1. Επιστημονική είναι η θεωρία που επιτρέπει τον εμπειρικό της έλεγχο
Έλεγχος και πείραμα είναι ταυτόσημες έννοιες στον χώρο της επιστημονικής έρευνας. H διάκριση επομένως της επιστημονικής θεωρίας από άλλου είδους θεωρήσεις εξαρτάται κατ’ αρχήν από τη δυνατότητα της επιστημονικής θεωρίας να ελεγχθεί μέσω πειραμάτων.
Το κριτήριο αυτό ισχύει εξίσου για πολυσύνθετες θεωρίες, όπως είναι η νευτώνεια μηχανική, αλλά και για πολύ απλούστερες υποθέσεις ή "εμπειρικούς νόμους", όπως, για παράδειγμα, "όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται". Ας εξετάσουμε, χάριν ευκολίας, την απλή υπόθεση περί μετάλλων.
H υπόθεση αυτή προσφέρεται για πειραματικό έλεγχο, εφόσον είναι σαφής η διαδικασία διεξαγωγής των σχετικών πειραμάτων: επιλέγουμε ένα συγκεκριμένο μεταλλικό αντικείμενο, το φέρνουμε σε επαφή με μια πηγή θερμότητας και μετράμε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα την τυχόν μεταβολή των διαστάσεων του. Αν οι διαστάσεις του μεταλλικού αντικειμένου έχουν αυξηθεί, το πείραμα θεωρείται επιτυχές ή, αλλιώς, ότι στηρίζει την αρχική υπόθεση.
H διεξαγωγή πειράματος στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή, επειδή είναι απολύτως σαφή, τουλάχιστον, το τι είναι πηγή θερμότητας, το τι είναι μέτρηση θερμοκρασίας και το τι είναι μέτρηση των διαστάσεων του μεταλλικού αντικειμένου πριν και μετά τη θέρμανση
H σαφήνεια της πειραματικής διαδικασίας προκύπτει βασικά από τη δυνατότητα που μας παρέχουν τα "στοιχεία" της – στοιχεία που αποτελούν τα βήματα αυτής της διαδικασίας – ώστε να τα παρατηρήσουμε, να τα καταγράψουμε με τις αισθήσεις μας.
Αυτή ακριβώς η δυνατότητα της αισθητηριακής παρατήρησης μας επιτρέπει να "μεταφράσουμε" τη γενική διατύπωση της υπόθεσης "όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται" σε μια συνθέτη πρόταση, που περιγράφει βήμα προς βήμα τη διεξαγωγή κάθε συγκεκριμένου πειράματος. Το κέρδος μας από αυτή τη "μετάφραση" είναι ότι η νέα "συνθέτη πρόταση" περιλαμβάνει μόνο απλούς "όρους παρατήρησης", δηλαδή απλές προτάσεις, όπως: α) "το θερμόμετρο δείχνει 30oC β) "η διάρκεια της θέρμανσης ήταν 8 λεπτά”’ γ) "το μήκος (του μεταλλικού αντικειμένου) αυξήθηκε κατά 1 εκατοστό".
Επομένως η δυνατότητα να ελέγξουμε την αλήθεια της υπόθεσης, αν δηλαδή τα μέταλλα έχουν πράγματι αυτή την ιδιότητα, εξαρτάται τελικά από το αν είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε σειρές γεγονότων, όπως η προηγουμένη σειρά α, β, γ. O έλεγχος θα αποβεί θετικός (και το πείραμα επιτυχές), αν η παρατήρηση της συγκεκριμένης σειράς γεγονότων καταλήξει (όπως με τα α, β, γ) στην παρατήρηση γ, δηλαδή στο αναμενόμενο γεγονός – εδώ στην αναμενόμενη αύξηση των διαστάσεων του μεταλλικού αντικειμένου – με άλλα λόγια, αν καταλήξει σε αυτό που δηλώνει η υπό έλεγχο υπόθεση. Στην αντίθετη περίπτωση, που το αναμενόμενο γεγονός (εδώ της αύξησης των διαστάσεων) δεν παρατηρηθεί, ο έλεγχος θα αποβεί αρνητικός και το πείραμα θα χαρακτηριστεί ανεπιτυχές.
