Ένας άνθρωπος, σ’ όλη του τη ζωή έψαχνε την Αλήθεια και δεν μπορούσε να τη βρει. Πέρασε απ’ όλες τις χώρες του κόσμου, βρέθηκε στις χώρες του Βορρά, στις χώρες του Νότου και της Δύσης χωρίς αποτέλεσμα.
Κάποια φορά που βρέθηκε σε μια μικρή χώρα της Ανατολής, ένοιωσε κουρασμένος και απελπισμένος και κάθισε κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς. Ξαφνικά, από το εσωτερικό της σπηλιάς ακούστηκε κάποιος θόρυβος σαν γρύλισμα.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε και πλησίασε την είσοδο με ένα ξίφος στο χέρι. Ξεχώρισε μια σκοτεινή μορφή που του φάνηκε ότι ανήκε σε γυναίκα. Μπήκε στη σπηλιά όπου βασίλευε φοβερή δυσοσμία. Όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι, είδε πράγματι μια γυναίκα, γριά και αποκρουστική, ρυτιδιασμένη, τριχωτή και βρωμερή.
Εκείνη, σήκωσε προς το μέρος του τα θολά μάτια της και τον ρώτησε, τι θέλει.
- Αναζητώ την Αλήθεια, απάντησε εκείνος.
- Τη βρήκες, του είπε η γριά.
- Εσύ είσαι η Αλήθεια;
- Ναι.
- Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος;
Εκείνη του έδωσε αποδείξεις. Ήξερε τα πάντα για αυτόν, το όνομά του, την ηλικία του, τις περιπέτειές του. Ο άνθρωπος έμεινε αποσβολωμένος και απογοητευμένος, ρώτησε με αμηχανία:
- Είσαι τόσο άσχημη! Ποτέ δεν είχα συναντήσει τίποτα πιο τρομερό από ‘σένα. Όμως όλοι θέλουν να σε γνωρίσουν! Θα με ρωτήσουν! Πρέπει να τους πω κάτι! Τι να τους πω;
- Πες τους ψέματα, είπε η Αλήθεια, πες τους ότι είμαι νέα και ωραία, και όλοι θα σε πιστέψουν.
http://antikleidi.wordpress.com