Μια ζωή τρωγόταν ο μπάρμπα-Γιάννης κι’ ο δάσκαλος. Του σχολαρχείου ήταν ο πρώτος, αλλά με πίστη βουνό. Ο δεύτερος, δάσκαλος με προοδευτικές αντιλήψεις και δεν το ‘κρυβε πως ήταν μαρξιστής και δεν πίστευε αυτά, που πίστευαν οι παλιοί, σαν τον μπάρμπα-Γιάννη. Κοντοχωριανοί και φίλοι χρόνια. Κι αντίθετοι απ’ την ρίζα στις ιδέες.
— Μωρέ δεν τα παρατάς αυτά τα συναξάρια και τις άλλες φυλλάδες, πού διαβάζεις, τον πείραζε. Ξύπνα μπάρμπα-Γιάννη, ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι κι’ εσύ διαβάζεις ακόμα παραμύθια!
— Παραμύθια είναι αυτά, πού πιστεύεις και λες, εσύ, αξιοθρήνητε. Και είσαι και δάσκαλος και στραβώνεις και τα μικρά παιδιά, με τις δήθεν, προοδευτικές σου ιδέες, πού αντί να πάνε τον άνθρωπο μπροστά, τον πάνε πίσω στα σκοτάδια! Κρίμα σε σένα και στα γράμματα, πού έμαθες!…
Έτσι γινόταν η κουβέντα τους, όταν συναντιόταν στο καφενείο του χωριού τους στο Μακρολίβαδο. Σαν τον σκύλο με την γάτα. Χαμογελούσε ο δάσκαλος, πού τον έλεγαν και Στάλιν το παρατσούκλι του, κι’ όλο έριχνε φαρμάκι στα λόγια του, όταν μιλούσε. Με πραότητα του απαντούσε ο μπάρμπα-Γιάννης, πού είχε περάσει τα εξήντα του, ενώ είχαν αρχίσει να ασπρίζουν και τα μαλλιά του δασκάλου Στάλιν η το επίσημο του Αργύρης Δρεπάνης.
Μια χειμωνιάτικη Κυριακή με λιακάδα ο μπαρμπα-Γιάννης καθόταν σε μιαν άκρη του καφενείου, όπου την χτύπαγε ο ήλιος και διάβαζε κάποιο βιβλίο, γιατί ήταν πολύ μελετηρός άνθρωπος κι’ όλο διάβαζε για την πίστη και την Εκκλησία. Ήταν μάλιστα και επίτροπος στην Αγία Τριάδα και δεν έλειπε ποτέ από τον ναό τις Κυριακές και τις γιορτές.
— Χαιρετώ τον εκλεκτόν επίτροπον Ιωάννην! είπε ειρωνικά ο δάσκαλος και κάθησε στην αντικρυνή καρέκλα του τραπεζιού.
— Είμαι επίτροπος της Εκκλησίας, κύριε Αργύρη και όχι της κομμούνας. Γι’ αυτό άσε τις ειρωνείες, πού σου στενεύουν το μυαλό.
— Δεν το ήξερα, μπάρμπα-Γιάννη, ότι η ειρωνεία στενεύει το μυαλό και σ’ ευχαριστώ, πού μου τόπες. Σήμερα όμως δεν σε ειρωνεύομαι. Απόδειξη ότι θα σε κεράσω και ούζο.
— Δεν θέλω ούζα και πιοτά. Με βλάφτουν…
—Τότε πάρε ο,τι θέλεις. Είσαι φίλος μου και κοντοχωριανός μου. Και το ξέρεις ότι σ’ εκτιμώ. Ας διαφωνούμε στα μυαλά.
—Δεν θέλω να σε πικράνω, κυρ-δάσκαλε, αλλά βρίσκεσαι σε πολύ λανθασμένο δρόμο. Άλλαξε στράτα όσον είναι καιρός και δες την αλήθεια και στηρΐξου σ’ αυτήν. Τούτος ο ψεύτης κόσμος τελειώνει γρήγορα. Φεύγουμε ξαφνικά και τότε….
— Αυτά τα έχουμε ξαναπεί. Δεν με αλλάζεις με τίποτα…
Παρήγγειλαν δυο καφέδες κι’ ο μπάρμπα-Γιάννης έβαλε ένα άσπρο χαρτάκι στο βιβλίο για σημάδι κι’ ετοιμαζόταν να το κλείση.