Βασικά την περιγραφή αυτή, αλλά κατ’ επέκταση και την αξιολόγηση του πειράματος, διέπει η βασική φιλοσοφία του εμπειρισμού: μια πεποίθηση μας για το τι συμβαίνει στον εξωτερικό κόσμο θα μπορούσε να αποτελέσει γνώση, μόνο αν επιδέχεται επαρκή ανάλυση στα "στοιχεία" της – όπου "στοιχεία" είναι οι εμπειρικά παρατηρήσιμες συνιστώσες της πεποίθησης (δηλαδή σειρές τύπου α, β, γ).
Ως εδώ το αίτημα του εμπειρισμού σχετικά με το τι συνιστά επιστημονική γνώση συμβαδίζει απόλυτα με τα δύο τρίτα του κλασικού ορισμού της γνώσης, τον οποίο εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο: η (επιστημονική) γνώση αποτελεί μια πεποίθηση (υπόθεση) που συνοδεύεται από (θετικές) παρατηρήσεις των "στοιχείων στα οποία αναλύεται" – που είναι δηλαδή αιτιολογημένη.
Το άλλο τρίτο, το οποίο αφορά γενικά την "παρουσία" της αντικειμενικής αλήθειας αυτής της υπόθεσης, προκαλεί σημαντικές διαφοροποιήσεις μέσα στην ευρύτερη εμπειριστική προσέγγιση.
2. Ο εμπειρικός έλεγχος ως δυνατότητα επαλήθευσης
H προηγουμένη περιγραφή του πειράματος με το παράδειγμα της διαστολής των μετάλλων διευκρινίζει κυρίως την προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ενός πειράματος, όχι απαραίτητα το αποτέλεσμα, διευκρινίζει δηλαδή την τελική αξιολόγηση της υπόθεσης που υποβάλαμε σε έλεγχο μέσω του πειράματος. H προϋπόθεση αυτή είναι η δυνατότητα ανάλυσης της υπόθεσης σε σειρές παρατηρήσιμων γεγονότων. Μετά την εξασφάλιση αυτής της βασικής προϋπόθεσης, που αποτελεί και τη βάση του εμπειριστικού κριτηρίου επιστημονικότητας, ακολουθεί η αξιολόγηση του πειραματικού αποτελέσματος, το συμπέρασμα όσον αφορά το αληθές ή το ψευδές της υπόθεσης. Φαινομενικά η αξιολόγηση, αν και είναι η πιο σημαντική στιγμή της διεξαγωγής του πειράματος, είναι αρκετά απλούστερη της ανάλυσης της υπόθεσης" συνοψίζεται στην άμεση παρατήρηση του αποτελέσματος – και στο παράδειγμα μας, αν έγινε ή δεν έγινε η διαστολή της μεταλλικής ράβδου.
H παρατήρηση ενός "θετικού" αποτελέσματος θεωρείται ότι επαληθεύει, επιβεβαιώνει ή απλώς ενισχύει την πεποίθηση μας για την αλήθεια της υπόθεσης. Βέβαια, δεν προσφέρονται όλες οι επιστημονικές υποθέσεις για έλεγχο αυτού του είδους. Συχνά διατυπώνουμε υποθέσεις χωρίς να μπορούμε να στηρίξουμε την αλήθεια τους με παρατηρήσεις. Δεν μπορούμε, λόγου χάριν, να έχουμε τέτοιες παρατηρήσεις για το αν το σύμπαν είναι πεπερασμένο ή άπειρο. Για τον λόγο αυτόν οι αυστηροί εμπειριστές θα μπορούσαν να πουν ότι δεν έχει καν νόημα να θεωρούμε το σύμπαν είτε άπειρο είτε πεπερασμένο.
