Από τον γεωκεντρισμό στον ηλιοκεντρισμό - Point of view

Εν τάχει

Από τον γεωκεντρισμό στον ηλιοκεντρισμό



Διαφορές και ομοιότητες στην επιστήμη του Μεσαίωνα και των Νεώτερων χρόνων. Η περίπτωση της κοσμολογίας.

Η επιστήμη του ύστερου Μεσαίωνα διαφορίζεται από την επιστήμη της περιόδου της επιστημονικής επανάστασης σε ένα κύριο σημείο. Είναι το φιλοσοφικό πλαίσιο που αλλάζει δίνοντας την ευκαιρία στους νεότερους επιστήμονες να προσεγγίζουν διαφορετικά τις αλήθειες της φύσης. Αυτή η κύρια αλλαγή θα επιφέρει τις σημαντικότατες, για την ιστορία της επιστήμης, καινοτομίες, των νεότερων χρόνων. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι επιστημονικοί αυτοί νεωτερισμοί είναι αλληλένδετοι με τη γενικότερη κοινωνική κινητικότητα. Ο δέκατος έκτος και ο δέκατος έβδομος αιώνας είναι αιώνες της Αναγέννησης και του ουμανισμού. Είναι λοιπόν κι αυτές οι διαφοροποιήσεις που ωθούν τον επιστήμονα να ξεφύγει από παλιές οπτικές και να περάσει σε νεότερες.

Οι πρώτοι τριγμοί στον Αριστοτελισμό του μεσαίωνα

Μετά τις καταδίκες του 1277[1] και με κορύφωση τον δέκατο τέταρτο αιώνα, αρχίζει να αναπτύσσεται έντονος γνωσιολογικός σκεπτικισμός μεταξύ των φιλοσόφων. Οι περιορισμοί που ετίθετο, από ορισμένους αριστοτελικούς, στην παντοδυναμία του Θεού αρχίζουν σιγά σιγά να υποχωρούν. Τελικά η αποδοχή η όχι των δογμάτων της Θεολογίας εξαρτάται μόνο από την πίστη. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι θεολόγοι στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν την παντοδυναμία του Θεού, όχι μόνο προσπαθούν να απονευρώσουν τη φιλοσοφία αλλά χρησιμοποιούν και φιλοσοφικά επιχειρήματα για να καταδείξουν ότι η προσπάθεια να αποδειχθεί (η παντοδυναμία Του) είναι μάταιη.

Για να επιτευχθεί αυτό χρειάστηκε έντονος σκεπτικισμός όσον αφορά τόσο στο αντικείμενο όσο και στην πηγή της γνώσης. Ο σκεπτικισμός αυτός οδήγησε, σύμφωνα με τον E. Grant[2], στο φιλοσοφικό εμπειρισμό και τον νομιναλισμό που κυριάρχησαν κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Το μεγαλύτερο ίσως μερίδιο στην επικράτηση της νέας σκέψης έχει ο φιλόσοφος και θεολόγος Ουίλιαμ Όκαμ[3]. Ο Όκαμ στήριζε την απόλυτη ενδεχομενικότητα του κόσμου, η οποία εξαρτάται άμεσα και αποκλειστικά από τη θεία θέληση. Η φιλοσοφική σκέψη του Όκαμ, που ονομάστηκε «ριζικός εμπειρισμός», είχε πολύ μεγάλη επίδραση σε ολόκληρη τη φιλοσοφική σκέψη του δεκάτου τετάρτου αιώνα. Η θέση του Όκαμ ότι η ενδεχομενικότητα ενός πράγματος δε μας επιτρέπει να συνάγουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου, επειδή η αιτιακή σχέση δύο ενδεχομενικών πραγμάτων είναι αδύνατη, οδηγούσε στη σκέψη ότι ήταν αδύνατο να υπερβούμε την εμπειρία συνάγοντας διαδοχικά συμπεράσματα από μία εμπειρική παρατήρηση. Είναι εδώ φανερή η θεολογική σκοπιμότητα του Όκαμ. Η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να αποδειχθεί από πράγματα που γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεων και άρα η φυσική φιλοσοφία δεν μπορεί να ασχοληθεί με το θέμα. Ο Όκαμ επέμεινε ότι οι επιστημονικές αρχές έπρεπε να παράγονται από την εμπειρία. Επειδή όμως οι αρχές αυτές δεν μπορούσαν να συνεπάγονται αναγκαίες αιτιακές σχέσεις, λόγω ενδεχομενικότητας, έπρεπε να διατυπώνονται ως υποθετικές προτάσεις για τις οποίες δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι συνδέονται με την πραγματικότητα. Ο εμπειρισμός του Όκαμ οδήγησε στη γενική νομιναλιστική θέση ότι πραγματικό είναι μόνο το παρατηρήσιμο.

