόδοξοι άθεοι!!
Ο ιερέας λοιπόν επικοινωνώντας παρατηρώντας κρίνοντας και ζώντας την σχέση και με τις τρεις ομάδες, πολύ γρήγορα θα βρεθεί στο διχαστικό δίλημμα, πώς θα συνδυάσει το περιεχόμενο του κηρύγματός του, ώστε να αφορά και να είναι χρήσιμο σε όλους; Το θέμα είναι δύσκολο και οδυνηρό.
* * *
Β. Πριν απαντήσουμε, ας δούμε τι είναι, σε μια μονίμως ίδια ενοριακή σύναξη, το κήρυγμα.
Το συνηθισμένο αίσθημα που δοκιμάζει κανείς σήμερα, όταν κάνει κήρυγμα, είναι ότι μιλάει σε ανθρώπους με ασάφεια στα πιστεύματά τους! Γι’ αυτό, όλα τα λόγια για τον Χριστό και την πίστη και τα θαύματα μετατρέπονται σε ένα αμοιβαίο σιωπηλά ύποπτο ψέμα. Μιλάω σε υποτιθέμενους πιστούς, παρ’ ότι ξέρω ότι αυτό ατυχώς δεν αληθεύει για τους πιο πολλούς απ’ αυτούς. Συχνά βασανίζεται ο ιερέας με την σκέψη, ότι οι “χριστιανοί” του θα σκέφτονται: “Είσαι υποχρεωμένος να μιλάς έτσι, γιατί αυτό είναι η δουλειά σου· και μεις είμαστε υποχρεωμένοι από ευγένεια να σε ακούμε, χωρίς να δείχνουμε την πλήξη μας”.
Αυτό είναι καταλυτικό βίωμα. Δημιουργεί παραλυτική ψυχολογική διάθεση στον ιερέα, γεμίζοντάς τον δαιμονικές σκέψεις για το ατελέσφορο της προσπάθειας, ή και βυθίζοντάς τον σε μια αυτάρεσκη ψυχική ατμόσφαιρα, για την… μεγάλη του θυσιαστική προσφορά! Έτσι πνιγμένος σε σκέψεις τέτοιες, αχρηστεύεται και για τους μεν και για τους δε. Γίνεται πολλές φορές ένα “θλιμμένο παγώνι”. Κηρύσσει “άψυχα”, και παρ᾿ ότι ίσως λέει και όμορφα πράγματα, στέλνει όμως με τον τρόπο του το δαιμονικό μήνυμα ότι… τίποτε τελικώς δεν αλλάζει!
Δυστυχώς είναι από αιώνων πλέον, τυπικός και χωρίς προϋποθέσεις, ο τρόπος που κάποιος γίνεται μέλος της Εκκλησίας· και έτσι οι λεγόμενοι και αυτοονομαζόμενοι χριστιανοί είναι περισσότερο άτομα απλώς βαπτισμένα, που κουβαλάνε θρησκοληπτικές φοβίες και διαθέσεις εξασφαλιστικής συναλλαγής με τον Θεό, παρά χριστιανοί με σαφή και συγκεκριμένη πίστη, που, έστω και αν είναι αμαρτωλοί, τους κάνει να μπορούν να δώσουν λόγο “περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος” (Α΄ Πέτρ. 3,15) στον καθένα, που τυχόν θα τους το ζητήσει.
Γ. Αν λοιπόν κήρυγμα είναι, όχι μόνο να αναγγέλλεις το γεγονός της σωτηρίας, αλλά και να παρακινείς και να διδάσκεις την τήρηση του θελήματος του Θεού, τότε η θέση του ιερέα που ξέρει το “ακροατήριό” του γίνεται δύσκολη!
Ευαγγέλιο οι τωρινοί άνθρωποι θεωρούν συνήθως το βιβλίο που περιέχει την τετραπλή ιστορία του Χριστού. Αλλά ο Ιησούς δεν έγραψε βιβλία ούτε οραματιζόταν τόμους. Ευαγγέλιο στα χείλη του, σημαίνει το καλό μήνυμα. Ο Ιησούς ο ίδιος είναι ο μηνυτής αυτού του μηνύματος, ο άγγελος αυτού του ωραίου νέου, ότι οι άνθρωποι θα θεραπευθούν, οι τυφλοί θα αναβλέψουν, οι φτωχοί θα κληρονομήσουν άφθαρτους θησαυρούς, οι αμαρτωλοί θα συγχωρηθούν, οι μολυσμένοι θα εξαγνισθούν, οι ατελείς θα γίνουν τέλειοι, τα κτήνη θα μεταμορφωθούν σε αγίους.