H επαλήθευση όμως, εφόσον είδαμε ότι ισοδυναμεί με την παρατήρηση των "βημάτων" του πειράματος που έχουν θετική έκβαση, δεν μπορεί εύκολα να ολοκληρωθεί. Ένα πείραμα (μια τέτοια σειρά βημάτων) δεν είναι παρά μία μόνο περίπτωση της θεωρίας ή του φυσικού "νόμου" που ελέγχουμε σε μια συγκεκριμένη στιγμή, με συγκεκριμένα υλικά και εργαστήρια και υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
H υπόθεση όμως ή ο "νόμος" που θέλουμε να επαληθεύσουμε είναι μια γενική πρόταση, η οποία δεν αφορά μια συγκεκριμένη περίπτωση αλλά όλες τις περιπτώσεις.
Έτσι, ένα πείραμα δεν επαρκεί για να επαληθεύσουμε την υπόθεση ότι "όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται". Χρειαζόμαστε ίσως πολλά πειράματα με όλα τα είδη των μετάλλων και κάτω από όλες τις δυνατές συνθήκες. Αλλά και πάλι θα έχουμε έναν πεπερασμένο αριθμό πειραμάτων, ενώ η υπόθεση "όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται" αφορά όλες τις περιπτώσεις διαστολής μετάλλων, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Αυτές όμως οι περιπτώσεις είναι άπειρες.
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν από πεπερασμένα πειράματα ή παρατηρήσεις να βγάλουμε ένα συμπέρασμα που να ισχύει για άπειρες περιπτώσεις; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι δε θα βρεθεί στο μέλλον κάποια περίπτωση μετάλλου που, υπό κάποιες συνθήκες, δε θα διαστέλλεται, όταν το θερμαίνουμε;
H επαλήθευση επομένως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με λογική αυστηρότητα – ο έλεγχος με στόχο την επαλήθευση σταματά υποχρεωτικά στον έλεγχο ενός σχετικά μικρού
μέρους των περιπτώσεων. H επαλήθευση, τελικά, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ενδεικτική.
μέρους των περιπτώσεων. H επαλήθευση, τελικά, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ενδεικτική.
Βέβαια, οι ίδιοι οι φυσικοί επιστήμονες, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, εξακολουθούν να διατυπώνουν ή να "επαληθεύουν" φυσικούς "νόμους" με επαγωγική διαδικασία, δηλαδή από μερικές περιπτώσεις να διατυπώνουν γενικές, καθολικές προτάσεις.
Ήδη όμως από τον 18ο αιώνα ο Βρετανός εμπειριστής φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ είχε ασκήσει αυστηρή – και επιτυχή – κριτική στον “νομό της επαγωγής” και στη λογική της επαγωγικής γενίκευσης. Υποστήριξε ότι ο ίδιος ο "νόμος της επαγωγής", που μας επιτρέπει να γενικεύουμε μέσα από μια σειρά συγκεκριμένων παρατηρήσεων ή πειραμάτων, δεν είναι επαληθεύσιμος, ούτε καν εξάγεται από την εμπειρία, αλλά είναι μάλλον μια μεταφυσική πίστη.
Στον 20ό αιώνα οι σύγχρονοι εμπειριστές του φιλοσοφικού κινήματος του λογικού θετικισμού (ή κύκλος της Βιέννης) δεν πτοήθηκαν από την κριτική που ασκήθηκε στη δυνατότητα επαλήθευσης φυσικών υποθέσεων ή θεωριών και στην επαγωγική γενίκευση και πρότειναν ως κριτήριο της επιστημονικής τους καθαρότητας τη δυνατότητα των υποθέσεων (ή και των θεωριών) να επαληθεύονται έστω και ενδεικτικά.
O Ρούντολφ Κάρναπ (1891-1970) , ηγετική μορφή του κύκλου της Βιέννης, προσπάθησε να "εφεύρει" τη λογική που θα νομιμοποιούσε τέτοιες ενδεικτικές επαληθεύσεις (κυρίως μέσω της θεωρίας των πιθανοτήτων), χωρίς όμως να μπορέσει να ολοκληρώσει με επιτυχία την προσπάθεια του. Έτσι, το πρώτο αυτό κριτήριο σχετικά με το τι είναι "αυθεντική" επιστήμη παρέμεινε, για όλους αυτούς τους λόγους, στο στόχαστρο της κριτικής, η οποία προήλθε κυρίως από "εσωτερικές τριβές" εντός του ίδιου του κύκλου της Βιένης. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της κριτικής είναι ο Καρλ Πόπερ.