Ο τρόπος σκέψης του Όκαμ επηρεάζει μια άλλη σημαντική φυσιογνωμία του δεκάτου τετάρτου αιώνα, τον Ζαν Μπουριντάν[4]. Ο Μπουριντάν με το έργο του διαχωρίζει την επιστήμη από τη δογματική και τη μεταφυσική. Για τον Μπουριντάν οι αρχές της φυσικής επιστήμης είναι μη προφανείς και αναπόδεικτες, μπορούν όμως να γίνουν αποδεκτές μιας και έχει παρατηρηθεί να είναι πάντα αληθείς. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Μπουριντάν, για την αριστοτελική έννοια του τόπου, οι οποίες παύουν να οριοθετούν τον τόπο με την έννοια του περιβάλλοντος χώρου υπονομεύοντας έτσι μια βασική θέση του αριστοτελισμού. Πρέπει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο τη διαμάχη του Μπουριντάν με μια άλλη φυσιογνωμία του Μεσαίωνα, το Νικόλαο της Ωτρεκούρτ[5]. Ο Νικόλαος απαιτεί από τις επιστημονικές αρχές να έχουν απόλυτη ισχύ. Γιαυτό και απορρίπτει όλες τις προτάσεις της αριστοτελικής φιλοσοφίας σαν αναπόδεικτες, καταλήγοντας ότι μόνο πιθανή γνώση είναι δυνατή. Εδώ θα πρέπει να κάνουμε αναφορά και σε έναν άλλο σπουδαίο φιλόσοφο του δεκάτου τετάρτου αιώνα, το Νικόλαο Ορέμ[6]. Για τη θέση του Ορέμ, περί ασυμμετρίας των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων, θα αναφερθούμε σε άλλο κεφάλαιο.
Τελειώνοντας την αναφορά στις φιλοσοφικές αντιλήψεις του ύστερου Μεσαίωνα δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε να αναφερθούμε στη συνεισφορά των Calculatori του Μέρτον[7], οι οποίοι πρώτοι κατανόησαν τη διαφορά ανάμεσα στη δυναμική και την κινηματική και σχημάτισαν νέες έννοιες της μέσης και της στιγμιαίας ταχύτητας. Όμως και αυτοί, με τη μη πειραματική επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων τους έδειξαν τα εσωτερικά όρια του ριζικού εμπειρισμού.

Συμπερασματικά θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι φιλόσοφοι του Μεσαίωνα δεν κατάφεραν να ανατρέψουν τη φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη. Εν τούτοις κατάφεραν να επιβάλουν μια άλλη φόρμα σκέψης με επίκεντρο τη θεϊκή παντοδυναμία. Εξακολουθούν να κινούνται μέσα σε αριστοτελικά πλαίσια, θεωρώντας τα συμπεράσματά τους χρήσιμα μόνο για την ερμηνεία των φαινομένων και μη δεχόμενοι ότι τα συμπεράσματα αυτά μπορούν να αντιστοιχούν με την πραγματικότητα. Βασικό επιστημονικό εργαλείο εξακολουθεί να είναι λογική και η αναζήτηση για τα της φύσεως εξακολουθεί να βρίσκεται μακριά από τη φύση, στο μυαλό των διανοητών. 