— Τί διαβάζεις, αν επιτρέπεται;
— Εΐναι ένα πνευματικό βιβλίο για την Ορθόδοξη Πίστη…
— Δηλαδή συναξάρι, πού λένε, συναξάρι. Και τι γράφει;
—Εξηγεί πολλά, κύριε κομμουνιστή. Άκουσε την τελευταία φράση, πού διάβαζα πριν έρθης. Είναι μια φράση από το Ευαγγέλιον κατά Ματθαίον κι’ αν έχης μέσα σου μυαλό σκέψου την βαθειά, όσο μπορείς. Σου την διαβάζω: «Πάλιν αμήν λέγω υμίν ότι εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά τον πατρός μου τον εν ουρανοίς» (Ματθ. 18, 19). Είναι από το κεφάλαιο δεκαοχτώ και ο στίχος δεκαεννιά.
— Και θες, μπάρμπα-Γιάννη, εγώ ο ελεύθερος στοχαστής, ο μαρξιστής…
— Σταμάτα, σταμάτα, τον έκοψε ο μπάρμπα-Γιάννης, βγάζοντας τα γυαλιά του. Αυτά τα δύο δεν πάνε μαζί. Η ελεύθερος στοχαστής η μαρξιστής. Βέβαια και οι δυο είναι σκλάβοι της λογικής τους, αλλά ο μαρξιστής δυο φορές δεμένος κι’ ανίκανος να κάνη ένα βήμα παρά πέρα. Κατάλαβες, κύριε Δρεπάνη;
— Εγώ αυτά δεν τα δέχομαι, και λέγε ο,τι θέλεις…
— Μη γίνεσαι άπιστος, δάσκαλε, και χάσης την ψυχή σου από πείσμα!
— Εγώ ασπάζομαι μονάχα όσα στέκουν λογικά!
— Αυτά, πού σου λέγω, κυρ-Αργύρη, είναι πιο πάνω από την λογική. Είναι λόγια του Θεού, μαρτυρημένα μέσα στο Ευαγγέλιο!
— Είσαι απόλυτος, μπάρμπα-Γιάννη.
— Στην πίστη όλα είναι απόλυτα. Η λογική είναι σχετική και πολλές φορές άσχετη στα μεγάλα θέματα, πού δεν τα χωρά μέσα της και τα πετά. Καλή ώρα σαν και σένα, πού αρνιέσαι την πίστη και το μέγα μυστήριό της!
— Ξέρεις, μπάρμπα-Γιάννη, τι μου κάνει εντύπωσι σε σένα;
— Για ν’ ακούσω.
— Ότι είσαι τόσο σίγουρος για πράγματα, πού δεν μπορείς να τα απόδειξης και να τα έλέγξης. Γιατί;
— Γιατί οποίος πιστεύει έχει ανοιχτά μάτια. Ο άπιστος περπατά με κλειστά τα μάτια του και γι’ αυτό σκουντουφλά και πέφτει. Και για την απόδειξη, που λες, θέλεις να βάλουμε στοίχημα γι’ αυτό, πού σου διάβασα από το βιβλίο;
— Χα, χα! Τί στοίχημα; είπε απορημένος ο δάσκαλος.
— Γι’ αυτά, πού πιστεύω εγώ και δεν πιστεύεις εσύ!
— Και πώς θα γίνη αυτό;
— Θα συμφωνήσουμε τώρα οι δυο μας, όπως λέγει το Ευαγγέλιον, ότι οποίος πεθάνη πρώτος, να του επιτρέψη ο Κύριος να ειδοποίηση τον άλλον την ίδια μέρα ότι πέθανε, όπου κι’ αν βρίσκεται ο άλλος. Συμφωνείς;
— Τί έχω να χάσω; Συμφωνώ.
— Τί θα χάσης; Την απιστία σου θα χάσης, άθλιε.
Κι’ αυτό θα είναι η καλύτερη επιβεβαίωση της αληθινής πίστης του Χριστού.
— Αν και η λογική μου δεν το δέχεται, συμφωνώ να γίνη όπως λες…
Ξαφνικά σταμάτησαν κι’ έμειναν σιωπηλοί με τις σκέψεις του ο καθένας. Δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό. Χώρισαν φιλικά κι’ ο δάσκαλος πήρε μετάθεση για ένα χωριό σε γειτονικό νομό της Πελοποννήσου. Πέρασαν αρκετοί μήνες και ο κυρ-Αργύρης είχε ξεχάσει και την συζήτηση και το στοίχημα και τον μελετηρό μπάρμπα-Γιάννη με την καλή καρδιά και την σωστή κουβέντα.