3. O εμπειρικός έλεγχος ως δυνατότητα διάψευσης
O Καρλ Πόπερ αξιοποίησε στη φιλοσοφική θεωρία του για την επιστήμη μια θεμελιώδη ασυμμετρία μεταξύ επαλήθευσης και διάψευσης: ενώ, για να επαληθευτεί μια υπόθεση, λογικά χρειαζόμαστε άπειρα θετικά πειράματα ή παρατηρήσεις, αντίθετα, για να διαψευστεί αυτή η υπόθεση, ένα μόνο αρνητικό πείραμα ή παρατήρηση είναι αρκετό.
Έτσι, για παράδειγμα, αν έχουμε την υπόθεση ότι "όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι", χρειάζεται να βρεθεί ένας μόνο μαύρος (ή άλλου χρώματος) κύκνος, για να καταλήξουμε ότι η παραπάνω υπόθεση είναι ψευδής.
Αντίθετα, αν θέλουμε να επαληθεύσουμε την παραπάνω υπόθεση, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ένα άπειρο πλήθος άσπρων κύκνων, κάτι που βέβαια δεν είναι εφικτό.
O Πόπερ ισχυρίζεται, στα διάφορα συγγράμματα του, ότι αυτό που συμβάλλει στην πρόοδο της επιστημονικής γνώσης είναι η προσπάθεια διάψευσης μιας θεωρίας ή υπόθεσης.
Αντί δηλαδή να επιδιώκουμε να βρούμε περιπτώσεις, παρατηρήσεις, πειράματα και παραδείγματα που να επιβεβαιώνουν ή να ενισχύουν μια θεωρία, πρέπει να ψάχνουμε τα αντιπαραδείγματα, δηλαδή τις περιπτώσεις που θα τη διαψεύσουν. Για τον Πόπερ μια θεωρία ή υπόθεση είναι επιστημονική, εφόσον μπορεί να διαψευστεί. Αν δηλαδή μια θεωρία δεν επιτρέπει την εμπειρική της διάψευση, δεν είναι επιστημονική.
Για παράδειγμα, η υπόθεση ότι το σύμπαν είναι άπειρο δεν μπορεί να διαψευστεί, άρα δεν είναι επιστημονική. H αυθεντική επιστημονική θεωρία (ή υπόθεση) ξεχωρίζει από τις άλλες, επειδή μπορεί να μας καθοδηγεί επαρκώς στο να "συλλάβουμε νοερά" τη διάψευση της, επειδή δηλαδή είναι διατυπωμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε καθιστά σαφές τι είδους εμπειρικές παρατηρήσεις ή πειράματα θα ήταν δυνατόν να τη διαψεύσουν.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει (κατά τον Πόπερ) ολοκληρωμένη και ακριβής περιγραφή της ξεχωριστής αυτής δυνατότητας των επιστημονικών θεωριών να υπαγορεύουν με σαφήνεια τις συνθήκες διάψευσης τους. Αλλά και αν υπήρχε, δε θα μπορούσαμε εδώ να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες της. Μας αρκεί, στη συγκεκριμένη φάση, να γίνει κατανοητό ότι η "καθοδηγητική" αυτή δυνατότητα των επιστημονικών θεωριών μάς αποκαλύπτει στην πράξη τα αποφασιστικά πειράματα που απαιτούνται για τον έλεγχο τους. Και είναι σαφές, τουλάχιστον από την πλευρά της τυπικής λογικής, ότι τα πιο αποφασιστικά πειράματα είναι αυτά που καταλήγουν σε διάψευση.