χ

Νεοπλατωνισμός και επιστημονική επανάσταση

Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι το διανοητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η επιστήμη του Μεσαίωνα παρέμεινε, παρά τον σκεπτικισμό που αναπτύχθηκε, κατά βάση αριστοτελικό. Οι επιστήμονες των απαρχών της νεότερης περιόδου είχαν να αντιπαλέψουν ένα φιλοσοφικό σύστημα το οποίο έδινε ολοκληρωμένες απαντήσεις σε επιστημονικούς προβληματισμούς αλλά διαχέονταν και σε ολόκληρο το φάσμα της μεσαιωνικής κοινωνίας, αφού τα επιχειρήματα του ικανοποιούσαν απόλυτα τον κοινό νου. Σύμφωνα με τον A. Koyre[8], ίσως στο σημερινό άνθρωπο να φαίνεται εξαιρετικά περίεργο ότι μερικά από τα δυνατότερα μυαλά της ανθρωπότητας αναλώθηκαν τόσο πολύ για να θεμελιώσουν νόμους που σήμερα μας φαίνονται προφανείς και μπορούν να διδάσκονται σε μικρούς μαθητές. Η αλήθεια είναι ότι ο μεγάλος αγώνας των διανοητών ήταν να αλλάξουν το διανοητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα γίνονταν δυνατές αυτές οι ανακαλύψεις. Το νέο αυτό πλαίσιο είναι ο «νεοπλατωνισμός». Το ρεύμα του αναγεννησιακού νεοπλατωνισμού (άρρηκτα συνδεδεμένο με τον ουμανισμό), δίνει τη δυνατότητα στην επιστημονική σκέψη να απομακρυνθεί από τις θεολογικές σκοπιμότητες της προηγούμενης περιόδου. Επιπροσθέτως η πλατωνική μεταφυσική παρέχει ασφαλές πλαίσιο για τη θεώρηση του σύμπαντος ως ένα σύστημα με αυστηρή μαθηματική δομή. Ο Γαλιλαίος θα εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη θεώρηση λέγοντας ότι «το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο στη γλώσσα των μαθηματικών». Είναι εμφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με την πυθαγόρεια αντίληψη για την κατανόηση της φύσης. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην Αναγέννηση και έτσι γίνεται κατανοητός ο πυθαγορισμός του οποίου η επίδραση γίνεται αντιληπτή αρχικά στο έργο του Κοπέρνικου. Ο Κοπέρνικος προσπάθησε να αναπαραστήσει τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων στη βάση τέλειων μαθηματικών αναλογιών. Η επιρροή του Πυθαγόρα γίνεται ακόμη εμφανέστερη στο έργο του Κέπλερ, με το οποίο θα ασχοληθούμε σε επόμενο κεφάλαιο. Να σημειώσουμε απλώς ότι ο Κέπλερ φτιάχνει μια εικόνα του ηλιοκεντρικού πλέον σύμπαντος όπου οι αποστάσεις των γνωστών πλανητών αναπαριστώνται με μία γεωμετρική διάταξη βάσει των πέντε κανονικών στερεών.

