Ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καί ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Ἐπιστήμης - 2/3 - Point of view

Εν τάχει

Ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καί ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Ἐπιστήμης - 2/3





Ἐπανερχόμενοι εἰς τόν Χριστόν, λέμε, ὅτι, γιά τόν Χριστό, ἐν ἀντιθέσει μέ τόν ἄνθρωπο, δέν μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά ‘ἀνθρωπολογία’, ἀλλά γιά ‘Θεανθρωπολογία’, ἐπειδή ὁ Χριστός ἦταν καί εἶναι κατά φύσιν Θεός καί κατά φύσιν ἄνθρωπος. Ἀντίστοιχα, γιά ὅσους ἁγίους ἔμοιασαν μέ τόν Χριστό, δέν μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά ἁπλῆ ἀνθρωπολογία, ἀλλά γιά ‘ὑπέρ φύσιν ἀνθρωπολογία’, διότι οἱ ἅγιοι αὐτοί, ἄν καί δέν ἔπαυσαν νά εἶναι φυσιολογικοί ἄνθρωποι, ἐδέχθησαν τό πλήρωμα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τούς ἐδόθησαν ἀπό τόν Θεό χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλ. χαρίσματα ὑπερφυσικά. Ἄν ἐρευνήσωμε τό θέμα τῆς ἀνθρωπολογίας λίγο βαθύτερα, θά διαπιστώσωμε, ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ "πεπτωκότος" ἀνθρώπου, τοῦ εἰς τό "παρά φύσιν" εὑρισκομένου, καί ἄλλη ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ εἰς τό "ὑπέρ φύσιν" εὑρισκομένου ἀνθρώπου. Καί τοῦτο, ἐπειδή διαφοροποιεῖται ὁ ἄνθρωπος εἰς τίς καταστάσεις αὐτές ὅσον ἀφορᾶ καί εἰς τίς βιολογικές του λειτουργίες. Διαφορετικός, βιολογικά, εἶναι π.χ. ὁ σαρκικός ἄνθρωπος καί διαφορετικός εἶναι ὁ πνευματικός ἄνθρωπος. Διαφορετικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει μετάνοια ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει μετάνοια, διαφορετικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού εὑρίσκεται σέ κατάστασι φωτισμοῦ ἀπό ἐκεῖνον πού εὑρίσκεται σέ μετάνοια, καί διαφορετικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού εὑρίσκεται σέ κατάστασι θεώσεως ἀπό ἐκεῖνον πού εὑρίσκεται σέ κατάστασι φωτισμοῦ. Βιολογικά, ἐννοῶ.
Ἡδιαφοροποίησις αὐτή γίνεται αἰσθητή κυρίως ὅταν ἀρχίση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νά ἐνεργῆ πλούσια ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργήση πλούσια σέ ἕναν ἄνθρωπο, τότε, ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ὁ "κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος", ἀποκτᾶ διαφορετικά χαρακτηριστικά ἀπ’ ὅ,τι εἶχε προηγουμένως, διότι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνει τό βάθος τοῦ ἀνθρώπου. Μεταμορφοῦται ἡ ψυχή, μαζί μέ ὅλες τίς δυνάμεις της. Ἡ μεταμόρφωσις, ὅμως, τῆς καταστάσεως τῆς ψυχῆς καθώς καί τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σκηνώση πλούσια σέ ἕναν ἄνθρωπο, ἐπηρεάζει τήν λειτουργία καί τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, μέχρι μάλιστα τοῦ σημείου νά φθάση νά ἀποκτᾶ, τό σῶμα, νέα χαρακτηριστικά, νέες ἰδιότητες, πού δέν τίς εἶχε προηγουμένως. Καί, τοῦτο συμβαίνει, ἐπειδή τό σῶμα εἶναι ἄρρηκτα δεμένο μέ τήν ψυχή καί οἱ ἀλλοιώσεις τῆ ψυχῆς ἐπιδροῦν ἄμεσα εἰς τό σῶμα. Ὅταν ἡ ψυχή χαριτώνεται, χαριτώνεται καί τό σῶμα. Ὅταν ἡ ψυχή ἁγιάζη, ἁγιάζη καί τό σῶμα. Αὐτή ἡ ψυχοσωματική ἀλλαγή ἀρχίζει εἰς τόν ἄνθρωπο νά γίνεται ἐμφανής, ὅταν ἀρχίση νά ἐνεργῆ ἐπάνω του ἡ Χάρις τῆς μετανοίας. «Ἄνθρωπος», ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός, δέν εἶναι ἁπλᾶ ἕνα πλάσμα πού συνίσταται ἀπό δύο συστατικά, σῶμα καί ψυχή, ἀλλά ἐκεῖνο τό πλάσμα, πού, διά τῆς καθάρσεως ἀπό τά πάθη καί τοῦ ἁγιασμοῦ, κατέστησε τό σῶμα του ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι διαφορετικός ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι μετέχει εἰς τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ κινήσεις του, τά λόγια του, διέπονται ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ κεχαριτωμένος. Ἐκεῖνος, πραγματικά ζεῖ. Δηλ., ἔχει ἀναστηθῆ ἡ ψυχή του καί προγεύεται τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό αὐτήν τήν ζωή. Βλέπομε δηλ., ὅτι ἀνιχνεύοντες τήν φύση καί τίς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, καί προχωρῶντας ἀπό τόν παρά φύσιν ἄνθρωπο, διά μέσου τοῦ κατά φύσιν ἀνθρώπου, πρός τόν ὑπέρ φύσιν ἄνθρωπο, πού εἶναι ὁ κατά Χάριν θεός, ἀναγκαστικά ἐρχόμεθα ἀντιμέτωποι μέ τήν ἐνέργεια, δηλ. μέ τήν Χάρι, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε ὁ ἅγιος ἄνθρωπος νά φθάση νά δοξάζεται τόσο πολύ ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ἀκόμη νά λάμψη καί τό πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος. Ἡ μεταμόρφωσις αὐτή αὐτῶν τῶν ἁγίων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἀπόρροια τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ εἰς τό ὄρος Θαβώρ, ἐπειδή ἔφθασαν νά μετέχουν εἰς τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτά σημαίνουν, ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχη πλούσια εἰς τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾶ νέες δυνατότητες, οἱ ὁποῖες αὐξάνονται, κατά τήν ποσότητα καί ποιότητα, ὅσο ὁ ἄνθρωπος συνεχίζει νά μετέχη ὅλο καί περισσότερο εἰς τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ἄν, λοιπόν, κάποιος παρακολουθήση τήν πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἑνός ἀνθρώπου, ἀντιλαμβάνεται τό καταπληκτικό καί ἀτελεύτητο μέγεθος τῆς θείας δωρεᾶς, πού μπορεῖ νά φθάση μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε ὁ ἄνθρωπος, δυνάμει τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ἀξιωθῆ νά λάβη ὑπερφυσικά χαρίσματα. Τότε, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά φθάση νά ζῆ χωρίς νά τρώη, χωρίς νά διψᾶ, χωρίς νά κρυώνη, χωρίς νά ἀρρωσταίνη, μπορεῖ νά περπατᾶ ἐπάνω εἰς τά κύματα, νά πετᾶ σάν τό πουλί, νά μεταφέρεται ἀλλοῦ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, καί πολλά ἄλλα. Αὐτά, εἶναι μεταξύ ἐκείνων πόυ ἀγνοεῖ ἡ σημερινή Ἐπιστήμη, τά ὁποῖα, ὅμως, εἶναι πασίγνωστα εἰς τήν Ἐκκλησία καί ἔχουν κατατεθῆ εἰς τούς βίους τῶν Ἁγίων.
