Η ελευθερία στην ορθόδοξη πνευματική ζωή - Point of view

Εν τάχει

Η ελευθερία στην ορθόδοξη πνευματική ζωή



Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, κύριε αντινομάρχα, κύριε βουλευτά, κύριε κοσμήτορα, αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, ευχαριστώ για την ωραία σας πρόσκληση, για την όμορφη αυτή σύναξη, ευχαριστώ την κυρία Κωτσάκη η οποία εκ των προτέρων απήντησε αυτά τα οποία δεν ξέρω αν θα καταφέρω να πω και ευχαριστώ για το ότι η σύναξη αυτή είναι αφιερωμένη επίσης σε ένα τόσο μεγάλο και σημαντικό θέμα, σαν κι αυτό της ελευθερίας.
Υποθέτω, υπέθεσα ότι αυτή θα ήταν μια σύναξη κυρίως θεολόγων. Βεβαίως η θεολογία δεν είναι μια πολυτέλεια, δεν είναι η θεολογία δηλαδή κάτι το οποίο αφορά μόνον τους θεολόγους. Η θεολογία είναι μια ουσιώδης διάσταση του ανθρώπινου είναι, είναι ουσιωδώς θεολογικό το ανθρώπινο ον. Και υπό αυτήν την έννοια δεν υπάρχει ένας τρόπος για να μην θεωρήσουμε την θεολογία βαθιά ανθρωπολογική.



Αφορά όπως σας είπα κι αυτό αφορούσε πάντοτε ήδη και την αρχαία εποχή, αφορά θα λέγαμε τον ίδιο τον άνθρωπο στην ουσία του, είναι θεολογικό ον ο άνθρωπος. Είναι θεολογικό ον και με αυτήν ακριβώς την πρόταση μπορούμε να ξεκινήσουμε την σημερινή μας συζήτηση.
Η κυρία Κωτσάκη νομίζω ότι έχει σκοπό να προσθέσει ότι στο τέλος εάν υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις θα μπορούσαμε σε μια πρώτη φάση να τις συζητήσουμε. Υποθέτοντας ότι το ακροατήριο είναι υπό αυτήν την έννοια ούτως η άλλως θεολογικό, αποφάσισα να μην σας πω τίποτα από αυτά τα οποία θεωρώ αυτονόητα. Βεβαίως πιστεύω ότι η εποχή των αυτονόητων παρήλθε ανεπιστρεπτί. Δεν υπάρχει τίποτα στην πραγματικότητα το οποίο να μην χρειάζεται να το αναδείξουμε στην όποια αξία σήμερα.
Είμαστε ευλογημένοι διότι έχουμε μια τέτοια παράδοση στα χέρια μας. Είναι όμως ένα άλλο θέμα το αν την παράδοση αυτή μπορούμε να την επεξεργαστούμε, να την καταλάβουμε, να την δουλέψουμε σε σχέση και κοινωνία με τα σημερινά πραγματικά προβλήματα. Η θεολογία είναι συγκλονιστικά θα λέγαμε άτυχη όταν χρησιμοποιείται από ανθρώπους οι οποίοι δεν την πονάνε βαθιά, δεν σπαράσσονται από το αίνιγμα του είναι στον κόσμο, δεν σπαράσσονται από το αίνιγμα του θανάτου, δεν σπαράσσονται από το αδιέξοδο των σχέσεων, δεν σπαράσσονται από το αδιέξοδο της ελευθερίας του ανθρώπου. Η θεολογία δεν χρησιμεύει όταν είμαστε αναπαυμένοι στο δεδομένο της υπάρξεώς μας, όταν είμαστε αναπαυμένοι στο δεδομένο της πίστης μας αν το θέλετε έτσι.
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τότε την παράδοσή μας, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον αγώνα ενάντια ή υπέρ των μεγάλων πνευματικών γεγονότων στην ιστορία. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε, ας πούμε, τον αγώνα κατά του μονοθελητισμού - θα μιλήσουμε σήμερα για το θέλημα σήμερα, τι νόημα είχε, γιατί χρειάζεται να έχω θέλημα, γιατί χρειάζεται να ενεργώ, να υπάρχω, δημιουργικά μέσα στην ιστορία και πολλά άλλα.
Λέω λοιπόν ότι υπό αυτήν την έννοια οι πιστοί και νομίζω ότι πάντοτε οι αυθεντικά πιστοί είναι κάπως έτσι, είναι άνθρωποι θεολογούντες. Μπορεί να θεολογούν απλά, μερικές φορές πολύ απλά. Μπορεί να θεολογούν περίπλοκα, ανάλογα με το χάρισμα ο καθένας που έχει. Μπορεί να απαντούν σε πολύ δύσκολα προβλήματα, πάντως είναι πάντοτε πολύ ενδιαφέροντες άνθρωποι, πάρα πολύ ενδιαφέροντες και διόλου ανιαροί. Η θεολογία δεν είναι καθόλου ανιαρή.
Προσωπικά έκανα μια ολόκληρη διαδρομή για να φτάσω στην θεολογία, δεν περίμενα να φτάσω στην θεολογία ποτέ, το ομολογώ και η άφιξή μου έχει τον χαρακτήρα μιας διαρκούς εκπλήξεως. Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν λέω ότι όσοι από εμάς τους θεολόγους γινόμαστε τελικά ανιαροί, είναι γιατί δεν έχουμε καταφέρει να καταλάβουμε πόσο συναρπαστική είναι τελικά η θεολογία. Και ανάμεσα στα πολλά συναρπαστικά τα οποία η θεολογία μπορεί να μας πει, όταν παραμένει θεολογία και δεν μετατρέπεται σε μια άκαιρη ή εύκαιρη ηθικολογία, εύκολη πάντως.
Η ηθικολογία δεν είναι καν θρησκευτικό φαινόμενο και κυρίως δεν είναι εκκλησιαστικό φαινόμενο, πάντοτε οι άνθρωποι θέλουν κάτι να είναι καλό και κάτι να είναι κακό, δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι να δείξω δια της θεολογίας σε τι και πως με αφορά προσωπικά η ύπαρξη του Θεού, όχι το αν υπάρχει Θεός. Δεν θα με ενδιέφερε το να υπήρχε Θεός εάν η ύπαρξη του Θεού δεν με αφορούσε προσωπικά. Το ότι με αφορά προσωπικά η ύπαρξη του Θεού θέλω να μου πει κάποιος αν είναι αλήθεια. Το αν με αφορά προσωπικά. Διαφορετικά η ύπαρξη του Θεού δεν αλλάζει τίποτα. Θα λέγαμε ότι είναι μόνο η ύπαρξη, όπως λένε πολλοί σήμερα, μιας ανώτερης δύναμης.
Είναι τόσες πολλές αυτές οι ανώτερες δυνάμεις, τόσο συντριπτικές όλες τους και δεν χρειάζεται να πάμε στον ουρανό για να τις ψάξουμε. Και στην γη υπάρχουν πολλές ανώτερες δυνάμεις που μας συντρίβουν. Και μέσα μας υπάρχουν ανώτερες δυνάμεις, το ασυνείδητο για παράδειγμα που μας τσακίζει εάν δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτό. Το θέμα είναι αυτή η υπέρτατη η ανώτερη δύναμη με αφορά προσωπικά; Λέμε λοιπόν, για να ξεκινήσουμε με έναν τρόπο από το άλφα, ότι ο άνθρωπος και όλοι μας το ξέρουμε αυτό, οι θεολογούντες και οι θεολόγοι, είναι εικόνα Θεού.
Τι σημαίνει είναι εικόνα Θεού; Εγώ θα ξεκινήσω από αυτό, για να προσπαθήσω να πω μερικά πράγματα για το μεγάλο θέμα της ελευθερίας. Βιάζομαι όμως προτού προχωρήσω, προτού ξεκινήσω κάτι, να σας πω για το μεγάλο θέμα της ελευθερίας, μέγα ζήτημα. Εάν τελειώσει η ελευθερία, έ δεν υπάρχει θεολογία.
