Φιλοσοφικές απαντήσεις στα ανθρώπινα ερωτήματα - Point of view

Εν τάχει

Φιλοσοφικές απαντήσεις στα ανθρώπινα ερωτήματα







philosophy-textΜια αναδρομή στην ιστορία της φιλοσοφίας θα μας πείσει ότι, δεν υπάρχει ούτε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα για το οποίο να δόθηκε από τους φιλοσοφούντες μια ενιαία και κοινά αποδεκτή απάντηση! Για κάθε πρόβλημα αναπτύχθηκαν περισσότερες της μιας θεωρίες, που πολλές φορές είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Και για να αποδείξουμε «του λόγου το αληθές» θα αναφερθούμε, έτσι τυχαία, σ’ ένα από τα φιλοσοφικά προβλήματα για το οποίο σκεπτόμενος άνθρωπος αναζητεί μια συγκεκριμένη απάντηση.

Θα εξετάσουμε, λοιπόν, το θέμα της Γνωσιολογίας και θα δούμε πώς απαντά η φιλοσοφική σκέψη γιοι την πηγή, την ουσία και την αξία της ανθρώπινης γνώσης.

Η πηγή της γνώσης

Λέγοντας «πηγή της γνώσης» εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο αντλούμε τις γνώσεις μας. Πώς, δηλαδή, γνωρίζουμε την πραγματικότητα. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό επιχείρησαν να δώσουν τέσσερις, κυρίως, θεωρίες. H Εμπειρική θεωρία, ο Ορθολογισμός, η Συνδυαστική θεωρία του Kant και η Ενόραση του Bergson.

H Εμπειρική θεωρία ισχυρίζεται ότι πηγή και κριτήριο της αλήθειας είναι η παρατήρηση του αισθητού κόσμου. Οι γνώσεις μας προέρχονται από την εμπειρία μας κατά την αρχαία ρήση «Ουδέν εν τώ νώ, ό μη πρότερον έν τη αίσθήσει».

Την άποψη αυτή υποστήριξαν κατά την αρχαιότητα οι Σοφιστές, οι Επικούριοι και οι Στωικοί φιλόσοφοι. Κατά τον Επίκουρο «αί έπίνοιαι πάσαι από των αισθήσεων γεγόνασι, πάς γάρ λόγος από των αισθήσεων ήρταται» και κατά τους Στωικούς η ψυχή είναι «..,χαρτίον εύεργόν εις άπογραφήν».

Στους νεότερους χρόνους θιασώτες της θεωρίας αυτής υπήρξαν αρχικά ο Φραγκίσκος Βάκων και ο John Lock. O δεύτερος δίδαξε πως, αν υπήρχαν έμφυτες ιδέες θα έπρεπε να ήσαν συνειδητές και στα παιδιά και στους αμόρφωτους και πως η γνώση των πραγμάτων θα ήταν η ίδια, ή σχεδόν ίδια σε όλους τους ανθρώπους. Μόνο η παρατήρηση των πραγμάτων κα η εμπειρία που αποκτούμε γι’ αυτά μας οδηγούν στη γνώση.

rodin_thinker_philosophy Παραφράζοντας τη ρήση των Στωικών ότι η ψυχή είναι «χαρτίον ευεργόν εις άπογραφήν» με τη φράση «tabula rasa» , άγραφος χάρτης, πιστεύει πως η εξωτερική και η εσωτερική εμπειρία γεμίζουν με περιεχόμενο τον χάρτη αυτόν. H πρώτη μάς γνωρίζει τον εξωτερικό κόσμο, η δεύτερη τον εσωτερικό.

Τις ίδιες απόψεις διετύπωσαν αργότερα ο Γάλλος αβάς de Condillac, οι Άγγλοι φιλόσοφοι Hume, Mill, Spencer και άλλοι.

Στον αντίποδα της Εμπειρικής θεωρίας βρίσκεται ο Ορθολογισμός, ο οποίος παραδέχεται πως βασική πηγή της γνώσης είναι ο ορθός Λόγος. Κατά τον Ηράκλειτο «κακοί μάρτυρες άνθρώποισιν οφθαλμοί καί ώτα » και κατά τον Παρμενίδη «Κριτήριον δε τόν λόγον ειπείν τάς δε αισθήσεις μή ακριβείς ύπάρχειν».