Για να πραγματοποιηθεί η Βασιλεία του Θεού, είναι ανάγκη να πιστεύσουμε σ’ αυτό το καλό νέο, σ’ αυτή την ευχάριστη αγγελία. Αν δεν πιστεύσουμε στην υπόσχεση του Χριστού, ποτέ δεν θα ζήσουμε έτσι, ώστε να πραγματοποιηθεί η Βασιλεία. Μονάχα με τη βεβαιότητα, ότι το Ευαγγέλιο δεν είναι ψέμα, ότι η Βασιλεία δεν είναι χίμαιρα, μπορούν οι άνθρωποι να αποδυθούν στο έργο της ιδρύσεώς της και της βιώσεώς της.
Αυτό λοιπόν είναι το έργο κάθε ιερέα.
Να προωθήσει το έργο της βίωσης της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. Λέγοντας κάτι τέτοιο, δεν εννοούμε να προωθήσει το… κράτος του Θεού. Δεν έρχεται η βασιλεία του Θεού “μετά παρατηρήσεως, οὐδέ ἐροῦσιν· ἰδού ὦδε ἤ ἐκεῖ, ἰδού γάρ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν” (Λουκ. 17,20-21). Δεν προσπαθεί λοιπόν να φτιάξει ιδανική κοινωνία και άψογο κράτος, αλλά να βοηθήσει ανθρώπους να αγαπούν το θέλημα του Θεού “τό τέλειον”, έστω και αν δεν κατορθώνουν να το υλοποιούν τέλεια· και τουλάχιστον να αγαπούν την “ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ” (Β’ Τιμ. 2,13).
* * *
Δ. Κάθε εφημέριος μέσα σ’ αυτά βασανίζεται. Αυτά προσπαθεί να κάνει. Γι’ αυτά πάσχει.
Όμως όσο και αν θέλει να αξιολογεί τον “ρόλο” του σαν το κοράκι του προφήτη Ηλία που πηγαίνει τροφή στον προφήτη του Θεού, ή σαν το γαϊδούρι του Βαλαάμ, που προσπαθεί να συνετίσει τον παραληρούντα αυτάρεσκο άνθρωπο, ο ιερέας έχει την επιπλέον δυσκολία, ότι αυτά τα δύο πρέπει να τα συνδυάζει και να τα προσπαθεί συγχρόνως! Και ανθρώπους που περιμένουν τον λόγο του ως Λόγο του Θεού να βοηθήσει, αλλά και αδιάφορους ανθρώπους, να “προβληματίσει” με τις σκέψεις του κηρύγματος. Έχοντας λοιπόν τους ίδιους σχεδόν πάντα ανθρώπους ως αποδέκτες και ακροατές των λόγων του ο εφημέριος, βρίσκεται μπροστά σε κάποια θέματα που άλλοτε τα αντιμετωπίζει σωστά, άλλοτε λάθος, και κάποτε… τα υπεκφεύγει!
Ας τα δούμε:
i. Κατήχηση, δηλαδή καταστατική διδασκαλία της πίστεως και ερμηνευτικός σχολιασμός του Ευαγγελίου ταυτίζονται; Το πρόσωπο του Χριστού, χωρίς σαφή διδασκαλία, δεν κινδυνεύει ή να εξαχνωθεί σε νεφελώδη ανιστορική μυθική φυσιογνωμία ή να γίνει ένας, στην σειρά τόσων άλλων, διδάσκαλος καλών σκέψεων; Χωρίς διαυγή και ξεκάθαρη πίστη στο πρόσωπο του Χριστού, τι περαιτέρω να συζητήσουμε και να ελπίσουμε; Πού να στηριχθούμε; Για ποια Ορθόδοξη Εκκλησία να μιλήσουμε, όταν τα δύο τρίτα του ποιμνίου της είναι… Αρειανοί, που δέχονται τον Χριστό σαν μεγάλο άνθρωπο; Που έχουν διαβρωθεί από την περιρρέουσα διαφωτιστική ατμόσφαιρα, όσον αφορά τέτοιες διδασκαλίες; Που δεν έχουν διαβάσει ούτε το ευαγγέλιο, και δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ ξανά με τον Χριστό, από τότε που ήταν νήπια και η μητέρα τους τούς έβαζε να προσεύχονται μπροστά στη εικόνα του Χριστούλη (!);
Βασική λοιπόν και θεμελιακή διακονία του κηρύγματος είναι η παρουσίαση του προσώπου του Χριστού. Η αοριστία της παραδοχής ύπαρξης Θεού δεν έχει να κάνει με χριστιανούς. Άλλο θεϊστής, άλλο πιστός χριστιανός. Δεν μας νοιάζει να πιστεύουν κάπου, μας απασχολεί να γίνει ο Χριστός Κύριος και ρυθμιστής της ζωής τους.
