Μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη, το 323 π.Χ. το Λύκειο που ίδρυσε ο Αριστοτέλης οργανώθηκε από τον στενό του συνεργάτη Θεόφραστο σε φιλοσοφική σχολή – πιθανόν στο πρότυπο της πλατωνικής Ακαδημίας.
Λίγο αργότερα, στο πέρασμα ακριβώς από τον 4° στον 3° αιώνα, ο Κήπος του Επίκουρου και η Στοά του Ζήνωνα του Κιτιέα ήρθαν να προστεθούν στο φιλοσοφικό στερέωμα της Αθήνας. Οι τέσσερις σημαντικές φιλοσοφικές σχολές θα συνεχίσουν κατά τον 3° αιώνα π.X. τη συνύπαρξη και τον ανταγωνισμό τους, διατηρώντας ζωντανή τη φήμη της Αθήνας ως του φιλοσοφικού κέντρου του αρχαίου κόσμου.
Εκτός από τον Θεόφραστο, γνωρίζουμε αρκετούς ακόμη της σχολής του Αριστοτέλη: τον Εύδημο, τον Δημήτριο τον Φαληρέα, τον Στρατώνα, τον Δικαίαρχο, τον Κλέαρχο, τον Σωτίωνα, τον Λύκωνα. Από τα λίγα κείμενα τους που διασώθηκαν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο προσανατολισμός του περιπάτου ήταν κατά κύριο λόγο φυσιογνωστικός. Αυτό που διαφοροποιούσε τους περιπατητικούς από τους άλλους φιλοσόφους της εποχής τους ήταν η έμφαση στην προτεραιότητα της μελέτης της φύσης, η συστηματική συλλογή δεδομένων κάθε είδους, η συγγραφή καταλόγων και «ιστοριών» (της αστρονομίας, των μαθηματικών, της ιατρικής, της φυσικής επιστήμης και φιλοσοφίας).
Από την τάση για αποθησαύριση γνώσεων των επιγόνων του Αριστοτέλη διασώθηκαν οι περισσότερες από τις αποσπασματικές πληροφορίες που σήμερα διαθέτουμε για την προσωκρατική σκέψη (η λεγόμενη «δοξογραφία») και την πρώιμη ιστορία της ελληνικής επιστήμης. Προς το τέλος του 3ου αιώνα το Λύκειο θα παρακμάσει. Μέλη του αριστοτελικού κύκλου θα πείσουν τον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο A’ να ιδρύσει στην Αλεξάνδρεια τη μεγάλη βιβλιοθήκη της πόλης και το Μουσείο, που θα γίνει σύντομα το επίκεντρο της ανάπτυξης της ελληνιστικής επιστήμης.
Είδαμε την περίεργη μοίρα που είχαν τα γραπτά του Αριστοτέλη. Για τρεις περίπου αιώνες παρέμειναν απρόσιτα στο αναγνωστικό κοινό. Την τύχη των γραπτών του ακολούθησε σε μέγα βαθμό και η μεταθανάτια φήμη του ίδιου του Αριστοτέλη. Έτσι η ελληνιστική εποχή δεν είναι περίοδος ακμής για τον αριστοτελισμό. O στωικισμός έγινε βαθμιαία η κυρίαρχη φιλοσοφική τάση, με αξιόλογους αντιπάλους την επικούρεια φιλοσοφία και τον σκεπτικισμό, που αναπτύχθηκε τον 3° και τον 2° αιώνα π.X. στην πλατωνική Ακαδημία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η φιλοσοφία του Αριστοτέλη λησμονήθηκε. Οι περιπατητικοί φιλόσοφοι εξακολουθούσαν να προπαγανδίζουν τις ιδέες του, ενώ κάποια έργα του κυκλοφορούσαν – τα έργα που ο ίδιος είχε δημοσιεύσει όσο ζούσε, αλλά και ορισμένα έργα του που θα πρέπει να είχαν εκδώσει οι συνεχιστές του στο Λύκειο. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ο Επίκουρος αναφέρεται σε μερικά από τα βασικά συγγράμματα του Αριστοτέλη, και επομένως τα έχει στα χέρια του. Αλλά και η ίδια η φιλοσοφική ορολογία των ελληνιστικών σχολών έχει αναπτυχθεί επάνω στα ευδιάκριτα ίχνη της γλώσσας του Αριστοτέλη.
