(Τάδε έφη Καραγκιόζης)
Έκλαιγαν στην παράγκα τα Κολλητήρια που δεν είχαν να φάνε, γκρίνιαζε και η Αγλαΐα που δε δουλεύω, ε, το πήρα απόφαση...
Βγήκα έξω να μην τους ακούω.
Ξάπλωσα στη σαιζ-λονγκ –στο χώμα δηλαδή- να χορτάσω ήλιο, γιατί τίποτα άλλο δε χορταίνουμε σ’ αυτή τη χώρα: Μόνο ήλιο και ξύλο.
Και πάνω που έβλεπα ένα όνειρο ότι ερχόταν η Μέρκελ και με τάιζε λουκάνικα και πρέτζελ, ακούω μια φωνή:
«Καραγκιόζηηηηηη!»
«Παναγίτσα μου», σκέφτομαι, «ήρθε το τέλος του κόσμου κι ακόμα είναι Νοέμβρης.»
Αλλά ήταν αυτός ο τσανακογλείφτης ο Χατζατζάρης που στρίγκλιζε.
«Τι έπαθες, ρε Χατζατζάρη, και με ξυπνάς πρωί πρωί μεσημεριάτικο, πάνω που έπαιρνα τη σιέστα μου;»
«Τι κάνεις εκεί, τρελάθηκες;» μου λέει.
«Εγώ μια χαρά είμαι, Χατζατζάρη, οι άλλοι είναι τρελοί.»
«Βρε τι μια χαρά, που ξαπλώθηκες και τα ‘βγαλες όλα στη φόρα.»
Κοιτάζω μην έχει φύγει η παραμάνα απ’ το παντελόνιν και βγήκαν τα καραμπαλίκια μου έξω και με πάνε μέσα για προσβολή δημοσίας εδώς κι εκείς. Αλλά όλα ήταν στη θέση τους.
«Τι είδες, ρε Χατζατζάρη, και τρόμαξες; Αφού τα ‘χω κρυμμένα τα απόκρυφα.»
«Ποια απόκρυφα, ρε θεομπαίχτη, κακός καιρός να σε ‘βρει... Τα πόδια σου!»
«Ε... Τι έχουν τα πόδια μου; Τα Χριστούγεννα τα έπλυνα. Μοσχοβολάνε. Να, μύρισε.»
Απλώνω το πόδι μου, το μυρίζει ο Χατζατζάρης και παραλίγο να λιποθυμήσει.
«Παρ’ τα από ‘δω, θεέ μου, τι έπαθα, παρ’ τα βρε, αυτά είναι χειρότερα από ασφυξιογόνα, παναγιά μου!»
Κόντεψε να μείνει στον τόπο ο Χατζατζάρης. Εγώ έχω αποκτήσει ανοσία... Προχθές είδα στην πλατεία πολλούς μαζεμένους και νόμιζα ότι μοιράζανε πατάτες. Αλλά ήταν διαδήλωση κι αρχίσαν τα χημικά και δως του να κλαίει ο κοσμάκης και δως του να ξερνάει ο κοσμάκης. Ε, εγώ δεν έπαθα τίποτα. Σαν αποσμητικό χώρου μου φανήκανε.
Μόλις συνήλθε ο Χατζατζάρης μου λέει:
«Δε σου μιλάω για τη βρώμα τους, βρε ελεεινέ και τρισάθλιε.»
«Χατζατζάρη, άσε τα κοσμητικά επίθετα.»
«Κοίτα ‘τα, κοίτα τα πόδια σου.»
Τα κοιτάω κι εγώ μην κάνουν καμιά άσεμνη ποδονομία άθελα μου. Ίδια όπως πάντα ήταν.
«Τι έχουν, ρε τζαναμπέτη; Γνήσια αρχαιοελληνικά ποδαράκια, με το δεύτερο δάκτυλο να πετάγεται σαν κεραία.»
«Δεν καταλαβαίνεις;» με ρωτάει αυτός.
«Αν καταλάβαινα κάτι από αυτόν τον κόσμο, Χατζατζάρη, τώρα θα ήμουν Πατσάς κι εγώ, και θα έτρωγα κεφτέδες κάθε μέρα.»
«Είσαι ξυπόλητος, βρε κακομοίρη.»
«Για νέο μας το λες, ρε Χατζατζάρη; Έτσι γεννήθηκα: Ξυπόλητος...
Την τελευταία φορά που φόρεσα παπούτσια... Ήταν τότε με το στρατηγό, το Μακρυγιάννη. Με είδε ξυπόλητο παιδί και με λυπήθηκε.
“Δώστε”, είπε στους κλέφτες του, “ένα ζευγάρι παπούτσια σ’ αυτό το χοντροκέφαλο και λίγο αλίπαστο να λιγδώσει τ’ έντερο του”.
“Ευχαριστώ, μπαρμπα-Γιάννη”, του είπα κι εγώ.
“Μπάρμπα να πεις το μπάρμπα σου”, είπε ο στρατηγός και έφυγε.
Ε, από τότε ούτε παπούτσι ματαείδα ούτε παστό δοκίμασα.»
«Και πρέπει να το διαλαλείς ότι είσαι ξυπόλητος;» με ρωτάει ο Χατζατζάρης.
«Γιατί; Ντροπή είναι; Ξυπόλητος είμαι, δεν είμαι απατεώνας.»
«Καλύτερα να ‘σουν απατεώνας.»
«Ωραία τα λες, ρε Χατζατζάρη, να σε πάρω να κάνεις στα παιδιά μου ιδιαίτερα μαθήματα.»