Ξέρω ότι πολλοί ίσως έχουν ήδη ασυνείδητα αντιρρήσεις σε αυτό και κυρίως έχουν αντιρρήσεις όλοι όσοι δεν είναι σε αυτή την αίθουσα σήμερα. Για κάποιον λόγο δεν είναι στην αίθουσα αυτοί οι άνθρωποι, γιατί θεωρούν ότι θεολογία είναι ακριβώς το αντίθετο της ελευθερίας και υπό αυτή την έννοια μεγάλα αθεϊστικά ρεύματα στην φιλοσοφία παρήχθησαν με τον τρόπο αυτόν. Εάν υπάρχει ένα απόλυτο και δεν είμαι εγώ αυτό το απόλυτο, τότε το απόλυτο αυτό καταπιέζει την δική μου ελευθερία. Και μόνο που υπάρχει, και μόνο που υπάρχει καταπιέζει την ελευθερία μου, επομένως ή θα πρέπει να υπάρχει αυτός ή εγώ. Αν εγώ είμαι ελεύθερος τότε αυτός δεν υπάρχει. Αν αυτός υπάρχει, τότε εγώ δεν είμαι ελεύθερος.
Θυμάμαι λοιπόν ένα γεροντάκι στην Μονή Διονυσίου, το οποίο είχε μια θαυμαστή βιωτή, έχει κοιμηθεί τώρα πλέον. Λοιπόν αυτός όταν γέρασε, δεν θα μπορούσε πια να πηγαίνει στην εκκλησία, ή τουλάχιστον νόμιζαν οι μοναχοί ότι δυσκολευόταν να πάει στην εκκλησία και του έλεγαν, γέροντα, αρκετά χρόνια πήγες στην εκκλησία, μην πηγαίνεις τώρα πια, κάτσε στο κελί, δεν χρειάζεται, αρκετά. Όχι, έλεγε, θέλω να πάω, γιατί εκεί μέσα νοιώθω ελευθερία. Όταν νοιώθει κανείς τον Θεό έτσι, τότε είναι η εκκλησία ο φυσικός του χώρος. Για να κλείσουμε λοιπόν, λέμε ότι η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού.
Τι είναι ο Θεός και πως ο άνθρωπος είναι εικόνα του; Ο Θεός είναι μία ουσία, ένα oν, υπέρτατο ον, το οποίο όμως είναι ζωντανό ον, είναι μια ζωντανή ουσία. Αυτό εδώ το ποτήρι είναι μια νεκρή ουσία, ο Θεός είναι μία ζωντανή ουσία. Ζωντανή ουσία βεβαίως, σημαίνει ότι είναι μία προσωπική ουσία, ένα πρόσωπο. Το ότι είναι ο Θεός προσωπική ουσία, πρόσωπο, σημαίνει ότι την ουσία του αυτή την κινεί προς ενέργεια. Η ουσία αυτή δρα, κινείται, γιατί; Διότι το πρόσωπο είναι ένα πρόσωπο θελητικό, το πρόσωπο θέλει. Θέλοντας το πρόσωπο λοιπόν, κινεί την ουσία του, το είναι του προς ενέργεια, προς τα έξω. Είναι ένας θεός λοιπόν δρών, ένας Θεός ο οποίος σε κάθε φάση της ανθρώπινης ιστορίας είναι παρών. Ένας Θεός ο οποίος πριν από όλα και πάνω απ’ όλα δημιουργεί.
Τι δημιουργεί; Δημιουργεί, όπως λέγανε οι Πατέρες, κατ’ εικόνα του τον άνθρωπο. Τι σημαίνει λοιπόν εικόνα; Εικόνα του ανθρώπου, του Θεού στον άνθρωπο, είναι ακριβώς το γεγονός ότι ο άνθρωπος αποτελεί ένα ον το οποίο είναι ζωντανό, ένα ον το οποίο είναι προσωπικό συνεπώς, ένα ον το οποίο είναι συνεπώς θελητικό –θέλει - και τελικά ένα ον το οποίο είναι ενεργητικό, ένα ον το οποίο ενεργεί.
Η μεγαλύτερη διατύπωση της έννοιας της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο έγινε, όταν ταυτίστηκε η έννοια αυτή με την ελευθερία. Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, λένε οι πατέρες, είναι το αυτεξούσιο. Είναι η ελευθερία. Τι ακριβώς είναι αυτή η ελευθερία; Εάν είναι πραγματική αυτή η ελευθερία, θα πρέπει να είναι μια προθετικότητα, μια πρόθεση, η οποία είναι ριζικά ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη πρόθεση πάνω της, υπερκείμενη. Όπως λένε ότι ο Θεός θέλει και προτίθεται και ενεργεί παντελώς αδέσμευτος, έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος θα πρέπει, αν είναι ελεύθερος, να ενεργεί και να δρα και να θέλει, παντελώς ελεύθερος.
Εδώ αρχίζουν οι πρώτες δυσκολίες. Ναι, ο Θεός μπορεί να είναι ελεύθερος, διότι κανείς δεν του έχει προσφέρει τον εαυτό του. Ο Θεός είναι ο «έτσι θέλων», δεν υπάρχει κάποιος πριν από αυτόν που να του έδωσε την ύπαρξή του. Δεν είναι σε προδιαγραφές η ύπαρξή του. Είναι αυτός στον οποίο η ύπαρξη είναι ταυτόχρονα αυτό το οποίο επιθυμεί να είναι. Πως λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, όπως και ο Θεός είναι ελεύθερος;
Ο Θεός είναι εξ ορισμού ελεύθερος, ο Θεός είναι ελεύθερος από την φύση του ως αναγκαιότητα. Προφανώς για τον άνθρωπο η φύση μοιάζει να είναι μια αναγκαιότητα, είναι κάτι το οποίο του δίνεται. Τα χαρίσματά μου, τα προσόντα μου, αυτό το οποίο είμαι ως άνθρωπος, ψυχολογικά, βιολογικά είναι κληρονομημένα. Έχω δοθεί στον εαυτό μου. Δεν είμαι κάποιος ο οποίος διάλεξε να είμαι αυτό που είμαι. Που είναι η ελευθερία μου λοιπόν; Τι είδους ελευθερία είναι αυτή η οποία, γι’ αυτό και υπάρχει μια ομάδα θεολόγων και όχι μόνο θεολόγων, αλλά και φιλοσόφων που ταύτισαν στην κυριολεξία έτσι, σε όλη την δυτική παράδοση, άρα και την ορθόδοξη, την φύση με την αναγκαιότητα. Και κάτι άλλο: το πρόσωπο με την ελευθερία.
Είτε μιλάμε για την ευρωπαϊκή φιλοσοφία από τον Καρτέσιο ως τον Καντ και ως τον Χάιντεγκερ, έχουμε και φιλοσόφους εδώ, είτε μιλάμε για την θεολογία – και ονομαστούς θεολόγους μάλιστα -, η φύση θεωρείται δεδομένη πολλές φορές, συνήθως βίαιη αναγκαιότητα, ή μόνο το πνευματικό αυτό αν λέγεται εγώ, που να υπερβαίνει τη φύση αυτή η οποία δεν μπορεί να είναι ελεύθερη.
Η πραγματικότητα αυτή, στην πραγματικότητα αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, αυτό θα σήμαινε κάποια μεγάλη τραγωδία που υπάρχει μέσα στο εσωτερικό του δημιουργημένου πλάσματος. Είναι σαν να λέμε ότι μας προσφέρει ο Θεός τον κόσμο, μας προσφέρει τον εαυτό μας αλλά δεν μπορούμε να τον ξεπεράσουμε. Εάν όμως τον ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, εάν σκοπός του εαυτού μας είναι απλά και μόνο να τον ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, τότε για ποιο λόγο θεωρείται η δημιουργία αυτή «καλή λίαν»; «Είδε τα πάντα ότι καλά λίαν…».