Τον ορθολογισμόν υποστήριξαν με πάθος ο Σωκράτης και ο μέγιστος των υπερβατικών Ορθολογιστών Πλάτων, που διακήρυξε πως η γνώση είναι μια απλή ανάμνηση των ιδεών που γνώρισε ο άνθρωπος σε προγενέστερο νοητό κόσμο «τό μανθάνειν άνάμνησις όλων έστιν». Μια ανάμνηση του κόσμου των ιδεών, στον οποίο ζούσε η ψυχή πριν δεσμευθεί στη «φυλακή» του σώματος. O αισθητός κόσμος είναι η αφορμή της ανάμνησης αυτής. Οι ιδέες π.χ. της ισότητας, της ομοιότητας, του χοορου και του χρόνου υπήρχαν και χωρίς να αισθητά αντικείμενα.

Χαρακτηριστικός ορθολογιστής και ο Πλούταρχος με την καταπληκτική του ρήση: «νους όρά καί νους ακούει, τ’ άλλα δε τυφλά και κουφά τυγχάνει λόγου δεόμενα».

Κατά τους νεότερους χρόνους υποστηρικτές του Ορθολογισμού, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο υπήρξαν οι Γάλλοι Descartes και Goblot, ο Γερμανός Leibniz, ο οποίος στο αξίωμα της Εμπειρικής θεωρίας «ουδέν έν τω νω, ό μή πρότερον έν τη αίσθήσει» πρόσθεσε την καταπληκτική συμπλήρωση «πλην αυτής ταύτης της νοήσεως», ο Gohen, o Husserl και ο Αϊνστάιν, ο οποίος διετύπωσε την άποψη ότι: «Οι έννοιες των αριθμών είναι δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος και δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα».

Το χάσμα μεταξύ της Εμπειρικής θεωρίας και του Ορθολογισμού ήρθε κατ’ αρχήν να γεφυρώσει ο μέγας Σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης. Δίδαξε πως η γνώση πηγάζει και από την εμπειρία και από τον ορθό λόγο «Ού νοεί άνευ φαντάσματος ή ψυχή». Οι αισθήσεις προσφέρουν το υλικό και ο «ποιητικός» νους το επεξεργάζεται. Μόνο με τη συνεργασία αυτήν των δεδομένων ο άνθρωπος πορεύεται προς την αληθινή γνώση.

Τη συνδυαστική αυτή θεωρία συστηματοποίησε ο Kant και η μετα-Καντιανή φιλοσοφία. O Kant με την «Κριτική του καθαρού λόγου» υποστήριξε ότι η αληθινή γνώση δεν εξαντλείται ούτε με την εμπειρία των αισθήσεων ούτε με τις έννοιες των πραγμάτων που συλλαμβάνει ο λόγος, αλλά με τη διατύπωση συνθετικών κρίσεων πάνω σ’ αυτά, τις κατηγορίες, που προέρχονται από μια καθαρή διανόηση.

Τέλος, θα έρθει ο Bergson, ο οποίος θα μας πει ότι, πηγή της γνώσης δεν είναι ούτε η εμπειρία, ούτε η νόηση ούτε ο συνδυασμός τους, αλλά μια άλλη ικανότητα του ανθρώπου, η διαίσθηση ή αλλιώς η ενόραση. M’ αυτήν ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί την υπόσταση της πραγματικότητας άμεσα και εσωτερικά, χωρίς καμιά πρόσθετη επεξεργασία.

Ποια, λοιπόν, από τις παραπάνω φιλοσοφικές θεωρίες δίνει τη σωστή απάντηση στο ερώτημα του σκεπτόμενου ανθρώπου για την πηγή της γνώσης του;

To αντικείμενο της γνώσης

philosophy To ίδιο διισταμένες απόψεις διατυπώθηκαν από τη Φιλοσοφία και για το δεύτερο μέρος της Γνωσιολογίας, που αναφέρεται στο αντικείμενο της γνώσης. Δηλαδή, η γνώση που αποκτήσαμε κατοπτρίζει πιστά την αντικειμενική πραγματικότητα ή είναι υποκειμενικές εικόνες και ιδέες, που έπλασαν γι’ αυτήν οι άνθρωποι;

Και για το θέμα αυτό διατυπώθηκαν τρεις, κυρίως, διαφορετικές θεωρίες: O Ρεαλισμός, ο Ιδεαλισμός και η Φαινομενολογία.

Σύμφωνα με τον Ρεαλισμό, το αντικείμενο της γνώσης είναι αυτά τα ίδια τα πράγματα και γεγονότα όπως έχουν, είτε τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας (Ρεαλισμός των ιδιοτήτων) είτε τα κατανοούμε με το νου μας (κριτικός Ρεαλισμός).

Υποστηρικτές της θεωρίας αυτής υπήρξαν ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Descartes, o Locke, ο Hartmann και άλλοι.