Θά διερωτηθῆ, ὅμως, κάποιος: «Ἐμεῖς, ὀφείλομε νά ἀσχοληθοῦμε μέ τόν ἄνθρωπο, ὅταν εὑρίσκεται σέ τέτοιες καταστάσεις, καί γιατί; » Ἡ ἀπάντησις εἶναι:
«Ναί, ἄν θέλωμε νά ἐμβαθύνωμε εἰς τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου». Διότι, τότε, γίνεται κατανοητώτερο τί εἶναι "νοῦς", τί "καρδία", τί "νοερά ἐνέργεια", τί "νοερή αἴσθησις", τί "ὑπέρ πᾶσαν νόησιν ὅρασις". Ὑπάρχουν ἐν δυνάμει δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου πού ἐνεργοποιοῦνται μόνον ὅταν ἐνεργήση εἰς τόν ἄνθρωπο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἀποκτήση ἐπίγνωσι αὐτῶν τῶν ἐν δυνάμει δυνατοτήτων του, τότε θά τοῦ γίνη σαφές πόσο ἡ σημερινή Ἐπιστήμη ἀγνοεῖ τήν πραγματική φύσι τοῦ ἀνθρώπου, ἐξισώνοντάς τον μέ τά ζῶα, ἀλλά καί ποιά ὀντολογική σχέσι καί συνάφεια ἔχει τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀθάνατη ψυχή του. Ἐάν κάποιος δέν προσεγγίση τήν ἀνθρωπολογία μέσα ἀπό αὐτόν τόν δρόμο, δηλ. μέσα ἀπό τήν ἀνθρωπολογία τῶν ἁγίων πού μετέχουν εἰς τό νοερό Φῶς, εἰς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μέσα δηλ. ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, δέν θά μπορέση νά προσεγγίση τό βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, νά προσεγγίση δηλ. τῇ ἀληθείᾳ τό "τί ἐστιν ἄνθρωπος". Γιά νά γίνη, ὅμως, αὐτό ἐφικτό, ἀπαιτοῦνται ὡρισμένες προϋποθέσεις ἐκ μέρους ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά κατανοήση τό βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τό διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἀσκητική Παράδοσις, μία ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι τό νά γνωρίση καί νά κάνη κτῆμα του τήν Ὀρθόδοξη θεολογική μέθοδο, πού ἔχει σάν βάσι της τήν νοερή προσευχή.
   Συνοψίζοντας, καταλήγομε στό ὅτι γιά νά ἐμβαθύνωμε εἰς τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπη νά ἐξετάσωμε τόν ἄνθρωπο, ὄχι μόνον ὅταν εὑρίσκεται εἰς τήν συνήθη παρά φύσιν κατάστασι, ἀλλά καί ὅταν ἐνεργῆ ἐπάνω του ἡ θεία Χάρις. Ἐπίσης, θά πρέπη νά ἀπαντήσωμε εἰς τό ἐρώτημα τί εἶναι ‘νοῦς’, ποιά εἶναι ἡ ἐργασία τοῦ ‘νοῦ’ τοῦ ἀνθρώπου (ὄχι τῆς διανοίας, ἀλλά τῆς νοερᾶς οὐσίας τῆς ψυχῆς), καθώς καί νά διερωτηθοῦμε γιά ποιόν σκοπό ὁ ἄνθρωπος ἔχει ‘νοῦν’. Σέ τί τοῦ χρειάζεται ὁ ‘νοῦς’; Ἡ διάνοια, ἡ λογική, δέν ἐπαρκοῦν; Γιατί νά ἔχη καί ‘νοῦν’ ὁ ἄνθρωπος, ὡς οὐσία, καί 'νοῦν' ὡς ἐνέργεια, δηλ. νοερή ἐνέργεια; Ἡ ἀπάντησις εἰς τό τελευταῖο ἐρώτημα «γιατί νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος καί νοερή ἐνέργεια;», εἶναι ἁπλῆ.
Ἀσφαλῶς καί ἔχει νοερή ἐνέργεια ὁ ἄνθρωπος τήν στιγμή πού ἡ ψυχή του εἶναι ζῶσα νοερή οὐσία. Διότι, κάθε οὐσία ἔχει καί ἐνέργεια. Ἄλλο, βέβαια, εἶναι τό ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν γνωρίζουν ὅτι ἔχουν νοερή ἐνέργεια, ἐπειδή αὐτή μέσα τους ἔχει κατασταθῆ ἀνενεργός καί δέν ἔχει ἀπό τούς ἴδιους ἐνεργοποιηθῆ.