Τελικά, η δυνατότητα μιας υπόθεσης να μας καθοδηγεί σε πειράματα που θα μπορούσαν να τη διαψεύσουν αποτελεί την πιο σημαντική της ιδιότητα. Αυτή τη διάψευση επιδιώκουν να βρουν οι επιστήμονες. Όσο δεν τη βρίσκουν, η θεωρία όλο και ενισχύεται και αντιμετωπίζεται ως μια ισχυρή επιστημονική θεωρία. Όταν όμως βρεθεί, η θεωρία διαψεύδεται, και τότε οι διαψευσμένες επιστημονικές θεωρίες αντικαθίστανται από άλλες. Αυτή είναι η "οδός", σύμφωνα πάντα με τη φιλοσοφία του Καρλ Πόπερ, για την ταχύτερη επιστημονική πρόοδο, με την προϋπόθεση ότι οι επιστήμονες ερευνητές έχουν το θάρρος και την εντιμότητα να την ακολουθήσουν.
Υπάρχει όμως και ο αντίλογος.
Κείμενο
"Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα διαφορετικά στάδια κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματώνεται ο έλεγχος μιας θεωρίας. Υπάρχει, πρώτα, η λογική σύγκριση των συμπερασμάτων μεταξύ τους, με την οποία ελέγχεται η εσωτερική συνοχή του συστήματος. Κατά δεύτερο λόγο, πραγματοποιείται η διερεύνηση της λογικής μορφής της θεωρίας, που έχει ως αντικείμενο να προσδιορίσει αν η θεωρία αποτελεί επιστημονική πρόοδο, αν αντέχει στους διάφορους ελέγχους μας. Τέλος, η θεωρία δοκιμάζεται με τη διαδικασία της εμπειρικής εφαρμογής των συμπερασμάτων τα οποία μπορούν να συναχθούν από αυτήν.
O σκοπός αυτού του τελευταίου είδους ελέγχου είναι να ανακαλυφθεί μέχρι ποιου σημείου τα νέα αποτελέσματα της θεωρίας ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της πρακτικής, που προκύπτουν από καθαρά επιστημονικούς πειραματισμούς ή από συγκεκριμένες τεχνικές εφαρμογές. Εδώ η διαδικασία ελέγχου εξακολουθεί να είναι παραγωγική.
Με τη βοήθεια άλλων προτάσεων, που έχουμε αποδεχτεί από πριν, παράγουμε λογικά από τη θεωρία ορισμένες (γενικές}> (ατομικές) προτάσεις, τις οποίες μπορούμε να αποκαλέσουμε "προβλέψεις" και τις οποίες μπορούμε να ελέγξουμε ή να πραγματώσουμε εύκολα. Ανάμεσα σ’ αυτές επιλέγουμε εκείνες που βρίσκονται σε αντίφαση με τη θεωρία. Προσπαθούμε στη συνέχεια να αποφασίσουμε υπέρ ή κατά αυτών των προτάσεων που παραγάγαμε, παραβάλλοντας τες με τα αποτελέσματα των πρακτικών εφαρμογών και των πειραμάτων.
Αν η απόφαση είναι θετική, δηλαδή αν τα ατομικά μας συμπεράσματα γίνουν αποδεκτά ή επαληθευτούν, η θεωρία έχει παροδικά περάσει τον έλεγχο: δε βρήκαμε λόγους για να την απορρίψουμε. Ωστόσο, αν η απόφαση είναι αρνητική ή, με άλλα λόγια, αν τα συμπεράσματα διαψευστούν, αυτή η διάψευση διαψεύδει εξίσου και τη θεωρία από την οποία έχουν συναχθεί σύμφωνα με τους κανόνες της παραγωγικής λογικής.
Όσο μια θεωρία αντιστέκεται στους συστηματικούς και αυστηρούς ελέγχους και μια άλλη δεν την αντικαθιστά με τα πλεονεκτήματα της κατά τη διάρκεια της προοδευτικής πορείας της επιστήμης, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η θεωρία έχει "δώσει τις αποδείξεις της" ή πως έχει "επιβεβαιωθεί"
Karl Popper, The Logic of Scientific Discovery [H λογική της επιστημονικής ανακάλυψης]
|