Μιχάλης Ρουμελιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου
Οι όροι «οντολογία» και «οντολογικό πρόβλημα» παραπέμπουν νοηματικά σε δύο βασικά φιλοσοφικά ζητήματα. Τό ένα ζήτημα είναι τό ερώτημα περί τής φύσεως τού όντος. Τί είναι τό να υπάρχει κάτι; τί είναι τό είναι, πέρα από τίς τυχαίες μορφές υπό τίς οποίες μάς παρουσιάζεται κατά περίπτωση; Τό δέντρο, τό περιστέρι και ο βράχος είναι. Ο μονόκερως και ο κένταυρος δεν είναι. Σε τί ακριβώς συνίσταται η διαφορά; Τό γενικό αυτό ερώτημα ξεκινά στήν ιστορία τής δυτικής φιλοσοφίας από τίς θεωρίες τών προσωκρατικών φιλοσόφων περί τής φύσεως τού κόσμου (σύμφωνα με τίς οποίες τό ον είναι λ.χ. αέρας ή φωτιά), προχωρά στή διαμάχη μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού (τό ον είναι ύλη ? τό ον είναι ιδέα), περνά από τό δυϊσμό τού Σπινόζα (τό ον είναι ύλη και ιδέα), για να καταλήξει στό κατά τόν Καντ απρόσιτο τής γνώσης τού όντος καθεαυτού και τόν κατά συνέπεια περιορισμό τής φιλοσοφίας στή μελέτη τού φαινομένου (φαινομενολογία), αλλά και να αναβιώσει με τόν Χάιντεγκερ στίς αρχές τού εικοστού αιώνα.
Τό άλλο ζήτημα, τό οποίο είναι αυτό που θα μάς απασχολήσει εδώ και τό οποίο θα εννοήσουμε κατά βάση ως «οντολογικό πρόβλημα», είναι τό μερικότερο ερώτημα περί τού status τών καθολικών ή γενικών ή αφηρημένων ιδεών. Υπάρχουν στήν πραγματικότητα, ή είναι απλώς ονόματα, χαρακτηρισμοί δηλαδή που δίνουμε στά πράγματα κατά βούληση; Αυτός που απαντά ότι υπάρχουν οι καθολικές ιδέες στήν πραγματικότητα καλείται ρεαλιστής και η απάντησή του ρεαλισμός (res: πράγμα). Αυτός που απαντά ότι δεν υπάρχουν πραγματικές καθολικές ιδέες, μόνο ονόματα, καλείται νομιναλιστής και η απάντησή του νομιναλισμός (nomen: όνομα).[1]
Κρίσιμη στά πλαίσια αυτού τού ερωτήματος είναι η διάκριση ανάμεσα στά συγκεκριμένα ατομικά όντα από τή μια, και τίς «καθολικές» ιδέες, τίς κατηγορίες, που τά χαρακτηρίζουν από τήν άλλη. Ο Γιάννης, ο Κώστας, ο Θανάσης είναι συγκεκριμένα όντα, άνθρωποι και οι τρεις. Η έννοια τού ανθρώπου από τήν άλλη είναι μια καθολική ιδέα, που χαρακτηρίζει όλα τά συγκεκριμένα επί μέρους όντα σαν τόν Γιάννη, τόν Κώστα και τόν Θανάση.[2] Εκτός από τόν Γιάννη, τόν Κώστα και τόν Θανάση, υπάρχει στήν πραγματικότητα και η ιδέα αυτή, ο Άνθρωπος; σε αρμονία με τήν οποία χρησιμοποιώ τόν χαρακτηρισμό, τό όνομα, «άνθρωπος», και χάρη στήν ύπαρξη τής οποίας έχει νόημα να ρωτάω «τί είναι ο άνθρωπος» ή να ισχυρίζομαι π.χ. ότι «ο άνθρωπος είναι έλλογο ον»; Ή όχι, και αυτό που υπάρχει πραγματικά εκτός από τόν Γιάννη τόν Κώστα και τόν Θανάση είναι απλώς και μόνο τό περαιτέρω όνομα «άνθρωπος», στή σκέψη μου – τό οποίο συνεπώς μπορώ να καθορίζω και να επιθέτω κατά βούληση, χωρίς να μέ εμποδίζει τίποτα (πέρα από τίς συμβάσεις τής γλώσσας ή τού τρόπου σκέψης τών γύρω μου);
Μικρή ιστορική αναδρομή
Και αυτό τό πρόβλημα πρωτοεμφανίζεται στήν αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ο Παρμενίδης είχε πει: «Έχω δει πολλούς ανθρώπους, πουθενά όμως δεν είδα τόν Άνθρωπο». Ο Πλάτων αντίθετα θεωρούσε ότι υπάρχουν οι πραγματικές ιδέες, τά νοούμενα, οι οποίες μάλιστα αποτελούν τήν απαρχή τών φαινομένων? αυτά είναι ατελείς απεικονίσεις τών ιδεών. Όπως κάθε κύκλος που διαγράφω στό χαρτί προϋποθέτει τήν ιδέα τού κύκλου, έτσι κάθε φαινόμενο προϋποθέτει τήν αντίστοιχη ιδέα. Τή θεωρία αυτή απέρριψε ο Αριστοτέλης, για τόν οποίον οι καθολικές ιδέες έπονται τών επί μέρους όντων και δεν έχουν αυτοτελή ύπαρξη. Οι καθολικές ιδέες είναι υποθέσεις, τίς οποίες επαληθεύει ή διαψεύδει η πείρα, η εμπειρία που έχουμε τών επί μέρους όντων? υπάρχουν όμως ορθές και λανθασμένες υποθέσεις, πράγμα που σημαίνει τελικά ότι τά νοούμενα, οι καθολικές ιδέες, υφίστανται, απλώς η πραγματικότητά τους δεν είναι ανεξάρτητη, αλλά μάλιστα είναι και παρεπόμενη τής πραγματικότητας τών επί μέρους.[3] Οι νεοπλατωνικοί αργότερα[4] τοποθέτησαν τήν πραγματικότητα τών καθολικών ιδεών στό νου τού Θεού? ο κόσμος τών νοουμένων δεν είναι παρά ο λογισμός τού αρχιτέκτονος που διανοείται να χτίσει τήν πόλη. Η αντίληψη αυτή (μαζί με τή θεωρία τής Αγ. Τριάδος) πέρασε μέσω τής Αλεξανδρινής σχολής[5] στό χριστιανισμό, και καθόρισε τά επίσημα χριστιανικά δόγματα καθ’ όλη τή διάρκεια τού Μεσαίωνα, στή μεν λατινόφωνη Δύση δια τού Αγ. Αυγουστίνου, στή δε ελληνόφωνη Ανατολή δια τού Μεγ. Βασιλείου και τών λοιπών πατέρων τής εκκλησίας. Στήν ιδέα αυτή αντιπαρατέθηκε πρώτος ο Ροσσελίνος τής Κομπιέννης τόν 11ο αιώνα, και ο Γουλιέλμος τού Όκκαμ τόν 14ο. Από αυτούς, και ιδίως τόν δεύτερο ξεκινά ο «νομιναλισμός»,[6] σύμφωνα με τόν οποίο οι καθολικές ιδέες υπάρχουν μόνο ως ονόματα, και δεν είναι παρά μια ευκολία τής ανθρώπινης σκέψης. Συνεπώς αντικείμενο γνώσης μπορούν να είναι μόνο τά συγκεκριμένα ατομικά όντα, τά μόνα πράγματι υπαρκτά,[7] και κάθε ρασιοναλιστικό επιχείρημα είναι ή ταυτολογία ή σόφισμα.