Φτάσανε οι γιορτές των Χριστουγέννων, έπεσε χιόνι στα βουνά και όταν ξανάρχισαν τα μαθήματα ο δάσκαλος ρίχτηκε πάλι στην δουλειά με τα μικρά παιδόπουλα, με τα γυαλιστερά ματάκια τα πανέξυπνα. Το χαιρόταν αυτό και τα καμάρωνε, πού μέσα στην χωριάτικη φτώχειά τους, άναβαν οι ψυχές τους σαν μικρές λαμπάδες κι’ ήθελαν να μάθουν όλο και πιο πολλά. Κι’ όλα ρωτούσαν κι’ όλο ανεβαίνανε στον δικό τους δρόμο τον ανηφορικό.
Μια νύχτα του Γενάρη ο δάσκαλος ξύπνησε ταραγμένος πολύ. Ένα όνειρο παράξενο κι’ ολοζώνταντο τον έκανε να ξεπεταχτή απ’ το κρεββάτι του.
Άναψε το φως για να πιη λίγο νερό.
— Κοίτα, μωρέ κάτι μυστήρια, πού βλέπει κανείς στον ύπνο του, μουρμούρησε κι’ ανακάθησε λίγο να ξανασκεφτή το όνειρό του.
Μέσα στον βαθύ ύπνο είδε τον μπάρμπα-Γιάννη τον φίλο και κοντοχωριανό του, να ανεβαίνη την σκάλα του σπιτιού του και να χτυπά την πόρτα δυνατά δυό-τρεϊς φορές.
— Κυρ-δάσκαλε, κυρ-δάσκαλε, άνοιξέ μου!
— Ποιος είναι τέτοια ώρα; ρώτησε στον ύπνο του.
— Άνοιξε, κυρ-δάσκαλε, εγώ είμαι ο μπάρμπα-Γιάννης απ’ το Μακρολίβαδο και ήρθα να σου πω ότι πέθανα. Τ’ ακούς; Στο ξαναλέω: σήμερα πέθανα και ήρθα να στο πω, κατά την συμφωνία μας! Στο ξαναλέω άλλη μια φορά για να μη το ξεχάσης: σήμερα το πρωΐ πέθανα, πέθανα, πέθανα! Είμαι ο φίλος σου ο μπάρμπα-Γιάννης από το Μακρολίβαδο και τώρα φεύγω!
Ο δάσκαλος θυμήθηκε το στοίχημα. Κρύος ιδρώς τον έλουσε και η λογική του κατρακύλησε κι’ έλιωσε σαν χιόνι πάνω σ’ αναμμένο καμίνι. Σάστισε και δεν ήξερε τι να πη και τι να σκεφτή. Έγραψε βιαστικά δυο λόγια πάνω στο μπλοκάκι, πού βρισκόταν στο κομοδίνο του.
— «Να τηλεφωνήσω για τον μπάρμπα-Γιάννη… »
Το άλλο απόγευμα, όταν τέλειωσε το μάθημα στο σχολειό, πήγε και τηλεφώνησε στον ξάδερφό του τον Ζήση στο Μακρολίβαδο, πού ήταν και πρόεδρος της Κοινότητας.
— Πώς ήταν αυτό και μας θυμήθηκες, βρε ξάδερφε;
—….Θέλω να μάθω για τον μπάρμπα-Γιάννη…
— Αυτός, πάει σχόλασε…
— Δηλαδή, τι σχόλασε;
— Πέθανε χτες το πρωί. Γιατί ρωτάς;
— Τίποτα, τίποτα… Έτσι. Ήταν φίλος μου…
— Και πως το έμαθες πως πέθανε; Σου τόπε κανείς;
— Άσε, αυτήν την ώρα. Είναι μεγάλη ιστορία. Θα στην πω, σαν έρθω στο χωριό…
Είπαν ακόμα μερικά, τα συνηθισμένα, κι’ όταν έκλεισε το τηλέφωνο λίγο έλειψε να σωριαστή στο πάτωμα. Τον έπιασε τρόμος ψυχής, σαν να παράλυσε. Ένοιωθε τέτοιαν έκπληξι, ένα τέτοιο ξάφνιασμα, πού ανατράπηκαν όλα μέσα του και γύρω του…
— Ώστε είναι αλήθεια… Ο μπάρμπα-Γιάννης λοιπόν είχε δίκιο και είναι σωστά όσα έλεγε και πίστευε…, μονολόγησε άθελά του.
