«Τρία χρόνια τώρα δεν κάνω τίποτε άλλο από το να φοβάμαι.
Στην αρχή φοβόμουν μη φτάσει η θύελλα και στη χώρα μας και δε μιλούσα, μέχρι που κάποια νύχτα άκουσα το βουητό της.
Μετά, φοβόμουν μη μας κόψουν τα δώρα και δεν έβγαζα άχνα, μέχρι που ήρθαν τα Χριστούγεννα και τα δώρα κόπηκαν.
Φοβόμουν μη μου μειώσουν το μισθό και δεν έλεγα κουβέντα σε κανέναν, μέχρι που κάποια πρωτομηνιά βρήκα το μισθό κουτσουρεμένο.
Άρχισα να φοβάμαι για τη δόση του στεγαστικού και σφράγιζα το στόμα μου, μέχρι που ήρθε η ειδοποίηση της τράπεζας ότι χρωστάω τρεις δόσεις.
Είχα το φόβο πώς θα τα καταφέρω αν η κόρη μου περνούσε στην επαρχία και κατάπινα την οργή μου αμάσητη μέχρι που της είπα πως δεν θα μπορέσει να πάει στην επαρχία στη σχολή που πέρασε.
Είχα το φόβο πού θα βρει δουλειά ο γιος μου τελειώνοντας τις σπουδές και έτρεχα στα βουλευτικά γραφεία, μέχρι που ένα μεσημέρι μου έδειξε την κάρτα ανεργίας.
Φοβόμουν μη χάσω τη δουλειά μου και ανεχόμουν πολλά, μέχρι που το αφεντικό μου έδωσε το χαρτί της απόλυσης.
Φοβόμουν για το μέλλον και είπα να βγω αμίλητος στη σύνταξη αλλά για δύο χρόνια ζούσα με δανεικά γιατί σύνταξη δεν έβλεπα και όταν τελικά την πήρα σκέφτηκα να τη χαρίσω στο Στουρνάρα για να νιώσει και αυτός τη χαρά του να έχει κάποιος ένα μισθό ή μια σύνταξη.
Φοβόμουν να μη χάσω το εξάπαξ και απέφευγα να μιλάω για την πολιτική, μέχρι που έμαθα πως τελικά θα πάρω το μισό μετά από, ποιος ξέρει, πόσα χρόνια.
Φοβόμουν μη φύγουμε από το ευρώ και πέσουμε στη χρεοκοπία και χειροκροτούσα τους ευρωπαϊστές, μέχρι που χρεοκόπησα μέσα στο ευρώ.
Φοβόμουν μη γυρίσουμε στη δραχμή και δεν έχουμε φάρμακα και έπνιγα το θυμό μου, μέχρι που κατάντησα να μην έχω φάρμακα γιατί δεν έχω τα ευρώ για να τα αγοράσω.
Φοβόμουν μη χάσω το γιατρό μου, την ασφάλισή μου και μούτζωνα οργισμένος τη Βουλή, μέχρι που κατέληξα να μην έχω ούτε γιατρό ούτε ασφάλιση και άρχισα να μουτζώνω τον εαυτό μου που πίστεψε πως με τις μούτζες θα έφερνα αποτέλεσμα.
Φοβόμουν για τη σύνταξη των 500 ευρώ της μάνας μου και το βούλωνα, δήθεν, με αξιοπρέπεια μέχρι που ένα μέρος της σύνταξης μου έγινε απαραίτητο μέσο επιβίωσης.
Φοβόμουν μην τυχόν και δεν έχω να δώσω χαρτζιλίκι στα παιδιά μου και δάκρυζα από θλίψη, μέχρι που τα είδα ένα πρωινό να φεύγουν για το σχολείο με σκυφτό το κεφάλι χωρίς χαρτζιλίκι.
Φοβόμουν να κοιτάξω τους μαθητές μου στα μάτια και έστρεφα από ντροπή, το βλέμμα μου αλλού, μέχρι που κατάλαβα πως ντρεπόμουν τους μαθητές μου επειδή ντρεπόμουν τον εαυτό μου για το μέλλον που τους παραδίδω.
Φοβόμουν να κάνω απεργία και δεν μιλούσα σε κανέναν απεργό, μέχρι που κατάλαβα πως δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι εγώ είχα το άδικο και όχι ο απεργός.