Ο νομιναλισμός βρίσκεται πράγματι στή βάση τού εμπειρισμού, και υπ’ αυτή τήν έννοια συνεχώς παρών στή συνέχεια στούς εμπειριστές φιλοσόφους από τήν Αναγέννηση και εντεύθεν, πολλοί εκ τών οποίων, όπως ο Hume, θεωρούνται και κατ’ εξοχήν νομιναλιστές φιλόσοφοι. Αλλά η οντολογική διαμάχη εκφυλίζεται μετά τήν Αναγέννηση, και τό εύρος τής σημασίας τού οντολογικού προβλήματος, όπως τό βλέπουν εφεξής οι φιλόσοφοι, μικραίνει, όντας πλέον ιδωμένο υπό διπλό πρίσμα, αφενός μεν τό πρίσμα τού προβλήματος τής φύσεως τού ανθρώπου ως ατομικού υποκειμένου τής γνώσης (πρόβλημα που καθορίζει ούτως ή άλλως τή μοντέρνα φιλοσοφία και από τό οποίο εκπορεύονται σε αυτήν όλα τά άλλα), και αφετέρου τό πρίσμα τού ερωτήματος περί τών όρων τής δυνατότητας γνώσης. Πράγματι, η μοντέρνα φιλοσοφία χαρακτηρίζεται από τή γνωσιολογική οπτική γωνία και τή διαμάχη μεταξύ εμπειρισμού (ο οποίος κληρονομεί σε μεγάλο βαθμό τόν νομιναλισμό, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά τά ζητήματα τής γνώσης) και ρασιοναλισμού (ο οποίος κληρονομεί σε μεγάλο βαθμό τόν ρεαλισμό, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά τά ζητήματα τής γνώσης και πάλι). Τό λεξιλόγιο όμως τής οντολογικής διαμάχης διατηρείται μέχρι τίς μέρες μας στή φιλοσοφία τών μαθηματικών, όπου αποκαλούνται ρεαλιστές όσοι πιστεύουν στήν αυθυπαρξία τών μαθηματικών εννοιών. Ένας απόηχος τού σχετικού προβληματισμού διατηρείται επίσης στή Λογική, όπου παραμένει ένα ενδιαφέρον για τήν τήρηση τής μεθοδολογικής αρχής «entia non sunt multiplicanda praeter necessitatem»,[8] η οποία είναι γνωστή και ως «ξυράφι τού Όκκαμ». Έτσι, η σύγχρονη Λογική θεωρεί ότι αποφεύγει τό πρόβλημα τής υπάρξεως ή όχι τών καθολικών εννοιών, με τό να αποφεύγει τήν παραδοσιακή προτασιακή μορφή «ο άνθρωπος είναι θνητός» ή ακόμα και τή μορφή «όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί», και να χρησιμοποιεί αντ’ αυτών τήν προτασιακή μορφή «για κάθε ένα Χ, αν τό Χ είναι άνθρωπος τότε είναι θνητό». Εκ παραλλήλου, πολλοί από τούς θεωρητικούς τής αναλυτικής φιλοσοφίας τού εικοστού αιώνα εμφανίζονται ως νομιναλιστές (έχοντας όμως κατά τή γνώμη μου παρεξηγήσει τό οντολογικό ερώτημα), ιδίως στά πλαίσια τής υποστήριξης τού ακραίου τους θετικισμού, και πάντως (για τούς φιλοσόφους τής συνήθους γλώσσας), στά πλαίσια τής υποστήριξης τών ισχυρισμών τους για τό ανόητο και «μεταφυσικό» τής «παραδοσιακής φιλοσοφίας».
Σημειώσεις για τό πρόβλημα και τή σημασία του
Έχω μπροστά μου δύο καρέκλες. Είναι δύο ατομικά συγκεκριμένα αντικείμενα, που τούς δίνουμε τό ίδιο όνομα – «καρέκλα» – και που λέμε ότι είναι καρέκλες, όντας ως προς αυτό όμοια και εναλλάξιμα, ως προς τό ότι δηλαδή έχουν από τέσσερα πόδια και μια πλάτη και τά χρησιμοποιούμε για να καθόμαστε. Σε αρμονία με αυτό, έχω, όπως, φαντάζομαι, και σεις, στό νου μου μία έννοια (μία ιδέα), τήν έννοια τής καρέκλας. Τήν έννοια αυτή, τήν ορίζω εν προκειμένω ως αυτό που έχει τέσσερα πόδια και μιά πλάτη και χρησιμεύει για να κάθομαι, και τήν βλέπω σε κάθε μία ατομική καρέκλα, που δεν μέ ενδιαφέρει στό σημείο αυτό παρά ως καρέκλα. Η έννοια αυτή μέ κάνει να διακρίνω στό πλήθος τών επί μέρους όντων αυτά που είναι καρέκλες από αυτά που δεν είναι, η έννοια αυτή είναι εν ολίγοις ένα στοιχείο τής λογικής μου, τής γλώσσας μου, τών ματιών που βλέπω τόν κόσμο. Αντιθέτως, δεν είναι τέτοιο στοιχείο η έννοια τού όντος–με–ξύσιμο–στό–μπροστινό–δεξί–πόδι, βάσει τής οποίας εξομοιώνονται κάποιες συγκεκριμένες καρέκλες, τραπέζια, ζώα και κτίρια με κολώνες, και αντιπαρατίθενται σε άλλες συγκεκριμένες καρέκλες, τραπέζια, ζώα και κτίρια με κολώνες. Τά συγκεκριμένα αυτά όντα συμβαίνει να τά διακρίνω ως καρέκλες, τραπέζια, ζώα κ.ο.κ., και όχι ως όντα με ή χωρίς ξύσιμο, στό μπροστινό δεξί ή άλλο πόδι, και διότι έτσι τά έμαθα από άλλους, αλλά και διότι βρίσκω πως έχει σημασία/ ενδιαφέρον/ νόημα π.χ. τό αν μού χρησιμεύει ένα αντικείμενο για να καθίσω ή όχι, τό αν είναι ζωντανό (και μπορεί π.χ. να μέ απειλήσει) ή όχι, κλπ. Ενώ αντιθέτως, βρίσκω πως τό ξύσιμο σ’ αυτό ή σ’ εκείνο τό «πόδι» δεν έχει καμία σημασία, μού είναι παντελώς αδιάφορο, και ότι τέτοιες διακρίσεις είναι ανόητες, αφού δεν δίνουν καμία ουσιαστική πληροφορία για τά πράγματα, δεν μού μεταφέρουν με άλλα λόγια τήν ουσία τών πραγμάτων.[9]
Οι έννοιες τώρα αυτές, οι ιδέες, που έχω στό μυαλό μου, ή κάποιες τέτοιες ιδέες τέλος πάντων, υπάρχουν και στήν πραγματικότητα; ανεξαρτήτως δηλαδή τού γεγονότος ότι συμβαίνει να βρίσκονται στό νου μου, άντε και στή γλώσσα μας; Υπάρχουν αυτές οι ουσίες τών πραγμάτων, στήν πραγματικότητα, δηλαδή ανεξάρτητα από τό κέφι μου; Ή είναι απλώς ονόματα (νόμοι κατανομής τών πραγμάτων και απονομής σημασίας), απόρροια δηλαδή τής δικής μου, αν όχι αυθαιρεσίας κατά τή διάκριση και εν ταυτώ ονομασία τών πραγμάτων, πάντως συγκρότησης στά πλαίσια δεδομένου πολιτισμού, γλώσσας κλπ.;
Ο νομιναλιστής λέει πως δεν υπάρχουν καθολικές ιδέες στήν πραγματικότητα, πέρα δηλαδή από τό νου μου. Πέρα από τό νου μου υπάρχουν μόνο συγκεκριμένα ατομικά όντα, αυτή η καρέκλα και εκείνη, ο Γιάννης, ο Κώστας κι ο Θανάσης, και τίποτα άλλο. Όσο για τίς έννοιες, αυτές είναι ονόματα, νόμοι ακριβώς κατανομής τών πραγμάτων και απονομής σημασίας, υπαρκτοί βεβαίως και αυτοί, στό νου μου, άντε και στήν κουλτούρα μου, στή γλώσσα μου, όχι στά πράγματα. Πώς όρισα προηγουμένως τήν έννοια καρέκλα; Ως κάτι που μού κάνει για να κάθομαι. Μα αυτό δεν υπάρχει στά πράγματα, αλλά στούς δικούς μου σκοπούς. Τά ονόματα που δίνω στά πράγματα δείχνουν πολύ περισσότερα για μένα παρά γι’ αυτά. Και τό ότι θεωρώ ανόητη τή διάκριση ανάμεσα σε όντα με ή χωρίς ξύσιμο στό μπροστινό δεξί ή άλλο πόδι, εξαρτάται, όχι από τήν πραγματικότητα, αλλά από τή δική μου λογική, γλώσσα, συγκρότηση. Σε κάποιον άλλο θα μπορούσε να φαίνεται σημαντική, ενδιαφέρουσα και εύλογη η έννοια τού όντος–με–ξύσιμο–στό–μπροστινό–δεξί–πόδι. Δεν υπάρχει τίποτα στήν πραγματικότητα που να καθιστά σωστά τά δικά μου ονόματα και λανθασμένα τά δικά του.