Η μεγαλύτερη ίσως επιστημονική προσωπικότητα του δέκατου έβδομου αιώνα ήταν ο Galileo Galilei. Όσον αφορά sτην επιστημονική μεθοδολογία ο Γαλιλαίος δεν απέρριπτε την επαγωγικό–απαγωγική μέθοδο του Αριστοτέλη. Πολύ περισσότερο όπως αναφέρει ο Losee[9], ο Γαλιλαίος ασπάζονταν την πεποίθησή του Αριστοτέλη ότι από την εμπειρία θα πρέπει να επάγονται οι ερμηνευτικές αρχές, έτσι έθετε την παρατήρηση σαν ένα από τα συστατικά της επιστημονικής μεθοδολογίας. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε την αφαίρεση και την εξιδανίκευση σαν μεθοδολογικά στοιχεία στο έργο του. Χαρακτηριστικά, αναφέρει ο Losee, τα παραδείγματα του «ιδανικού εκκρεμούς» και της «ελεύθερης πτώσης στο κενό». Επίσης ο Losee[10] μας δίνει μια εφαρμογή, από τοn Γαλιλαίο, της μεθόδου της σύνθεσης, την οποία ήδη είχαν επαυξήσει οι Grosseteste και Bacon. Ο Γαλιλαίος λοιπόν από την υπόθεση της παραβολικής τροχιάς των βλημάτων κατάφερε να παράξει το συμπέρασμα ότι το μέγιστο βεληνεκές επιτυγχάνεται με γωνία κλίσης 45ο. Παρόλες τις αντιφάσεις που εμπεριέχονται σε κάποια σημεία του έργου του, ο Γαλιλαίος θεωρήθηκε υπέρμαχος της πειραματικής μεθοδολογίας. Μεταξύ των γνωστών πειραμάτων του Γαλιλαίου περιλαμβάνονταν, η κύλιση σφαιρών σε κεκλιμένα επίπεδα καθώς και πειράματα για την κίνηση του εκκρεμούς. Σε σχέση δε με την κοσμολογία, που μας ενδιαφέρει στην παρούσα εργασία, πολύ σημαντική υπήρξε η ανακάλυψη και χρήση του τηλεσκοπίου.

Η κοσμολογία κατά τον ύστερο μεσαίωνα

Στα προηγούμενα κεφάλαια προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η επιστημονική σκέψη στις δύο υπό εξέταση ιστορικές περιόδους. Ένα από τα κύρια πεδία εφαρμογής και ανάπτυξης της επιστημονικής σκέψης είναι και η κοσμολογία. Ας δούμε λοιπόν καταρχήν πώς ερμηνεύει το σύμπαν ο άνθρωπος του ύστερου Μεσαίωνα. Κατά την περίοδο αυτή, λοιπόν, εξακολουθεί να επικρατεί η αριστοτελική άποψη του γεωκεντρικού, άρα και ανθρωποκεντρικού σύμπαντος. Οι μεταβολές που παρατηρούνται (αύξηση, μείωση, κίνηση κ.τ.λ) είναι ποιοτικές μεταβολές οι οποίες δεν μπορούν να εκφραστούν με αριθμούς οι οποίοι έχουν αποκλειστικά και μόνο «μορφικές» ιδιότητες. Στο κέντρο του σύμπαντος ακινητεί, όπως είπαμε, η γη και οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω της προσαρμοσμένοι σε ομόκεντρες τροχιές[11]. Στην άποψη αυτή εκφράζονται σοβαροί προβληματισμοί καθώς δεν καθίσταται δυνατόν να εξηγηθούν φαινόμενα όπως οι ανάδρομες κινήσεις των πλανητών. Τελικά γίνεται αποδεκτό το επίσης γεωκεντρικό αλλά κατά πολύ πολυπλοκότερο σύστημα του Πτολεμαίου[12], το οποίο όμως με τη χρήση των έκκεντρων και των επίκυκλων κατόρθωνε να σώζει τα φαινόμενα. Προβληματισμός επίσης εκφράζεται σχετικά με την ακινησία της γης. Τόσο ο Μπουριντάν όσο και ο Ορέμ θα εκφράσουν υποθέσεις για ημερήσια περιστροφή της γης, τις οποίες όμως τελικά θα απορρίψουν, ο πρώτος για επιστημονικούς και ο δεύτερος για θεολογικούς λόγους. Όσον αφορά στο σύμπαν, χωρίζεται σε δύο ποιοτικά διαφοροποιημένες περιοχές. Την υπερσελήνια περιοχή της αμεταβλητότητας και της αέναης κυκλικής κίνησης και την υποσελήνια περιοχή της μεταβολής και της ευθύγραμμης κίνησης. Και σε αυτή την περίπτωση ο Ορέμ θα διατυπώσει διαφορετικές υποθέσεις κυρίως όσον αφορά την αμεταβλητότητα της ουράνιας (υπερσελήνιας) περιοχής. Παρ ότι εξακολουθεί να δέχεται την ποιοτική διαίρεση του κόσμου, εν τούτοις θα εκφράσει την υπόθεση ότι οι κινήσεις των ουράνιων σωμάτων είναι ασύμμετρες. Τα συμπεράσματα από την υπόθεση αυτή ήταν σοβαρά για την εποχή. Πρώτον γιατί υπέσκαπταν τη βασική αριστοτελική θέση της ουράνιας σταθερότητας[13] και δεύτερον γιατί η αρχαιοελληνική θέση περί επανάληψης των πραγμάτων μετά από 36.000 χρόνια αντικαθίσταται από τη θέση της επʼ άπειρον δημιουργίας νέων φαινομένων.