Ξεκινᾶμε, λοιπόν, γιά νά δώσωμε ἀπαντήσεις εἰς τά ἐρωτήματα αὐτά. Εἴπαμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μυστήριο, ἀφοῦ μετέχει τῆς ὑλικῆς καί τῆς ἀΰλου, τῆς ζωώδους καί τῆς ἀγγελικῆς, ζωῆς. Εἴπαμε, ἐπίσης, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἐπλάσθηκε ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα «κατ᾽ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό, ὅμως, νομίζω, σημαίνει καί κάτι ἄλλο, τό ἑξῆς:
Ὁ Θεός εἶναι Πατήρ, Υἱός, Ἅγιον Πνεῦμα. Νοῦς (Πατήρ), Λόγος (Υἱός), Πνεῦμα (Ἅγιον Πνεῦμα). Ἀλλά, συμβαίνει καί ἡ κατά προσέγγισιν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, νά συνίσταται καί αὐτός ἀπό νοῦν, λόγον καί πνεῦμα. Ἡ διαφορά, ὅμως, ποιά εἶναι; Ὁ Θεός, πού εἶναι Νοῦς, Λόγος, Πνεῦμα, ἔχει τρεῖς ὑποστάσεις. Ὁ Νοῦς εἶναι ὑπόστασις (ὁ Πατήρ), ὁ Λόγος εἶναι ὑπόστασις (ὁ Υἱός), τό Πνεῦμα εἶναι ὑπόστασις (τό Ἅγιον Πνεῦμα). Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ἄν καί ἔχη, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νοῦν, λόγον καί πνεῦμα, εἶναι μία ὑπόστασις. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μία ὑπόστασις. Ὁ Θεός ὅμως εἶναι Τρεῖς Ὑποστάσεις. Ἄρα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία κατά προσέγγισιν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, εἶναι ἀκριβής εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου καλεῖται νά ὁμοιάση κατά τήν ἀνθρωπότητα. Καί, ὅπως ὁ Θεός ἔχει Νοῦν, πού βούλεται καί ἀποφασίζει, Λόγον, πού ἀποκαλύπτει τήν βουλήν καί ἀπόφασιν τοῦ Νοῦ καί ἐντέλλεται, καί Πνεῦμα, πού φέρει εἰς πέρας καί πραγματοποιεῖ τήν βουλήν τοῦ Νοῦ διά τοῦ Λόγου, τό ἴδιο ἔχει καί ὁ ἄνθρωπος: Νοῦν, πού βούλεται καί ἀποφασίζει, λόγον, πού ἀποκαλύπτει καί ἐκφράζει (ἐνδιαθέτως, προφορικῶς ἤ γραπτῶς) τήν βουλήν, τήν ἐπιλογήν, τήν ἀπόφασιν καί τό θέλημα τοῦ νοῦ, καί πνεῦμα (δύναμι), τό ὁποῖον πραγματοποιεῖ τήν ἐκπεφρασμένην διά τοῦ λόγου βουλή τοῦ νοῦ.
Εἰς τήν Ἁγία Τριάδα, ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Λόγου καί ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ ἀναίτιος Πατήρ. Ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν Λόγον καί ἐκπορεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κατά μία πολύ χονδροειδῆ ἀναλογία, καί τοῦτο ἐπειδή δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης ἤ ἀναλογία μεταξύ τοῦ ἀκτίστου, πού εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς, καί τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου, πού εἴμαστε ἐμεῖς, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι, ὅπως εἰς τόν Θεόν, πού ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Λόγου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ ὑπέρτατος Νοῦς, ἔτσι καί εἰς τόν ἄνθρωπον ἡ αἰτία καί ἡ πηγή τῶν πάντων εἶναι ὁ νοῦς του. Ἀπό τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου ξεκινοῦν ὅλα. Ὁ νοῦς του εἶναι ἡ φυσική πηγή τοῦ λόγου, τῶν σκέψεων καί τῶν λογισμῶν του. Καί πάλι, κατά μίαν πολύ χονδροειδῆ ἀναλογία, ὅπως εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ὁ Πατήρ γεννᾶ ἀενάως τόν Λόγον, ἔτσι καί εἰς τόν ἄνθρωπο ὁ νοῦς του γεννᾶ ἀενάως λόγον (νοήματα καί λογισμούς), ἐνδιαθέτως. Αὐτός ὁ ἐνδιάθετος λόγος τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά ἐκφρασθῆ, εἴτε ὡς προφορικός, εἴτε ὡς γραπτός, εἴτε ὡς νοηματικός, εἴτε ὡς συμβολικός, κλπ.




Τί ἀκριβῶς, ὅμως, ἐννοοῦμε ὅταν λέγωμε ‘νοῦν’; Τί εἶναι ὁ ‘νοῦς’ τοῦ ἀνθρώπου; Συμβαίνει, εἰς τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι, ὁ ἴδιος ὅρος, ‘νοῦς’, νά χρησιμοποιῆται, καί γιά τό κέντρο, τόν ὀφθαλμό, τήν οὐσία τῆς ψυχῆς, καί γιά τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί γιά τήν διάνοια, πού εἶναι ἡ ἐνέργεια, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτή ἐνεργεῖ εἰς τόν ἐγκέφαλον. Γιά τόν πιστό, 'νοῦς' μπορεῖ νά σημαίνη, εἴτε τόν 'ὀφθαλμό', τόν 'πυρῆνα' τῆς ψυχῆς του, τήν πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν του, δηλ. τήνπηγήτοῦ λόγου, εἴτε τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου, εἴτε τήν 'διάνοια', ἐκείνη δηλ. τήν δύναμι τῆς ψυχῆς πού ἐπεξεργάζεται, διά τοῦ ἐγκεφάλου, τόν λόγο, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπό τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς. Γιά τόν ἐπιστήμονα, ὁ ὅρος ‘νοῦς’ (mind) σημαίνει μόνο τήν ἐνέργεια τοῦ ἐγκεφάλου, τήν 'διάνοια', ὄχι ὅμως σάν μία δύναμι μιᾶς κάποιας ψυχῆς πού ζωοποιεῖ τό σῶμα, ἀλλά σάν μία δύναμι μιᾶς ψυχῆς πού δέν εἶναι ἀθάνατη ὀντότητα, ἀλλά πεθαίνει μαζί μέ τόν θάνατο τοῦ σώματος, ὅπως συμβαίνει εἰς τά ζῶα.