«Καλό λίαν» δεν είναι αυτό που πρέπει να απαρνηθώ. «Καλό λίαν» είναι κάτι στο οποίο πρέπει να παραμείνω. Επομένως ο κόσμος αυτός, ο εαυτός μου, η φύση μου, η ύπαρξή μου, δεν είναι κάτι από το οποίο πρέπει να φύγω, να δραπετεύσω, αλλιώς ο ίδιος ο Θεός έχει πρόβλημα ή ακόμη χειρότερα, κάποιες αιρέσεις της αρχαίας εποχής – όπως οι γνωστικοί που λένε ότι υπάρχουν δύο θεοί, ένας δημιουργός του κόσμου και κάποιος άλλος που κατηύθυνε τον δημιουργό αυτό και έφτιαχνε κάτι άλλο, ένα ανώτερο μέρος του κόσμου - θα είχανε δίκιο. Τι ακριβώς είναι λοιπόν, ποιο είναι το μυστικό στο σημείο αυτό; Πως ακριβώς η δική μου εικόνα, που έχω για την ελευθερία, και η ελευθερία του Θεού μπορούν να συναντηθούν;
Η ελευθερία του Θεού δεν είναι μια ελευθερία από τον εαυτό του. Η ελευθερία μου δεν είναι επομένως μια ελευθερία από τον εαυτό μου. Η ελευθερία του Θεού είναι μία ελευθερία η οποία εκφράζεται ως αγάπη, ως σχέση. Είναι μέσα του και έξω του. Η ελευθερία του Θεού έχει να κάνει με το ότι αυτό στο οποίο στηρίζεται, ως μία αιώνια κοινωνία αγάπης, μέσα σε τρία πρόσωπα. Είναι ο Πατήρ, ο οποίος είναι Πατήρ επειδή έχει έναν Υιό. Είναι το Πνεύμα, το οποίο είναι το Πνεύμα του Πατρός το εν Υιώ αναπαυόμενον. Είναι ο Υιός ο οποίος είναι ο Υιός του Πατρός, μία αιώνια κοινωνία σχέσεων η οποία μάλιστα είναι τόσο βαθειά, εκφράζεται με μια πανίσχυρη λέξη, έναν πανίσχυρο όρο για τον οποίο πάλεψαν πολλοί Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, τον όρο «ομοούσιος». Υπάρχει σχέση μεταξύ εμού και του γιού μου. Είναι σαφές όμως ότι, όποταν εγώ θα πάψω να υπάρχω, ο ίδιος θα συνεχίσει να υπάρχει.
Είναι σαφές ότι εγώ είμαι ένα κομμάτι της ανθρώπινης ουσίας και εκείνος είναι ένα άλλο κομμάτι της ανθρώπινης ουσίας. Δεν μπορώ να πω επ’ ουδενί ότι εγώ έχω ολόκληρη την ανθρώπινη ουσία, και η σχέση μου με τον υιό μου είναι τόσο σημαντική που εξαρτάται από το γεγονός ότι του προσφέρω ολόκληρη την ουσία μου και έχει κι αυτός ολόκληρη την ουσία αυτή μέσα του. Αυτή η σχέση ριζικής αυτοπροσφοράς, το να υπάρχω μέσω του άλλου και να υπάρχω επειδή υπάρχει ο άλλος, και ταυτόχρονα αυτό να μην θίγει την γνώση ότι εγώ υπάρχω, να μην κατακλύζομαι από τον άλλον, να υπάρχω όμως ως ριζική αυτοπροσφορά, αυτό σημαίνει ότι η ελευθερία του Θεού είναι μία ελευθερία η οποία ενεργείται ως σχέση, ως αγάπη, ως κοινωνία.
Είπαμε μέσα στην Τριάδα, έξω από την Τριάδα τι γίνεται; Πάλι εδώ βλέπουμε αυτό το μεγαλειώδες γεγονός. Η ελευθερία του Θεού έξω του πάλι ενεργείται ως σχέση. Εάν διαβάσουμε τα κείμενα μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ή ο Μάξιμος ο Oμολογητής θα δούμε ότι χρησιμοποιούν μια λέξη (πρώτος ο Αρεοπαγίτης), τη λέξη αναλογία, για να περιγράψουν τη σχέση του Θεού με τον κόσμο. Λέει ο Αρεοπαγίτης ότι «ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός σχετίζεται με τον κόσμο είναι αναλογικός». Όχι, λέει, δεν σημαίνει αυτό ότι ο άνθρωπος ή ο κόσμος ή ο Θεός έχουν μια σχέση πολλαπλασιασμού, πολλαπλασιάζεις τον κόσμο επί 1000 και έχεις τον Θεό, όχι. Η αναλογία, λέει, είναι αναλογία ενέργειας. Τι θέλει να πει αυτό, θέλει να πει ότι ο Θεός όταν εξέρχεται έξω του δεν εξέρχεται συντρίβοντας τον κόσμο. Αλλά αναλογικά προς την ύπαρξη του κόσμου, προσπαθεί να εξηγήσει την ύπαρξή του στον κόσμο, γίνεται αυτό που θέλει ο κόσμος. Δηλαδή η έξοδός του είναι σχέση, είναι μια αναλογία ενέργειας.
Να το πω αυτό με ένα παράδειγμα για να το καταλάβετε: Τι κάνω εγώ αυτή την στιγμή, προσπαθώ αυτό που εγώ ξέρω να το εκφράσω με τρόπο που εσείς να το καταλάβετε. Προσπαθώ να εκφραστώ αναλογικά με τη διανόησή σας. Έτσι κάνει κι ο Θεός. Δεν πέφτει ως ένα υπέρτατο ον πάνω μου, αλλά μου εξηγεί τον εαυτό του και κυρίως αλλάζει ανάλογα με όλα αυτά τα οποία εγώ έχω ανάγκη. Μεταβάλλεται σε πρόνοια τροφής, πρόνοια γάμου κοινωνίας, μεταβάλλεται σε θεραπεία, σε αγιασμό, μεταβάλλεται με μια αναλογία σχέσης. Η αναλογία του Θεού προς τα έξω είναι επίσης μία σχέση αγάπης. Προς τα μέσα η ελευθερία του είναι ελευθερία της αγάπης. Προς τα έξω του η ελευθερία είναι επίσης ελευθερία της αγάπης. Εξηγεί τον εαυτό του ο Θεός και η μεγαλύτερη εξήγηση που έδωσε είναι ο Χριστός.
Τι είναι ο Χριστός, είναι ολόκληρος ο Θεός τόσο καλά εξηγημένος, ούτως ώστε να μπορεί να προσληφθεί τελείως στον Θεό. Και μάλιστα σε μια υποστατική ύπαρξη ολόκληρος ο Θεός, ολόκληρος ο άνθρωπος σε μία σχέση απόλυτης κοινωνίας, διότι εάν ο Θεός δρα αναλογικά, προς τον κόσμο, τότε και ο κόσμος και ο άνθρωπος μόνον με τον ίδιο τρόπο μπορεί να ασκήσει τη δική του ελεύθερη ενέργεια, τη δική του ελεύθερη θέληση. Πως δηλαδή: να κοιτάξει και αυτός να καταλάβει τον Θεό αναλογικά με αυτό που είναι ο Θεός. Οι δύο αναλογίες σχέσεων, οι δύο ελευθερίες συναντώνται και έχουμε μία συνεργία. Εδώ είναι ο φοβερός πατερικός όρος αυτός, ο οποίος νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικός προκειμένου να καταλάβουμε ότι, στον χώρο της πατερικής θεολογίας τουλάχιστον, κανένας δεν ταυτίζεται από τον άλλον, ούτε ο Θεός από τον άνθρωπο ούτε ο άνθρωπος από τον Θεό. Είναι ο Θεός ελεύθερος, θελητικός και ενεργητικός, αλλά ως αγάπη.