Ο ρεαλιστής πιστεύει αντίθετα ότι υπάρχουν καθολικές ιδέες στήν πραγματικότητα, ανεξαρτήτως δηλαδή τού αν τίς έχω εγώ στό νου μου. Υπάρχει η ιδέα τής μονάδας ή τής δεκάδας, τού σημείου, τού μεγέθους κ.ο.κ. Κάποια πράγματα είναι μεγαλύτερα από άλλα, κι αυτό δεν εξαρτάται από μένα αλλά από τό μέγεθός τους. Ένας ατομικός συγκεκριμένος σπόρος δεν είναι ακόμη δέντρο και πιθανόν ποτέ να μη γίνει? τείνει όμως από τώρα στήν κατάσταση τού δέντρου, κατάσταση/ ιδέα αφηρημένη (αφού δεν συμπεριλαμβάνει τά συμβεβηκότα που υπάρχουν σε οποιοδήποτε ατομικό δέντρο, π.χ. τίς κουφάλες που κάνουν οι σκίουροι ή τά μυρμήγκια) αλλά ήδη υπαρκτή, όχι στά δικά μου τά ονόματα – εγώ μπορεί να μην ξέρω καν ότι τούτο δω είναι σπόρος δέντρου ή τήν σχέση ανάμεσα στούς σπόρους και τά δέντρα – αλλά στήν ουσία αυτού τού σπόρου, ο οποίος από τή φύση του (δηλαδή τήν κατασκευή του) τείνει να γίνει δέντρο. Και βεβαίως μπορεί να υπάρχει απόσταση ανάμεσα στίς δικές μου ιδέες και τό είναι τών πραγμάτων. Μπορεί να κάνω λάθος στόν χαρακτηρισμό, στά ονόματα, στή σκέψη. Ή μπορεί να είμαι σχιζοφρενής. Και να έχω πράγματι χωρίσει τά πράγματα σε αυτά–που–έχουν–ξύσιμο–στό–μπροστινό–δεξί–πόδι και αυτά–που–έχουν–ξύσιμο–στό–πίσω–αριστερό–πόδι, έννοιες όχι βεβαίως ισοδύναμες κατά τό εύλογο, τή σημασία και τό νόημα με τίς συνήθεις έννοιες κτίριο, ζώο, τραπέζι κλπ., διότι είναι επιφανειακές και δεν φανερώνουν τήν ουσία τών πραγμάτων. Όσο για τούτες δω τίς καρέκλες; Μα αυτές απεικονίζουν ακριβώς τήν ιδέα τής καρέκλας, στό βαθμό βεβαίως που πέτυχε κατά τήν εφαρμογή της ο επιπλοποιός. Ο οποίος έφτιαξε τίς συγκεκριμένες καρέκλες ακριβώς ως καρέκλες, με προϋπάρχουσα δηλαδή τήν ιδέα τής καρέκλας. Αντανακλάται λοιπόν σε αυτά τά συγκεκριμένα αντικείμενα, τόσο η αφηρημένη μορφή (πλάτη και τέσσερα πόδια), όσο και ο σκοπός τού να μπορεί να κάτσει, όχι ειδικά εγώ τό ατομικό ον, αλλά ένας μέσος ενήλικος άνθρωπος (ιδέα). Ο σκοπός αυτός υπάρχει στή φύση, τήν κατασκευή, τής καρέκλας, όπως ο σκοπός τής ενηλικίωσης σε δέντρο υπάρχει στή φύση, τήν κατασκευή, τού σπόρου. Και όχι κατ’ ανάγκην στό δικό μου τό κεφάλι, αφού τή συγκεκριμένη καρέκλα εγώ μπορεί να αποφασίσω να τήν χρησιμοποιήσω, όχι για να καθίσω όπως είναι ο προορισμός της, αλλά για να ζεσταθώ καίγοντάς τη στό τζάκι, ή για να σπάσω τό κεφάλι τού φιλοσοφικού μου αντιπάλου.
Ο νεοπλατωνικός ρεαλιστής, και ακολούθως εν πολλοίς ο μεσαιωνικός χριστιανισμός, θεωρεί ότι η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στόν επιπλοποιό και τήν καρέκλα, υπάρχει και ανάμεσα στό Θεό και τόν κόσμο. Και ότι οι ιδέες τών συγκεκριμένων πραγμάτων υπάρχουν στή σκέψη τού Θεού ως δημιουργού. (Ο χριστιανός νομιναλιστής από τήν άλλη θεωρεί ότι ο Θεός δεν χρειάζεται αφηρημένες ιδέες? συλλαμβάνει κάθε πράγμα στή μονάκριβη και ανεπανάληπτη ατομικότητά του).
Οι καρέκλες αυτές λοιπόν, είναι φτιαγμένες για να κάθομαι. Ο σκοπός, η χρήση τους, ο προορισμός τους, δεν είναι απόρροια απλώς τού τί βολεύει εμένα, αλλά ενυπάρχει στή φύση τους, δηλαδή τήν κατασκευή τους, εφόσον έχει λάβει αυτή χώρα σε αρμονία με τήν προϋπάρχουσα ιδέα τής καρέκλας.
Οπότε τό ίδιο θα ισχύει και για τά υποζύγια, έ; Τά άλογα και τά μουλάρια, αφού είναι «υποζύγια», άρα είναι φτιαγμένα ως τέτοια, δηλαδή για να τά καβαλούμε εμείς! Και οι «δούλοι»; Για να δουλεύουνε στά «αφεντικά». Ο «βασιλιάς» για να βασιλεύει, οι δικαστές για να δικάζουνε και οι εργάτες για να τίς τρώνε. Ενώ οι νέγροι είναι νέγροι, οι λευκοί λευκοί, και τό παιδί ενός λευκού και μιάς νέγρας είναι… μπάσταρδο! «Sui generis»[10] κατά τόν ακαδημαϊκό όρο τού σχολαστικού!
Αν και στίς μέρες μας παρουσιάζεται συχνά ως μια ανούσια σχολαστική διαμάχη, τό οντολογικό πρόβλημα δεν είναι διόλου «ακαδημαϊκό». Τό οντολογικό πρόβλημα έχει βαθύτατες προεκτάσεις σε όλο τό φάσμα τής ανθρώπινης σκέψης, στήν επιστήμη, τήν πολιτική και τήν αισθητική εξίσου. Είναι δε προφανές νομίζω τό πώς οι νομιναλιστικές θεωρίες έτειναν να εμφανίζονται ως αιρετικές και ανατρεπτικές στά τέλη τού Μεσαίωνα, αφού μπορούσαν να σημαίνουν και ότι καθένας είναι ελεύθερος να ονομάζει (δηλαδή να θεωρεί) τά πράγματα όπως θέλει. Και δεν είναι τυχαία ιστορικά η συμμαχία ανάμεσα στόν νομιναλισμό, τόν αντικαισαροπαπισμό και τήν πειραματική μελέτη τού φυσικού κόσμου που τότε δειλά δειλά ξαναρχίζει.