Του ήρθε αμέσως η διάθεση να βρίση τον εαυτό του, να τον ελεεινολογήση, να τον μουτζώση εκατό φορές και τις ιδέες του τις ψεύτικες και την ειρωνική λογική του και τον μαρξισμό του, πού τον θεωρούσε αλάθητον…
— Αχ, μπάρμπα-Γιάννη μου! Να αγιάση το κόκκαλό σου! Είχες δίκιο! Κι’ εγώ σε κορόϊδευα, σκέφτηκε με πολλή πίκρα. Το κέρδισες το στοίχημα….
Έβαλε κάτω το κεφάλι και τράβηξε για το σπίτι του. Από την ημέρα εκείνη ο δάσκαλος άλλαξε απότομα. Σαν να τον άγγιξε μια δύναμη αόρατη και μυστική και την μεταμόρφωσε από την κορφή ως τα νύχια. Τα λόγια και τα έργα του, θύμιζαν τον μακαρίτη μπάρμπα-Γιάννη. Σε όλα.
— Θεός σχωρέστον τον καλόν άνθρωπο! Αυτός μου άνοιξε τα μάτια, με το παράξενο στοίχημά του, ομολογούσε στους φίλους του, πού αναρωτιόταν για την μεγάλη και απότομη αλλαγή στο φέρσιμό του.
Τώρα ο κυρ-Αργύρης ζη σαν συνταξιούχος και κάπου-κάπου πηγαίνει στον τάφο του μπάρμπα-Γιάννη και μένει σιωπηλός για ώρα πολλή, σαν να κουβεντιάζη μαζί του και του ζητά συγχώρεση. Και από ευγνωμοσύνη στον αξέχαστο φίλο του, πήρε την θέση του στην εκκλησιά και έγινε επίτροπος στην Αγία Τριάδα.
— Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε αδελφέ!, μουρμουρίζει από μέσα του ο δάσκαλος, σε κάθε λειτουργία για τον μπάρμπα-Γιάννη και έχει αρχίσει να διαβάζη όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία με δίψα αληθινή. Τώρα πιά είναι σίγουρος και δεν ειρωνεύεται όσα ξεπερνούν την λογική του
— Μωρέ δεν τα παρατάς αυτά τα συναξάρια και τις άλλες φυλλάδες, πού διαβάζεις, τον πείραζε. Ξύπνα μπάρμπα-Γιάννη, ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι κι’ εσύ διαβάζεις ακόμα παραμύθια!
— Παραμύθια είναι αυτά, πού πιστεύεις και λες, εσύ, αξιοθρήνητε. Και είσαι και δάσκαλος και στραβώνεις και τα μικρά παιδιά, με τις δήθεν, προοδευτικές σου ιδέες, πού αντί να πάνε τον άνθρωπο μπροστά, τον πάνε πίσω στα σκοτάδια! Κρίμα σε σένα και στα γράμματα, πού έμαθες!…
Έτσι γινόταν η κουβέντα τους, όταν συναντιόταν στο καφενείο του χωριού τους στο Μακρολίβαδο. Σαν τον σκύλο με την γάτα. Χαμογελούσε ο δάσκαλος, πού τον έλεγαν και Στάλιν το παρατσούκλι του, κι’ όλο έριχνε φαρμάκι στα λόγια του, όταν μιλούσε. Με πραότητα του απαντούσε ο μπάρμπα-Γιάννης, πού είχε περάσει τα εξήντα του, ενώ είχαν αρχίσει να ασπρίζουν και τα μαλλιά του δασκάλου Στάλιν η το επίσημο του Αργύρης Δρεπάνης.
Μια χειμωνιάτικη Κυριακή με λιακάδα ο μπαρμπα-Γιάννης καθόταν σε μιαν άκρη του καφενείου, όπου την χτύπαγε ο ήλιος και διάβαζε κάποιο βιβλίο, γιατί ήταν πολύ μελετηρός άνθρωπος κι’ όλο διάβαζε για την πίστη και την Εκκλησία. Ήταν μάλιστα και επίτροπος στην Αγία Τριάδα και δεν έλειπε ποτέ από τον ναό τις Κυριακές και τις γιορτές.