Είναι ο άνθρωπος ελεύθερος ενεργητικός και θελητικός, μόνον ως αγάπη. Όχι ως αυθυπέρβαση με την έννοια ότι πετάει τον εαυτό του στην άκρη, αλλά με την έννοια ότι τον εαυτό του, τις ενέργειες του εαυτού του, της υπάρξεώς του τις χρησιμοποιεί για να καταλάβει αναλογικά τον Θεό και τον άνθρωπο. Έχουμε να κάνουμε με μια αναλογία δηλαδή εδώ, μια αναλογία ελευθερίας, όπου η ελευθερία αποτελεί στην κυριολεξία ένα χαρακτηριστικό βαρύ του ανθρώπου. Δεν είναι όμως μια ελευθερία από τον εαυτό του, είναι μια ελευθερία για, μια ελευθερία για τη σχέση, δεν είναι μια ελευθερία από. Δεν είναι μια ελευθερία από τη φθορά, από την κτιστότητα, αλλά είναι μια ελευθερία για να μεταμορφωθεί η κτιστότητα αυτή. Πως θα μεταμορφωθεί; Όταν αναλογικά ανατείνω προς τον Θεό και εν ονόματί του ενεργώ και εγώ και θέλω όπως ο Θεός. Και κάνει το ίδιο.
Ξέρετε ότι δεν θα πω τα αυτονόητα σήμερα και έτσι δικαιολογούμαι να μιλάω όπως μιλάω, η ελευθερία, το θέλημα αν θέλετε, είναι πολύ ουσιαστικό στοιχείο για τον άνθρωπο. Επιμένω σε αυτό γιατί επέμενε τόσο πολύ ο άγιος Μάξιμος ο Oμολογητής, στην Στ’ Οικουμενική Σύνοδο. Θέλω να σας πω κάτι για το θέλημα στο σημείο αυτό για να καταλάβετε τι εννοώ. Ξέρετε, αυτό που λέμε θέλημα σήμερα ήταν μια λέξη άγνωστη στην αρχαία φιλοσοφία. Δεν χρησιμοποιείται ποτέ από τους αρχαίους φιλοσόφους.
Όταν οι αρχαίοι φιλόσοφοι θέλουν να πουν ότι εγώ ο άνθρωπος τέλος πάντων κάτι επιθυμώ, χρησιμοποιούν τη λέξη «βούληση». Γιατί τη λέξη βούληση; Γιατί η βούληση έχει να κάνει με τον νου. Θέλω, βούλομαι κάτι, σημαίνει ότι κρίνω ότι το χρειάζομαι, κρίνω ότι μπορώ να το αποκτήσω και στη συνέχεια λογικά κινούμενος το ποιώ. Η λέξη θέλημα στην αρχαιότητα δεν χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία. Χρησιμοποιείται μόνον στους ποιητές. Εάν πρέπει να εκφράσουμε την έννοια θέλημα ή θέληση στα νέα ελληνικά δεν θα χρησιμοποιούμε ακόμη τη λέξη θέλημα ή βούληση, θα λέγαμε μόνον τη λέξη «καημός» ή γινάτι που λέμε σήμερα.
«Έχω τον καημό…», που σημαίνει ότι είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει, αλλά το θέλω πάρα πολύ, αυτή η πυρακτωμένη επιθυμία να γίνει κάτι, αυτό ονόμαζαν οι ποιητές στην αρχαία εποχή θέλημα. Έρχεται ο άγιος Μάξιμος ο Oμολογητής και παίρνει αυτό τον όρο και τον κάνει θεολογικό όρο, τον πράττει στον στοχασμό. Και λέει, κοιτάξτε ο άνθρωπος είναι ένα ον το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα θέλημα, και ορίζει το θέλημά του, το περίφημο φυσικό θέλημα όπως ονομάστηκε, με έναν τρόπο καταπληκτικό.
Λέει, ένα πολύ μικρό θα διαβάσω σήμερα, για να σας το εξηγήσω, γιατί χωρίς αυτό, μάλλον αυτό δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, όλα τα άλλα θα κοιτάξω να τα αποφύγουμε. «Θέλημα θαρσείν είναι φυσικόν, δύναμιν του κατά φύσιν όντος ορεκτικήν». Το θέλημα, λέει, το φυσικό είναι μια επιθυμία στον άνθρωπο βαθειά άγνωστη, ριζωμένη βαθειά μέσα του, που ζητά και επιθυμεί για κάποιο λόγο ορέγεται τη θλιβερότητα της ύπαρξής του. «Τούτο συνεχομένη φυσικώς η ουσία», συνεχόμενη η λογική ουσία με το θέλημα έτσι βαθιά και έντονα, του τε είναι και ζειν και κινείσθαι προέχεται», με τον τρόπο αυτόν συνεχόμενα δηλαδή το θέλημα, κινεί και ζει και υπάρχει και στοχάζεται και δημιουργεί και κάνει τα πάντα, συνειδητά ή ασυνείδητα, «της ιδίας εκποιημένη της ψυχής και της οντότητος», επιθυμώντας αυτό που λέμε σήμερα «να την βρει».
Να βρει την πλήρη της οντότητα. Αυτό το κείμενο είναι ένα περίεργο κείμενο, για τους ειδικούς. Μα τι λέει αυτός; Τι σημαίνει να θέλεις τον εαυτό σου, είναι πολύ μοντέρνος ο Μάξιμος στην θεολογία, μα αφού έχεις τον εαυτό σου, ο εαυτός σου είναι δεδομένος, τι σημαίνει να θέλεις τον εαυτό σου, να θέλεις την πληρότητά σου. Είναι αυτό το οποίο χαρακτηρίζει τον νεότερο άνθρωπο, όλη η φιλοσοφία περί επιθυμίας και ψυχανάλυσης, ξεκινάει με τον Μάξιμο τον Ομολογητή τον 6ο και 7ο αιώνα, υπό αυτή την έννοια, δηλαδή ότι ο άνθρωπος επιθυμεί, χωρίς κι’ αυτός να ξέρει τι θέλει. Ή μάλλον πώς να το κάνει αυτό που θέλει, την πληρότητά του. Επιθυμεί δηλαδή να ολοκληρωθεί, παρά το ότι αυτό το πράγμα μερικές φορές είναι αδιανόητο.
Γιατί είναι αδιανόητο; Είναι καημός όμως, σαν καημός να ξεπεράσω τον θάνατο, σαν καημός να ξεπεράσω τον χωρόχρονο, καημός ξέρω εγώ να βρω τον άλλον άνθρωπο στην αντίπερα όχθη. Καημός να μάθω την αλήθεια, αυτήν την αλήθεια που δεν μαθαίνεται, γιατί εγώ είμαι σχετικός και αυτή μοιάζει απόλυτη. Είναι δυνατόν αυτά τα πράγματα να γίνουν; Λοιπόν δεν είναι δυνατά με την βούληση, η βούληση θα έλεγε εδώ ότι, κοίταξε πρέπει να παραιτηθείς από αυτό, δεν μπορείς να το επιθυμείς. Το θέλημα όμως το επιθυμεί, το φυσικό θέλημα.
