Μετά το κλείσιμο της Ακαδημίας του Πλάτωνα στην Αθήνα, δεν ξεχάστηκαν εντελώς οι Έλληνες φιλόσοφοι και η Ελληνική φιλοσοφία. Συνέχισαν να υπάρχουν άνθρωποι που γνώριζαν είτε τα έργα του Αριστοτέλη είτε τους διάλογους του Πλάτωνα. Και επειδή τότε υπήρχαν τρεις διάδοχες περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με τρεις διαφορετικούς πολιτισμούς, φυσικό ήταν να έχουμε και διαφορετική αντιμετώπιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Έτσι, στη Δυτική Ευρώπη, έχουμε ένα λατινόφωνο χριστιανικό πολιτισμό με κέντρο τη Ρώμη. Στην Ανατολική Ευρώπη, έχουμε μια ελληνόφωνη χριστιανική αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, που αργότερα ονομάστηκε Βυζάντιο. Κάνουμε, λοιπόν, λόγο για τον "βυζαντινό Μεσαίωνα" και τον διακρίνουμε από τον "ρωμαιοκαθολικό Μεσαίωνα". Όμως η Βόρεια Αφρική μαζί με τη Μέση Ανατολή, που ανήκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ανέπτυξαν έναν αραβόφωνο ισλαμικό πολιτισμό.
Εικόνα με τους Πλάτωνα – Σενέκα – Αριστοτέλη
Μετά το θάνατο του Μωάμεθ, το 632, ο ισλαμισμός εξαπλώθηκε στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Και πριν περάσει πολύς καιρός, οι άραβες κατέλαβαν και την Ισπανία. Από την άποψη της ιστορίας του πολιτισμού, ενδιαφέρον είναι το ότι οι άραβες είχαν στην κατοχή τους και την ελληνιστική πόλη της Αλεξάνδρειας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, κληρονόμησαν ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής επιστήμης. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι Άραβες ανέλαβαν ηγετικό ρόλο σε τομείς όπως τα μαθηματικά, η χημεία, η αστρονομία και η ιατρική. Ακόμα και σήμερα, χρησιμοποιούμε τους "αραβικούς αριθμούς". Σε ορισμένους τομείς, επομένως, ο αραβικός πολιτισμός ήταν ανώτερος του χριστιανικού.
Έτσι, η ελληνική φιλοσοφία μοιράστηκε στα τρία. Ένα μέρος της πέρασε στον ρωμαιοκαθολικό πολιτισμό, στη Δύση. Ένα άλλο μέρος, στον βυζαντινό πολιτισμό, στην Ανατολή. Και το τρίτο μέρος πέρασε στους άραβες, στο Νότο. Πολύ απλοποιημένα μπορούμε να πούμε ότι ο νεοπλατωνισμός πήγε στη Δύση, ο Πλάτωνας έμεινε στην Ανατολή, ενώ ο Αριστοτέλης ταξίδεψε στο Νότο, στους Άραβες. Το σημαντικό είναι ότι και τα τρία αυτά μικρότερα ρεύματα ενώθηκαν και πάλι γύρω στα τέλη του Μεσαίωνα, στη Βόρεια Ιταλία.
Οι Άραβες από την Ισπανία κι οι Έλληνες από το Βυζάντιο άσκησαν την επίδραση τους στη Δυτική Ευρώπη. Κι έτσι άρχισε η Αναγέννηση, η αναγέννηση του αρχαίου πολιτισμού. Από αυτή την άποψη, επομένως, ο αρχαίος πολιτισμός κατάφερε να επιζήσει.
Ποια σχέση μπορούσε να υπάρξει ανάμεσα στους Έλληνες φιλόσοφους και τις διδαχές της Βίβλου; Υπήρχε, άραγε, αντίφαση ανάμεσα στη Βίβλο και στη Λογική ή μήπως υπήρχε τρόπος να συμβαδίσουν αρμονικά πίστη και γνώση; Όλοι σχεδόν οι φιλόσοφοι του Μεσαίωνα ασχολήθηκαν μ’ αυτά τα ερωτήματα.
Ο Άγιος Αυγουστίνος (354-430)
Στη ζωή του Ιερού Αυγουστίνου μπορούμε στην κυριολεξία να μελετήσουμε το πέρασμα του κόσμου από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Πρώιμο Μεσαίωνα. O Αυγουστίνος γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Αφρικής, την Ταγάστη. Στα δεκάξι του όμως κιόλας, πήγε για σπουδές στην Καρχηδόνα. Αργότερα, επισκέφτηκε το Μιλάνο και τη Ρώμη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε ως επίσκοπος στην Ιππώνα, δυτικά της Καρχηδόνας. O Αυγουστίνος δεν ήταν όλη του τη ζωή χριστιανός. Πέρασε από πολλά θρησκευτικά και φιλοσοφικά ρεύματα, πριν καταλήξει στο χριστιανισμό».