— Χαιρετώ τον εκλεκτόν επίτροπον Ιωάννην! είπε ειρωνικά ο δάσκαλος και κάθησε στην αντικρυνή καρέκλα του τραπεζιού.
— Είμαι επίτροπος της Εκκλησίας, κύριε Αργύρη και όχι της κομμούνας. Γι’ αυτό άσε τις ειρωνείες, πού σου στενεύουν το μυαλό.
— Δεν το ήξερα, μπάρμπα-Γιάννη, ότι η ειρωνεία στενεύει το μυαλό και σ’ ευχαριστώ, πού μου τόπες. Σήμερα όμως δεν σε ειρωνεύομαι. Απόδειξη ότι θα σε κεράσω και ούζο.
— Δεν θέλω ούζα και πιοτά. Με βλάφτουν…
—Τότε πάρε ο,τι θέλεις. Είσαι φίλος μου και κοντοχωριανός μου. Και το ξέρεις ότι σ’ εκτιμώ. Ας διαφωνούμε στα μυαλά.
—Δεν θέλω να σε πικράνω, κυρ-δάσκαλε, αλλά βρίσκεσαι σε πολύ λανθασμένο δρόμο. Άλλαξε στράτα όσον είναι καιρός και δες την αλήθεια και στηρΐξου σ’ αυτήν. Τούτος ο ψεύτης κόσμος τελειώνει γρήγορα. Φεύγουμε ξαφνικά και τότε….
— Αυτά τα έχουμε ξαναπεί. Δεν με αλλάζεις με τίποτα…
Παρήγγειλαν δυο καφέδες κι’ ο μπάρμπα-Γιάννης έβαλε ένα άσπρο χαρτάκι στο βιβλίο για σημάδι κι’ ετοιμαζόταν να το κλείση.
— Τί διαβάζεις, αν επιτρέπεται;
— Εΐναι ένα πνευματικό βιβλίο για την Ορθόδοξη Πίστη…
— Δηλαδή συναξάρι, πού λένε, συναξάρι. Και τι γράφει;
—Εξηγεί πολλά, κύριε κομμουνιστή. Άκουσε την τελευταία φράση, πού διάβαζα πριν έρθης. Είναι μια φράση από το Ευαγγέλιον κατά Ματθαίον κι’ αν έχης μέσα σου μυαλό σκέψου την βαθειά, όσο μπορείς. Σου την διαβάζω: «Πάλιν αμήν λέγω υμίν ότι εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά τον πατρός μου τον εν ουρανοίς» (Ματθ. 18, 19). Είναι από το κεφάλαιο δεκαοχτώ και ο στίχος δεκαεννιά.
— Και θες, μπάρμπα-Γιάννη, εγώ ο ελεύθερος στοχαστής, ο μαρξιστής…
— Σταμάτα, σταμάτα, τον έκοψε ο μπάρμπα-Γιάννης, βγάζοντας τα γυαλιά του. Αυτά τα δύο δεν πάνε μαζί. Η ελεύθερος στοχαστής η μαρξιστής. Βέβαια και οι δυο είναι σκλάβοι της λογικής τους, αλλά ο μαρξιστής δυο φορές δεμένος κι’ ανίκανος να κάνη ένα βήμα παρά πέρα. Κατάλαβες, κύριε Δρεπάνη;
— Εγώ αυτά δεν τα δέχομαι, και λέγε ο,τι θέλεις…
— Μη γίνεσαι άπιστος, δάσκαλε, και χάσης την ψυχή σου από πείσμα!
— Εγώ ασπάζομαι μονάχα όσα στέκουν λογικά!
— Αυτά, πού σου λέγω, κυρ-Αργύρη, είναι πιο πάνω από την λογική. Είναι λόγια του Θεού, μαρτυρημένα μέσα στο Ευαγγέλιο!
— Είσαι απόλυτος, μπάρμπα-Γιάννη.
— Στην πίστη όλα είναι απόλυτα. Η λογική είναι σχετική και πολλές φορές άσχετη στα μεγάλα θέματα, πού δεν τα χωρά μέσα της και τα πετά. Καλή ώρα σαν και σένα, πού αρνιέσαι την πίστη και το μέγα μυστήριό της!
— Ξέρεις, μπάρμπα-Γιάννη, τι μου κάνει εντύπωσι σε σένα;
— Για ν’ ακούσω.