Φοβόμουν τους μετανάστες που ήθελαν να καθαρίσουν το παρμπρίζ του αυτοκινήτου και τους έδιωχνα βάζοντας σε λειτουργία τους υαλοκαθαριστήρες, μέχρι που μια μέρα διαπίστωσα πως τελικά ήθελε όντως καθάρισμα. Όχι το παρμπρίζ αλλά το μυαλό μου.
Άρχισα να φοβάμαι τα ξυρισμένα τάγματα εφόδου με τους επικεφαλής βουλευτές που κρύβονται πίσω από την ασυλία τους, μέχρι που κατάλαβα ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εμπροσθοφυλακή του ίδιου σάπιου συστήματος.
Φοβόμουν να ακούσω τους μακιγιαρισμένους τηλεπαρουσιαστές των δελτίων ειδήσεων και έψαχνα να βρω σε ποιο κανάλι έχει αθλητικά, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι όλοι αυτοί, απλώς έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους.
Φοβόμουν μη χάσω το αυτοκίνητό μου και έκανα πως δεν καταλάβαινα τι γίνεται γύρω μου, μέχρι που αναγκάστηκα να παραδώσω τις πινακίδες γιατί δεν είχα να πληρώσω τα τέλη κυκλοφορίας και την ασφάλεια.
Φοβόμουν μη χάσω την οργανική μου θέση και έτρεχα σε Διευθύνσεις και αιρετούς, μέχρι που βρέθηκα κάποιον Οκτώβρη να συμπληρώνω ωράριο σε τρία σχολεία.
Τώρα πια δεν φοβάμαι γιατί δεν έχω τίποτα να χάσω.
Τώρα έπιασα πάτο. Δεν αντέχω άλλο να φοβάμαι.
Πλέον, το μόνο ενδεχόμενο είναι να αρχίσω να ανεβαίνω. Αρκεί να πατήσω γερά τα πόδια.
Όμως, μόνος μου είναι αδύνατον. Δε μπορεί, σίγουρα θα υπάρχει ένας ακόμα σαν και μένα να του δώσω το χέρι να με τραβήξει και να τον τραβήξω. Ένας μόνος του δεν μπορεί. Δύο όμως είναι πιο εύκολο. Τρεις μαζί μπορούν ακόμα καλύτερα. Τέσσερεις, πέντε έξι, εκατοντάδες, χιλιάδες, τραβώντας ο ένας τον άλλον θα βγούν σίγουρα στην επιφάνεια.
Μπορεί να έπιασα πάτο, μπορεί η απελπισία να βρίσκεται παντού όμως δεν θα τους κάνω τη χάρη να υποκύψω, ούτε να εγκαταλείψω ούτε να αυτοκτονήσω.
Το φως των ματιών μου δεν τους το κάνω θυσία. Το θέλω για να βλέπω τα παιδιά μου, τους φίλους μου, τους μαθητές μου, τους συντρόφους μου, τους δικούς μου ανθρώπους. Όλους αυτούς που αξίζει να τους βλέπω και όχι να τους φτύνω.
Δεν θα θυσιάσω ούτε μια τρίχα των μαλλιών μου γι’ αυτούς που με έσπρωχναν όλα αυτά τα χρόνια μέχρι τον πάτο για να πατάνε πάνω μου και να μπορούν να έχουν τα καλοθρεμμένα κεφάλια τους στην επιφάνεια.
Όπου και αν βρεθώ θα τους πολεμάω. Θα πολεμάω να φύγουν, με όσες δυνάμεις διαθέτω.
Ξέρω πως ένας μόνος του αποκλείεται να τα καταφέρει. Δύο όμως είναι πιο εύκολο. Τρεις μαζί μπορούν ακόμα καλύτερα. Τέσσερεις, πέντε έξι, εκατοντάδες, χιλιάδες, πολεμώντας ο ένας δίπλα στον άλλον και ο ένας για τον άλλον σίγουρα μπορούν να φέρουν τα πάνω, κάτω.
Το «μαζί» είναι η δύναμή μας και το «καθένας μόνος του», η αδυναμία μας.
Μόνο τότε μπορούμε να τους πνίξουμε στη ίδια τη θλίψη με την οποία μας έχουν πλημμυρίσει.
Αρκετά πιάστηκε η μέση μας από το σκύψιμο. Είναι καιρός να αποκτήσουμε την όρθια κατακόρυφη στάση που ταιριάζει στα σώματα των ανθρώπων και όχι των υποζυγίων».
via