Ο γνωστός γλωσσολόγος και φιλόσοφος γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου του 1930 στο Ελ Μπιάρ της Αλγερίας ο Ντεριντά από μικρός δημοσίευε ποιήματά του σε περιοδικά ενώ μελετούσε σχολαστικά τον Ζιντ, τον Χούσερλ, τον Χάιντεγκερ, τον Φρόιντ, τον Καμύ, τον Σοσύρ, τον Νίτσε, τον Σαρτρ, τον Μαρξ και αργότερα τον Λεβινάς.
Από το 1952 έως το 1956 σπούδασε στο Ecole Normale Superieure, απ’ όπου και πήρε το πτυχίο του στη φιλοσοφία. Καθηγητής του ήταν ο Λουί Αλτουσέρ. Παράλληλα έλαβε πτυχίο Φιλοσοφίας, Εθνολογίας και Γραμμάτων από τη Σορβόννη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του είχε την ευκαιρία να συνδεθεί στενά με κορυφαίους διανοητές, όπως ο Μπουρντιέ και ο Φουκώ. Στα δύο αυτά Πανεπιστήμια διετέλεσε αργότερα καθηγητής φιλοσοφίας.
Το διάστημα από το 1960 ως το 1964 δίδαξε γενική φιλοσοφία στη Σορβόννη, ενώ διετέλεσε επί 20ετία (1965-1984) καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας στην Ecole Normale Superieure. Σήμερα είναι διευθυντής σπουδών της Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales του Παρισιού, ενώ παράλληλα ήταν επισκέπτης καθηγητής σε πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Από τη δεκαετία του 1970 μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ Παρισιού και Ηνωμένων Πολιτειών, όπου οι θεωρίες του είχαν ιδιαίτερη απήχηση και γέμιζαν ασφυκτικά τα φοιτητικά αμφιθέατρα, από το Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης ως το Γέιλ, το Στάνφορντ και το Χάρβαρντ και το Πανεπιστήμιο Ερβάιν της Καλιφόρνιας.
Ωστόσο η απονομή τιμητικού διπλώματος στον Ντεριντά το 1992 από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας· ήταν τέτοια η διαμάχη που οι καθηγητές αναγκάστηκαν να θέσουν το ζήτημα σε ψηφοφορία, κάτι που είχε να συμβεί 29 χρόνια (για την ιστορία, υπέρ του τάχθηκαν 336 έναντι 204).
Οι ιδέες του Ντεριντά απέσπασαν την προσοχή του κοινού για πρώτη φορά όταν το 1965 δημοσιεύθηκαν δύο μακροσκελή άρθρα του σε παρισινό έντυπο με τίτλο «Critique», όπου ανέπτυσσε τη θεωρία του για τη φύση της γραφής και τα οποία αποτέλεσαν τη βάση για το πρώτο και ίσως διασημότερο πόνημά του, το βιβλίο με τίτλο «Περί Γραμματολογίας» που εκδόθηκε το 1967. Το ίδιο διάστημα αρθρογραφούσε και στο γαλλικό αριστερό έντυπο «Tel Quel».
«Yπάρχουν πολλών ειδών "αλήθειες" επομένως δεν υπάρχει αλήθεια» πίστευε ο Νίτσε, ιδέα που επηρέασε και είχε μεγάλη απήχηση στο έργο του Ντεριντά και στη θεωρία που ανέπτυξε και εξέφρασε στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Η λεγόμενη θεωρία της «αποδόμησης» είναι μια κριτική της λογοτεχνίας που απορρίπτει τις προηγούμενες θέσεις των στρουκτουραλιστών, οι οποίοι υποστήριζαν την ύπαρξη σχέσης μεταξύ γλώσσας και νοήματος και μεταξύ κειμένου και αντικειμενικής πραγματικότητας. Η αποδόμηση περισσότερο επικεντρώνεται στην ασάφεια και στην αντίφαση στο νόημα. Επιπλέον, η αποδόμηση φιλοδοξεί να αποκαλύψει τα πολλαπλά επίπεδα νοήματος στη γλώσσα. Ο Ντεριντά φθάνει στο συμπέρασμα ότι οι λέξεις δεν έχουν καθορισμένο σημείο αναφοράς και ότι όλα τα γραπτά κείμενα αντιφάσκουν μεταξύ τους, ότι οι απαντήσεις βρίσκονται μέσα στις ίδιες τις ερωτήσεις και ότι η αποδόμηση αντιστέκεται στην τυραννία της εύκολης απάντησης.