Κάθε, ὅμως, νόημα ἤ λογισμός πού γεννᾶται εἰς τόν ἄνθρωπο γεννᾶται πάντα ἀπό τήν φυσικήν του πηγή, πού εἶναι ὁ νοῦς του; Ὄχι πάντα. Διότι, νοήματα ἤ λογισμοί ὑποβάλλονται εἰς τόν ἄνθρωπον καί ἀπό δύο ἄλλες ὀντότητες: Ἀπό τόν Θεόν, ἤ ἀπό τόν διάβολον. Δηλ., ἕνας λογισμός πού ἐμφανίζεται νά ἐνεργῆ εἰς τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά προέρχεται, εἴτε ἀπό τόν νοῦν τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, τήν φυσικήν του πηγή, εἴτε ἀπό τόν ὑπέρτατον Νοῦν, τόν Θεόν, πού θέλει νά σώση καί βοηθήση τόν ἄνθρωπο, εἴτε ἀπό τόν διάβολο, πού θέλει νά πλανήση καί καταστρέψη τόν ἄνθρωπο. Ὁ νοῦς, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ἀφ᾽ ἑνός μέν ἡ πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτά προέρχωνται ἀπό τόν ἴδιον, καί ἀφ᾽ ἑτέρου ὁ νοητός χῶρος πού ἐμφανίζονται καί ἐνεργοῦν ἄλλα νοήματα καί λογισμοί, ὄχι ἰδικά του, καί πού προέρχονται, εἴτε ἀπό τόν Θεόν, εἴτε ἀπό τόν διάβολο. Ἐπίσης, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου ὡς ἐνέργεια, εἶναι ἡ νοερή του ἐνέργεια, ἡ ὁποία, ὅταν μετατοπισθῆ εἰς τόν ἐγκέφαλο, ταυτίζεται μέ τήν διάνοια. Ὁ νοῦς δηλ. τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκεῖνος πού κινεῖ τήν διάνοια, ἡ ὁποία μέ τήν σειρά της κινεῖ τόν ἐγκέφαλο, καί διά τοῦ ἐγκεφάλου κινεῖ τό σῶμα. Ἔτσι, βλέπομε ὅτι ὁνοῦςτοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκεῖνος πού εἶναι ὁ ὑπεύθυνος γιά τίς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου διαχέεται εἰς ὅλο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τό συνέχει καί τό ζωοποιεῖ, ὅπως ἡ φωτιά τόν πυρακτωμένο σίδηρο. Ἄν κοπῆ ἕνα μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, δέν κόβεται, ἀντίστοιχα, καί ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς. Οὔτε ἀλλοιώνεται, οὔτε διαφοροποιεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἄν προστεθῆ ὁ,τιδήποτε ξένο εἰς τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου (π.χ., ζωτικό ὄργανο, ὅπως συμβαίνει κατά τίς μεταμοσχεύσεις, ἤ τεχνητό ὄργανο, π.χ. τεχνητή καρδιά, κλπ.). Ἡ ψυχή, ὅμως, ἄν καί διαχέεται εἰς ὅλο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά διατηρῆ εἰς τήν ζωή κάθε κύτταρο τοῦ σώματος, ἔχει τό κέντρο της, τό μάτι της, πού εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ νοῦς. Ἡ καθαρή ψυχή γίνεται ὅλη νοῦς, ὅλη ὀφθαλμός. Ὁ νοῦς, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου ὡς οὐσία καί ὄχι ὡς ἐνέργεια, εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα μέ αὐτό πού λέμε «πνευματική καρδιά». Ὁ νοῦς, σάν οὐσία, σάν ὀντότητα, ταυτίζεται μέ αὐτήν τήν 'καρδία' ἤ ‘καρδιά’ τοῦ ἀνθρώπου, τό πνευματικό δηλ. κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τό ὁποῖο ἐκπορεύονται, κατά τόν Κύριο, οἱ πονηροί διαλογισμοί τοῦ ἀνθρώπου. «Ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται πονηροί διαλογισμοί...» λέει τό Εὐαγγέλιο (Ματθ. 15, 19), καί «Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει ἐν δὲ λύπαις οὔσης σκυθρωπάζει», λέει ὁ Παροιμιαστής (15, 13). Σέ αὐτά τά χωρία, ἀλλά καί σέ ὅλα τά ἄλλα μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ὅπου ἀναφέρεται ἡ λέξις «καρδία», ἐννοεῖται ἡπνευματικήκαρδιά καί ὄχι ἡ σαρκική καρδιά, πού κακῶς ἐκλαμβάνουν οἱ ἁπλοϊκοί. Δηλ. ἐννοεῖται ὁ «νοῦς» τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς του, δηλ. ἡ ψυχή του. Ἔτσι, λοιπόν, τό Εὐαγγέλιο ἐννοεῖ ὅτι ἀπό τήν ἀκάθαρτη ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχονται οἱ πονηροί λογισμοί στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἀπό τήν φυσική του καρδιά. Ἀπό αὐτό δέ τό κέντρο ὑπάρξεως, δηλ. τόν ‘νοῦν’, τήν πνευματική ‘καρδιά’, δέν ἐκπορεύονται μόνον οἱ πονηροί λογισμοί, ἀλλά ὅλοι οἱ λογισμοί καί τά νοήματα τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε αὐτά πηγάζουν ἀπό τόν ἴδιο, εἴτε ὑποβάλλονται εἰς αὐτόν ἀπό τόν Θεόν ἤ ἀπό τόν διάβολο.
