Ορίζοντας τον φανατισμό - Point of view

Εν τάχει

Ορίζοντας τον φανατισμό



ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ


ΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟ κείμενο του ιταλού φιλοσόφου Νορμπέρτο Μπόμπιο (1909-2004) είναι ένα απόσπασμα από το λήμμα «Φανατισμός», που έγραψε για το βιβλίο των Norberto Bobbio, Nicola Matteucci, Gianfranco Pasquino «Il Dizionario di Politica» (UTET, 2004).

Ως φανατισμό εννοούμε την τυφλή υπακοή σε μιαν ιδέα, την οποία υπηρετούμε με πεισματικό ζήλο, ως το σημείο να ασκούμε βία για να υποχρεώσουμε άλλους να την ακολουθούν και να τιμωρούμε όποιον δεν είναι διατεθειμένος να την ενστερνιστεί. Στην έννοια του φανατισμού υπονοείται ότι η ιδέα στην οποία είναι αφοσιωμένος ο φανατικός είναι μια ιδέα εσφαλμένη και επικίνδυνη, που δεν αξίζει να την ενστερνίζεται κανείς με τόση επιμονή. Σε τούτο ο φανατισμός αντιτίθεται στον ενθουσιασμό: ενθουσιώδης είναι ο οπαδός μιας ιδέας ευγενικής, μεγαλόψυχης ή φιλάνθρωπης. Συνέπειες μιας φανατικής στάσης και νοοτροπίας είναι η μισαλλοδοξία για τις ιδέες των άλλων και ένα πνεύμα μανιώδους προσηλυτισμού που δεν αποφεύγει τα βίαια ή και απάνθρωπα μέσα.

Ο φανατισμός συνδέεται γενικά με το δογματισμό, δηλαδή με την πίστη σε μιαν αλήθεια ή σε ένα σύστημα αληθειών, που από τη στιγμή που θα τις αποδεχθούμε δεν πρέπει πλέον να τίθενται υπό αμφισβήτηση και που αρνούνται τη συζήτηση με άλλες. Σε μια κοινωνία στην οποία μια ομάδα φανατικών παίρνει το προβάδισμα, γεννιέται ως αντίδραση και διαδίδεται το πνεύμα του κομφορμισμού.

Ο κομφορμισμός απαντάει στον πεισματικό ζήλο του φανατικού με τον δειλό ζήλο εκείνου που δεν θέλει να διατρέξει τον κίνδυνο να καταδιωχθεί για τις ιδέες του, με την υποτακτική και δουλική αποδοχή των αληθειών των άλλων, αν και στο βάθος δεν τις πιστεύει.

Ο εχθρός και των δύο είναι το κριτικό πνεύμα, η χρήση του λόγου που ενισχύεται από την εμπειρία. Το κριτικό πνεύμα εναντίον της έξαψης των φανατικών διδάσκει την αίσθηση του ορίου και την αρετή της ανεκτικότητας και εναντίον της υποταγής των κομφορμιστών υποκινεί την αμφιβολία και μας μαθαίνει να σκεφτόμαστε με το δικό μας μυαλό, δρώντας άλλοτε σαν φραγμός και άλλοτε σαν κέντρισμα.

Όπως στο φανατισμό αντιπαρατίθεται, για το καλό, η ανεκτικότητα, έτσι του αντιπαρατίθεται, για το κακό, ο κυνισμός (με τη συνήθη και όχι με τη φιλοσοφική έννοια του όρου). Ο φανατικός πιστεύει με ακραίο τρόπο σε μία μόνον ιδέα. Ο κυνικός δεν πιστεύει σε καμιά, αλλά είναι διατεθειμένος να επωφεληθεί από όλες ανάλογα με το όφελος που θα αποκομίσει.

Το νόημα που σήμερα δίνουμε στη λέξη φανατισμός και όλα όσα κατανοούμε με αυτήν την έννοια συνδέονται στενά με την πολεμική των φιλοσόφων του Διαφωτισμού. Η λέξη φανατισμός έχει στη γλώσσα τους ένα ευρύτατο νόημα: υποδεικνύει όλα όσα αυτοί καταπολεμούν και θα ήθελαν να δουν να χάνονται από τον κόσμο για την ευτυχία του ατόμου και την πρόοδο της ανθρωπότητας, δηλαδή τη θρησκευτική δεισιδαιμονία και τις ολέθριες συνέπειές της, τους πολέμους, τις διώξεις, τα μαρτύρια της πυράς.