Η κοσμολογία κατά την περίοδο του 16ου και 17ου αιώνα

Ο 16ος και 17ος αιώνας λοιπόν βρίσκει την κοσμολογική έρευνα εγκλωβισμένη ακόμη στο αριστοτελικό κέλυφος, παρόλο τον σκεπτικισμό του 14ου κυρίως αιώνα. Κύριο μέλημα του επιστήμονα είναι η σωτηρία των φαινομένων[14]. Ο πρώτος που κατάφερε να ανατρέψει το αριστοτελικό–πτολεμαϊκό κοσμοείδωλο ήταν ο πολωνός αστρονόμος Νικόλαος Κοπέρνικος με το έργο του «De revolutionibus orbium coelestium». Στο έργο του ο Κοπέρνικος παρουσιάζει την ιδέα ενός ηλιοκεντρικού συστήματος με τη γη να κινείται γύρω από τον ήλιο και με τις διαστάσεις του σύμπαντος απείρως μεγαλύτερες. Στο νέο κοσμοείδωλο η γη παύει να είναι το κέντρο του σύμπαντος. Το έργο του Κοπέρνικου αποτελεί (παρά τα ίχνη του παλιού κοσμοειδώλου που φέρει, π.χ. τις τροχιές των πλανητών που εξακολουθούν να είναι κυκλικές) κορυφαία στιγμή στην ιστορία των επιστημών. Δεν είναι μόνο το νέο κοσμοείδωλο που καθιστά το έργο του Κοπέρνικου σημαντικό. Κυρίως είναι η πεποίθηση του ότι αυτά που υποστηρίζει δεν είναι υποθέσεις με σκοπό την σωτηρία των φαινομένων αλλά έχουν πραγματική υπόσταση. Την πεποίθηση του αυτή ο Κοπέρνικος, την κάνει σαφή σε σημείωμα που γράφει, αφιερώνοντας το έργο του στον Πάπα[15]. Όπως είναι φυσικό η αντίδραση της εκκλησίας στις θέσεις του Κοπέρνικου είναι ισχυρή. Την αντίδραση αυτή αναλαμβάνει να εκφράσει ο θεολόγος εκδότης του «de revolutionibus», Andreas Ossiander. Ο Ossiander θα προσθέσει στο έργο του Κοπέρνικου ένα ανυπόγραφο πρόλογο, ο οποίος κινούμενος προφανώς από θεολογικές σκοπιμότητες, ανατρέπει όλα όσα αναφέρει ο Κοπέρνικος στο σημείωμα του, παρουσιάζοντας το έργο ως μαθηματική υπόθεση η οποία δεν περιγράφει την πραγματική αλήθεια. Όταν βέβαια εκδίδεται το έργο, ο Κοπέρνικος έχει πεθάνει και έτσι ο Ossiander μένει χωρίς απάντηση από τον συγγραφέα.
Οι μετά τον Κοπέρνικο αστρονομικές παρατηρήσεις αρχίζουν να ενισχύουν όλο και περισσότερο τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος. Το 1572 ο Δανός αστρονόμος Tyho Brahe, παρατηρεί για πρώτη φορά μία σουπερνόβα στον αστερισμό της Κασσιόπης. Το γεγονός αυτό καταρρίπτει οριστικά πλέον τη θεωρία των αμετάβλητων ουρανών του Αριστοτέλη. Λίγο αργότερα θα αρθεί και η Αριστοτελική άρνηση της μαθηματικοποίησης της φύσης. Ένας από τους συνεργάτες του Brahe, ο Johannes Kepler, θα χρησιμοποιήσει μαθηματικές σχέσεις υπό μορφή νόμων, που θα κάνουν δυνατή την πρόβλεψη της θέσεως ενός πλανήτη ανά πάσα στιγμή. Οι νόμοι του Kepler θα συμβάλουν στο να εκμηδενιστεί η παραμικρή αμφιβολία για την φυσική πραγματικότητα του ηλιοκεντρικού συστήματος.