Αὐτό, τώρα, τό κέντρο τοῦ λόγου καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ πηγή τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ὁ νοῦς του, πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὁ ὀφθαλμός, τό κέντρο, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἑδράζεται,ὄχιεἰς τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλάεἰς τόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶςτοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι μέσα εἰς τήν φυσική του καρδιά, δέν εἶναι δηλ. ὁ νοῦς ἐγκλωβισμένος μέσα εἰς τήν φυσική καρδιά, ἀλλά ἑδράζεται εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους καί πρός τό μέρος τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό, μπορεῖ νά τό διαπιστώση κάποιος ἐπάνω εἰς τόν ἑαυτό του, ὅταν ἐνεργοποιήση, διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀσκήσεως καί τῆς προσευχῆς, τήν νοερή του ἐνέργεια, ὁπότε αἰσθάνεται, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, διά τῆς νοερᾶς ἐνεργείας, ποῦ ἑδράζεται ὁ νοῦς, τό κέντρο δηλ. τῆς ψυχῆς του. Ἄν ἡ νοερή ἐνέργεια σέ ἕναν ἄνθρωπο λειτουργῆ συνεχῶς, συνεργούσης τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος αὐτός αἰσθάνεται συνεχῶς, μέσα εἰς τό στῆθος του, τήν ὕπαρξι καί ἐνέργεια τοῦ νοῦ του, δηλ. τῆς πνευματικῆς του καρδιᾶς, συνεχῶς, ἡμέρα καί νύκτα.
Αὐτό, εἶναι γνωστό ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. «Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ», ἀναφέρεται εἰς τό Ἆσμα Ἀσμάτων (5, 2).
Ὁχῶρος, λοιπόν, τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ τόπος, ἡ ἕδρα, καί τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ νοῦ, διότι ὁ νοῦς ταυτίζεται, ὅπως εἴπαμε, μέ τήν πνευματική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Δηλ., τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖεἰς τόν χῶρο τοῦστήθουςκαίὄχιεἰς τόν ἐγκέφαλο, ὅπως διατείνεται ἡ Ἐπιστήμη.
Ἐπειδή, ὅμως, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, τό 'πρόσωπο' καί ἡ 'πνευματική καρδιά' τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζονται καί ἐνεργοῦν εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους,ἐκεῖ, εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους, ἑδράζεται καί τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, δηλ. ὁ 'κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος', καίὄχιεἰς τόν ἐγκέφαλο, ὅπως πάλι ἰσχυρίζεται ἡ Ἐπιστήμη. Εἰς αὐτό δέ τό κέντρο, εἰς τήν πνευματική δηλ. καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρο τῆς φυσικῆς του καρδιᾶς, ἔρχεται καί ἐνεργεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι δεκτικός τῆς Χάριτος, κράζον «ἀββᾶ ὁ πατήρ», κατά τόν Ἀπόστολον (Γαλ. 4, 6), καί ποιεῖ τόν ἄνθρωπον πνευματικόν, δηλ. υἱόν Θεοῦ, καί καθιστᾶ τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ναόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν συμβῆ αὐτό, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο τῇ ἀληθείᾳ.
Ἄς ποῦμε, τώρα, ἀκόμη μερικά πράγματα γιά τήν διάνοια.
Εἴπαμε, ὅτι, εἰς τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ἡ διάνοια εἶναι ἁπλᾶ μία ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, καί ὅτι ταυτίζεται μέ τήν νοερή ἐνέργεια τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτή ἐνεργῆ εἰς τόν ἐγκέφαλο. Ἡ πνευματική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζεται μέ τήν οὐσία τοῦ νοῦ, ἐνῶ ἡ διάνοια ταυτίζεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ νοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν ζωῇ, ἡ διάνοια ἐνεργοποιεῖ τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται ἐν ἐγρηγόρσει, εἴτε κοιμᾶται. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται ἐν ἐγρηγόρσει, ἡ διάνοια χρησιμοποιεῖ τόν ἐγκέφαλο, ὥστε ὁ ἐγκέφαλος νά κινήση τό σῶμα καί νά φέρη εἰς πέρας, νά ἐκτελέση, ἐκεῖνο πού βούλεται ὁ νοῦς. Ἡ διάνοια εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ὅταν αὐτή ἡ ἐνέργεια χρησιμοποιεῖ τόν ἐγκέφαλο γιά νά ἐκφρασθῆ.
Εἴπαμε, ἐπίσης, ὅτι, εἰς τόν ἄνθρωπο, ὁ νοῦς, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς, εἶναι ἐκεῖνος πού γεννᾶ τόν λόγον, τόν λογισμό, ἤ ἀποδέχεται τόν λογισμό πού τοῦ ὑποβάλλει ὁ Θεός, ἤ ὁ διάβολος, καί ὅτι ὁ νοῦς ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει, ὅτι εἰς τόν ἄνθρωπο, τά νοήματα καί οἱ λογισμοί του πηγάζουν ἀπό τόν χῶρον τῆς φυσικῆς του καρδιᾶς καί ὄχι ἀπό τόν ἐγκέφαλο. Ὁ λόγος εἰς τόν κατά φύσιν ἄνθρωπο ἐκπορεύεται ἐκ τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς του, πού ἑδράζεται καί ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους, καίὄχιἐκ τοῦ ἐγκεφάλου του, ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ Ἐπιστήμη. Αὐτός ὁ λόγος, αὐτοί οἱ λογισμοί, πού ἐκπορεύονται ἐκ τοῦ νοῦ, τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς, καί ἐνεργοῦνται εἰς τόν χῶρο τοῦ στήθους, γίνονται σκέψεις καί νοήματα ὅταν ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ ἀνεβῆ ἀπό τόν χῶρο τοῦ στήθους εἰς τόν ἐγκέφαλο. Εἰς τόν ἐγκέφαλο, ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ ταυτίζεται μέ τήν διάνοια. Ἔτσι, ἡ διάνοια εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς πού ἐπεξεργάζεται τόν λόγο τοῦ ἀνθρώπου πού πηγάζει ἀενάως εἰς τόν νοῦν του, τό κέντρο τῆς ψυχῆς του, ὅταν ὅμως αὐτός ὁ λόγος, αὐτή ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ἐκ τοῦ χώρου τῆς φυσικῆς καρδιᾶς ὅπου πηγάζει, ἀνεβῆ εἰς τόν ἐγκέφαλο.