Η μεγάλη φήμη του Αριστοτέλη θα εδραιωθεί μετά την έκδοση του Ανδρόνικου τον ι° αιώνα π.X., όταν θα παραδοθεί στο κοινό ολοκληρωμένο το επιβλητικό σύστημα των έργων του, που καλύπτουν όλους τους τομείς του επιστητού. H τάση των ρωμαϊκών χρόνων για συγγραφή εγχειριδίων, συνόψεων της παλαιότερης φιλοσοφίας, και σχολιαστικών κειμένων επάνω στα πρότυπα φιλοσοφικά κείμενα θα ευνοήσει ιδιαίτερα τη διάδοση της σκέψης του Αριστοτέλη, η οποία, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας ακόμη και σήμερα, χρειάζεται βοήθεια για την προσπέλαση της. Από τον 2° αιώνα μ.X. μέχρι το συμβατικό τέλος της αρχαιότητας, τον 6° αιώνα μ.X. θα αναπτυχθεί μια πλούσια γραμματεία «υπομνημάτων» και «παραφράσεων» των βασικών έργων του Αριστοτέλη, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει διασωθεί.
Η μελέτη των Υπομνημάτων του Αλέξανδρου του Αφροδισιέα (γύρω στο 200 μ.X.), του Θεμίστιου (4ος αι. μ.X.), του Σιμπλίκιου (6°< αι. μ.X.) και του Ιωάννη Φιλόπονου (20< αι. μ.X.) μαρτυρά ότι η φιλοσοφία των σχολιαστών του Αριστοτέλη είναι υψηλού επιπέδου – ακόμη και σήμερα είναι απαραίτητη για την κατανόηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Οι σχολιαστές γράφουν σε μια εποχή φιλοσοφικού εκλεκτικισμού. Αναλαμβάνουν τη βασική αποστολή να καταστήσουν προσιτή τη σκέψη του Αριστοτέλη, χρησιμοποιούν ωστόσο αυτή την οδό για να επιχειρήσουν ενδιαφέρουσες συγκλίσεις ανάμεσα στην αριστοτελική, την πλατωνική και τη στωική παράδοση, ενώ αναπτύσσουν πολλές φορές και δικές τους εντελώς πρωτότυπες ιδέες (ο «ενεργητικός νους» του Αλέξανδρου και η «θεωρία της ορμής» του Φιλόπονου θα αποδειχτούν ιδιαίτερα γόνιμες στη φιλοσοφία του Μεσαίωνα). H εκτεταμένη γραμματεία των αριστοτελικών σχολιαστών δείχνει ότι στην ύστερη αρχαιότητα ο Αριστοτέλης θεωρείται σταθμός στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Η μελέτη του Αριστοτέλη θα συνεχιστεί και στο Βυζάντιο. O αριστοτελισμός, κατά κύριο λόγο, και, έως έναν βαθμό, ο πλατωνισμός θα καταφέρουν να επιβιώσουν στο πνευματικό περιβάλλον του χριστιανισμού. Με τον Ιωάννη Δαμασκηνό, κατά τον 8° αιώνα μ.X., έχουμε μια πρώτη προσπάθεια συνδυασμού της αριστοτελικής φιλοσοφίας και της χριστιανικής θεολογίας. H συνδυαστική αυτή τάση δεν θα διακοπεί σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου. H φιλοσοφία του Αριστοτέλη διδάσκεται σταθερά στις σχολές της Κωνσταντινούπολης, ενώ και από την περίοδο αυτή έχουμε σημαντικά δείγματα σχολιαστικής γραμματείας.