Εκείνος όμως που θα ανατρέψει εξ ολοκλήρου το αριστοτελικό μοντέλο σκέψης είναι ο Γαλιλαίος[16]. Χρησιμοποιώντας μια σπουδαία ανακάλυψη του Hans Lippershey, το τηλεσκόπιο, αποδεικνύει με τις παρατηρήσεις του ότι δεν υπάρχει ποιοτική διαίρεση στο σύμπαν το οποίο αποτελεί μία ολότητα. Καταρχήν ο Γαλιλαίος παρατηρεί τέσσερεις δορυφόρους του Δία. Λίγο αργότερα θα παρατηρήσει την περιφορά της Αφροδίτης περί τον ήλιο, τη μορφολογία της σεληνιακής επιφάνειας και θα θέσει τέλος στις επικρατούσες δοξασίες για τη φύση του Γαλαξία, παρατηρώντας ότι πρόκειται για μεγάλη συνάθροιση αστέρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι καθόλο το διάστημα των επιστημονικών ανακαλύψεων, το εκκλησιαστικό κατεστημένο αντιδρά με μεγάλη σφοδρότητα. Η αντίδραση αυτή κορυφώνεται με την καταδίκη του έργου του Γαλιλαίου το 1633, από το παπικό δικαστήριο. Ο Γαλιλαίος εξαναγκάζεται σε αποκήρυξη του έργου του και περνάει τα υπόλοιπα 8 χρόνια της ζωής του σε κατʼ οίκον περιορισμό.

Συμπεράσματα

Η επιστήμη του ύστερου Μεσαίωνα λοιπόν κινείται μέσα στο αριστοτελικό πλαίσιο με έντονη την εξάρτηση της φιλοσοφίας από την θεολογία. Ο φιλόσοφος «δεν έχει δικαίωμα» να διερευνά πράγματα τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τις γραφές. Όποτε όμως συμβαίνει αυτό, αφενός υπερισχύει η θεολογική αυθεντία, αφ ετέρου οι θεωρίες του φιλοσόφου αντιμετωπίζονται περίπου ως υποθέσεις εργασίας. Ο φιλόσοφος έχει δικαίωμα να τις εκφράσει όχι σαν πραγματικότητες αλλά σαν μεθόδους για να σωθούν τα φαινόμενα. Κατά τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα η επιστήμη σταδιακά αποδεσμεύεται από την θεολογία και γίνεται αυτόνομη. Επιπροσθέτως ο επιστήμονας πιστεύει πλέον στις θεμελιώδεις αλήθειες της φύσης, τις οποίες οφείλει να διερευνήσει ως τέτοιες και όχι πλέον ως υποθέσεις χωρίς φυσική αντιστοιχία. Η παρατήρηση είναι βέβαια κοινό γνώρισμα του μεσαιωνικού και του επιστήμονα της νεότερης περιόδου. Όμως ο επιστήμονας του δέκατου έβδομου αιώνα εισάγει δύο ακόμα στοιχεία στην επιστημονική μεθοδολογία. Το πείραμα και την μαθηματικοποίηση της φύσης.