ii. Πόσος χρόνος είναι αναγκαίος και επαρκής για να παρουσιαστεί ικανοποιητικά ένα θέμα, αλλά και συγχρόνως να μην είναι ενοχλητικά μακρύς, για ένα κήρυγμα;
Εδώ οι δυσκολίες αυξάνουν. Δεν μπορείς να μακρηγορείς. Δεν επιτρέπεται να λες συνθήματα. Χρειάζεται συγκεκριμένος θεματικός στόχος, όχι αόριστες καλές σκέψεις. Δεν επιτρέπονται πλατυασμοί και ενασχόληση με… όλα τα θέματα. Κάτι τέτοιο δείχνει την αμηχανία του απροετοίμαστου! Όμως πόσες άραγε φορές δεν ακούγεται μεταξύ κληρικών η προτροπή που περιγράφει ο π. Αντώνιος Πινακούλας στον “Εφημέριο”: Πες δυο λόγια από την καρδιά σου! Επειδή όμως η καρδιά δεν μιλάει και “ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις”, και όλα αυτά εξελίσσονται από την… υπακοή αυτού που δέχεται την προτροπή να μιλήσει, η υπόθεση καταλήγει στην παλαιά εκείνη αρχιεπισκοπική διάγνωση· ότι το κήρυγμα είναι: “αἱ κατά Κυριακήν εὐσεβεῖς φλυαρίαι”.
Όλα τα παραπάνω είναι βραδυφλεγείς βόμβες σε ένα εκκλησίασμα κάθε Κυριακή το ίδιο. Αν ίσως σε αγνώστους μπορεί εκτάκτως να λειτουργήσει και θετικά το λάθος, σε γνωστούς γίνεται αφορμή ή θυμηδίας ή και αποχώρησης· προσωρινής ή και μόνιμης.
Αν δεν υπάρξουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις (μελέτη και οργάνωση του κηρύγματος), είναι προτιμότερη και τιμιότερη η αποφυγή κηρύγματος.
iii. “Τυλίγεις το νόημά σου σε σκοτεινές γενικότητες” λέει ο άγιος Θωμάς Μπέκετ στον τρίτο πειρασμό, στο έργο “Φονικό στην Εκκλησία” του T. S. Eliot. Όντως αυτός είναι ο πειρασμός που ακολουθεί και την πρώτη φάση (κατήχηση), και την δεύτερη φάση (προετοιμασία) του θέματος “κήρυγμα στον ίδιο πάντοτε ναό”. Ένας ετήσιος κύκλος. Μια δεύτερη και τρίτη χρονιά με τους ίδιους ή ελάχιστα επιπρόσθετους νέους χριστιανούς. Έρχεται σιγά-σιγά η εξάντληση του θεματολογικού… ρεπερτορίου! Η ανάγκη σαφήνειας είναι αδήριτη. Η νοηματική πληρότητα είναι όρος απαράβατος για συνεννόηση με τους ανθρώπους που βλέπεις όχι εκτάκτως αλλά διαρκώς και κάθε μέρα. Όμως όλα έχουν εξαντληθεί και πιο πριν έχεις εσύ εξαντληθεί. Τότε έρχεται ο πειρασμός του αγίου Θωμά: “Τυλίγεις το νόημά σου σε σκοτεινές γενικότητες”. Μόνη ελπίδα φωτός είναι ο απόστολος Παύλος: “Τό λοιπόν, αδελφοί μου, χαίρετε ἐν Κυρίῳ. Τά αὐτά γράφειν ὑμῖν, ἐμοί μέν οὐκ ὀκνηρόν, ὑμῖν δέ ἀσφαλές” (Φιλιπ. 3, 1).