Πέρα από το φυσικό θέλημα, λέει ο άγιος Μάξιμος, υπάρχει και το γνωμικό θέλημα. Το γνωμικό θέλημα είναι το πώς θα χρησιμοποιήσω εγώ το φυσικό θέλημα. Πως δηλαδή θα το χρησιμοποιήσω, που θα το πάω. Θα το πάω στον Θεό και θα πω, κοίταξε να δεις καταθέτω και θέλω να μου πληρώσεις αυτό το φυσικό θέλημα; Θα το χρησιμοποιήσω με έναν ιδιοτελή τρόπο και θα πω, κοίταξε, εγώ μόνος μου θα βρω την πληρότητα αυτή εις βάρος όλων των άλλων, μόνος ή έρημος… Τι θα κάνω με το θέλημα; Έτσι είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι το θέλημα αυτό πάντως θα αναπληρωθεί. Έτσι είναι λοιπόν το ερώτημα το οποίο θέσαμε από την αρχή: η ελευθερία αυτή θα εκπληρωθεί ως μία άρνηση, ξέρω εγώ, των άλλων πραγμάτων, των άλλων ανθρώπων για να βρω εγώ τον εαυτό μου, ή θα εκπληρωθεί ως μία σχέση;
Έρχεται εδώ αυτό που κυρίως λέτε πολλές φορές, έχουμε πολλούς μοναχούς εδώ, αυτό που ονομάζουμε «υπακοή», και το οποίο είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. Βέβαια δεν το καταλαβαίνουμε σωστά. Λέμε ότι η υπακοή είναι κόψιμο του θελήματος. Εάν κόψω το θέλημα δεν υπάρχω πια. Δεν είναι κόψιμο του θελήματος η υπακοή. Θέλω εγώ αυτή την στιγμή να γράψω ένα βιβλίο, θέλω να δημιουργήσω στον χώρο της τέχνης. Πολλοί σαν κι’ εμένα θέλουν να δημιουργήσουν στον χώρο της τέχνης ή να γράψουν ένα βιβλίο ή να δημιουργήσουν στον χώρο του πολιτισμού. Αυτό είναι το φυσικό θέλημα.
Εκείνο το οποίο μετράει είναι το πώς θα γίνει αυτό, ο γνωμικός τρόπος ο προσωπικός τρόπος του θελήματος. Όταν λέμε υπακοή δεν εννοούμε την εξάλειψη του φυσικού θελήματος, αλλά την παιδαγωγία του γνωμικού θελήματος. Θέλουμε να κάνουμε το γνωμικό θέλημα αγαπητικό. Θέλουμε να περάσουμε στην ελευθερία της σχέσης, αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε με την υπακοή. Πολλές φορές οι πνευματικοί μας δεν τα ξέρουνε αυτά τα πράγματα. Και καμιά φορά γίνονται και άσχημα πράγματα στον χώρο αυτό. Πάει ένα παιδί σε έναν πνευματικό και του λέει, θέλω να, ξέρω εγώ, αγαπώ το τραγούδι και του λέει ο πνευματικός: κοίταξε να δεις θα το διώξεις, γιατί υπάρχει κίνδυνος να αμαρτήσεις. Με τον τρόπο αυτό χτυπάμε το φυσικό θέλημα.
Λέμε σε ένα παιδί: Εσύ πρέπει να γίνεις μοναχός. Λέμε σε ένα άλλο: εσύ πρέπει να παντρευτείς, να πάρεις αυτήν. Βαριά πράγματα, χτυπάμε το φυσικό θέλημα και στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να εκδηλωθεί ελεύθερα αυτό το οποίο ο άνθρωπος επιθυμεί για την πληρότητά του, ότι και να είναι. Λοιπόν το ξαναλέω, όταν κάνει υπακοή εννοούμε την παιδαγωγία του γνωμικού θελήματος, εις τρόπον ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να περάσει στη μόνη δυνατότητα ελευθερίας που έχουμε. Την ελευθερία σχέσης. Επομένως βγαίνω από τη φίλαυτη χρήση του φυσικού θελήματος, για χάρη ενός άλλου ανθρώπου, όχι γιατί εκείνος οπωσδήποτε ξέρει την αλήθεια, θα με φέρει στην αλήθεια, αλλά γιατί εγώ έχω ανάγκη να βγω από τη φιλαυτία μου. Και με τον τρόπο αυτό μαθαίνω να θέλω ότι θέλω, όχι μόνο για χάρη μου, πράγμα που θα με έκλεινε μέσα στη φυσική μου αναγκαιότητα, αλλά για χάρη και των άλλων.
Θέλω να γίνω γιατρός. Δεν μπορεί ο πνευματικός να μου πει μην γίνεις γιατρός. Είναι το φυσικό θέλημα αυτό, αν μου το καταργήσει θα με πλήξει εμένα τον ίδιο ως ύπαρξη. Μπορεί όμως να μου καλλιεργήσει τον τρόπο της άσκησης της ιατρικής ούτως ώστε μέσα στην ελευθερία αυτή του να ολοκληρώσω τον εαυτό μου να χωρούν και οι άλλοι. Να είμαι γιατρός και για τους άλλους. Να βγω από τη φιλαυτία. Και με τον τρόπο αυτό να γνωρίσω την μόνη μορφή ελευθερίας η οποία ασκείται τόσο από τον Θεό, όσο και από τον άνθρωπο. Την ελευθερία ως σχέση. Την ελευθερία ως κοινωνία. Την ελευθερία ως άνοιγμα στον άλλον. Την ελευθερία ως να ξανααφουγκραστώ ως ομοούσιος.
Είπαμε ότι ο Θεός είναι τόσο πολύ αγάπη, που κοινωνία με τον Υιό σημαίνει ότι προσφέρει ολόκληρη την ύπαρξή του στον Υιό. Και ο Υιός ξανά στον Πατέρα. Η ελευθερία η δική μου είναι μια ελευθερία η οποία εάν προχωρήσει στον δρόμο του Θεού, είναι μια ελευθερία που θα περιληφθούν ολόκληρη η ανθρωπότητα, ολόκληρος ο κόσμος, η ομοούσια η ανθρωπότητα μέσα μου, προσφερόμενη στον Θεό και στους άλλους ανθρώπους. Εάν δεν υπάρξει αυτή η μορφή ελευθερίας, εάν δεν υπάρξει αυτή η μορφή ελευθερίας τότε θα έχουμε μια μορφή ελευθερίας την οποία η φιλοσοφική παράδοση ονόμασε «θέληση για δύναμη». Θα είναι μια ελευθερία η οποία θα σημαίνει ότι το μοναδικό υποκείμενο στην ιστορία είμαι εγώ.
Και εδώ αρχίζει η παράνοια, και εδώ αρχίζουν τα ψυχικά προβλήματα, εδώ αρχίζει και η κατάθλιψη ακόμη, η συντριβή αυτής της κίνησης προς τα μέσα, προς τα έξω την οποία συντρίβει προς τα μέσα ο άνθρωπος. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η πατερική θεολογία δεν παίζει με το θέμα της ελευθερίας. Αντίθετα το θεωρεί ως ουσιώδες χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου όντος. Τα ίδια πράγματα δεν συνέβησαν στη Δύση. Πρέπει να σας πω και αυτό το πράγμα για να καταλάβετε από πού ξεπηδάει, από πού προέρχεται, ποια είναι η πηγή μερικών συγχύσεων που έχουμε. Τι γίνεται για παράδειγμα, τώρα μιλάω κυρίως στους θεολόγους αλλά δεν είναι άσχημο να το ακούσουν και άλλοι, τι γίνεται με τον μεγάλο - πολύ μεγάλο - θεολόγο και φιλόσοφο της Δύσης τον Θωμά τον Ακινάτη και τον Αυγουστίνο; Έχω μια ουσιώδη διαφοροποίηση εδώ πέρα η οποία είναι πάρα πολύ σημαντική.