Αὐτή ἡ ἐπεξεργασία τοῦ λόγου ἀπό τήν διάνοια λαμβάνει χώρα εἰς τόν ἐγκέφαλο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν ζωῇ, εἴτε εἶναι ἐν ἐγρηγόρσει, εἴτε κοιμᾶται, καί ὅταν ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὑγιής. Εἰς ἕνα κατεστραμμένο ἐγκέφαλο, π.χ. ἑνός βαρειά τραυματισμένου ἀσθενοῦς, τοῦ ὁποίου ἡ φυσική καρδιά λειτουργεῖ, ἡ διάνοιά του δέν εὑρίσκει ὄργανο γιά νά ἐκφρασθῆ. Εἰς τόν ἀσθενή αὐτόν, ἐπειδή ἡ καρδιά του πάλλει, ὁ νοῦς του, πού ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρον τοῦ στήθους του, παράγει ἐνδιάθετο λόγο. Αὐτός, ὅμως, ὁ λόγος δέν μπορεῖ νά ἀνεβῆ εἰς τόν ἐγκέφαλο, νά ἐπεξεργασθῆ ἀπό τήν διάνοια καί νά ἐκφρασθῆ διά τοῦ ἐγκεφάλου καί, ἔτσι, δίδεται ἡ ἐντύπωσις, ἡ ψευδαίσθησις, ὅτι ὁ ἀσθενής αὐτός δέν ἔχει ζωή, δέν ἔχει συνείδησι, δέν ἔχει πρόσωπο, δέν ἔχει ἐσωτερική ζωή.
Προσεγγιστικά, μποροῦμε νά ποῦμε καί τοῦτο, περί τοῦ ζεύγους διανοίας- ἐγκεφάλου: Ὅτι ὁ ἐγκέφαλος εἶναι τό ὑλικό ὑπόστρωμα εἰς τό ὁποῖο «ἐγκαθίσταται» τό λογισμικό, δηλ. ἡ διάνοια. Ἡ διάνοια εἶναι τό «λογισμικό» τοῦ ἐγκεφάλου καί ἐνεργεῖ εἰς τόν ἐγκέφαλο. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἁπλᾶ ὁ ἐπεξεργαστής τῶν σκέψεων τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὁ ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ὅπως ὁ ἄνθρωπος χειρίζεται τόν ἠλεκτρονικό ὑπολογιστή του διά τῆς διανοίας του, ἔτσι καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς του, χειρίζεται, διά τῆς διανοίας, τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄρα, ἡ πηγή τοῦ λόγου, ἡ πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ διάνοια; Ὄχι, δέν εἶναι ἡ διάνοια. Εἶναι ὁ ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου; Ὄχι, βέβαια. Ἡ πηγή τοῦ λόγου εἶναι ὁνοῦς, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Τόν ἐγκέφαλο, ποιός τόν κινεῖ; Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ νοερή ἐνέργεια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Καί, τήν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ποιός τήν κινεῖ; Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, δηλ. ἡ ψυχή. Καί τήν ψυχή ποιός τήν κινεῖ; Ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Αὐτά, συμβαίνουν σέκάθεἄνθρωπο ἐπάνω στήν γῆ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταφέρη καί καταστήση, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τό σῶμα του ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε καί τό σῶμα του κινεῖται ἀπο τό Πνεῦμα τό Ἅγιον.
Ποιά, τώρα, εἶναι ἡ εἰδοποιός διαφορά μας ἀπό τά ζῶα; Συμβαίνει, ὅπως εἴπαμε, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου ὡς ἡ πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν του, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, νά εἶναι ἕνα κατά Χάριν ἀθάνατο κτίσμα, τό ὁποῖο διατηρεῖ ὅλα τά ὑποστατικά ἰδιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί μετά τόν βιολογικό του θάνατο. Εἶναι δηλ. ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἴπαμε καί στά προηγούμενα, μία ὀντότητα ξεχωριστή ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, πού ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό του θάνατο, κάτι πού δέν συμβαίνει εἰς τά ζῶα. Τά ζῶα, καί δή ὁ χιμπαντζῆς, πού λέγουν οἱ ἐξελικτικοί ὅτι εἶναι τό πλησιέστερο πρός τόν ἄνθρωπο, ἐξελικτικά, ζῶο, εἶναι θνητόψυχα. Ἡ ψυχή τῶν ζώων πεθαίνει μαζί μέ τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματός τους. Ποτέ εἰς τήν ἀνθρωπίνη ἱστορία δέν ἔχει καταγραφῆ περιστατικό, κατά τό ὁποῖο ἕνα ζῶο, μετά τόν θάνατό του, νά ἐμφανίσθηκε σέ ἕναν ἄνθρωπο. Καί τοῦτο, διότι, ἁπλούστατα, τά ζῶα δέν ἔχουν ψυχή πού νά ζῆ μετά τόν βιολογικό τους θάνατο. Ὑπάρχουν, ὅμως, καταγεγραμμένες, χιλιάδες μαρτυρίες ἐμφανίσεως νεκρῶν ἀνθρώπων, ἁγίων καί μή, εἰς ἄλλους ἀνθρώπους πού ζοῦν. Τί ἐμφανίζεται τότε εἰς τούς ζῶντες; Ἐμφανίζεται ἡ ψυχή τοῦ νεκροῦ, ἡ ὁποία ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό του θάνατο. Πέραν τούτου, τά ζῶα δέν ἔχουν ψυχή ὅμοια μέ ἐκείνην τοῦ ἀνθρώπου, κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλασμένη, δηλ. πού νά συνίσταται ἀπό νοῦν, λόγο καί πνεῦμα. Γι᾽ αὐτό, καί τά ζῶα δέν ἔχουν λόγο. Ἔχουν φωνή, ἀλλά δέν ἔχουν λόγο. Ἔχουν ὑποτυπώδη λογική, ἀλλά δέν ἔχουν λόγο. Γιατί δέν ἔχουν λόγο; Ἐπειδή δέν ἔχουν νοῦν, πού εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ πηγή τοῦ λόγου. Εἰς τά ζῶα δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότης νά ἔλθη καί νά ἐνεργήση εἰς αὐτά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐπειδή τά ζῶα δέν ἔχουν νοῦν, ὡς οὐσία, πού νά δέχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Δηλ., τά ζῶα δέν εἶναι ὑποκείμενα, ἐκ κατασκευῆς, εἰς τήν ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁπότε, εἶναι ἐσφαλμένο ἐκεῖνο τό ὁποῖο ὑποστηρίζουν κάποιοι, ὅτι δηλ. ὁ Θεός πῆρε ἕναν πιθηκάνθρωπο, ἕνα «ἀνθρωποειδές» (hominid), καί μέ τό «ἐμφύσημα» τοῦ ἔδωσε Πνεῦμα Ἅγιο μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθῆ, κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ.