Αν θα θέλαμε να εκφράσουμε με μια διατύπωση το συνολικό νόημα της μάχης του Διαφωτισμού, δεν θα μπορούσαμε να την ορίσουμε καλύτερα παρά ως την πιο εκτεταμένη και λαϊκή διανοητική μάχη εναντίον του φανατισμού που διεξήχθη ποτέ (...).

Η διαφορά ανάμεσα στους Διαφωτιστές, οι οποίοι έβγαιναν από δυο αιώνες θρησκευτικών πολέμων, και σε μας έγκειται στο ότι ο φανατισμός στον οποίο αυτοί επιτέθηκαν ήταν σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτικός, ενώ εκείνος του οποίου την εμπειρία έχουμε σήμερα είναι σχεδόν αποκλειστικά πολιτικός. Τα ιστορικά πρόσωπα που ενσάρκωναν το φανατισμό ήταν ένας Τορκεμάδα, ένας Καλβίνος, έτσι όπως είναι για μας οι διάφοροι Γκέμπελς των ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Οι Διαφωτιστές συνέδεαν το φανατισμό με τις μεγάλες θρησκείες, όπως η εβραϊκή, η χριστιανική ή η μουσουλμανική, και αντιπαρέθεταν σε αυτές, εξιδανικεύοντάς την, τη φιλοσοφική θρησκεία του Κομφούκιου, έτσι όπως εμείς τον συνδέουμε με τις ακρότητες των εθνικιστικών κινημάτων, με τον κομμουνισμό, τον μηδενισμό, τον ρατσισμό και γενικά με δικτατορικά καθεστώτα που αντιπαρατίθενται σε καθεστώτα ελευθερίας.

Η άλλη βαθύτερη διαφορά ανάμεσα σε μας και στους φιλοσόφους του Διαφωτισμού αναφέρεται στις αιτίες και στις θεραπείες. Εκείνοι έβλεπαν στην άγνοια του απλού λαού (που την εκμεταλλεύονταν οι πονηροί) τη μεγαλύτερη αιτία της πρόληψης που γεννούσε τα φαινόμενα του ατομικού και συλλογικού φανατισμού. Και ανάγοντας το πρόβλημα σε μια πάλη του φωτός του λόγου ενάντια στα σκοτάδια της προκατάληψης, δεν έβλεπαν άλλη θεραπεία παρά μόνο τη διάδοση μιας γνώσης βασιζόμενης στο λόγο και στην εμπειρία.

Εμείς, έπειτα από την πιο τρομερή έκρηξη συλλογικού φανατισμού που υπήρξε ποτέ, το ναζισμό, είμαστε λιγότερο βέβαιοι για τις αιτίες και λιγότερο ήσυχοι σχετικά με τις θεραπείες.

Η ιστορική εμπειρία μάς έχει διδάξει ότι οι κοινωνίες οι πιο αμόλυντες από τον φανατισμό είναι εκείνες στις οποίες η διανοητική και πολιτική εκπαίδευση τείνει όλο και περισσότερο να βασίζεται στην ελεύθερη συζήτηση των ιδεών μάλλον και όχι στη διδασκαλία ήδη καθορισμένων συστημάτων αλήθειας, και των οποίων το καθεστώς εμπνέεται από την αρχή της πολλαπλότητας των δρόμων πρόσβασης στην αλήθεια και επομένως από την άρνηση μιας κρατικής φιλοσοφίας ή ιδεολογίας που θα είναι άλλη από εκείνη της ειρηνικής συνύπαρξης όλων των φιλοσοφιών ή ιδεολογιών.


Πηγή: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 04/09/2011, Ένθετο Επτά, Στήλη «Σημειωματάριο Ιδεών»
Αναδημοσίευση: www.e-keimena.gr

Pages