Εδώ μένει να εξασφαλιστεί, ότι και οι χριστιανοί μας το θεωρούν ασφαλές, το να ξανακούσουν πράγματα που άκουσαν και ξέρουν. Το θέμα “παίζεται”, από την εμπιστοσύνη που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στον ποιμένα και στο ποίμνιο.
iv. Μένει τελευταίο τεχνικά, ποια στιγμή είναι η καταλληλότερη να γίνει το κήρυγμα;
Χωρίς να υπάρχει ιστορικό προηγούμενο, σταθμίζοντας απλώς τα σημερινά δεδομένα, καταλήξαμε στην λύση του κηρύγματος προ της απολύσεως! Στην “κανονική” του θέση μετά την ανάγνωση της ευαγγελικής περικοπής …απουσιάζουν οι Χριστιανοί! Στο “Κοινωνικό” είναι διακοπή και ενόχληση σ’ όσους ετοιμάζονται να κοινωνήσουν και έχει τεχνικά προβλήματα από τις φωνές των νηπίων! Διά της εις άτοπον απαγωγής λοιπόν, φτάσαμε στην λύση να γίνεται το κήρυγμα προ της απολύσεως, θεωρώντας προσφορότερη αυτή την λειτουργική στιγμή, κατά την οποία όλοι μπορούν να υπομείνουν μια παράταση όχι μεγαλύτερη των 10 ή 15 το πολύ, λεπτών.
Μετά από αυτά λοιπόν καταλήγει κανείς στο ότι:
- Αν οι χριστιανοί μας ανήκουν σε μία από τις ως άνω τρεις κατηγορίες, το συνεπές θα ήταν, να μη γίνεται καθόλου κήρυγμα κατά την Λειτουργία. Εφόσον η πρώτη μόνο κατηγορία συνιστά την Ενορία, είναι πολύ λογικό το κήρυγμα να προσφέρεται μόνο σ’ αυτούς… μαζί με τον καφέ. Άλλωστε ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσει ο Εφημέριος με τους πιστούς της δεύτερης κατηγορίας, είναι μέσω αυτών της πρώτης.
- Έτσι ο “ενοριακός” σκοπός του κηρύγματος είναι να αυξηθεί ο πρώτος κύκλος σε “βάρος” του δευτέρου και ο δεύτερος σε βάρος του τρίτου.
- Υπάρχουν τέσσερις γενικές αρχές και πρέπει να ληφθούν υπόψη:
α) Οι άνθρωποι διδάσκονται κυρίως από το παράδειγμα και δευτερευόντως από τον λόγο.
β) Οι άνθρωποι διδάσκονται κυρίως με την ίδια τους την πείρα και δευτερευόντως από το παράδειγμα και τον λόγο.
γ) Παντού και πάντα υπάρχουν τρία επίπεδα συνειδητότητας: οι προχωρημένοι, οι μεσαίοι και οι καθυστερημένοι.
δ) Η προσωπική επίδραση είναι πολύ περιορισμένη – ο αριθμός 12 είναι το μέγιστο! Ούτε ο ίδιος ο Κύριος δεν μπόρεσε να τον φτάσει. Με τους τρεις μαθητές προφανώς επηρέαζε και τους υπολοίπους. Για μας αυτό πρέπει να λειτουργήσει ως θεολογικοϊστορικό ανάλογο! Οι προχωρημένοι να επηρεάζουν τους μεσαίους και κείνοι με την σειρά τους, τους τελευταίους.
Άρα: ας ρίξουμε το βάρος του κηρύγματος στη μεταμόρφωση του “πρώτου κύκλου” σε συνειδητούς-έξυπνους χριστιανούς. Αυτός είναι ο “αποφασιστικός κρίκος”. Αν αυτό κατορθωθεί τότε αυτοί θα πάψουν να στέκονται μπροστά στην πόρτα! Και οι ίδιοι να μη μπαίνουν· και τους άλλους να εμποδίζουν.
Σας ευχαριστώ.(Πηγή:www.enoriako.info)