Ο Αυγουστίνος διαβλέπει την πηγή κάθε γνώσης στην πίστη. Η γνωστική δύναμη του ανθρώπου έχει επισκοτισθεί και απαμβλυνθεί και πως αν θελήσει να αντιμετωπίσει το αιώνιο φως της αλήθειας, πρέπει να διακατέχεται από πίστη. Επίσης κατά τον Αυγουστίνο η πίστη δεν αποκτάται με βάση την επιστημονική έρευνα, αλλά είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση την οποία καθείς την αντιλαμβάνεται με τη βίωση.
Οι θυμικές καταστάσεις , ισχυρίζεται, που συνδέονται με την πίστη ή απιστία , πρέπει να ερμηνεύονται σαν πρωταρχικές εκδηλώσεις της ζωής. Αυτή την πρωταρχική ζωή βρίσκει ο Αυγουστίνος στη βούληση και ως εκ τούτου καινοτομεί για τα δεδομένα της εποχής του. Αν η βούληση είναι διεστραμμένη, τότε και οι κινήσεις της ψυχής είναι το ίδιο, αν όχι τότε είναι αθώες και αξιέπαινες. ‘Ετσι η πίστη είναι η οποία φανερώνει το είναι και το γίγνεσθαι την αρχή κάθε γένεσης και φθοράς.
Για κάμποσο καιρό, ήταν οπαδός του μανιχαϊσμού. H αίρεση αυτή ήταν χαρακτηριστική εκείνης της εποχής. Ήταν ένα μείγμα θρησκευτικών λυτρωτικών δοξασιών και φιλοσοφικών στοχασμών. Χώριζε τον κόσμο στα δυο: στο Καλό και στο Κακό, στο Φως και στο Σκοτάδι, στο Πνεύμα και στην Ύλη. Με τη βοήθεια του πνεύματος τους, οι άνθρωποι μπορούσαν να υψωθούν πάνω από τον υλικό κόσμο και να εξασφαλίσουν έτσι τις απαραίτητες βάσεις για τη σωτηρία της ψυχής τους. Αλλά ο απόλυτος χωρισμός του Καλού από το Κακό δεν άφηνε σε ησυχία τον Αυγουστίνο. O νεαρός Αυγουστίνος ενδιαφερόταν πολύ γι’ αυτό που εμείς ονομάζουμε σήμερα "πρόβλημα του Κακού". Το κύριο ερώτημα είναι: από που προέρχεται το Κακό; O Αυγουστίνος είχε δεχτεί την επιρροή της στωικής φιλοσοφίας. Και οι στωικοί χώριζαν επίσης τον κόσμο σε Καλό και Κακό. Περισσότερο, όμως, επηρεάστηκε ο Αυγουστίνος από το άλλο σπουδαίο φιλοσοφικό ρεύμα της Ύστερης Αρχαιότητας – τον νεο-πλατωνισμό. Κι εδώ είχε έρθει αντιμέτωπος με τη σκέψη πως όλη η πλάση, όλη η ύπαρξη στο σύνολο της, είχε φύση θεϊκή.
Μετά έγινε χριστιανός, αλλά ο χριστιανισμός, όμως, του Αυγουστίνου είναι επηρεασμένος σε υψηλό βαθμό από την πλατωνική σκέψη. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια δραματική ρήξη μεταξύ ελληνικής φιλοσοφίας και χριστιανικής θρησκείας. H αρχαία ελληνική φιλοσοφία κατάφερε να βάλει το πόδι της μέσα στον χριστιανικό Μεσαίωνα. Και πολλά από τα στοιχεία της πέρασαν κι εόρτασαν ως εμάς χάρη στους πατέρες της Εκκλησίας, όπως ήταν ο Αυγουστίνος.
Ο ίδιος δε διέκρινε καμιά αντίθεση ανάμεσα στη χριστιανική θρησκεία και την πλατωνική φιλοσοφία. Οι ομοιότητες ανάμεσα στον Πλάτωνα και τη χριστιανική διδασκαλία του φαίνονται, αντίθετα, τόσο χτυπητές, ώστε αναρωτιόταν μήπως ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος γνώριζε την Παλαιά Διαθήκη ή έστω κάποια μέρη της – πράγμα, φυσικά, εξαιρετικά αμφίβολο. Μπορούμε μάλλον να ισχυριστούμε με μεγαλύτερη σιγουριά ότι ο Αυγουστίνος "εκχριστιάνισε" τον Πλάτωνα.
Ο Αυγουστίνος έδειξε, όμως, ότι υπάρχουν όρια για τη λογική, όταν καταπιάνεται με θρησκευτικά θέματα. Ακόμα κι η χριστιανική θρησκεία δεν παύει να είναι θρησκεία. Είναι ένα θείο μυστήριο, το οποίο τελικά μπορούμε να προσεγγίσουμε μονάχα με τη βοήθεια της πίστης. Αν, όμως, πιστέψουμε στον Ιησού Χριστό, ο Θεός "φωτίζει" την ψυχή ,μας, και μπορούμε ν’ αποκτήσουμε ένα είδος υπερφυσικής γνώσης. O ίδιος ο Αυγουστίνος ήξερε πολύ καλά ότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να προχωρήσει απεριόριστα.