Αντίθετα, ο Ιδεαλισμός πρεσβεύει ότι το αντικείμενο της γνώσης δεν είναι αυτά τα πράγματα ως έχουν, αλλά οι ιδέες που έχουμε πλάσει γι’ αυτά. Κατά τον θεμελιωτή του Ιδεαλισμού, τον Πλάτωνα, τα αντικείμενα είναι απλά είδωλα των αυτοτελών ιδεών που βρίσκονται «εν ούρανίω τόπω».

Κατά τους νεότερους χρόνους τον Ιδεαλισμό υποστήριξαν με ορισμένες αποκλίσεις ο Berkeley, ο Fichte, ο Schelling, η Σχολή της Βάδης με τους Cohen, Natorp και Rickert, οι Γάλλοι Brunschvieg και Paroti.

Τέλος, η Φαινομενολογία θέλησε κι εδώ να συμβιβάσει τις παραπάνω εκ διαμέτρου αντίθετες θεωρίες, τονίζοντας ότι, από τα πράγματα γνωρίζουμε μόνο την αισθητική τους πλευρά, ενώ τη φύση και την ουσία τους τη γνωρίζουμε όπως αυτά εμφανίζονται στη συνείδηση μας.

H θεωρία αυτή ξεκίνησε από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο και θεμελιώθηκε από τους Hume και Kant. Σύμφωνα με τον τελευταίο «Την πραγματικότητα διαβλέπουμε δια μέσου έγχρωμης υάλου και αποδίδουμε εις τα εξωτερικά αντικείμενα τις υποκειμενικές ιδιότητες του γνωστικού μας οργάνου ακριβώς, ως εάν θεωρούσαμε ως αντικειμενική ιδιότητα των πραγμάτων το χρώμα της υάλου».

H αξία της γνώσης

philo1 Και εάν θέλουμε να ανατρέξουμε στις φιλοσοφικές θεωρίες που αναφέρονται στην αξία της γνώσης, θα διαπιστώσουμε και εδώ πλήθος διαφορετικών απόψεων, οι κυριότερες των οποίων είναι ο Δογματισμός, ο Σκεπτικισμός, η Κριτική του Kant, ο Θετικισμός, ο Επιστημολογισμός, η Βιολογική θεωρία, ο Πραγματισμός και άλλες.

H κάθε μια από τις φιλοσοφικές αυτές θεωρίες εκτιμά με διαφορετικό τρόπο και από διαφορετική σκοπιά την αξία της γνώσης. Άλλη της αποδίδει απόλυτη αξία πιστεύοντας ότι η γνώση ταυτίζεται με την αλήθεια, άλλη αμφισβητεί το κύρος της, επειδή νομίζει ότι η γνώση δεν ανταποκρίνεται απόλυτα προς την αλήθεια, κι άλλη υποστηρίζει πως η γνώση έχει μόνο πρακτική ή βιολογική ή κοινωνιολογική ή ατομική αξία, ανάλογα με την εναρμόνιση που κάνει το κάθε άτομο ανάμεσα στις γνώσεις και τις ανάγκες του. Και επειδή οι ανάγκες των ανθρώπων διαφέρουν μεταξύ τους και εξαρτώνται από την ψυχοπνευματική και ψυχολογική τους κατάσταση, από τον τόπο και το χρόνο που διαβιούν, από τον κοινωνικό τους περίγυρο και την βιοθεωρία τους, είναι φυσικό επόμενο την αντικειμενική γνώση να την υποκαθιστούν με την υποκειμενική τους διάθεση, και να δίνουν διαφορετική σημασία στην αξία της.

Απ’ όσα εκτέθηκαν παραπάνω, γίνεται φανερό ότι, η Φιλοσοφία δεν δίνει απόλυτες, μοναδικές και αδιαμφισβήτητες απαιτήσεις στα προβλήματα που την απασχολούν. Αρέσκεται να δίνει τις λύσεις του κάθε προβλήματος και όχι τη λύση, αφήνοντας τον αναζητητή άνθρωπο να κάνει την επιλογή του.

Και τούτο γιατί η φύση των φιλοσοφικών προβλημάτων είναι διάφορη εκείνων της επιστήμης. Τα ζητούμενα της φιλοσοφίας είναι ιδέες, έννοιες, αξίες και ιδανικά, βιώματα και αρετές, αναζητήσεις και πιστεύω έξω και πάνω από τα πράγματα, που δεν υπόκεινται σε μετρήσεις και πειράματα, σε επιστημονικές μεθόδους έρευνας με τις οποίες οι επιστήμες καταλήγουν στις οντολογικές τους κρίσεις για τα θέματα που ερευνούν. H φιλοσοφία για τα δικά της προβλήματα εκφράζει αξιολογικές κρίσεις. H φιλοσοφία είναι θεωρία αξιών.