Ἐπ᾽ αὐτοῦ, ὅμως, θά ἐπανέλθωμε πιό κάτω.
Ἀλλά, τά ζῶα, οὔτε αὐτεξούσιον ἔχουν, ἀλλά κινοῦνται νομοτελειακά. Κάθε ζῶο, μέ ὅ,τι ὑπάρχει εἰς τόν περιβάλλοντα χῶρο, μέ ἐκεῖνο κατασκευάζει τήν φωλιά του. Κανένα ζῶο δέν διανοεῖται νά ἀλλάξη τόν περιβάλλοντα χῶρο εἰς τόν ὁποῖο ζεῖ. Δέν ὑπάρχει περίπτωσις ἕνα ζῶο πού πεινάει νά μή προσεγγίση τήν τροφή, ὅταν αὐτή τοῦ προσφερθῆ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, μπορεῖ νά τήν ἀρνηθῆ, ἐπειδή ἔχει αὐτεξούσιο. Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατόν ποτέ ὁ ἄνθρωπος νά προέρχεται, ἐξελικτικά, ἀπό τά ζῶα; Ἐπειδή τά κύτταρά του ἔχουν ἐπάνω ἀπό 99% τό ἴδιο DNA μέ ἐκεῖνο τῶν κυττάρων τοῦ χιμπαντζῆ; Ἤ, ἐπειδή τό σῶμα καί ὁ ἐγκέφαλός του μοιάζουν νά εἶναι ἴδια, κατά τήν δομή, μέ ἐκεῖνον τοῦ χιμπαντζῆ; Ἐπειδή, δηλ., σωματικά, φαίνεται νά ἔχη συγγένεια μέ τόν χιμπαντζῆ; Μά, σωματικά, τά ζῶα καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένα ἀπό τό ἴδιο ὑλικό. Ἀπό ὕλη, ἀπό χῶμα, εἰς τό ὁποῖο, καί τά ζῶα, καί ἐμεῖς, καταλήγομε. Ἡ διαφορά μας ἀπό τά ζῶα δέν εἶναι τόσο εἰς τό ὑλικό μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλά εἰς τό νοερό, εἰς τό πνευματικό. Τό πνευματικό μέρος τοῦ ἀνθρώπου ἁγιάζει τό σωματικό του μέρος. Κάτι τέτοιο δέν μπορεῖ νά συμβῆ εἰς τά ζῶα. Καί ἡ διαφορά αὐτή εἶναι ἐκείνη πού ἀνεπτύξαμε πιό πάνω, δηλ. χαώδης. Εἶναι τέτοιας φύσεως, πούδένμπορεῖ νά γεφυρωθῆ. Ἄρα,δένεἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά προέρχεται ἐξελικτικά ἀπό τά ζῶα.
Ἀπό ὅλα τά ἐκτεθέντα μέχρις ἐδῶ, ἤδη καταφαίνεται, νομίζω, ξεκάθαρα, τό μέγα χάσμα πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ἐπιστήμης καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα. Καί, ἡ μέν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διδάσκει ὅλα τά ἀνωτέρω, ἐπειδή γνωρίζει, ἐξ ἀποκαλύψεως ὡς καί ἐκ τῆς ἀσκητικῆς Της ἐμπειρίας, τήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δέ Ἐπιστήμη διδάσκει ὅ,τι διδάσκει περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου βασισμένη εἰς τήν ἐπιστημονική ἔρευνα καί εἰς τήν Ἐξελικτική θεωρία, πού εἶναι ἡ φιλοσοφία της.