Πέρα όμως από τά όποια συμβεβηκότα τής ιστορίας τών ιδεών και τής πολιτικής τού Μεσαίωνα, ο ρεαλισμός δεν είναι κατ’ ανάγκην συντηρητικός, ούτε ο νομιναλισμός κατ’ ανάγκην επαναστατικός. Ρεαλισμός σημαίνει ότι υπάρχουν κάποιες καθολικές ιδέες, ανεξαρτήτως τού τρόπου που σκεφτόμαστε? όχι και ότι αυτές ταυτίζονται με τίς ιδέες που τυχαίνει να έχουμε εμείς στό νου μας ή στή γλώσσα μας. Αντιθέτως, οι ιδέες που συμβαίνει να έχουμε, τά ονόματα, μπορεί να είναι ψευδείς, να μην ανταποκρίνονται δηλαδή στήν ουσία τών επί μέρους πραγμάτων και συνεπώς να μη συμφωνούν με τήν πραγματικότητα τού κόσμου τών νοουμένων. Η έννοια τού υποζυγίου μπορεί να μην ανταποκρίνεται στά πράγματα, αλλά να είναι μια διαστροφή τής ανθρώπινης σκέψης και γλώσσας. Οπότε πρέπει να τήν αλλάξουμε.
Ο ρεαλιστής λοιπόν, έχει τή δυνατότητα να διαφωνεί με τόν τρόπο που εμφανίζονται τά πράγματα στήν κοινή λογική, στή γλώσσα, στόν καθιερωμένο τρόπο σκέψης, και να ισχυρίζεται π.χ. ότι κάνουμε λάθος αν διαχωρίζουμε τούς ανθρώπους σε δούλους και ελεύθερους, ανεξαρτήτως τού πόσο καθιερωμένος συμβαίνει να είναι ο διαχωρισμός αυτός στούς υφισταμένους πολιτικούς θεσμούς ή και στή γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να συνεννοούμαστε. Ή βεβαίως, μπορεί να συμφωνεί με τόν υφιστάμενο διαχωρισμό, θεωρώντας ότι ανταποκρίνεται αυτός στήν ουσία τών πραγμάτων. Για τό νομιναλιστή αντιθέτως, δεν υπάρχει σωστή και λάθος ταξινόμηση στά πράγματα, ανεξαρτήτως τών ονομάτων, τής υφισταμένης δηλαδή γλώσσας, λογικής, τρόπου σκέψης. Ενόψει τής δυνατότητας διαφορετικών ταξινομήσεων, γλωσσών, τρόπων σκέψης, ο νομιναλιστής θα πει ότι αυτές εξυπηρετούν διαφορετικούς υποκειμενικούς σκοπούς η κάθε μία, και εναπόκειται στόν καθένα να επιλέξει ή και να φτιάξει τά ονόματα που εξυπηρετούν καλύτερα τούς σκοπούς του. Οπότε ο νομιναλιστής δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι «η διάκριση τών ανθρώπων σε δούλους και ελεύθερους είναι λανθασμένη και πρέπει να τήν αλλάξουμε». Εκείνο που μπορεί να πει είναι ότι «εγώ έχω διαφορετικούς σκοπούς, με τούς οποίους η διάκριση αυτή δεν συνάδει», αποστασιοποιούμενος μάλλον παρά ζητώντας να πείσει τόν άλλον, ή έστω περιμένοντας ότι μπορεί ο άλλος να θελήσει να ακολουθήσει. Ή μπορεί από τήν άλλη να πει, ότι, αφού δεν υπάρχουν σωστά και λάθος ονόματα, ορθό είναι να κρατάμε αυτά που συμβαίνει να έχουμε.[11]
Η σημασία τού οντολογικού προβλήματος είναι πολλαπλή. Προσέξτε τό ακόλουθο παράδειγμα από τήν πολιτική τού καιρού μας.
Τό Μάιο τού 2001, ο Φιντέλ Κάστρο επισκέφτηκε τή Λιβύη. Εκεί, ο Μουαμάρ Καντάφι τόν ξενάγησε και στά ερείπια μιάς κατοικίας του, κατεστραμμένης από τό 1986, από βομβαρδισμούς τών ΗΠΑ. Τά ερείπια αυτά, ο Καντάφι τά διατηρεί και επιδεικνύει κατά καιρούς, ως «σύμβολο τής αμερικανικής κρατικής τρομοκρατίας». Τή γνώμη του αυτή συμμερίζεται ενδεχομένως η πλειονότητα τών Λιβύων. Ο Ρόναλντ Ρήγκαν από τή μεριά του, και οι περί αυτόν, που είχαν αποφασίσει και διατάξει τούς βομβαρδισμούς τής Λιβύης τό 1986 έπειτα από τήν έκρηξη κάποιας βόμβας σε ντισκοτέκ τού δυτικού Βερολίνου, είχαν θεωρήσει τήν ενέργειά τους αυτή ως «αντίποινα κατά τής διεθνούς τρομοκρατίας», γνώμη που εξακολουθούν υποθέτω να έχουν και σήμερα, μαζί με τήν πλειονότητα τών Αμερικανών.
Για τόν ρεαλιστή, τό τί ήταν και τό τί δεν ήταν ο βομβαρδισμός τής Λιβύης τό 1986, αν ήταν όμοιος κατ’ ουσίαν ή όχι με τόν βομβαρδισμό τής ντισκοτέκ τού δυτικού Βερολίνου ή τίς ενέργειες τών Ερυθρών Ταξιαρχιών, είναι ζήτημα πραγματικό, ανεξάρτητο από τήν κουλτούρα ή τόν τρόπο σκέψης τού Καντάφι και τού Ρήγκαν. Όπως επίσης τό τί είναι και τί δεν είναι τρομοκρατία, αντίποινα, πόλεμος, απελευθερωτικός αγώνας κ.ο.κ. Τό ότι διαφωνούν ο Καντάφι και ο Ρήγκαν ως προς αυτό, σημαίνει ότι κάποιος από τούς δύο, ή και οι δύο, κάνουν λάθος, είτε ως προς τήν εκτίμηση τού γεγονότος, είτε ως προς τή σύλληψη τών ιδεών που απεικονίζονται σ’ αυτό. Βεβαίως μπορεί και να σημαίνει ότι έχουν διαφορετική γλώσσα, λογική, τρόπο σκέψης, ο καθένας στό μυαλό του? και ότι καθένας εφαρμόζει σωστά τούς σχετικούς δικούς του κανόνες, τά δικά του ονόματα, τά οποία μπορούμε να πούμε και ότι έχουν μια ύπαρξη συμβατική, παρόλο που μπορεί να είναι προϊόν πλάνης. Και βεβαίως μπορεί να είναι προϊόν πλάνης, διότι υπάρχει πέρα από αυτά η αλήθεια για τό αν ο βομβαρδισμός τής Λιβύης τό 1986 ήταν ή όχι τρομοκρατία, και για τό αν ο βομβαρδισμός τής Λιβύης ήταν ή όχι στήν ουσία τό ίδιο πράγμα με τόν βομβαρδισμό τής ντισκοτέκ.