Ξέρετε ότι η έννοια της αναλογίας για τον Ακινάτη είναι τελείως διαφορετική. Δεν είναι μια αναλογία ενέργειας την οποία εγώ έχω μέσα μου και θέλω να σας την αφήσω, αλλά είναι μια τελείως άλλη έννοια, είναι η έννοια της ομοιότητας. Προσέξτε, είναι πολύ σημαντικό. Είναι, υπό την έννοια αυτή, ένα μικρό παιδικό ποδήλατο, ανάλογο με το τελειότερο αυτοκίνητο, γιατί και τα δύο κινούνται. Αν πάρω το ποδήλατο και το ανυψώσω σε έναν εκθέτη α, παίρνω το αυτοκίνητο… Έτσι ο Θεός τοποθετείται στην κορυφή της κοσμικής πυραμίδας, ως ένα ον το οποίο αποτελεί απλώς την μεγαλύτερη από όλες τις εκφάνσεις των φυσικών δυνάμεων τις οποίες ξέρω. Δηλαδή ο Θεός γίνεται η κορυφή απλά και μόνον των όντων. Στην περίπτωση αυτή ο Θεός είναι ένα από τα όντα, έστω το ανώτερο. Δεν έχουμε εδώ δηλαδή μια διαφορά έτσι των ταξικών υλικών, ενώ στην πρώτη περίπτωση, διότι ο Θεός ενεργεί και μπαίνει στον κόσμο αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι ο Θεός είναι ένα στοιχείο του κόσμου. Μπορεί να είναι κάτι υπέρτατο, αλλά δεν είναι μέσα στον κόσμο.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω το εξής, ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια παθητικότητα. Ο Θεός δεν βγαίνει από τον εαυτό του. Ο κόσμος παράγεται με τον Θεό γιατί ο Θεός θέλει… Φτιάχνει τον κόσμο έτσι όπως είναι, προσέξτε, ξέρω ότι είναι δύσκολο αυτό, ξέρω πως νοιώθουν αρκετοί από σας, όμως γιατί να μην πούμε κάποτε μερικά πράγματα σαν κι’ αυτά; Εν πάση περιπτώσει είναι πολλοί που λένε τα άλλα, ας πούνε και μερικοί κάτι άλλο. Λοιπόν για να το δούμε λίγο αυτό.
Παθητικότητα: Ο Θεός με φτιάχνει, δεν βγαίνει από τον εαυτό του, ουσία και θέληση του Θεού ταυτίζονται, ο Θεός δεν μπορεί να βγει από τον εαυτό του στον Ακινάτη, δεν έχει ενέργειες, δεν έχει θέληση προς τα έξω, χάρη της απλότητας του Θεού είναι κλεισμένος στον εαυτό του, φτιάχνει τα όντα σαν να μην υπάρχουν. Παθητικότητα απόλυτη, με έφτιαξε ο Θεός έτσι όπως είμαι. Πρώτη παθητικότητα.
Δεύτερη παθητικότητα, πάλι στον χώρο τον ιδιωτικό, το γεγονός ότι η χάρη του Θεού δεν μπορεί να επηρεαστεί από τη δική μου ελευθερία, και αυτό διότι επειδή ουσία και θέληση του Θεού ταυτίζονται, εάν εγώ πω στον Θεό βοήθησέ με και με βοηθήσει, επειδή το είπα είναι σαν να μπαίνω στην ουσία του. Ξέρω πως ο Θεός με βοηθάει, με ποιο τρόπο; Αλλά τώρα έρχεται η ώρα του απολύτου προορισμού. Η δεύτερη μεγάλη αιτία αθεΐας στη Δύση: επειδή αυτός το θέλει.
Εάν ο Θεός ακούει την προσευχή μου σημαίνει ότι παύει να είναι Θεός. Επομένως αυτός είναι που έχει αποφασίσει να μου δώσει κάτι, και την προσευχή την ίδια, και εγώ προσεύχομαι επειδή αυτός το θέλει. Είναι τα δύο θελήματα, είναι συνεργασία δύο θελημάτων. Μια ελεύθερη ανθρώπινη ύπαρξη και μια ελεύθερη Θεία ύπαρξη που συναντώνται. Ελεύθερος είναι μόνον ο Θεός, φοβάμαι. Εγώ ως δική μου ελευθερία θα δεχθώ αυτό που ο Θεός θέλει και φτάνουμε – σας είπα – στη μεγαλύτερη πηγή αθεΐας στον σύγχρονο κόσμο.
Αν διαβάσετε τον Καλβίνο (Καλβίνος, ο περίφημος αυτός προτεστάντης), που λέει ξεκάθαρα, κοιτάξτε ο Θεός αποφασίζει, για κάποιο λόγο, ότι μερικοί θα σκοτωθούνε, αποφασίζει για κάποιο λόγο ότι μερικοί θα χαθούνε. Και αυτό θα το μάθω στο τέλος. Αυτό δεν σημαίνει, λέει, ότι αυτοί που θα χαθούνε θα κάνουνε ενάντια στο θέλημα του Θεού ότι κάνουνε, οφείλουν να κάνουν και αυτοί αυτά που θέλει ο Θεός, επειδή αυτός είναι μεγαλύτερος από αυτούς. Αλλά παρ’ όλα αυτά θα πάνε στην Κόλαση. Η παθητικότητα αυτή, η οποία σας είπα για τη Δύση αποτέλεσε και αποτελεί σήμερα αιτία μεγάλων αναστατώσεων στον θεολογικό και στον ευρύ κοινωνικό χώρο, σας είπα η αθεΐα αναπτύσσεται.
Έχει περάσει και στα καθ’ ημάς. Είναι μια θεολογία που πέρασε και στα καθ’ ημάς. Είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι σκέφτονται ότι συνεργάζομαι με τον Θεό ακριβώς για να μάθω τι να κάνω με αυτή την ελευθερία μου. Όχι για να την καταργήσω, αλλά για να την ομορφύνω. Να την κάνω πλατιά, να την κάνω σχέση. Να χωρέσει μέσα όλος ο κόσμος. Να μεταμορφωθεί μέσα όλος ο κόσμος. Όχι για να τη χάσω. Αλλά για να την κάνω σοφή. Οι πιο πολλοί λένε ότι ο Θεός, αυτό δεν λέτε, αυτό δεν λένε οι θεολόγοι, αυτοί που σας είπα ότι δεν είναι εδώ σήμερα, ότι ο Θεός είναι εκείνος ο οποίος στέκεται ψηλά, μου υπαγορεύει την ύπαρξή μου, δεν μπορώ να μπω στο είναι του εγώ διότι εάν πω ότι θα συνεργαστώ, η θέλησή μου είναι δική του, αυτό σημαίνει ότι θα μπω στην ουσία του, επομένως δεν μπορώ να μπω στον Θεό και συνεπώς απλά ο Θεός υπαγορεύει την ύπαρξή μου. Είμαι ένα καθρέφτισμα της ύπαρξής μου.
Ένα θέμα αυτό λοιπόν, αυτό πιστεύουν οι δημοσιογράφοι όλων των εγκρίτων αθηναϊκών εφημερίδων, αυτό πιστεύουν οι εκφωνητές των ΜΜΕ και οι παρουσιαστές, αυτό πιστεύουν το 90% - να μην πω το 95% - των Ελλήνων διανοουμένων, τι πιστεύουν; Ότι ο Θεός είναι ένα ον το οποίο δεν έρχεται σε, ότι είναι μόνος αυτός ελεύθερος, δεν μπορεί να έλθει σε πνευματική κοινωνία μαζί μου, μου υπαγορεύει την ύπαρξή μου, μου υπαγορεύει τον εαυτό μου, μου υπαγορεύει τους νόμους μου. Και εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να πω ναι σε αυτούς τους νόμους, ή να πω ναι –να επαναστατήσω-, να πω όχι και να του πω κοίταξε να δεις, εφόσον εσύ είσαι αυτός που υπαγορεύει, εγώ είμαι αυτός που επαναστατεί και δεν θέλω να ξέρω καμία απολύτως, δεν έχω καμία κοινωνία μαζί σου.