— Ότι είσαι τόσο σίγουρος για πράγματα, πού δεν μπορείς να τα απόδειξης και να τα έλέγξης. Γιατί;
— Γιατί οποίος πιστεύει έχει ανοιχτά μάτια. Ο άπιστος περπατά με κλειστά τα μάτια του και γι’ αυτό σκουντουφλά και πέφτει. Και για την απόδειξη, που λες, θέλεις να βάλουμε στοίχημα γι’ αυτό, πού σου διάβασα από το βιβλίο;
— Χα, χα! Τί στοίχημα; είπε απορημένος ο δάσκαλος.
— Γι’ αυτά, πού πιστεύω εγώ και δεν πιστεύεις εσύ!
— Και πώς θα γίνη αυτό;
— Θα συμφωνήσουμε τώρα οι δυο μας, όπως λέγει το Ευαγγέλιον, ότι οποίος πεθάνη πρώτος, να του επιτρέψη ο Κύριος να ειδοποίηση τον άλλον την ίδια μέρα ότι πέθανε, όπου κι’ αν βρίσκεται ο άλλος. Συμφωνείς;
— Τί έχω να χάσω; Συμφωνώ.
— Τί θα χάσης; Την απιστία σου θα χάσης, άθλιε.
Κι’ αυτό θα είναι η καλύτερη επιβεβαίωση της αληθινής πίστης του Χριστού.
— Αν και η λογική μου δεν το δέχεται, συμφωνώ να γίνη όπως λες…
Ξαφνικά σταμάτησαν κι’ έμειναν σιωπηλοί με τις σκέψεις του ο καθένας. Δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό. Χώρισαν φιλικά κι’ ο δάσκαλος πήρε μετάθεση για ένα χωριό σε γειτονικό νομό της Πελοποννήσου. Πέρασαν αρκετοί μήνες και ο κυρ-Αργύρης είχε ξεχάσει και την συζήτηση και το στοίχημα και τον μελετηρό μπάρμπα-Γιάννη με την καλή καρδιά και την σωστή κουβέντα.
Φτάσανε οι γιορτές των Χριστουγέννων, έπεσε χιόνι στα βουνά και όταν ξανάρχισαν τα μαθήματα ο δάσκαλος ρίχτηκε πάλι στην δουλειά με τα μικρά παιδόπουλα, με τα γυαλιστερά ματάκια τα πανέξυπνα. Το χαιρόταν αυτό και τα καμάρωνε, πού μέσα στην χωριάτικη φτώχειά τους, άναβαν οι ψυχές τους σαν μικρές λαμπάδες κι’ ήθελαν να μάθουν όλο και πιο πολλά. Κι’ όλα ρωτούσαν κι’ όλο ανεβαίνανε στον δικό τους δρόμο τον ανηφορικό.
Μια νύχτα του Γενάρη ο δάσκαλος ξύπνησε ταραγμένος πολύ. Ένα όνειρο παράξενο κι’ ολοζώνταντο τον έκανε να ξεπεταχτή απ’ το κρεββάτι του.
Άναψε το φως για να πιη λίγο νερό.
— Κοίτα, μωρέ κάτι μυστήρια, πού βλέπει κανείς στον ύπνο του, μουρμούρησε κι’ ανακάθησε λίγο να ξανασκεφτή το όνειρό του.
Μέσα στον βαθύ ύπνο είδε τον μπάρμπα-Γιάννη τον φίλο και κοντοχωριανό του, να ανεβαίνη την σκάλα του σπιτιού του και να χτυπά την πόρτα δυνατά δυό-τρεϊς φορές.
— Κυρ-δάσκαλε, κυρ-δάσκαλε, άνοιξέ μου!
— Ποιος είναι τέτοια ώρα; ρώτησε στον ύπνο του.
— Άνοιξε, κυρ-δάσκαλε, εγώ είμαι ο μπάρμπα-Γιάννης απ’ το Μακρολίβαδο και ήρθα να σου πω ότι πέθανα. Τ’ ακούς; Στο ξαναλέω: σήμερα πέθανα και ήρθα να στο πω, κατά την συμφωνία μας! Στο ξαναλέω άλλη μια φορά για να μη το ξεχάσης: σήμερα το πρωΐ πέθανα, πέθανα, πέθανα! Είμαι ο φίλος σου ο μπάρμπα-Γιάννης από το Μακρολίβαδο και τώρα φεύγω!