(Αυτό δεν σημαίνει ότι ειδικά η ιδέα τής τρομοκρατίας (ή οποιασδήποτε άλλης σχετικής) είναι για τόν ρεαλιστή κατ’ ανάγκην αληθινή. Μπορεί η ιδέα τής τρομοκρατίας να είναι σαν αυτές τού όντος με ή χωρίς ξύσιμο, σ’ αυτό ή σ’ εκείνο τό πόδι. Όπως και οποιαδήποτε άλλη ιδέα συμβαίνει να έχουμε στό μυαλό μας. Τό γεγονός ότι έχουμε μια ιδέα στό κεφάλι ή τή γλώσσα μας, ή, ακριβώς, ένα όνομα, δεν συνεπάγεται από μόνο του τή συμφωνία με τά πράγματα. Υπάρχουν σωστές και λάθος σκέψεις, ιδέες, αντιλήψεις, και η ορθότητα έγκειται ακριβώς στή συμφωνία με τά πράγματα, τόσο τού κόσμου τών φαινομένων όσο και τού κόσμου τών νοουμένων.)[12]
Για τό νομιναλιστή αντίθετα, τόσο ο Καντάφι όσο και ο Ρήγκαν, είναι ελεύθεροι να ονομάζουν «τρομοκρατία» ό,τι θέλει ο καθένας, σε αρμονία με τόν δικό του τρόπο σκέψης, που αντικατοπτρίζει τούς δικούς του σκοπούς μάλλον παρά τήν πραγματικότητα. Δεν είναι η πραγματικότητα που καθορίζει τό αν οι ενέργειες τού Καντάφι, τού Ρήγκαν, τού Αντρέα Μπάαντερ και τής Ούλρικε Μάινχοφ, ή τού ΜακΒέι τού «βομβιστή τής Οκλαχόμας», είναι «τρομοκρατικές» ή όχι, «ληστρικές», «δολοφονικές», «επαναστατικές», «καλές», «κακές»… «πράξεις». Είναι τά ονόματα μόνο, που ενδέχεται να διαφέρουν, είτε κατά τή σημασία, είτε κατά τήν εφαρμογή, ανάλογα με τή γλώσσα, τή λογική ή τόν τρόπο σκέψης τού καθενός. Και τά ονόματα υπάρχουν βεβαίως, συμβατικά, για να τακτοποιούν τά πράγματα κατά πώς μάς βολεύει, ή κατά πώς βολεύει εκείνους που καταφέρνουν να περάσει τό δικό τους. Ο Ρήγκαν αποκαλεί τόν Καντάφι τρομοκράτη, εφαρμόζοντας τό δικό του τρόπο σκέψης, τό δικό του νόμο, που είναι φτιαγμένος έτσι όπως εξυπηρετεί τό Ρήγκαν. Ο Καντάφι από τή μεριά του κάνει τό ίδιο. Δεν είναι πραγματικό τό ζήτημα τού αν ο ένας ή ο άλλος είναι τρομοκράτης, ούτε τό αν η ενέργεια τού ενός ή τού άλλου είναι κατ’ ουσίαν όμοια με τίς ενέργειες π.χ. τών Μπάαντερ–Μάινχοφ. Μόνο ζήτημα εσωτερικής συνοχής στά πλαίσια τού τυχόν προϋποτιθέμενου τρόπου σκέψης, οι κανόνες τού οποίου μόνο συμβατικά μπορούν να μάς δεσμεύουν.
(Αυτό δεν σημαίνει ότι ο βομβαρδισμός τής κατοικίας τού Καντάφι είναι κατ’ ανάγκην για τό νομιναλιστή ηθικά ουδέτερος. (Και τό «ουδέτερος» όνομα είναι). Ως ατομικό συγκεκριμένο γεγονός και άρα υπαρκτό ανεξαρτήτως τών ονομάτων, ο βομβαρδισμός τής κατοικίας τού Καντάφι μπορεί κάλλιστα να είναι για τό νομιναλιστή αισχρός ή θεάρεστος καθαυτός, όχι λιγότερο εν πάση περιπτώσει απ’ ό,τι ένα ατομικό ον μπορεί να είναι κίτρινο ή κόκκινο. Η διαφορά έγκειται στό ότι αυτό τό είναι τού συγκεκριμένου γεγονότος δεν εξαρτάται από κάποια – ανύπαρκτη – ιδέα τού τί είναι τρομοκρατία, βομβαρδισμός, αντίποινα κλπ., ούτε – πράγμα που είναι τελικά τό ίδιο – από οποιαδήποτε ομοιότητα τού γεγονότος αυτού με άλλα συγκεκριμένα γεγονότα. Γενικά, ο περιορισμός τής πραγματικότητας στά επί μέρους ατομικά όντα δεν συνεπάγεται περιορισμό στή λεγομένη εμπειρική πραγματικότητα. Και η διάκριση ανάμεσα στίς καθολικές ιδέες και τά επί μέρους όντα είναι τελείως διαφορετική από τή διάκριση ανάμεσα στό είναι και τό πρέπει, ή τόν καθαρό και τόν πρακτικό λόγο.)[13]
Μια πρόχειρη ταξινόμηση
Μπορούμε πρόχειρα να χωρίσουμε τίς απαντήσεις στό οντολογικό ερώτημα στά τέσσερα, ανάλογα με τό πόσα είδη όντων γίνονται από κάθε απάντηση δεκτά. Ξεκινώντας από τήν απάντηση που κάνει δεκτά τά λιγότερα είδη όντων, και πηγαίνοντας προς αυτή που κάνει δεκτά τά περισσότερα, μπορούμε να διακρίνουμε τόν ακραίο νομιναλισμό, τόν μέτριο ρεαλισμό, τόν μέτριο νομιναλισμό και τόν ακραίο ρεαλισμό. Η συμβατική αυτή ταξινόμηση θα μάς βοηθήσει να επισημάνουμε ορισμένα ειδικότερα προβλήματα.
Ακραίος νομιναλισμός
Στόν ακραίο νομιναλισμό, δεν υπάρχουν παρά ατομικά συγκεκριμένα όντα, και τά ονόματα που τούς δίνουμε, για τούς δικούς μας, ως επί τό πλείστον, σκοπούς. Ακολούθως, οι δύο συγκεκριμένες καρέκλες που έχω μπροστά μου υπάρχουν καθαυτές, ανεξαρτήτως εμού ή τής γλώσσας μου, όπως και τό τραπεζάκι ανάμεσά τους. Κάθε ένα όμως από τά πράγματι υπαρκτά αυτά όντα είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Καθαυτό δεν έχει καμμία ομοιότητα ή διαφορά από άλλο. (Ακόμα και χρονικά ίσως, σε σχέση με τόν εαυτό του). Οι ομοιότητες και οι διαφορές είναι υπόθεση τών ονομάτων, βάσει τών οποίων εξομοιώνουμε π.χ. τίς καρέκλες, αντιπαραθέτοντάς τες στό τραπεζάκι.
Με τή θεώρηση αυτή τού κόσμου έχουμε ως συνέπεια ότι δεν μπορούμε καν να πούμε ότι ένα πράγμα είναι καθαυτό μεγαλύτερο ή μικρότερο από άλλο. Ο ισχυρισμός ότι η Γη είναι μεγαλύτερη από τή Σελήνη, ή ότι η καρέκλα που κάθομαι είναι μεγαλύτερη από τό φλυτζάνι μου αλλά μικρότερη από τό τραπέζι, είναι αυθαίρετος – ή μάλλον, η ορθότητά του δεν προκύπτει απλώς και μόνο από τήν κατάσταση τών πραγμάτων, ανεξαρτήτως τού μετρώντος υποκειμένου.
Μέτριος ρεαλισμός
Στόν μέτριο ρεαλισμό, υπάρχουν στήν πραγματικότητα τά ατομικά συγκεκριμένα όντα, και οι καθολικές ιδέες, οι οποίες δικαιολογούν τούς κοινούς τους χαρακτηρισμούς που είναι τά ονόματα. Έτσι, δύο συγκεκριμένοι σκύλοι, π.χ. ένα λυκόσκυλο και ένας ποιμενικός, διαφέρουν ενδεχομένως κατά πολλά, είναι όμως και οι δύο σκύλοι, πράγμα που δεν οφείλεται απλώς και μόνο στό ότι εμείς αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε τό ίδιο όνομα και για τούς δύο, αλλά στό ότι υπάρχει εκτός αυτών και η ιδέα, τό είδος τού σκύλου. Η ιδέα αυτή ενσαρκώνεται στούς δύο σκύλους μας, ή, με άλλα λόγια, η ουσία τού σκύλου ενυπάρχει στούς δύο σκύλους μας, ή, με άλλα λόγια, οι δύο σκύλοι μας μετέχουν αυτής τής ιδέας. Εν πάση περιπτώσει, η ιδέα αυτή, ή τό είδος, ή η ουσία, καθορίζει ότι αυτός εδώ είναι σκύλος και όχι παπόρι, και εξαιτίας της δικαιολογούμαστε και οφείλουμε να επιθέτουμε τό ίδιο όνομα, έστω «σκύλος», στά συγκεκριμένα αυτά όντα. Τά οποία διαφέρουν επίσης, διότι εκτός από τήν ιδέα τού σκύλου, υπάρχουν και οι ιδέες τού λυκόσκυλου και τού ποιμενικού. Κ.ο.κ. για κάθε πραγματική ομοιότητα ή διαφορά αυτών τών σκύλων. Δύο οποιαδήποτε συγκεκριμένα σώματα έχουν τίς ποιότητες τού μεγέθους, τού βάρους, τού χρώματος, κλπ., και έτσι δικαιολογούμαστε όταν τά χαρακτηρίζουμε π.χ. μεγάλα ή μικρά, ή τό ένα μικρότερο τού άλλου.