Η ελευθερία, όπως τη γνωρίζουμε εμείς, είναι μια ελευθερία η οποία λέει ναι και στο ανθρώπινο θέλημα, λέει ναι και στην πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, γιατί είναι το θέλημά μου να θέλω την πληρότητά μου. Δεν ξέρω όμως πως θα την κάνω την πληρότητα αυτή και έρχεται ο Θεός και μου λέει κάνε την με τον δικό μου τρόπο, αναλογικά. Εγώ την ελευθερία μου τη χρησιμοποιώ ως αναλογία, ως σχέση, αναλογικά με σένα. Κάνε και εσύ το ίδιο, χρησιμοποίησε την ελευθερία σου αναλογικά, δηλαδή χρησιμοποίησε την ελευθερία σου ως σχέση, ως άνοιγμα στον άλλον. Χρησιμοποίησε όλα αυτά τα οποία θέλεις, με τέτοιο τρόπο ώστε να ωφελούνται και οι άλλοι.
Είμαι επίσκοπος ή είμαι πρεσβύτερος στην ενορία μου. Αυτό είναι ένα χάρισμα το οποίο έχω. Θέλω να είμαι επίσκοπος και καλά κάνω και θέλω. Το θέλει ο Θεός και το θέλω και εγώ, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Τώρα, εάν αυτό εγώ το ιδιοποιηθώ, ή το ότι είμαι πρεσβύτερος το ιδιοποιηθώ, το χρησιμοποιήσω για μένα, τι σημαίνει αυτό; Οι άλλοι δεν μπαίνουν εκεί μέσα. Είναι μια ελευθερία, μια χρήση της ελευθερίας που είναι ουσιαστικά μια θέληση ερήμην. Είναι μια ελευθερία η οποία με κλείνει μέσα στο είναι. Με κλείνει μέσα στα δεδομένα της φύσης μου. Και γι’ αυτό και είναι αδιέξοδη η ελευθερία μου. Εάν όμως πω ότι είμαι εγώ για να καλλιεργήσω τα χαρίσματα των άλλων, για να ξεγεννήσω τους άλλους σαν καλή μαμή, για να δω τους άλλους ακριβώς ως εικόνες Θεού, και να τους ελευθερώσω στο να απολαύσουν αυτό το γεγονός, τότε είναι χαρισματούχοι όλοι. Αμέσως τότε η ελευθερία μου γίνεται ένας τρόπος στο να γίνω παν-άνθρωπος, να αποκτήσω το ομοούσιο, να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους.
Λέμε στη γλώσσα μας υπέροχα για κάποιον, ότι «δεν τρώγεται». Έτσι δεν λέμε; Που σημαίνει ότι είναι πολύ κακός, ότι είναι απάνθρωπος. Και λέμε για κάποιον προφανώς κάτι αντίστοιχο ότι «τρώγεται». Θέλω να σας θυμίσω λίγο, επειδή είναι πολύ κοντινή για να καταλάβετε τι λέω, την παραβολή της εσχάτης κρίσεως. Τι γίνεται εκεί πέρα; Είναι κάτι φοβερό. Πάμε όλοι ενώπιον του Χριστού για να κριθούμε. Και περιμένουμε ο Χριστός να μας κρίνει, ανάλογα με το τι έκανε ο καθένας, εγώ τι έκανα. Και είμαστε όλοι έτοιμοι να πούμε, εγώ πήγα στην εκκλησία, έκανα εκείνο, έφτιαξα ναούς, έκανα κατηχητικά, έκανα συνάξεις, έκανα το ένα, το άλλο. Λοιπόν, μου κάνει μια φοβερή ερώτηση ο Χριστός, την οποία δεν περιμένω. «Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με…».
Μου κάνει μια φοβερή ερώτηση, μου λέει: «Μόνον σε βλέπω, που είναι οι άλλοι;». Αυτή την ερώτηση δεν μου κάνει; Δεν με ρωτάει πόσες φορές εξομολογήθηκα, πόσες φορές κοινώνησα, πόσες ώρες έκανα προσευχή. Μου λέει «επείνασα και ουκ έδωκάς μοι φαγείν»… Μα, δεν σε είδα ποτέ –βλέπετε εδώ ο ατομιστής, δεν σε είδα ποτέ εγώ εσένα-. Μα έβλεπες όλους τους άλλους, που είμαι εγώ αυτοί οι άλλοι. Το σώμα μου έχει πολλά μέλη. Η ερώτηση την οποία δέχομαι στα έσχατα, η μοναδική ερώτηση, είναι ακριβώς αυτή. Δηλαδή, στην ελευθερία που είχες να κοινωνήσεις μαζί μου, αυτή η ελευθερία την οποία είχες να πραγματώσεις τον εαυτό σου περιλαμβάνει και τους άλλους μέσα; Τι λέω, καταλάβατε τι λέω; Και στους άλλους θα πει, «επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ μοι, ξένος ήμην και συνηγάγετέ μοι», που σημαίνει ότι ο καθένας από σας κουβαλάει όλη την ανθρωπότητα εδώ. Δεν είστε μόνοι.
Όπως ο πατήρ κουβαλάει ολόκληρη τη θεότητα, όπως ο Υιός κουβαλάει ολόκληρη τη θεότητα, έτσι και εμείς κουβαλάμε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ή δεν την κουβαλάμε; Και αυτό είναι το φοβερό, ότι θα κριθούμε μεταξύ μας στο τέλος. Φαντάζομαι ότι ο Χριστός θα στέκεται ως ακροατής, δηλαδή όπως είμαστε μαζεμένοι εδώ, για κάποιον θα λέγεται ότι είναι μόνος του αυτός, και οι άλλοι θα λένε ναι, δεν βρήκαμε τόπο μέσα του κανένας μας. Για κάποιον άλλον θα λέγεται ότι εδώ, όλοι βρήκαμε τόπο. Και όλοι θα λένε πραγματικά εδώ βρήκαμε τόπο να σταθούμε. Βλέπετε ότι η έσχατη κρίση είναι μια κρίση του ποιοι θα κάνουμε και το αν θα κάνουμε την ελευθερία μας κοινωνική, αν θα την κάνουμε σχέση. Ή αν η ελευθερία αυτή θα είναι ένα κλείσιμο στον εαυτό και μια θέληση για δύναμη και εξουσία πάνω στους άλλους.
Η παραβολή της κρίσης επαναλαμβάνω, γιατί αν το καλοσκεφτείτε, είναι μια παραβολή η οποία στην κυριολεξία μας εκπλήσσει, ακριβώς διότι δεν περιμένουμε εμείς οι οποίοι έχουμε μάθει σε αυτή τη φίλαυτη χρήση του θελήματός μας, ή έχουμε μάθει να μας κόβουν το θέλημα κάποιοι άλλοι τους οποίους στη συνέχεια βέβαια μισούμε. Και αυτό το μίσος είναι πολλές φορές το ίδιο καταστροφικό με τη θέληση για δύναμη. Τώρα ότι κάποιος με κατάστρεψε, μου έκανε ζημιά στο θέλημά μου, μπορεί να είναι τόσο θα λέγαμε επιθετικό και τόσο εξοντωτικό, όσο και το άλλο, το ότι ο άλλος μου έκανε τη ζημιά ας πούμε.
Λοιπόν θέλω να πω δηλαδή ότι είναι σαφώς μια ένδειξη του γεγονότος ότι η ελευθερία αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της ταυτότητάς μας μέσα στην εκκλησία.
Θα κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση και θα τελειώσουμε κάπως έτσι.
Είπα λοιπόν ότι η ελευθερία είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό του Θεού. Όχι όμως με την αρνητική της μορφή, όχι ελευθερία επειδή είμαι Θεός. Αλλά ελευθερία επειδή κάνω κάτι το οποίο παιδαγωγεί αυτή την ελευθερία και την ομορφαίνει, την κάνει σοφία. Είναι ελευθερία ως αγάπη. Είπα ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και ενώ είναι ελεύθερος δεν είναι δυνατόν ποτέ μα ποτέ να απασχολεί τον άνθρωπο. Είναι μια ζώσα ουσία ζωντανή η οποία κινεί τον εαυτό της προς ενέργεια, και συναντά πραγματικά τον εαυτό της, είναι ελευθερία ενεργητική.