Η αίγλη ωστόσο του αριστοτελισμού θα κορυφωθεί κατά τον δυτικό Μεσαίωνα. Κρίσιμος κρίκος για τη διάδοση των έργων του Αριστοτέλη στη λατινική Δύση είναι οι Άραβες, και ειδικά η συνύπαρξη τους με τους χριστιανούς στη μεσαιωνική Ισπανία. H αραβική φιλοσοφία και επιστήμη φτάνει σε μεγάλο βαθμό ανάπτυξης μετά τον 9° αιώνα μ.X., και είναι εξαρχής αποφασιστικά αριστοτελική. Οι Άραβες μεταφράζουν, είτε άμεσα από τα ελληνικά είτε μέσω των συριακών και των εβραϊκών, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής επιστημονικής και φιλοσοφικής παράγωγης· Εξοικειώνονται λοιπόν με τα έργα του Ευκλείδη, του Πτολεμαίου και του Γαληνού, αλλά και με τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και την αριστοτελική σχολιαστική παράδοση. Γρήγορα θα αναπτύξουν τις δικές τους πρωτότυπες θεωρίες, ιδίως στους τομείς των μαθηματικών και της ιατρικής, και θα ερμηνεύσουν μ’ έναν δημιουργικό τρόπο τα έργα του Αριστοτέλη. Με τον Αβερρόη (1126-1198), κατά τον 12° αιώνα μ.X., ο αραβικός αριστοτελισμός φτάνει στο απόγειο του. O Αριστοτέλης δεν αποκαλείται πλέον με το όνομα του, αλλά με την επονομασία «ο Φιλόσοφος», έναν τίτλο που θα διατηρήσει ως το τέλος του Μεσαίωνα.
Ο 12ος αιώνας μ.X. έχει μείνει στην ιστορία των ιδεών ως ο αιώνας των Μεταφράσεων. Με κέντρο την Ισπανία, όπου ακριβώς ήταν το όριο της αραβικής επικράτειας, ξεκινά ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μεταφοράς της ελληνικής φιλοσοφικής και επιστημονικής γραμματείας στα λατινικά. Οι μεταφράσεις των ελληνικών κειμένων δεν γίνονταν απευθείας από τα ελληνικά, αφού ελάχιστοι δυτικοί γνώριζαν ελληνικά εκείνη την εποχή. Πιο απλή ήταν η δίοδος μέσω των αραβικών μεταφράσεων. Έτσι από δεύτερο χέρι (ή και από τρίτο πολλές φορές, όταν οι μεταφραστές ήταν γλωσσομαθείς Εβραίοι) έγινε για πρώτη φορά γνωστός στη Δύση ένας θησαυρός γνώσεων. Σε αυτό το κύμα των μεταφράσεων ο Αριστοτέλης είχε την τιμητική του.
Στις αρχές του 13ου αιώνα όλα τα βασικά έργα του Αριστοτέλη είναι πλέον μεταφρασμένα στα λατινικά. Και, όπως είχε γίνει στο Βυζάντιο, έτσι και στη Δύση επιχειρείται η δημιουργική σύνθεση αριστοτελισμού και χριστιανισμού, που θα μείνει γνωστή ως σχολαστική φιλοσοφία. Κύριος εκφραστής αυτής της σύνθεσης είναι ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274)· Στο έργο του Θωμά Ακινάτη γίνεται μια συστηματική προσπάθεια να απαλυνθούν οι εντάσεις ανάμεσα στη χριστιανική θρησκεία και σε βασικά αριστοτελικά δόγματα. Τα κυριότερα σημεία τριβής ήταν η. αθανασία της ψυχής, την οποία ο Αριστοτέλης δεν αποδεχόταν, και η αιωνιότητα του αριστοτελικού κόσμου, που έθετε υπό αμφισβήτηση τη δημιουργική δράση του Θεού. Αν και τα σημεία αυτά ήταν κεντρικά στις δύο κοσμοθεωρήσεις, η σύνθεση του Θωμά Ακινάτη αποδείχτηκε επιτυχημένη και κυριάρχησε στις μεσαιωνικές θεολογικές σχολές και τα πανεπιστήμια μέχρι την Αναγέννηση.
Έργο του Αριστοτέλη που εκδόθηκε από τον ουμανιστή Άλντο Μανούτιο (1495-98)
Για τρεις αιώνες η αριστοτελική φιλοσοφία παρέμεινε απόλυτα κυρίαρχη. Ήταν λοιπόν φυσικό, όταν ξέσπασε η ανατρεπτική καταιγίδα της Αναγέννησης, να συμπαρασύρει και τον Αριστοτέλη. H αποκαθήλωση του μεσαιωνικού κοσμοειδώλου σήμαινε αυτόματα και αποκαθήλωση του Αριστοτέλη. O Μπρούνο, Γαλιλαίος, ο Κέπλερ, ο Μπέικον, ο Ντεκάρτ -οι πρωταγωνιστές της επιστημονικής επανάστασης του ι6ου και 17ου αιώνα- είναι όλοι αντιαριστοτελικοί. Παρά την επιβίωση πολλών αριστοτελικών αντιλήψεων (η έμφαση λ.χ. στην εμπειρία και την παρατήρηση της φύσης που χαρακτηρίζει τη νέα επιστήμη έχει εμφανώς αριστοτελική καταγωγή), η νεωτερική εποχή θα αντιμετωπίσει τον Αριστοτέλη ως τον κύριο εχθρό της.