Ο δάσκαλος θυμήθηκε το στοίχημα. Κρύος ιδρώς τον έλουσε και η λογική του κατρακύλησε κι’ έλιωσε σαν χιόνι πάνω σ’ αναμμένο καμίνι. Σάστισε και δεν ήξερε τι να πη και τι να σκεφτή. Έγραψε βιαστικά δυο λόγια πάνω στο μπλοκάκι, πού βρισκόταν στο κομοδίνο του.
— «Να τηλεφωνήσω για τον μπάρμπα-Γιάννη… »
Το άλλο απόγευμα, όταν τέλειωσε το μάθημα στο σχολειό, πήγε και τηλεφώνησε στον ξάδερφό του τον Ζήση στο Μακρολίβαδο, πού ήταν και πρόεδρος της Κοινότητας.
— Πώς ήταν αυτό και μας θυμήθηκες, βρε ξάδερφε;
—….Θέλω να μάθω για τον μπάρμπα-Γιάννη…
— Αυτός, πάει σχόλασε…
— Δηλαδή, τι σχόλασε;
— Πέθανε χτες το πρωί. Γιατί ρωτάς;
— Τίποτα, τίποτα… Έτσι. Ήταν φίλος μου…
— Και πως το έμαθες πως πέθανε; Σου τόπε κανείς;
— Άσε, αυτήν την ώρα. Είναι μεγάλη ιστορία. Θα στην πω, σαν έρθω στο χωριό…
Είπαν ακόμα μερικά, τα συνηθισμένα, κι’ όταν έκλεισε το τηλέφωνο λίγο έλειψε να σωριαστή στο πάτωμα. Τον έπιασε τρόμος ψυχής, σαν να παράλυσε. Ένοιωθε τέτοιαν έκπληξι, ένα τέτοιο ξάφνιασμα, πού ανατράπηκαν όλα μέσα του και γύρω του…
— Ώστε είναι αλήθεια… Ο μπάρμπα-Γιάννης λοιπόν είχε δίκιο και είναι σωστά όσα έλεγε και πίστευε…, μονολόγησε άθελά του.
Του ήρθε αμέσως η διάθεση να βρίση τον εαυτό του, να τον ελεεινολογήση, να τον μουτζώση εκατό φορές και τις ιδέες του τις ψεύτικες και την ειρωνική λογική του και τον μαρξισμό του, πού τον θεωρούσε αλάθητον…
— Αχ, μπάρμπα-Γιάννη μου! Να αγιάση το κόκκαλό σου! Είχες δίκιο! Κι’ εγώ σε κορόϊδευα, σκέφτηκε με πολλή πίκρα. Το κέρδισες το στοίχημα….
Έβαλε κάτω το κεφάλι και τράβηξε για το σπίτι του. Από την ημέρα εκείνη ο δάσκαλος άλλαξε απότομα. Σαν να τον άγγιξε μια δύναμη αόρατη και μυστική και την μεταμόρφωσε από την κορφή ως τα νύχια. Τα λόγια και τα έργα του, θύμιζαν τον μακαρίτη μπάρμπα-Γιάννη. Σε όλα.
— Θεός σχωρέστον τον καλόν άνθρωπο! Αυτός μου άνοιξε τα μάτια, με το παράξενο στοίχημά του, ομολογούσε στους φίλους του, πού αναρωτιόταν για την μεγάλη και απότομη αλλαγή στο φέρσιμό του.
Τώρα ο κυρ-Αργύρης ζη σαν συνταξιούχος και κάπου-κάπου πηγαίνει στον τάφο του μπάρμπα-Γιάννη και μένει σιωπηλός για ώρα πολλή, σαν να κουβεντιάζη μαζί του και του ζητά συγχώρεση. Και από ευγνωμοσύνη στον αξέχαστο φίλο του, πήρε την θέση του στην εκκλησιά και έγινε επίτροπος στην Αγία Τριάδα.
— Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε αδελφέ!, μουρμουρίζει από μέσα του ο δάσκαλος, σε κάθε λειτουργία για τον μπάρμπα-Γιάννη και έχει αρχίσει να διαβάζη όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία με δίψα αληθινή. Τώρα πιά είναι σίγουρος και δεν ειρωνεύεται όσα ξεπερνούν την λογική του
πηγή: Π.Μ. Σωτήρχου, Συναντήσεις με το Θεό, § Βάζουμε στοίχημα;, σελ. 89-94, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010