Είπαμε ότι η ελευθερία του Θεού είναι μια ελευθερία αναλογικής σχέσης με αυτούς που είναι έξω. Έτσι είπαμε λοιπόν ότι η ελευθερία του ανθρώπου βρίσκει το δρόμο της στο να γίνει μια αναλογική σχέση με τους άλλους. Είπαμε ότι το θέλημα δεν καταργείται, αλλά έχει απλώς το δρόμο για να γίνει θέλημα - εξουσία, κλείσιμο επομένως στον εαυτό, ή να γίνει ελευθερία όπως ο Θεός, αναλογική σχέση.
Είπαμε ότι μέσα στην ελευθερία αυτή ως σχέση ο άνθρωπος βρίσκει ακριβώς τον εαυτό του, και βρίσκει πραγματικά τα μέγιστα αγαθά ακόμα και θεοπτία. Τι είναι όμως η θεοπτία; Λέμε μερικές φορές, «θεόπτης!», λέμε «είδε το άκτιστο φως!». Ακόμα και αυτό το αν είναι τοπικά δεν καταλαβαίνουμε τη σημασία που έχει η πέρα της φιλαυτίας. Το άνοιγμα αυτό της ελευθερίας με μία σχέση.
Κάποτε, μου συνέβη ένα γεγονός με το οποίο θα κλείσω. Ήμουνα νεαρός πρεσβύτερος και διακονούσα σε κάποια χωριά έξω από τη Θεσσαλονίκη και ταυτόχρονα ήμουνα βοηθός στη θεολογική σχολή ενός πολύ μεγάλου θεολόγου. Αυτό το οποίο ζούσα, γράφοντας και τη διδακτορική διατριβή μου στη θεολογική σχολή ταυτόχρονα, ήταν μια φοβερή αντίθεση. Από τη μία στη θεολογική σχολή είχα επαφή με τα μεγάλα της θεολογίας και παράδοξα και τα δυσνόητα και τα βαθυνόητα και από την άλλη σαν ένας παπάς σε 10 χωριά που μου είχε αναθέσει ο τότε επίσκοπός μου, τρία-τέσσερα χωριά στα οποία πήγαινα και έκανα τον ιεροκήρυκα, αυτό έκανα τότε. Ένοιωθα φοβερή μοναξιά, διότι δεν με καταλαβαίνανε, ή εγώ ευθυνόμουνα που δεν με καταλαβαίνανε.
Έλεγα λοιπόν πέντε πράγματα, έβλεπα ότι ο κόσμος έ, άκουγε ό,τι άκουγε, γύρναγε έσκυβε το κεφάλι και εντάξει συνέχιζε κανονικά τη ζωή του, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Η μοναξιά αυτή ήτανε βαρύ αίσθημα, έλεγα μα τι κάνω εγώ σαν παπάς αυτή τη στιγμή, τι νόημα έχει να ξαναπάω την Κυριακή και να ξαναμιλήσω στο τάδε χωριό αφού πάλι… ναι, δεν μπορούσα, δεν λέω ότι είναι εύκολο αλλά, σήμερα σας είπα διάλεξα να μιλήσω δύσκολα, θέλω να πω πιστεύω ότι το ακροατήριο έχει τέτοιες δυνατότητες, αλλά έμαθα πολλά από τότε, πάντως είχα μεγάλη δυσκολία. Λοιπόν, κάποια στιγμή μου συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός, με το οποίο ο Θεός σαν να μου έμαθε πολλά πράγματα.
Μια από αυτές τις Κυριακές, τελείωσε η Θεία Λειτουργία, μου λέει ο παπάς, ένας απλός παπάς και δύο απλοί-απλούστατοι επίτροποι, αγράμματοι άνθρωποι, πάμε να πιούμε πάτερ έναν καφέ, προτού φύγεις. Μην φύγεις έτσι, εντάξει. Τελειώνει η Λειτουργία, εγώ πάντα θλιμμένα πολύ μέσα στη μοναξιά κλπ. Και πάμε να πιούμε τον καφέ στην πλατεία του χωριού. Εκεί λοιπόν που πίναμε τον καφέ, ξαφνικά γυρίζει ο ένας από τους επιτρόπους, με κοιτάζει και μου λέει: Λοιπόν πάτερ - μου λέει - εγώ με τον κυρ-Γιάννη από εδώ – κυρ-Γιάννης ήταν ο άλλος ο επίτροπος - είχαμε μία απορία. Ο ναός μας εδώ δεν ήταν καθαγιασμένος – δεν είχαν γίνει, ναι - και είχαμε την απορία, μη όντας καθαγιασμένος από τον επίσκοπο, τα μυστήρια και η Θεία Λειτουργία δεν ήταν κανονικά; Λέω ωχ, ωχ τι γίνεται εδώ τέτοια απορία, μου έκανε εντύπωση. Και λέει, ξέρεις τι κάναμε, είπαμε να κάνουμε τρεις εβδομάδες νηστεία, για να μας δείξει ο Θεός. Και κάναμε -λέει- και πραγματικά μια Κυριακή προτού έλθει ο Δεσπότης να κάνει τα αυτά, είδαμε την ώρα της Θείας Λειτουργίας ξανά αυτό το φως. Εγώ άρχισα να θορυβούμαι, ποιο φως, τι φως; Εκείνο το φως, το αείφωτο, βλέπεις μετά τον ήλιο και νομίζεις ότι είναι σκοτάδι, ένα φως το οποίο κατεβαίνει και βλέπεις πράγματα, πολλά πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, το μέλλον εκεί μέσα κλπ.
Άρχισα να συγκλονίζομαι, είχα να κάνω με ανθρώπους που είχαν την εμπειρία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και βέβαια και ο άλλος ευλογούσε εκεί και ο απλός ο παπάς έλεγε κι αυτός ναι, ναι, ήτανε όλοι σαν… Ήταν συγκλονιστική η εμπειρία αυτή για μένα, βέβαια δεν σταμάτησε εκεί αλλά άρχισα να τον ψάχνω αυτόν τον επίτροπο, αυτόν τον απλό άνθρωπο. Πως ζεις εσύ, αφού έπαθα το σοκ το οποίο με συνόδευε για χρόνια μετά. Πως ζεις εσύ; Έ πως ζω εγώ, φτωχά. Τι κάνεις, πως ακριβώς περνάς την μέρα σου, τι ακριβώς κάνεις στη διάρκεια της μέρας; Δεν κάνω λέει απολύτως τίποτα, δεν έχω λέει κάποια ιδιαίτερη αυτή, αγαπώ τον Θεό αλλά λίγη υπομονή μου λέει κάνω. Λίγη υπομονή κάνω. Είχε υπομονή αυτός, ξέρεις τι θα πει υπομονή; Υπομονή σημαίνει αυτός ο σταυρός της ελευθερίας να αγκαλιάζει τους άλλους. Εκεί μέσα αποκαλύπτεται ο Θεός.
Αυτό είναι το μεγαλειώδες δίδαγμα, ο ησυχασμός είναι βιωμένη φυσιολογία, μην νομίζετε ότι ο ησυχασμός, εσείς οι θεολόγοι, είναι ατομική επίδοση όπως κάνουν οι ινδουιστές ή αυτοί οι οποίοι καταργούνε το θέλημα για να δούνε τα θεάματα. Είναι αυτό το άνοιγμα στην κοινωνία, και με τον τρόπο αυτόν γίνονται μεγάλες αποκαλύψεις τις οποίες εγώ φυσικά, ως υποψήφιος διδάκτωρ και μετέπειτα δεν αξιώθηκα, ούτε αξιώθηκα έκτοτε. Ευχαριστώ για την υπομονή σας.

Διοργάνωση: Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (Παράρτημα Πατρών), (15-03-2008  Διακίδειος Σχολή Πατρών) Απομαγνητοφώνηση: Σ. Μ. Δρ. 

via

Pages