Μόνο όταν ασπάστηκε το χριστιανισμό, βρήκε ησυχία και γαλήνη η ψυχή του. "Ανήσυχη είναι η καρδιά μας, ώσπου έρχεται και ησυχάζει σε Σένα!" έγραψε κάποτε.
Και τι πίστευε με τις αιώνιες ιδέες του Πλάτωνα;
Ο Αυγουστίνος εξηγεί, βεβαίως, ότι ο Θεός έπλασε τον κόσμο από το μηδέν. Κι αυτή είναι μια βιβλική αντίληψη. Οι Έλληνες έκλιναν μάλλον προς την άποψη ότι ο κόσμος υπήρχε ανέκαθεν. Αλλά πριν ο Θεός πλάσει τον κόσμο, υπήρχαν οι "ιδέες" στη σκέψη του Θεού. Έτσι έλεγε ο Αυγουστίνος. Απέδωσε τις αιώνιες ιδέες στο Θεό και κατάφερε έτσι να σώσει την πλατωνική Θεωρία των Ιδεών.
Οι θέσεις του αυτές δείχνουν το πόσο αγωνίστηκαν ο Αυγουστίνος όπως και πολλοί άλλοι πατέρες της Εκκλησίας, για να ταιριάσουν τον ελληνικό και τον ιουδαϊκό τρόπο σκέψης. Κατά κάποιο τρόπο, μπορεί κανείς να τους θεωρήσει πολίτες δυο πολιτισμών. Ακόμα και στον τρόπο που αντιλαμβάνεται το Κακό, ο Αυγουστίνος ανατρέχει στις νεοπλατωνικές θεωρίες.
Σαν τον Πλωτίνο κι αυτός, πίστευε ότι το Κακό σημαίνει απλώς "απουσία του Θεού". Δεν υπάρχει από μόνο του, δεν είναι. Γιατί η πλάση, ο κόσμος, το δημιούργημα του Θεού, δεν μπορεί να είναι κακό. Το Κακό γεννιέται από την ανυπακοή του ανθρώπου. Έτσι τουλάχιστον πίστευε ο Αυγουστίνος. Και για να το πούμε με τα δικά του λόγια: H “θέληση του Καλού” είναι "έργο του Θεού", η "θέληση του Κακού" είναι "τα σκουπίδια που πέφτουν από το έργο του Θεού".
O Αυγουστίνος εξηγεί ότι ανάμεσα στο Θεό και στον κόσμο υπάρχει μια αγεφύρωτη άβυσσος. Την άποψη του αυτή τη στηρίξει γερά στη Βίβλο. Αρνείται τη θεωρία του Πλωτίνου ότι όλα είναι ένα. Τονίζει, ωστόσο, ότι κι ο άνθρωπος είναι ον πνευματικό. Έχει σώμα από ύλη – που ανήκει στον φυσικό κόσμο και φθείρεται και γερνάει —, αλλά έχει και ψυχή, που μπορεί να γνωρίσει και να δει το Θεό.
Συμφωνά με τον Αυγουστίνο το ανθρώπινο γένος εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο μετά το προπατορικό αμάρτημα. O Θεός, όμως, αποφάσισε ότι μερικοί άνθρωποι θα σωθούν από την αιώνια καταδίκη.
Τέλος πίστευε πως δεν μπορούμε να κρίνουμε τις πράξεις του Θεού: “"Ποιος είσαι συ, άνθρωπε, που θα κρίνεις το Θεό;" έγραψε κάπου.
Παρότι οι θέσεις του δεν έγιναν ευρέως αποδεκτές από τη Δυτική Εκκλησία ο Αυγουστίνος επέδρασε σε φιλόσοφους, θεολόγους, ψυχολόγους, ιστορικούς, κοινωνιολόγους και νομικούς, όπως ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Καλβίνος, ο Γιάνσεν, ο Μπλαιζ Πασκάλ, ο Μποσσυέ, ο Πάουλ Τίλλιχ κ.α. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το έργο του μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή για τη σύγχρονη επιστήμη και φιλοσοφία καθώς διαμόρφωσε ένα πλήρες φιλοσοφικό σύστημα που επέτρεψε την επικράτηση της Σχολαστικής Φιλοσοφίας κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Ρήσεις του Ιερού Αυγουστίνου
► Να μη λατρεύεις το Θεό που εσύ δημιούργησες, αλλά το Θεό που δημιούργησε εσένα.► Κανένα εγκώμιο δεν χρωστάμε σ’ αυτούς που κάνουν μόνο το καθήκον τους και τίποτε παραπάνω.
► Έχω διαβάσει στον Πλάτωνα και στον Κικέρωνα ρήσεις που ήταν σοφές και ωραίες. Αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν διάβασα: «έλθετε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι».
► Η Αγάπη είναι η ομορφιά της ψυχής.
► Πίστη είναι να πιστεύεις αυτό που δεν βλέπεις, η ανταμοιβή είναι να δεις αυτό που πιστεύεις.
Αποσπάσματα από τον Κόσμο της Σοφίας – Wikipedia