«Βρε, δεν έμαθες το καινούριο φιρμάνι του Πασά;»
«Το είπανε στην τηλεόραση;»
«Βεβαίως και το είπανε, όλα τα κανάλια.»
«Το γράψανε και οι εφημερίδες;»
«Πρωτοσέλιδο.»
«Βγήκε και στο ίδερνετ;»
«Βούιξε ο τόπος, που ζεις εσύ;»
«Στην παράγκα μου, Χατζατζάρη. Το ρεύμα μου το κόψανε, το τηλέφωνο μου το κόψανε και εφημερίδες δε διαβάζω, γιατί είναι ασύμφορες... Ψυχολογικά.»
«Ψυχολογικά, ξεψυχολογικά ο Πασάς έβγαλε καινούριο φιρμάνι.»
«Και τι είπε ο Πατσάς; Απαγορεύεται να έχουμε πόδια;»
«Πόδια να έχουμε.»
«Πάλι καλά.»
«Αλλά να τα ντύνουμε κιόλας, να μην κυκλοφορούμε ξυπόλητοι.»
«Γιατί; Προσβάλουμε την αισθητική του Πατσά με την ξυπολησιά μας;»
«Μη λες ανοησίες για τον πολυχρονεμένο μας Πασά. Άκου τη λογική του, που εγώ τη βρίσκω πολύ σωστή.»
«Πες ‘τη γρήγορα, γιατί σε λίγο θα βρεις και τη δική μου λογική: Της καρπαζιάς.»
«Οι ξυπόλητοι δεν αγοράζουν παπούτσια, έτσι δεν είναι;»
«Ανυπερθέτως. Αλλιώς δε θα ‘ταν ξυπόλητοι.»
«Άρα βλάπτουν την οικονομική ζωή της χώρας.»
«Επειδή δεν έχουν ν’ αγοράσουν παπούτσια; Μου φαίνεται ότι δεν τη γλιτώνεις την καρπαζιά, Χατζατζάρη.»
«Άκου με, βρε, και μη γίνεσαι βίαιος.»
«Δεν μπορώ, με τρώει το χέρι μου να σε ξύσω.»
«Αν αγόραζες παπούτσια θα πλήρωνες το τσαγκάρη, έτσι δεν είναι;»
«Ξέρεις κανέναν που να σου δίνει τζάμπα; Μόνο η μάνα το γάλα της.»
«Από αυτά τα λεφτά ο τσαγκάρης θα έδινε τα μισά στο κράτος, φόρο.»
«Καλά να πάθει κι αυτός.»
«Οπότε, αφού εσύ δεν αγοράζεις παπούτσια κλέβεις φόρους από το κράτος.»
«Αυτό δεν το ‘χα σκεφτεί: Ότι θα ήμουν φοροφυγάς λόγω ξυπολησιάς.»
«Το σκέφτηκε ο Πασάς.»
«Μεγάλη η χάρη του.»
«Γι’ αυτό και επέβαλε φόρο ξυπολησιάς: Όποιος είναι ξυπόλητος θα πληρώνει φόρο ίσο με το ήμισυ της αξίας ενός ζευγαριού παπουτσιών.»
«Κι όποιος έχει για να αγοράσει παπούτσια;»
«Αυτός δεν πληρώνει. Αφού δεν είναι ξυπόλητος.»
Άρχισα να ξύνω την κεφάλα μου, μπας και καταλάβω. Ποτέ δεν ήμουν καλός στα μαθηματικά. Έξι χρόνια στην πρώτη δημοτικού έκανα και μετά υποβιβάστηκα, άλλα έξι στο νηπιαγωγείο.
«Δηλαδή, ρε Χατζατζάρη, πληρώνουν οι ξυπόλητοι, αλλά δεν πληρώνουν οι ποδοφορεμένοι;»
«Ακριβώς.»
«Πληρώνουν οι ξεβράκωτοι, αλλά δεν πληρώνουν οι ντυμένοι;»
«Περίπου.»
«Πληρώνουν οι φτωχοί, αλλά δεν πληρώνουν οι πλούσιοι;»
«Κι αν δεν έχω να πληρώσω;»
«Θα σου πάρουν την παράγκα.»
«Μαζί με την Αγλαΐα και τα Κολλητήρια;»
«Όχι, αυτά δεν μπορούν να στα πάρουν.»
«Κρίμα. Και χάρηκα για μια στιγμή. Περίμενε...»
Άρχισα να φωνάζω τον Πιτσικώκο. Βγαίνει αυτός τρέχοντας:
«Τι έγινε, μπαμπάκο; Θα φάμε;» λέει μόλις έρχεται.
«Ρε, άντε φέρε μου ένα μαρκαδόρο, που όλο στο φαΐ είναι το μυαλό σου.»
«Εφού πεινάω, μπαμπάκο.»
«Κι εγώ πεινάω, αλλά δεν το κάνω θέμα... Φέρε μου ένα μαρκαδόρο.»
Μπαίνει στην παράγκα ο Πιτσικώκος, ο Χατζατζάρης κοιτάει. Βγαίνει ο Πιτσικώκος με το μαρκαδόρο, ο Χατζατζάρης κοιτάει.
Πιάνω το μαρκαδόρο κι αρχίζω να βάφω το ποδάρι μου.
«Τι κάνεις εκεί, βρε αθεόφοβε;» ρωτάει ο Χατζατζάρης.
«Φοροδιαφεύγω, Χατζατζάρη, φοροδιαφεύγω ανεξίτηλα.»