Προηγήθηκε της επιστήμης, αλλά και υπερίπταται αυτής, προσπαθώντας να την αξιολογήσει! Γι’ αυτό και υπάρχει η Φιλοσοφία της Ιστορίας, η Φιλοσοφία του Δικαίου, η Φιλοσοφία της Παιδείας κ.λπ.

H αναζήτηση του θεού, το βίωμα της πίστης, η αυτοσυνείδηση του ανθρώπου σαν ύπαρξη με ιδανικά και στόχους, η «άβυσσος» της ψυχής, η ζωή και ο θάνατος, η ηθική των σκέψεων και των πράξεων, η έννοια, η αξία και τα όρια της ελευθερίας, η εκτίμηση και απόλαυση του ωραίου, η χαρά και το χρέος της δημιουργίας, η αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων είναι βασικά θέματα της ανθρώπινης ζωής, που μόνο η Φιλοσοφία μπορεί να ερευνήσει.

Και επειδή τα θέματα αυτά, που αποτελούν και βασικά ερωτήματα του ανθρώπου, οι φιλοσοφούντες τα εξετάζουν σφαιρικά κι απ’ όλες τις πλευρές τους, είναι φυσικό να μην δίνουν σ’ αυτά μια και μοναδική απάντηση, αφού τα μελετούν και με μια δόση υποκειμενισμού. Δίνουν διάφορες απαντήσεις, αφήνοντας τον αναζητητή και ερευνητή άνθρωπο να κάνει την επιλογή της λύσης εκείνης που ανταποκρίνεται στην ιδιοσυστασία του, στη ιδιαιτερότητα της προσωπικότητας του και στο ψυχοπνευματικό του DNA.

Και εδώ βρίσκεται η μαγεία και το μεγαλείο της Φιλοσοφίας. Αφού διανοίξει διάπλατα τους δρόμους που οδηγούν στη αλήθεια και μεγαλώσει πιότερο το πεδίο της γνώσης, καλεί τον σκεπτόμενο άνθρωπο να επιλέξει ελεύθερα με βάση τη δική του κρίση την απάντηση εκείνη που την βρίσκει πιο σωστή ανάμεσα στις άλλες.

Οι φιλοσοφικές θεωρίες που προσπαθούν να απαντήσουν στα ερωτήματα του ανθρώπου, παρά το γεγονός ότι δεν ταυτίζονται και δεν συμφωνούν μεταξύ τους, μοιάζουν με πολύχρωμους προβολείς, που φωτίζουν άπλετα την ανθρώπινη πορεία προς την αλήθεια. Κι όσο περισσότεροι είναι οι προβολείς, τόσο το καλύτερο για τον οδοιπόρο της αλήθειας, αφού κάνουν πιο φωτεινό της πορείας του το δρόμο!

Έτσι κι αλλιώς θα έχει ένα μεγάλο κέρδος. Γνωρίζοντας τις φιλοσοφικές θεωρίες για τα θέματα που τον απασχολούν, άσχετα σε ποια από αυτές θα καταλήξεις, θα γίνει πιο σοφός!

Και θα βιώνει καθημερινά τους στίχους του Καβάφη που ‘γράψε στην «Ιθάκη». Φτάνει να αντικαταστήσει τη συμβολική λέξη «Ιθάκη» με τη λέξη «Αλήθεια» ή «Γνώση».

«Πάντα στο νου σου να ‘χεις την Ιθάκη. To φτάσιμο εκεί είναι ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεσαι το ταξίδι σον διόλου. Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει και γέρος πια να αράξεις στο νησί, πλούσιος, μ’ όσα κέρδισες στο δρόμο.

H Ιθάκη σού έδωσε το ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτή δεν θα ‘βγαινες στο δρόμο. Άλλα δεν έχει να σον δώσει πια.

Κι αν φτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν!».

Το γεγονός αυτό και μόνο ότι, η ενασχόληση με τη Φιλοσοφία διευρύνει το πνεύμα και τη γνώση και κάνει τον άνθρωπο σοφό, καθιστά επιβεβλημένη τη διδασκαλία της στην εκπαίδευση, αν θέλουμε να διαπλάσουμε ανθρώπους με ευρύτητα πνεύματος, με ελεύθερη κρίση, με πλούσια γνώση και με σωστή σκέψη.
του Δημήτρη Μαρκόπουλου
via

Pages