Στο σημείο αυτό αξίζει κανείς να θέσει το ερώτημα πού οφείλεται η ικανότητα της αριστοτελικής φιλοσοφίας να προσαρμόζεται σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες από τις συνθήκες γέννησης της. Παρά το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης έζησε τον 4° αιώνα π.X. και επηρεάστηκε από τις αξίες της εποχής του (τα ιδεώδη της ελληνικής πόλης-κράτους), η φιλοσοφία του κατάφερε να επιβληθεί σε κοινωνίες όπως το θεοκρατικό Βυζάντιο, ο αραβικός κόσμος ή η μεσαιωνική Δύση. Καμία άλλη φιλοσοφική παράδοση δεν επέδειξε παρόμοια προσαρμοστικότητα. Θεωρώ ότι ένα μέρος της απάντησης εντοπίζεται στην εκπληκτική δυνατότητα του Αριστοτέλη να μετατρέπει σε φιλοσοφική θεωρία την εμπειρία του μέσου ανθρώπου και τις παραδοχές του κοινού νου. Οι κοινές αυτές «υπολήψεις», όπως θα τις χαρακτήριζε ο Αριστοτέλης, φαίνεται ότι είναι οικουμενικές, δεν επηρεάζονται δηλαδή σημαντικά από την εποχή, την πνευματική ατμόσφαιρα και τον τόπο.
Επιπλέον, η αριστοτελική φιλοσοφία είναι κατά κύριο λόγο επικεντρωμένη στη φυσική πραγματικότητα, αντίθετα λ.χ. από την πλατωνική, που είναι ουσιαστικά πολιτική φιλοσοφία. Και ενώ οι πολιτικές συνθήκες αλλάζουν ριζικά από εποχή σε εποχή και από πολιτισμό σε πολιτισμό, η μελέτη της φύσης είναι κοινό μέλημα κάθε φιλοσοφικά σκεπτόμενου ανθρώπου, ανεξάρτητα από φυλή, θρήσκευμα ή εποχή – αρκεί βέβαια να έχει εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο. Σε τέτοιου είδους ανθρώπους, η σκέψη του Αριστοτέλη πρόσφερε πάντοτε ασφαλές καταφύγιο και αφετηρία προβληματισμού.
Γιατί ο Αριστοτέλης είναι τόσο σημαντικός
O Αριστοτέλης αποτελεί το θεμέλιο όλης της μεταγενέστερης φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τη διατύπωση ενός από τους εγκυρότερους σύγχρονους μελετητές του, «κανένας πριν από αυτόν δεν είχε συνεισφέρει τόσο πολύ στη γνώση και κανένας μετά από αυτόν δεν μπορεί να φιλοδοξεί να συναγωνιστεί τα επιτεύγματα του» (J. Barnes, O Αριστοτέλης, σ. 1).
Έως τον 17° αιώνα η ιστορία της φιλοσοφίας ταυτίζεται ουσιαστικά με τη διάδοση, την ερμηνεία και την κριτική του αριστοτελισμού. H εμβέλεια και η συστηματικότητα της αριστοτελικής σκέψης την έκαναν να λειτουργεί ως πρότυπο για τη φιλοσοφία της ύστερης ελληνικής αρχαιότητας, του Βυζαντίου, των Αράβων και του δυτικού Μεσαίωνα. Θαυμαστή είναι επομένως η προσαρμοστικότητα της αριστοτελικής σκέψης σε κάθε εποχή και σε κάθε πολιτισμό. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αναγνώριζαν πάντοτε θεμελιώδεις αλήθειες στο αριστοτελικό σύστημα σκέψης.
Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που σχεδίασε, ιεράρχησε και υλοποίησε μια πλήρη εγκυκλοπαίδεια της γνώσης. Καθιέρωσε τη διαίρεση της φιλοσοφίας και της επιστήμης στους κλάδους που και σήμερα μελετούμε. Είχε σημαντική συμβολή σε όλα τα γνωστικά πεδία, δεν περιφρόνησε καμία γνώση ή δεξιότητα, ενώ είναι ο ιδρυτής πολλών νέων επιστημονικών αντικειμένων: η λογική, η φυσική, η βιολογία, η ποιητική είναι δικά του δημιουργήματα. Επιπλέον, αντιλήφθηκε την ανάγκη να καταγραφούν σημαντικές κατακτήσεις του παρελθόντος με συστηματικό τρόπο: τα ποικίλα πολιτεύματα και οι νόμοι των ελληνικών πόλεων, η ιστορία των επιστημονικών κλάδων, οι νικητές των ολυμπιακών αγώνων (που αποτελούσαν για τους αρχαίους και ένα μέτρο χρονολόγησης του παρελθόντος). Στη σχολή του Αριστοτέλη οφείλουμε τις περισσότερες γνώσεις μας για τα πρώτα βήματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης.
Ο Αριστοτέλης εγκαινίασε τον σύγχρονο τρόπο γραφής της φιλοσοφίας και εμπλούτισε όσο κανείς άλλος το λεξιλόγιο της. Οι αριστοτελικές πραγματείες ως προς την οργάνωση και τη λογική τους θυμίζουν σύγχρονα επιστημονικά συγγράμματα. Διαβάζοντας σήμερα τον Αριστοτέλη, δυσκολεύεται κανείς να συνειδητοποιήσει ότι τα κείμενα του γράφηκαν πριν από 2.500 χρόνια. H πλειονότητα άλλωστε των σύγχρονων φιλοσοφικών, λογικών και επιστημονικών όρων έλκει την καταγωγή της από τον Αριστοτέλη: ύλη, δύναμη, αρχή, τέλος, ουσία, κατηγορία, υποκείμενο, θεωρία, πράξη, επαγωγή, συλλογισμός, ορισμός, γένος, είδος, φυσική, ποιητική, εντελέχεια, είναι μερικοί από τους όρους που έπλασε ή μεταποίησε ο Αριστοτέλης για να αποκτήσει η επιστημονική γνώση το όργανο της.
Ολόκληρα τμήματα της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη ισχύουν ακόμη και σήμερα. H αριστοτελική βιολογία ξεπεράστηκε μόλις τον 19° αιώνα. H τυπική λογική είναι πλήρως αριστοτελική, η φιλοσοφία της επιστήμης στηρίζεται στις δικές του βασικές διακρίσεις, ενώ η αριστοτελική ηθική και πολιτική φιλοσοφία έχει αναβιώσει στις μέρες μας και διατηρεί σημαντικούς υποστηρικτές. H ανάγνωση επομένως των πραγματειών του Αριστοτέλη δεν έχει μόνο ιστορικό ενδιαφέρον.
Η επίδραση της αριστοτελικής σκέψης είναι οικουμενική – υπερβαίνει εμφανώς τα όρια της καταγωγής της, τόσο ως προς τον τόπο όσο και ως προς τον χρόνο. Ίσως μάλιστα ο Αριστοτέλης να είναι το καλύτερο παράδειγμα για να αντιληφθεί κανείς τι πραγματικά σημαίνει οικουμενικός στοχαστής. Δεν νομίζω ότι υπάρχει στην ιστορία των ιδεών άλλη περίπτωση, όπου ένα σύστημα σκέψης υιοθετήθηκε από τόσο πολλούς και τόσο διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς, ή που άντεξε τόσο πολύ στο πέρασμα των αιώνων. Δεν είναι λοιπόν παράλογο ότι σε όποια χώρα του κόσμου υπάρχει γραπτή παράδοση, θα βρει κανείς διακριτά ίχνη της επίδρασης του Αριστοτέλη. Είναι μάλιστα σημαντικό ότι η οικουμενική επίδραση του Αριστοτέλη δεν επισκίασε την ελληνική προέλευση της σκέψης του. Ενώ τα ίχνη της κλασσικής ελληνικής παιδείας είναι ευδιάκριτα στα κείμενα του, η μεγάλη διάδοση της σκέψης του απέδειξε ότι τα κείμενα αυτά διέθεταν πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια.
Πηγή: “Αριστοτέλης“ του Βασίλη Κάλφα, από την σειρά Οι Μεγάλοι Έλληνες εκδόσεις SKY
via