Τα συμπεράσματα αυτά γίνονται περισσότερο εμφανή στην κοσμολογία, διαιρεμένα σε δύο περιοχές ποιοτικά διαφοροποιημένες. Το κέντρο του σύμπαντος ταυτίζεται με το κέντρο μιας ακίνητης γης άρα ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο της δημιουργίας. Βέβαια έχουμε ήδη αναφέρει ότι οι αριθμοί αδυνατούν να εκφράσουν τη φύση. Αντίθετα ο επιστήμονας της νεότερης περιόδου δέχεται το ηλιοκεντρικό σύστημα. Το σύμπαν γίνεται ανοικτό χωρίς ποιοτικές διαιρέσεις. Ο άνθρωπος παύει να βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου. Επιπροσθέτως, οι (αντικειμενικές πλέον) αλήθειες της φύσης οφείλουν να εκφράζονται με τις μαθηματικές και οι γεωμετρικές αρχές της ευκλείδειας γεωμετρίας. Τελειώνοντας, αξίζει να σημειώσουμε ότι κοινός παρονομαστής και των δύο περιόδων υπήρξε η θεολογική αντίδραση σε κάθε επιστημονικό νεωτερισμό. Εδώ, ας μας επιτραπεί να εκφράσουμε την άποψη ότι το φαινόμενο αυτό φθάνει, με διάφορες μορφές, μέχρι τις μέρες μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η καταδίκη του έργου του Γαλιλαίου ήρθη από την καθολική Εκκλησία μόλις το 1984. Δικαίως, λοιπόν, μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι μέχρι τότε, σύμφωνα πάντα με τη θεολογία, η γη ήταν ακίνητη.

Παντελής Καβύρης

Σημειώσεις – παραπομπές
[1] Ασημακόπουλος – Τσιάντουλας 2001, Η ιστορία και η θεωρία των επιστημών κατά τον μεσαίωνα, ΕΑΠ, Πάτρα, 94 – 102.
[2] Grand Edward 1994, Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 45.
[3] Ασημακόπουλος – Τσιάντουλας 2001, ό.π.. 126.
[4] Στο ίδιο, 131.
[5] Στο ίδιο, 133.
[6] Στο ίδιο, 137.
[7] Στο ίδιο, 129.
[8] Κοϋρέ Αλεξάντρ 1991, Δυτικός πολιτισμός – η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 17.
[9] Losee John 1993, Φιλοσοφία της Επιστήμης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 80 – 91.
[10] Στο ίδιο, 85.
[11] Lindberg David C. 2003, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 349 – 369.
[12] Κοϋρέ Αλεξάντρ 1991, ό.π., 37 – 40.
[13] Lindberg David C. 2003, ό.π., 78 – 83.
[14] Losee John 1993, ό.π., 69 – 78.
[15] Βαλλιάνος Π. 2001, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική Θεωρία της Επιστήμης: Ακμή και Υπέρβαση του Θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 29.
[16] Losee John 1993, π., 80 – 90.
Βιβλιογραφία
Ασημακόπουλος – Τσιάντουλας 2001, Η ιστορία και η θεωρία των επιστημών κατά τον μεσαίωνα, ΕΑΠ, Πάτρα
Βαλλιάνος Π. 2001, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική Θεωρία της Επιστήμης: Ακμή και Υπέρβαση του Θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα.
Grand Edward 1994, Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
Κοϋρέ Αλεξάντρ 1991, Δυτικός πολιτισμός – η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα.
Lindberg David C. 2003, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα.
Losee John 1993, Φιλοσοφία της Επιστήμης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη.
via

Pages