Η βασική δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει η θεώρηση αυτή, έγκειται, αφενός μεν στό συνεχές τής πραγματικότητας τών ατομικών όντων, αφετέρου δε στίς ενδιάμεσες περιπτώσεις. Πρόκειται για τίς δύο όψεις τού ιδίου προβλήματος, τίς οποίες θα δούμε στά ακόλουθα δύο παραδείγματα.
Έστω ότι φτιάξαμε στόν πίνακά μας μιά ακολουθία από τρίγωνα αυξάνοντας προοδευτικά τό εύρος τής μιάς γωνίας. Ξέρουμε τήν παραδοσιακή διάκριση τών τριγώνων σε οξυγώνια, ορθογώνια και αμβλυγώνια τρίγωνα. Βλέποντας όμως τά οξυγώνια τρίγωνα, παρατηρούμε ότι υπάρχει μιά μεγάλη διαφορά, μεταξύ τών πρώτων τριγώνων, που είναι εντόνως οξυγώνια, και τών τελευταίων τριγώνων, που βρίσκονται αμέσως πριν από τό ορθογώνιο τρίγωνο, και είναι ελάχιστα οξυγώνια. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κάποιος ότι η διαφορά αυτή είναι μεγαλύτερη από τή διαφορά ανάμεσα στό ορθογώνιο τρίγωνο και τά τελευταία οξυγώνια τρίγωνα. Οπότε εξίσου εύλογη φαίνεται και η διάκριση ανάμεσα στά πολύ οξυγώνια τρίγωνα, τά μεσαία οξυγώνια τρίγωνα, και τά λίγο οξυγώνια τρίγωνα. Τό ίδιο και με τά αμβλυγώνια τρίγωνα, που θα διακρίνουμε σε πολύ αμβλυγώνια, μεσαία αμβλυγώνια και λίγο αμβλυγώνια. Παρατηρώντας πάλι τά πολύ οξυγώνια τρίγωνα, και τή διαφορά ανάμεσα σε αυτά που βρίσκονται στήν αρχή τής ακολουθίας τους και σε εκείνα που βρίσκονται στό τέλος, θα δούμε μιά ανάλογη διαφορά, η οποία καθιστά με τόν ίδιο τρόπο εύλογη τή διάκριση τών πάρα πολύ οξυγωνίων τριγώνων από τά απλώς πολύ οξυγώνια τρίγωνα. Τό ίδιο και στό άλλο άκρο τής ακολουθίας τών οξυγωνίων τριγώνων, όπου θα συναντήσουμε τά πολύ λίγο οξυγώνια τρίγωνα. Τό ίδιο συμβαίνει βεβαίως και με τά αμβλυγώνια τρίγωνα. Κ.ο.κ., μέχρι που να καταλήξουμε να έχουμε τόσες ιδέες στή βάση τής ταξινομητικής μας πυραμίδας, όσα και ατομικά τρίγωνα. Καταλήγει λοιπόν ο ρεαλισμός εδώ σε έναν ατέρμονο πολλαπλασιασμό τών όντων τού κόσμου τών ιδεών, τά οποία μάλιστα υπερβαίνουν κατά τήν ποσότητα και τό σύνολο τών ατομικών όντων. Και τί νόημα μπορεί να έχει τό να λέμε ότι σε κάθε ατομικό ον αντιστοιχεί και μια μυριάδα καθολικών ιδεών, στήν ίδια τή δομή τής πραγματικότητας, προτού ασχοληθούμε εμείς να κάνουμε τίς διακρίσεις, π.χ. τών οξυγωνίων από τά αμβλυγώνια τρίγωνα;
Έστω τώρα η ποιότητα τού γαλάζιου χρώματος και η ποιότητα τού πρασίνου χρώματος, οι οποίες βεβαίως αλληλοαποκλείονται. Ένα ατομικό ον όμως μπορεί να είναι γαλάζιο με κάποια πράσινη απόχρωση. Και μπορούμε να έχουμε σταδιακά εντονότερη τήν απόχρωση αυτή, μέχρι που να πάμε στό πράσινο με γαλάζια απόχρωση, και στό πράσινο ακολούθως. Η πραγματική ύπαρξη τών ποιοτήτων τού γαλάζιου και τού πρασίνου χρώματος όμως, σημαίνει και τήν πραγματική ύπαρξη μιάς διαχωριστικής γραμμής. Αλλά τά ατομικά όντα μπορεί να βρίσκονται πάνω στή διαχωριστική γραμμή. Ένα ατομικό ον μπορεί να είναι ακριβώς γαλαζοπράσινο και να μην εμπίπτει περισσότερο στή μία κατηγορία απ’ ό,τι στήν άλλη. Έστω ότι για να λύσουμε τό πρόβλημα αυτό αποδεχόμαστε και τρίτη ποιότητα ανάμεσα στό γαλάζιο και τό πράσινο, αυτή τού γαλαζοπράσινου. Μα τότε θα έχουμε τό ίδιο πρόβλημα στίς διαχωριστικές γραμμές τού γαλαζοπράσινου, αφενός από τό γαλάζιο και αφετέρου από τό πράσινο. Κ.ο.κ.
Η άλλη γενική δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει η θεώρηση αυτή έγκειται στόν προσδιορισμό τής πραγματικότητας τών ιδεών, και στό τί είδους εξάρτηση υπάρχει, αν υπάρχει, μεταξύ αυτών και τών ατομικών όντων. Θα τή δούμε στό ακόλουθο παράδειγμα.
Μια φορά κι έναν καιρό, στά νησιά Μασκαρένιας ανατολικά τής Μαδαγασκάρης, υπήρχαν κάποια συγκεκριμένα πτηνά, τά «ντόντο» (επιστημονικό όνομα «ρούφος» (rufus)). Επομένως και η ιδέα τού ντόντο. Όταν τά ντόντο εξαφανίστηκαν, στίς αρχές τού 18ου αιώνα, τί έγινε η ιδέα τού ντόντο; Εξαφανίστηκε κι αυτή;
Οπότε εγώ τώρα μιλάω αυθαίρετα, όταν λέω ότι τό ντόντο ήταν χοντρό και δυσκίνητο;
Ή μήπως, σε αντίθεση με τά ατομικά συγκεκριμένα ντόντο, η ιδέα τού ντόντο είναι αιώνια;
Οπότε θα εξακολουθήσει να υπάρχει η ιδέα και σε ένα τρισεκατομμύριο χρόνια; Όταν δεν θα υπάρχει ούτε ο ήλιος;
Μέτριος νομιναλισμός
Στό μέτριο νομιναλισμό, εκτός από τά συγκεκριμένα ατομικά όντα, υπάρχουν στήν πραγματικότητα και οι συγκεκριμένες ιδιότητες που έχει κάθε τέτοιο ον. Τά δε ονόματα τά θέτουμε εμείς, βάσει εξομοιώσεων που κάνουμε κατά βούληση τών συγκεκριμένων ιδιοτήτων.
Τόσο ο ήλιος όσο και η μπάρα αυτή χρυσού είναι κίτρινοι. Εκείνο όμως που πράγματι υπάρχει δεν είναι η κιτρινότητα γενικώς, αλλά η συγκεκριμένη απόχρωση τού ηλίου και η συγκεκριμένη απόχρωση τού χρυσού. Στό βαθμό που δεν μέ νοιάζει να διακρίνω, τούς ονομάζω και τούς δύο «κίτρινους».