Τά δύο πρότυπα, τά δύο ὑποδείγματα, τά δύο μοντέλλα ἄν θέλετε, περί ἀνθρώπου, πού προβάλλουν ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ᾽Επιστήμη, φάνηκε νομίζω καθαρά, ὅτι δέν εἶναι συμβατά μεταξύ τους. Παρ᾽ ὅλα αὐτά, σήμερα, κάποιοι 'φωταδιστές' μέσα εἰς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, λαϊκοί, ἱερεῖς καί ἐπίσκοποι, προσπαθοῦν νά παντρέψουν αὐτά τά δύο μοντέλλα, εἰς τήν ἀγωνιώδη προσπάθειά τους νά παντρέψουν τήν Ἐπιστήμη μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ἴσως γιατί τούς φαίνεται βαρύ ἤ ὀπισθοδρομικό, σήμερα, ἡ Ἐκκλησία νά διαφοροποιῆται ἀπό τήν Ἐπιστήμη εἰς τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα. Καί, φθάνουν, εἰς τήν προσπάθειά τους αὐτή, νά ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Θεός ἐχρησιμοποίησε τήν ἐξέλιξι σάν μέθοδο δημιουργίας τῶν φυτῶν, τῶν ζώων, ἀλλά καί τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἔχουν διαμορφώσει ἰδική τους ἀνθρωπολογία, βασισμένη σέ καινοφανῆ ἐπιχειρήματα, πού εἶναι, ἀποκλειστικά, προϊόντα λογικῆς ἐπεξεργασίας, καί οἱ ὁποῖοι φθάνουν νά ὑποστηρίζουν, τελείως αὐθαίρετα, ὅτι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπεννόουν, εἰς τήν ἀνθρωπολογία τους, τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς προερχομένη, ἐξελικτικά, ἀπό τά ζῶα, διαστρέφοντας καί παρερμηνεύοντας τήν διδασκαλία τους. Αὐτό τό φαινόμενο, γιά ὅσους δέν τό γνωρίζουν, δυστυχῶς εἶναι σήμερα ἕνα γεγονός μέσα εἰς τήν Ἐκκλησία, καί ἀποτελεῖ, κατά τήν γνώμη μου, μία ὡρολογιακή βόμβα μέσα εἰς τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κάποτε θά σκάση καί θά δημιουργήση καινούργια αἵρεσι. Τό φαινόμενο αὐτό, ἔχει ἀσφαλῶς ἄμεσι σχέσι μέ τό πνεῦμα τοῦ Νεοβαρλααμισμοῦ πού ἔχει ἀρχίσει νά πνέη μέσα εἰς τήν Ἑλλαδική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τά τελευταῖα χρόνια.
   Ἄς συνεχίσωμε, ὅμως. Ἔχομε ἤδη σκιαγραφήσει τό πῶς θεωρεῖ ἡ Ἐπιστήμη τόν ἄνθρωπο. Εἰς τήν συνέχεια, θά ἐκθέσωμε ἀναλυτικώτερα τί διδάσκει ἡ Ἐπιστήμη περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
ἩἘπιστήμη διδάσκει ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου – μέ αὐτόν τόν ὅρον, ‘νοῦν’, ἡ Ἐπιστήμη ἐννοεῖ ἀποκλειστικά τήν διάνοια (mind) τοῦ ἀνθρώπου - εἶναι μία ψυχική ἐνέργεια, μία ψυχική δύναμις τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν ταυτίζει μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ Ἐπιστήμη δέν ὁμιλεῖ, δέν ἀσχολεῖται, δέν γνωρίζει, ὅτι ὑπάρχει καί ἕνας ἄλλος ‘νοῦς’, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ὀφθαλμός, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δέν γνωρίζει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐκτός ἀπό τό σῶμα του, ἔχει καί ἀθάνατη ψυχή, ἡ ὁποία ζωοποιεῖ τό σῶμα καί τῆς ὁποίας ὁ πυρῆνας εἶναι αὐτός ὁ ἄλλος νοῦς. Δέν γνωρίζει, ὅτι τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν ζωοποιεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν γνωρίζει, ὅτι αὐτός ὁ ἄλλος ‘νοῦς’, καί κατ᾽ ἐπέκτασιν ἡ ψυχή, ὑφίσταται, ὑπάρχει, καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, σάν αὐθυπόστατη ὀντότητα, σάν ζωντανή οὐσία. Ἡ Ἐπιστήμη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει εἰς τήν ἀνυπαρξία μετά τόν βιολογικό του θάνατο, ὅπως συμβαίνει εἰς τά ζῶα. Ὅτι, δηλ., πέραν τοῦ τάφου δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως.
Ἡ Ἐπιστήμη δέχεται μόνον, ὅτι τά νοήματα καί οἱ σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου πηγάζουν ἀποκλειστικά ἀπό τόν ἐγκέφαλό του, ὁ ὁποῖος, λέγουν, ὅτι εἶναι καί ἡ ἕδρα ὄχι μόνο τῶν σκέψεων, ἀλλά καί τῶν συναισθημάτων, καί τοῦ αὐτεξουσίου, τό ὁποῖο, κατά τούς ἐπιστήμονες, εἶναι ἀνελεύθερο ὡς ἐπηρεαζόμενο ἀπό τό DNA καί ὡς ἀποτέλεσμα βιοχημικῶν διεργασιῶν εἰς τόν ἐγκέφαλο. Ἡ Ἐπιστήμη, ἔτσι, δέχεται, ὅτι ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ λίγο-πολύ νομοτελειακά, ὅπως τά ζῶα, ἡ δέ φαινομενική ἐλευθερία ἐπιλογῆς πού ἔχει, λέγουν, εἶναι προϊόν τοῦ ἐξελιγμένου ἐγκεφάλου του, ὁ ὁποῖος τοῦ παρέχει καί μία πιό ἐξελιγμένη λογική.
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ὡς ἄνω θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Ἐπιστήμη εἶναι νά καταβάλλεται σήμερα προσπάθεια ἀπό τούς νευροεπιστήμονες νά χαρτογραφηθῆ ὁ ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος μέ τίς νέες τεχνικές πού ἀναπτύσσονται, ὥστε νά ἀνιχνευθοῦν καί νά ἐντοπισθοῦν τά κέντρα ἐνεργείας τοῦ αὐτεξουσίου, τῆς προσωπικότητος καί τοῦ λόγου (τῆς ἐπεξεργασίας τοῦ λόγου, λέμε ἐμεῖς,ὄχιτῆς πηγῆς τοῦ λόγου). Ταυτίζουν, ἔτσι, ἐσφαλμένα, τό κέντρο ἐνεργείας π.χ. τοῦ λόγου, πού νομίζω εὑρίσκεται εἰς τόν ἀριστερό λωβό τοῦ φλοιοῦ τοῦ ἐγκεφάλου, μέ τό κέντρο εἰς τό ὁποῖο πηγάζει ὁ λόγος εἰς τόν ἄνθρωπο, καί τό ὁποῖο κέντρο, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς του.


via

Pages