Η ριζοσπαστική θεωρία του Ντεριντά, πέρα από τις τριβές και τις αντιθέσεις που έχει προκαλέσει στις τάξεις των ακαδημαϊκών και φιλοσόφων, κυρίως επειδή θεωρούν τη σκέψη του σύνθετη και δυσνόητη, έχει επιδράσει καταλυτικά τόσο στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας και της τέχνης όσο και στη μουσική, στην αρχιτεκτονική, στην ψυχολογία, στην ιστορία και στην κοινωνιολογία. Γύρω από το έργο και τις αμφιλεγόμενες θεωρίες του έχουν γραφτεί περισσότερα από 400 βιβλία, 500 διδακτορικές διατριβές και 14.000 άρθρα σε έντυπα από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Ο Ντεριντά ήταν γνωστός για την αντίδρασή του απέναντι στην παραδοσιακή τάξη και σκέψη. Πρότασσε τη σημαντικότητα της γραφής και όχι του λόγου, του περιθωρίου και όχι της κύριας σελίδας της υποκειμενικότητας και όχι της αντικειμενικότητας. Συγκεκριμένα κατά τον Ντεριντά, η δυτική σκέψη, φιλοσοφική και καθημερινή, είναι δομημένη στη βάση ορισμένων θεμελιωδών διχοτομιών: καλό/κακό, είναι/μηδέν, παρουσία/απουσία, αλήθεια/ψεύδος, ταυτότητα/διαφορά, άνδρας/γυναίκα, ζωή/θάνατος, φύση/πολιτισμός, ομιλία/γραφή. Αυτή τη δομημένη σκέψη ο Ντεριντά τη θεωρούσε λανθασμένη.
Η θεωρία της αποδόμησης και γενικότερα τα έργα και οι απόψεις του Ντεριντά βρήκαν πολλούς υπερασπιστές αλλά και πολλούς επικριτές. Ειδικότερα για το έργο του έχουν γραφτεί 400 βιβλία, 500 διδακτορικές εργασίες και 14.000 άρθρα.
Ο Ντεριντά αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των μεταναστών στη Γαλλία, κατά του καθεστώτος των φυλετικών διακρίσεων της Νότιας Αφρικής και για την αποφυλάκιση αντικαθεστωτικών στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία.
Ο Ντεριντά πέθανε στις 9 Οκτωβρίου του 2004. Ένας δημοσιογράφος έγραψε για τον μεγάλο Γάλλο φιλόσοφο «Ο Ζακ Ντεριντά είναι νεκρός. Ας μη μιλάμε άσχημα γι’ αυτόν. Οι ιδέες του όμως εξακολουθούν να είναι πολύ ζωντανές. Αξίζουν απλόχερη κριτική από όσους ενδιαφέρονται για τον πνευματικό ιστό της πνευματικής ζωής μας».
Από τα 45 περίπου βιβλία του στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τα: «Περί Γραμματολογίας», «Adieu», «Πλάτωνος φαρμακεία», «Η τελευταία λέξη του ρατσισμού», «Τρέλα και φιλοσοφία», «Η φωνή και το φαινόμενο», «Συνομιλίες», «Μαρτυρία και μετάφραση. Επιβιώνοντας ποιητικά», «Η ελληνική γλώσσα στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ενωση», «Η έννοια του αρχείου», «Πολιτική και φιλία», «Φαντάσματα του Μαρξ», «Υπερηχογραφήματα της τηλεόρασης», «Αντιστάσεις της ψυχανάλυσης», «Χώρα», «Περί λόγου φιλοσοφικά στιγμιότυπα» και «Εμβολα».
Βήμα – TVXS