Τόσο ο ένας σκύλος όσο και ο άλλος, έχουν τέσσερα πόδια, γαβγίζουν και ξύνονται. Ο ένας όμως έχει πόδια μήκους χ, ο άλλος πόδια μήκους ψ. Τό πίσω δεξί πόδι τού πρώτου έχει τρία τσιμπούρια, και τό εμπρός αριστερό πόδι τού δευτέρου έχει μια πληγή. Ο ένας γαβγίζει πιο μπάσα, ο άλλος πιο πρίμα. Κ.ο.κ. Οι διαφορές ανάμεσα στό πόδι με τά τσιμπούρια και στό διπλανό του δεν μέ νοιάζουν, τά ονομάζω λοιπόν και τά δύο «πόδια». (Τά τσιμπούρια όμως και τόν σκύλο τούς νοιάζουν). Οι διαφορές ανάμεσα στό μπάσο και τό οξύ γάβγισμα δεν μέ νοιάζουν, τά ονομάζω λοιπόν και τά δύο «γαβγίσματα». Κ.ο.κ. μέχρι που φτάνω να τούς ονομάσω και τούς δύο «σκύλους».
Η βασική δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει η θεώρηση αυτή έγκειται στήν ύπαρξη τών κεντρικών περιπτώσεων. (Πρόκειται για ακριβώς τό αντίθετο πρόβλημα από τό πρόβλημα τών ενδιαμέσων περιπτώσεων που είδαμε προηγουμένως).
Έστω ένα αντικείμενο γαλάζιο και ένα αντικείμενο γαλάζιο με ελαφρότατη πράσινη απόχρωση. Διαφέρουν βεβαίως κάπως, όμως και τό δεύτερο αντικείμενο θα τό πω γαλάζιο όπως και τό πρώτο? δεν είμαι ακριβώς ελεύθερος να τό εξομοιώσω με τά πράσινα. Ή έστω δύο κίτρινα αντικείμενα και ένα πράσινο. Τά κίτρινα αντικείμενα διαφέρουν βεβαίως κάπως μεταξύ τους ως προς τήν απόχρωση, δικαιολογούμαι όμως να τά θεωρήσω αυτά κίτρινα και τό πράσινο πράσινο. Και δεν θα μπορούσα να πω τό ένα κίτρινο κίτρινο, και τό άλλο μαζί με τό πράσινο πράσινα. Αυτό όμως δεν θα έπρεπε να συμβαίνει αν μόνο συγκεκριμένα όντα υπήρχαν με τίς συγκεκριμένες τους ιδιότητες, και κάθε εξομοίωση ήταν υπόθεση τής βουλήσεώς μου.
Προκειμένου να απαντήσει στό πρόβλημα αυτό, ο μέτριος νομιναλισμός μπορεί να πει ότι τά δύο συγκεκριμένα κίτρινα όντα μοιάζουν μεταξύ τους περισσότερο απ’ ό,τι τό καθένα με τό πράσινο. Προβάλλει δηλαδή εδώ μια περαιτέρω συγκεκριμένη ιδιότητα, αυτή τής κατά περίπτωση ομοιότητας. Αυτό όμως δημιουργεί τό εξής περαιτέρω πρόβλημα: Γιατί ονομάζουμε «ομοιότητες» όλες αυτές τίς συγκεκριμένες ομοιότητες; επειδή μοιάζουν; Ναι. Δηλαδή έχουμε δευτέρου επιπέδου συγκεκριμένες ομοιότητες, τίς οποίες ονομάζουμε κι αυτές έτσι επειδή μοιάζουν. Πράγμα που συνεπάγεται τρίτου επιπέδου συγκεκριμένες ομοιότητες που μοιάζουν, κ.ο.κ. στό άπειρο. Αλλιώς πρέπει να προϋποθέσουμε μία τουλάχιστον καθολική ιδέα, τήν ιδέα τής ομοιότητας.
Εξάλλου, οποιαδήποτε δύο συγκεκριμένα όντα θα μοιάζουν ως προς κάτι και θα διαφέρουν ως προς κάτι άλλο. Εγώ κι αυτό τό ποτήρι μοιάζουμε ως προς τό ότι υπάρχουμε, ως προς τό ότι έχουμε μάζα μικρότερη τού Ηλίου, κ.ο.κ. Ο ρεαλιστής μπορεί να θεωρήσει ότι υπάρχουν στήν πραγματικότητα είδη ομοιότητας και διαφοράς. Ο νομιναλιστής όχι.
Ακραίος ρεαλισμός
Στόν ακραίο ρεαλισμό υπάρχουν τά συγκεκριμένα όντα, οι συγκεκριμένες τους ιδιότητες, και οι καθολικές ιδέες, οι ουσίες που έχουν κοινές τά συγκεκριμένα και που δικαιολογούν τά κοινά τους ονόματα.
Υπάρχουν ο ήλιος και ο χρυσός, τό κίτρινο τού ηλίου και τό κίτρινο τού χρυσού, και η ιδέα τού κίτρινου χρώματος, η οποία και δικαιολογεί τό όνομα «κίτρινο». Δεν θέτω τό όνομα με τό έτσι θέλω – τό κάνω σε ανταπόκριση με τήν ουσία τών πραγμάτων. Αλλιώς θα έπρεπε να μπορώ να ονομάσω «κίτρινα» τόν ήλιο και τή θάλασσα, σε αντίθεση με λ.χ. «γαλάζια» τό χρυσό και τόν ουρανό. Ο Φοξ με τά μακριά πόδια και τό βραχνό γάβγισμα, και ο Αζώρ με τά κοντά πόδια και τό ψιλό γάβγισμα, είναι και οι δύο σκύλοι – όχι επειδή έτσι τούς ονομάζω εγώ, αλλά επειδή έτσι είναι – σε αντίθεση με τήν Ψιψινέλ που είναι γάτα. Υπάρχει εκ τών προτέρων και ανεξάρτητα από μένα η πραγματικότητα τού σκύλου, τήν οποία και αναγνωρίζω στόν Φοξ και τόν Αζώρ, καθώς και η πραγματικότητα τής γάτας, τήν οποία αναγνωρίζω στήν Ψιψινέλ.
Τί γίνεται όμως όταν πάρουμε μισά γονίδια τού Αζώρ και μισά τής Ψιψινέλ και φτιάξουμε ένα υβρίδιο; Ποιά ιδέα προϋπάρχει; Πού ήταν η ιδέα τής γάτας πριν εμφανιστούν τά θηλαστικά; Γενικώς, πού βρίσκονται οι ιδέες και πώς μπορούμε να τίς γνωρίζουμε; Και τί γίνεται με ιδέες όπως ο δούλος και ο ελεύθερος, ο Θεός και ο μονόκερως;
Επίλογος
Ο νεοπλατωνικός ρεαλισμός τής χριστιανικής εκκλησίας τού μεσαίωνα είχε τά πράγματα τακτοποιημένα βάσει τής ιδέας τού Θεού και τού δημιουργού. Όπως ο επιπλοποιός φτιάχνει τίς καρέκλες βάσει τής ιδέας που έχει τής καρέκλας (και τών σκοπών που έχει), έτσι και ο Θεός φτιάχνει τά φαινόμενα, βάσει τών ιδεών και τών σκοπών που έχει. Οι ιδέες υπάρχουν στό νου τού Θεού. Άγνωσται αι Βουλαί Τού Κυρίου, αλλά υπαρκτές. Αλλά και άγνωστες. Πράγμα που σημαίνει ότι οι ιδέες που νομίζω ότι διακρίνω εγώ ο αμαρτωλός – δηλαδή σφάλλων – άνθρωπος, δεν είναι κατ’ ανάγκην οι σωστές.
Ο ρεαλιστής λοιπόν θα πει ότι αρκετές από τίς ιδέες που συμβαίνει να έχουμε, δεν ανταποκρίνονται στήν πραγματικότητα, στήν ουσία τών πραγμάτων. Έτσι, αν δεν συμφωνεί με τήν ανθρώπινη δουλεία ή τή χρήση τών ζώων για τό συμφέρον τών ανθρώπων, θα πει ότι η ανθρώπινη ιδέα τής δουλείας ή τού υποζυγίου δεν ανταποκρίνεται στήν ουσία τών πραγμάτων – αν πάλι συμφωνεί, θα αναγάγει τή συμφωνία του στή φύση, τή δομή, τού κόσμου. Αντίστοιχα για τήν ιδέα τού μονόκερου, κτλ. Έχει όμως πάντα δύο προβλήματα. Τό ένα είναι τό γνωσιολογικό. Πώς μπορούμε να γνωρίσουμε τίς ιδέες; Και τό άλλο είναι τό πρόβλημα τής προοδευτικής απόκλισης τών συγκεκριμένων όντων από τούς εκάστοτε ορισμούς, ούτως ώστε να εμφανίζονται πάντα ενδιάμεσες περιπτώσεις. Τόσο τό πρώτο όσο και τό δεύτερο πρόβλημα, καταλήγει συχνά ο ρεαλιστής να τά αποφεύγει, τό πρώτο μιλώντας για ενόραση ή ανάμνηση, το δεύτερο προσφεύγοντας στήν ανάγκη στό χαρακτηρισμό «sui generis».
Ο νομιναλιστής από τήν άλλη θα πει ότι, αν θέλουμε να δούμε τήν ουσία τών πραγμάτων, θα πρέπει να ανοίξουμε τά μάτια μας για να δούμε κάθε μία περίπτωση χωριστά – ξεχνώντας τίς ιδέες, ξεχνώντας ακόμα και τίς ομοιότητες ή διαφορές από άλλες περιπτώσεις. Όσο για τίς ιδέες, ο καθένας είναι ελεύθερος να φτιάχνει ό,τι ιδέες θέλει, ανάλογα με τούς σκοπούς του? τό πολύ πολύ να απαιτήσουμε τήν ύπαρξη εσωτερικής συνοχής και συνέπειας.
Ο νομιναλιστής έχει εκ πρώτης όψεως λύσεις απλούστερες και πιο ασφαλείς. Έχει όμως πάντα πρόβλημα με τή δικαιολόγηση οποιουδήποτε ισχυρισμού, τουλάχιστον πέρα από τούς εμπειρικούς. Γιατί η ορθότητα τών ισχυρισμών είναι στήν περίπτωση τού νομιναλιστή ζήτημα συνέπειας στά πλαίσια λογικού συστήματος (γλώσσας, τρόπου σκέψης) που αποδεχόμαστε κατ’ επιλογήν και μόνο. Αν τό προτιμούμε, φτιάχνουμε ο καθένας τό δικό του σύστημα, τή δική του γλώσσα. Ο νομιναλιστής καταλήγει έτσι πολύ εύκολα στό σολιψισμό. Ειδάλλως προσπαθεί να αποφύγει τό πρόβλημα, προκρίνοντας ως κατά κάποιο τρόπο υποχρεωτικό τόν παραδεδομένο τρόπο σκέψης, π.χ. λέγοντας πως δεν υπάρχει άλλος, ή πως αυτός ο τρόπος σκέψης είναι προϋπόθεση τής σκέψης τού εκάστοτε ζητήματος.
[1] Ενδιαφέρον παρουσιάζει μιά διάσταση και στή σύλληψη αυτής τής δισημίας ανάμεσα στήν ηπειρωτική Ευρώπη και τούς αγγλοφώνους. Ενώ στήν ηπειρωτική Ευρώπη όποιος ακούει τόν όρο «οντολογία» τείνει ως επί τό πλείστον να εννοήσει τό πρώτο ζήτημα, δυτικά τής Μάγχης ως «οντολογικό ερώτημα» εννοείται κατά βάση τό δεύτερο.
[2] Γι’ αυτό και καθ-ολική, διότι αφορά όλα τά επί μέρους.
[3] Η διαφωνία αυτή μεταξύ Πλάτωνος και Αριστοτέλη αποτέλεσε και τό βασικό σημείο τής διάστασης τών δύο σχολών, τής Ακαδημίας τού Πλάτωνος και τού Λυκείου τού Αριστοτέλη.
[4] Κατ’ αρχήν ο Πλωτίνος, και ο μαθητής και εκδότης αυτού ο Πορφύριος. Από αυτούς η ιδέα αυτή πέρασε τόσο στούς επίσης εθνικούς, τόν Ιάμβλιχο και τόν Πρόκλο, όσο και στούς χριστιανούς τής Σχολής τής Αλεξανδρείας περί τών οποίων βλ. κατωτέρω.
[5] Και ειδικότερα τού Αγ. Κλήμεντος τού Αλεξανδρέως και τού Ωριγένη. Η Αλεξανδρινή Σχολή (η οποία και αντιπαρετίθετο στή Σχολή τής Αντιοχείας) ευθύνεται γενικότερα, σε μεγάλο βαθμό, για τήν εισδοχή τής ελληνικής φιλοσοφίας στή χριστιανική σκέψη.
[6] Τουλάχιστον ως όνομα, διότι έχει λεχθεί και ότι δεν διαφέρουν κατ’ ουσίαν οι θεωρίες τών νομιναλιστών τού Μεσαίωνα από τά λεγόμενα τού Αριστοτέλη. (Βλ. Εμ. Ροΐδη «Αριστοτέλης» (Άπαντα, Τόμ. Δ΄, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1978), σελ. 51). Τό ζήτημα περιπλέκεται περαιτέρω από τό γεγονός ότι οι νομιναλιστές στή συνέχεια, και ιδίως οι σκεπτικιστές που τούς διαδέχονται, εμφανίζονται να αντιδρούν κατά κύριο λόγο στήν αριστοτελική ακριβώς φιλοσοφία, όπως βεβαίως έχει περάσει αυτή στούς κληρικούς τής Δύσης μέσω τών Αράβων και έχει αποτελέσει τήν κρατούσα τότε «σχολαστική» φιλοσοφία. Εξάλλου, η βασική πηγή από τήν οποία ξεκινά ο μεσαιωνικός νομιναλισμός είναι ένα αρχαίο σχόλιο για τήν αυθυπαρξία τών ιδεών, τό οποίο απευθύνεται ακριβώς στίς κατηγορίες τού Αριστοτέλη, ευρισκόμενο στή μετάφραση τού Βοηθίου στά λατινικά, τής Εισαγωγής τού Πορφυρίου στά Σχόλια αυτού στίς κατηγορίες τού Αριστοτέλη.
[7] Και μονάκριβα και ανεπανάληπτα, αντίληψη που θα ξαναβρούμε έπειτα από αιώνες στό Herder και τό ρομαντισμό.
[8] Τά όντα δεν πρέπει να πολλαπλασιάζονται πέραν τού αναγκαίου.
[9] Πρόσεξε τή χρήση τών εκφράσεων «η ουσία τού προβλήματος…», «στήν ουσία…», κλπ.
[10] Δικού του γένους.
[11] Τάση εμφανής στήν ύστερη αναλυτική φιλοσοφία, τήν λεγομένη και φιλοσοφία τής συνήθους γλώσσας.
[12] Αυτό μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε έναν αγνωστικισμό, σπέρματα τουλάχιστον τού οποίου βρίσκουμε διάσπαρτα ακόμα και στόν Πλάτωνα. (Π.χ. ο μύθος τής σπηλιάς). Τό δυσπρόσιτο τού κόσμου τών ιδεών είναι συχνά πρόβλημα για τόν ρεαλιστή, και πάντως υπήρξε συχνά αιτία παρεξηγήσεως τής πλατωνικής (και κάθε ρεαλιστικής) φιλοσοφίας.
[13] Εδώ υπάρχει μια μόνιμη δυσκολία για τόν νομιναλιστή, εφόσον δεν θέλει να δεχτεί τήν κατ’ ανάγκην υποκειμενικότητα κάθε αξιολογικής κρίσης, αφού είναι πράγματι προβληματική η δικαιολόγηση (αν όχι και η σύλληψη) μιάς τέτοιας κρίσης, χωρίς αναγωγή ούτε σε ιδέες ούτε καν σε κατ’ ουσίαν ομοιότητα τής κρινομένης περίπτωσης με άλλες. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο νομιναλισμός οδήγησε και ιστορικά στόν αξιολογικό σκεπτικισμό.